Fractal

Η ακύρωση των παραδοσιακών δεσμών αίματος στο βουνό των πελαργών

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

 

Μίροσλαβ Πένκοφ, “Το βουνό των πελαργών”. Εκδόσεις Αντίποδες. Μετάφραση: Άκης Παπαντώνης. Φεβρουάριος 2018, Αθήνα

 

 

‘… Το μυαλό ενός γέρου είναι ένα βουνό, κάθε μνήμη μια κουδούνα   πλυμένη με γάλα. Είναι αλήθεια ότι ο Θεός κατέχει το μέλλον, το οποίο είναι αβέβαιο και άγνωστο, οπότε άστον να το κατέχει. Μα ο γέρος κρατάει το παρελθόν. Το παρελθόν είναι βέβαιο. Κανένας θεός δεν μπορεί να το καλέσει μπροστά του και να το ξαναφτιάξει κατά βούληση. Ο γέρος μπορεί. Ένας γέρος βαδίζει από πλαγιά σε πλαγιά και χτυπάει τις κουδούνες και με τον ήχο τους φέρνει πίσω τις παλιές ξεχασμένες μέρες-και μια μέρα πενήντα χρόνια πριν ακούγεται εξίσου δυνατά όσο μια άλλη από την οποία δεν έχουν περάσει ούτε δύο βδομάδες. Κι’ έτσι οι θεοί αρχίζουν να ζηλεύουν τον γέρο. Προσφέρουν το Κύπελο της Λήθης στα διψασμένα χείλη του. Κι’ εκείνος μπαίνει στον πειρασμό να πιει. Τα πόδια του χάνουν τη δύναμή τους κι’ αρχίζει να κουτσαίνει πηγαίνοντας από πλαγιά σε πλαγιά. Τα πόδια του λυγίζουν. Πάει η δύναμη του γέρου, δεν αντέχει πια να χτυπάει τις κουδούνες…’, εξομολογήθηκε ο παππούς στον νεαρό εγγονό του.

Στα βουνά της Στράντζας, όπου συναντιούνται τρεις χώρες,  η Βουλγαρία, η Τουρκία και η Ελλάδα, ένας νεαρός φοιτητής που εγκατέλειψε τη Βουλγαρία για να μετακομίσει στις Ηνωμένες Πολιτείες σε μικρότερη ηλικία,  επανασυνδέεται με τον παππού του, από τον οποίο η οικογένεια δεν έχει ακούσει τίποτα τα τελευταία τρία χρόνια. Η περιοχή της Στράντζας παριστά γεωγραφικά έναν ορεινό όγκο στη νοτιοανατολική Βουλγαρία και το ευρωπαϊκό τμήμα της Τουρκίας, ανάμεσα στις πεδιάδες της Θράκης στα δυτικά, τις πεδιάδες κοντά στο Μπουργκάς προς τα βόρεια και τη Μαύρη Θάλασσα στα ανατολικά. Στο μεσοδιάστημα των προβληματικών του σπουδών στις Ηνωμένες πολιτείες της Αμερικής, και με έντονα οικονομικά προβλήματα αφού έχει να ξεπληρώσει κάποια τραπεζικά δάνεια και χρεωμένες πιστωτικές κάρτες, ο νεαρός  έχει έρθει στην Κλεισούρα της νοτιοανατολικής Βουλγαρίας ελπίζοντας να πουλήσει κάποια τεμάχια οικογενειακής γης αλλά και να περάσει λίγο χρόνο με τον παππού που δεν έχει δει στα τελευταία  δεκαπέντε χρόνια.  Η αφήγηση που ακολουθεί καταρρακτωδώς,  γραμμένη από τον πρωτοεμφανιζόμενο, βουλγαρικής καταγωγής,  μυθιστοριογράφο Μίροσλαβ Πένκοφ, ο οποίος έζησε στη Βουλγαρία μέχρι τα δεκαεννέα του χρόνια, αναπνέει με το είδος του ζωντανού ρεαλισμού που διακρίνει τη συγγραφή ενός ατόμου που πραγματικά έζησε ορισμένα γεγονότα, σε αντίθεση με τα κείμενα κάποιου που γράφει για γεγονότα που μπορεί να μην είχε βιώσει ή έστω μερικώς. Η πλυμένη    με γάλα κουδούνα, που αναφερθήκαμε παραπάνω, αποτελεί μια μοναδική εικόνα για την εξασθενημένη, ούτως ή άλλως,  μνήμη του παππού, και αναφέρεται σε μια παραδοσιακή πρακτική στην Κλεισούρα για το πλύσιμο των κουδουνιών των προβάτων, έτσι ώστε τα κουδούνια να τραγουδούν πιο γλυκά. Τα γεγονότα που ξεδιπλώνονται στο εκτενές κείμενο, είναι συχνά γοητευτικά και συνοδεύουν τις ολοζώντανες περιγραφές πολλών γεγονότων και πολιτιστικών παραδόσεων που σε μεγάλο βαθμό είναι στην κυριολεξία άγνωστες στους περισσότερους αναγνώστες στη Δύση, ενώ την ίδια στιγμή προσδίδουν ένα νέο είδος ζωντάνιας στην ιστορία της επιστροφής του νεαρού  φοιτητή στην πατρίδα του και στις συναντήσεις του με τον λαό που κατοικεί και δραστηριοποιείται για τόσους αιώνες εκεί. Αυτές περιλαμβάνουν τους αναστενάρηδες,  άνδρες και γυναίκες, συχνά νεαρής ηλικίας, έντονης θρησκευτικής σημασίας, που περπατούν σε κόκκινα καυτά κάρβουνα χωρίς να καίγονται κατά τη διάρκεια μιας θρησκευτικής γιορτής που διεξάγεται συνεχώς για κάπου χίλια τριακόσια χρόνια. Η ειδική σύνδεση του παππού με τους αναστενάρηδες  προσθέτει επιπλέον δράμα στην όλη τη δράση του βιβλίου. Έτσι βλέπουμε γρήγορα πως μια νεαρή αναστενάρισσα ξεκινάει τον περίπατό της στα κάρβουνα, δεν θα υποστεί εγκαύματα. Η συντριπτική παρουσία των πελαργών την άνοιξη και το καλοκαίρι προσφέρει επίσης έναν  μαγικό, ακόμη και πνευματικό, τόνο της καθημερινής ζωής στην απομονωμένη περιοχή της Κλεισούρας.

