Fractal

Διήγημα: “Ο θάνατος αρχίζει από τα χέρια…”

Της Κατερίνας Καλφοπούλου // *

 

 

 

 

Ο θάνατος αρχίζει από τα χέρια…

 

Το μικρό στενόμακρο και χαμηλοτάβανο πατάρι με δυσκολία χωρούσε σαράντα ανθρώπους. Εφτά σειρές των τριών καθισμάτων άφηναν ελάχιστο χώρο στο πλάι, καθώς άγγιζαν σχεδόν τα χτιστά πεζούλια στους δυο παράλληλους τοίχους. Τα πεζούλια, καλυμμένα με λαδοπράσινα λεπτά μαξιλάρια, έπαιζαν το ρόλο καναπέ. Όταν έφτασα λίγα καθίσματα ήταν γεμάτα. Οι περισσότεροι είχαν επιλέξει τα πεζούλια. Δεν ξέρω αν το έντονο χρώμα του λαδιού ή η επιλογή όσων έφτασαν εκεί πριν από μένα με ώθησε, μετά από ένα σύντομο δισταγμό, να καθίσω στο δεξί πεζούλι, μισό μέτρο από μια γηραιά κυρία, μια αριστοκρατική φιγούρα με μπεζ παλτό και ίδιου χρώματος μπερέ, που άφηνε τα αχυρένια μαλλιά να ξεπετάγονται ατίθασα από γύρω. Ακριβώς δίπλα της μια άλλη γηραιά μεν, πολύ νεότερή της όμως, ασκεπής, εξίσου αριστοκρατική, φορούσε έντονη πράσινη σκιά ματιών, μακιγιάζ που στιγμιαία με μετέφερε δεκαετίες πίσω. Έριξα μια διακριτική, αλλά παρατεταμένη ματιά προς το μέρος τους κι ύστερα, όση ώρα περίμενα να αρχίσουν οι ποιητές την απαγγελία, βυθίστηκα στις σκέψεις μου, χωρίς να προσέχω τις λεπτομέρειες του μικρού, αποπνιχτικού, παταριού. Μονάχα το λαδοπράσινο χρώμα των μαξιλαριών ερέθιζε τις αισθήσεις μου. Το χρώμα και η πνιγερή αίσθηση του χώρου, που είχε αρχίσει σιγά σιγά να γεμίζει. Χρειάστηκαν μερικές καρέκλες ακόμη. Καναδυό κάθισαν στα σκαλιά που οδηγούσαν σ΄ένα δεύτερο, πιθανόν ακόμη μικρότερο, πατάρι. Καναδυό στάθηκαν όρθιοι. Κάποιοι που στριμώχτηκαν στο πεζούλι με ανάγκασαν να μετακινηθώ προς τα δεξιά κι έτσι η απόστασή μου από την γηραιά κυρία μίκρυνε. Γύρισε και με κοίταξε ενοχλημένη και παρόλο που της χαμογέλασα με το πιο ευγενικό μου χαμόγελο δεν μετριάστηκε η ενόχλησή της. Αντιθέτως. Τράβηξα τότε το χοντρό μαύρο μπουφάν μου στα γόνατα, για να μην την αγγίζει και καθώς έσκυψα να συμμαζευτώ, το μάτι μου έπεσε στα χέρια της που κείτονταν, δυο νεκρά πουλιά, στην αγκαλιά της. Οι ποιητές στο μεταξύ είχαν αρχίσει. Ο ένας μετά τον άλλον στη σειρά. Στο ενδιάμεσο τρία νέα παιδιά, ένα αγόρι και δυο κορίτσια, τραγουδούσαν κι έπαιζαν στο πιάνο που βρισκόταν σφήνα μεταξύ των ποιητών και του κοινού, φτιάχνοντας γέφυρες περάσματα από τη μια ποιητική συλλογή στην άλλη. Και οι ποιητές διάβαζαν, έμπλεοι μνήμης και πίκρας κι έρωτα και μετάνοιας για τη ζωή που προχώρησε, χωρίς να τηρήσει όσα τους είχε υποσχεθεί. Υμνούσαν τις όμορφες γυναίκες που καθώς περνούσαν κι έφευγαν ήταν πάντα εκεί, αγέραστες κι αθάνατες. Μνήμες ερωτικές, ντυμένες με τον ήχο των λέξεων και με τις εικόνες του μυαλού. Με το μυαλό βλέπουμε, όχι με τα μάτια. Τα δικά μου τα μάτια, όση ώρα οι μεσήλικες ποιητές απήγγειλαν και οι νεαροί μουσικοί έπαιζαν και τραγουδούσαν, παρέμεναν καρφωμένα στα δυο χέρια. Τόσο ισχνά, τόσο κίτρινα, τόσο παρατημένα. Ξεχασμένα, θαρρείς, σε ένα σώμα που έμοιαζε περισσότερο με ανάμνηση, παρά με άνθρωπο. Ύλη που επέστρεφε στη χοϊκότητά της, τυλιγμένη στη σιωπή. Και το μικρό δάχτυλο του αριστερού χεριού ανασηκωμένο, μια μεγάλη πληγή, σκούρο κόκκινο, είχε ήδη αρχίσει το ταξίδι που δεν έχει επιστροφή.

Έβγαλα το κινητό και φωτογράφισα κρυφά ξανά και ξανά εκείνη την εικόνα του θανάτου, δίπλα μου.

Δεν ξέρω γιατί το έκανα. Για ποιο λόγο θέλησα να απαθανατίσω τον θάνατο που έκλειναν τα δυο χέρια, έτσι όπως κείτονταν παρατημένα δίπλα μου; Ίσως για να τα δω την επομένη και να σκεφτώ πόσες φορές χάιδεψαν και πόση αγάπη έδωσαν. Να αναρρωτηθώ αν είχαν στο παρελθόν χαστουκίσει κάποιο μάγουλο. Αν είχαν υπογράψει συμβόλαια, αν είχαν γράψει ερωτικά γράμματα. Αν είχαν τρυφερά περιποιηθεί βρέφη και μικρά παιδιά, αν είχαν αλλάξει στέφανα στα κεφάλια άλλων ανθρώπων, αν είχαν αφήσει βιαστικά λίγα κέρματα στο μουσικό του δρόμου, αν είχαν κόψει φρούτο από δέντρο, λουλούδια από κήπο. Αν είχαν στεγνώσει δάκρυα. Αν είχαν πλάσει κουλούρια, αν έχουν φτιάξει γεμιστά. Αν είχαν αδειάσει την πίκρα τους, το θυμό τους, την προσδοκία τους με τον δικό τους τρόπο, το μοναδικό… Γιατί τα χέρια τέτοια πράγματα κάνουν. Τα χέρια είναι ζωντανά, είναι αγέρωχα… Είναι οι ποιητές του καθενός. Είναι αυτά που δίνουν κι αυτά που παίρνουν. Αυτά που απλώνουμε στη ζωή, στον ουρανό, στον άλλον άνθρωπο. Είναι αυτά που πεθαίνουν πριν από μας.

Κοιτάζω τις φωτογραφίες που τράβηξα χθες.

Και σιγουρεύομαι. Ο θάνατος αρχίζει από τα χέρια…

 

 

* Η Κατερίνα Καλφοπούλου είναι εκπαιδευτικός-συγγραφέας. Σπούδασε Μαθηματικά και έκανε Μεταπτυχιακές Σπουδές στην Εκπαίδευση. Από τις εκδόσεις Τραυλός κυκλοφορούν τα βιβλία της «Ο Γιάννης που αγάπησα» (2017) και «Σε φάση μετάβασης» (2018). Συμμετέχει σε δύο συλλογικά έργα με τίτλο «Οι εκπαιδευτικοί γράφουν…», εκδόσεις Γράφημα.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top