Ένας ασυνήθιστος  και ίσως μοναδικός συνδυασμός μυθιστοριογραφίας και έπους της Βουλγαρικής ιστορίας και πολιτισμού, η μακρυά αφήγηση, άνω των τετρακοσίων σελίδων,  έχει ως επίκεντρο μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο  ενός νεαρού άνδρα με περιορισμένους στόχους και το μεγάλο εύρος μιας κουλτούρας που έχει ενσωματωμένα στοιχεία από τη χριστιανική, τη μουσουλμανική παράδοση, και ακόμη από το  παγανιστικό παρελθόν, εδώ και πολλούς αιώνες. Οι πόλεμοι και οι κατά καιρούς κατακτήσεις από όλες αυτές τις θρησκευτικές ομάδες που ζουν σήμερα στη Βουλγαρία, την Ελλάδα και την Τουρκία και μιλούν διαφορετικές γλώσσες, έχουν οδηγήσει σε αρχαίες παραδόσεις ή οδυνηρές ουλές στο πέρασμά τους. Ιστορίες που κυμαίνονται από τη ζωή και τους χρόνους του Αττίλα στον πέμπτο αιώνα μέχρι τον Μουράτ, εκείνον που ίδρυσε την Οθωμανική Αυτοκρατορία πριν από έξι αιώνες, συνδυάζονται εδώ με υστερικά παγανιστικά στοιχεία που σχετίζονται με τις συνεχιζόμενες εορταστικές εκδηλώσεις, για να κρατήσουν τον αναγνώστη δέσμιο σε ένα επίπεδο πέρα ​​από αυτό της απλής μυθιστορηματικής πλοκής, καθώς ο νεαρός μαθαίνει περισσότερα απ’ όσα έως τότε γνώριζε για τη Βουλγαρία, τον παππού του και τους ανθρώπους που συναντά, συμπεριλαμβανομένης της Ελίφ,  της κόρης ενός ιμάμη, με την οποία κάποια στιγμή βρίσκεται ερωτευμένος.

Αυτό το πρώτο μυθιστόρημα του Πένκοφ, συγγραφέα της συλλογής ιστοριών ‘Ανατολικά της Δύσης’ (East of the West)  που κυκλοφόρησε στη χώρα μας τον Ιούνιο του 2016, από τον ίδιο εκδοτικό οίκο (Αντίποδες) και σε μετάφραση πάλι του Άκη Παπαντώνη,  αφορά ένα αγόρι που αφήνει την Αμερική όπου σπουδάζει για τα ερημικά όρη της Βουλγαρίας σε αναζήτηση του παππού του. Αναζητώντας έναν τρόπο να πληρώσει τα χρέη του, επιστρέφει στο χωριό του, την Κλεισούρα, από τη βουλγαρική πλευρά των τουρκικών συνόρων, για να μάθει περισσότερα για τον  παππού του, την οικογένειά του, και να διεκδικήσει μια κληρονομία που πιστεύει ότι του ανήκει. Ο νεαρός ανακαλύπτει ένα μέρος όπου οι εξόριστοι χριστιανοί χορεύουν πάνω σε φωτιά προς τιμήν των αγίων τους, εκεί όπου οι μουσουλμάνοι άλλαξαν βιαίως θρησκεία, και έλαβαν νέα ονόματα από ένα κυνικό σε μεγάλο βαθμό κομμουνιστικό καθεστώς και όπου οι πελαργοί έρχονται κάθε άνοιξη για να γεννήσουν τους νέους απογόνους  σε φωλιές, πάνω σε γιγάντιες καρυδιές. Το χωριό, όμως, είναι γεμάτο μυστήρια και βεντέτες. Το αγόρι απορροφά το λαογραφικό παρελθόν της περιοχής του, και αρχίζει επίσης να ανακαλύπτει σταδιακά την τραγική εμπλοκή του παππού του στο ταραγμένο παρελθόν της Κλεισούρας,  ‘σαν σκάλες που σε οδηγούν στον εαυτό σου’. Το αγόρι ερωτεύεται την Ελίφ,  την κόρη του τοπικού ιμάμη με τον οποίο ο παππούς έχει μια μακρά ανυποχώρητη έχθρα. Σχεδιάζει να τη σώσει από τον βίαιο  και υβριστικό πατέρα της  και να διασώσει ταυτόχρονα τη μικρή αδελφή της Ελίφ, την Αΐσα, που είναι άρρωστη με πυρετό που πιστεύεται ότι προκαλείται από τα αναστενάρια και τους χριστιανούς που χορεύουν πάνω από τη φωτιά. Το  αγόρι καταλήγει να βρει τον εαυτό μέσα από την ιστορία του παππού του, ανάμεσα στις μυστικιστικές ρίζες που εξελίσσονται χρονικά από τον αρχαίο Χριστιανισμό, το Ισλάμ και τον κομμουνισμό, και αυτό βέβαια είναι η μεγάλη ανταμοιβή αυτού του γεμάτου και ειλικρινούς  μυθιστορήματος στον υπομονετικό αναγνώστη που θα διέλθει υπομονετικά τις σελίδες του. Αυτό το πολυσέλιδο βιβλίο του Μίροσλαβ Πένκοφ,  είναι πλούσιο σε πολλά θέματα, εμπλέκει τεχνηέντως  το προσωπικό και οικογενειακό ζήτημα με το πολιτικό και το ιστορικό θέμα, και ξεδιπλώνεται  με μια παράξενη και μυστήρια γλώσσα που μοιάζει κατάλληλη για μια συγκεκριμένη ιστορία έντονου πάθους την οποία μοιράζονται ο νεαρός άνδρας, ο παππούς του και ένας πληγωμένος πελαργός με σπασμένη φτερούγα,  στην καρδιά αυτής της ολοζώντανης ιστορίας που βρίσκεται και οριοθετείται μέσα στα βουνά της Βουλγαρίας. Οι πελαργοί που επιστρέφουν στα βουνά κάθε άνοιξη είναι και αυτοί μετανάστες, όπως και πολλοί από τους ανθρώπους που έχουν εγκατασταθεί, ζήσει και  περάσει από την εν λόγω περιοχή κατά τη διάρκεια των αιώνων. Ο νεαρός αφηγητής, όμως,  βρίσκεται πλέον  σε στάδιο μεταβατικό, αφού  είναι γεννημένος στη Βουλγαρία, αλλά μεγαλωμένος και σπουδαγμένος στην Αμερική. Αλλά, όμως, τα κίνητρα της επιστροφής στα πάτρια εδάφη του νεαρού άνδρα δεν είναι τόσο ξεκάθαρα όσο φαίνονται στην αρχή. Ο ανώνυμος αφηγητής βρίσκει εκεί πολλά περισσότερα από αυτά που είχε θέσει ως στόχο και σκοπό. Βρίσκεται ερωτευμένος με μια νεαρή μουσουλμάνα, και ταυτόχρονα έρχεται σε επαφή με μια μυστικιστική ομάδα που ονομάζεται αναστενάρηδες στους οποίους η κληρονομιά είναι μέρος τόσο της χριστιανικής θρησκευτικής πίστης όσο και της παγανιστικής λατρείας, οδηγώντας έτσι σε εικόνες  εξεζητημένου μαγικού ρεαλισμού.  Η ιστορία τους διαχέεται σε όλο το βιβλίο και είναι συνυφασμένη με τις ιστορίες των πολλών εθνικοτήτων που έχουν ζήσει στην περιοχή. Ο Μίροσλαβ Πένκοφ δημιουργεί μια πολυπολιτισμική εικόνα διαφορετικών πολιτικών και θρησκευτικών απόψεων, οι οποίες έδωσαν στη Βουλγαρία μια πολυποίκιλα διαλυμένη ιστορία με έναν λαό επίσης κατακερματισμένο από τα αλλεπάλληλα κύματα πολιτικής και  κοινωνικής αλλαγής που βίωσε στη μακραίωνα ιστορία του. Άλλωστε σε όλο το κείμενο βρίσκεται να υποβόσκει μια περίεργη αίσθηση των πραγμάτων που τη μια στιγμή σχηματίζονται,  και την άλλη διαρρηγνύονται. Ο Πένκοφ, στο πρώτο του μυθιστόρημα,  είναι ένας υπέροχος αφηγητής και η γραφή του είναι γεμάτη με ζωντανές βινιέτες. Τα παλιά φαντάσματα επανέρχονται στη ζωή και οι ξεχασμένες συγκρούσεις επανεμφανίζονται μέχρι που το παρελθόν παραδώσει τα επαίσχυντα μυστικά του.

 

Μίροσλαβ Πένκοφ

 

Το μυθιστόρημα του Μίροσλαβ Πένκοφ (Stork Mountain) ξετυλίγεται  μάλλον απροσδόκητα, παρά το γεγονός ότι η υπόθεση αρχικά εμφανίζεται οικεία. Η σχέση του αφηγητή με τον παππού του είναι πολύπλοκη, αποκαλύπτοντας, αλλά και παρακρατώντας κάποιες διαφωτιστικές πληροφορίες στην πορεία. Αξιοσημείωτη παρουσιάζεται η δυσμενής μεταχείριση των μουσουλμάνων πολιτών της Βουλγαρίας κατά τις ημέρες του κομμουνιστικού καθεστώτος. Καθ’ οδόν όμως, ο συγγραφέας ενσωματώνει ιστορικές πτυχές πολλών δεκαετιών, μαζί με τη λαογραφία και τη μυθολογία, πραγματικές και φανταστικές, βεβαίως.

Ο Μίροσλαβ Πένκοφ, γεννημένος στη Βουλγαρία, και μετανάστης αργότερα στις ΗΠΑ, όπως εξομολογήθηκε, ένοιωσε σε κάποια φάση  τρομερή νοσταλγία για την πατρίδα του, και το γράψιμο ήταν ο φθηνότερος, ο αποτελεσματικότερος και ο γρηγορότερος  τρόπος που θα τον ‘πήγαινε’, έστω νοερά, πίσω στο σπίτι του. Όπως και με την συλλογή των ιστοριών του, έτσι και τώρα ήθελε να γράψει ένα μυθιστόρημα που να συνδυάζει διάφορα χρονοδιαγράμματα, παρελθόντα και παρόντα, που να υφαίνονται σε θρύλους και μύθους, ιστορικά γεγονότα  μαζί με την ανάλογη μυθιστοριογραφία. Με τους αναστενάρηδες ήρθε σε επαφή όταν βρισκόταν στη παιδική του ηλικία και είχε πάει διακοπές με τους γονείς του στη Μαύρη Θάλασσα. Μπορεί να ήταν μόνο τουριστικό αξιοθέατο, τότε, αλλά η μνήμη αυτών των όμορφων γυναικών και των ανθρώπων που περπατούσαν ξυπόλητοι στα λαμπερά κάρβουνα ποτέ δεν τον εγκατέλειψε. Κάποιες παρεμφερείς περιγραφές Ζωροαστρικών ναών της φωτιάς, βοήθησαν επίσης προς αυτή την κατεύθυνση, ενώ σχετικές βιβλιογραφικές πηγές μιλούσαν πραγματικά για την επιρροή των Περσών, σύμφωνα με τις οποίες η λατρεία της φωτιάς είχε κατά κάποιο τρόπο  φτάσει στα Βαλκάνια, όπου Έλληνες και Βούλγαροι την είχαν ενσωματώσει στις δικές τους τελετουργίες, αλλά φυσικά υπήρχαν και άλλες επιρροές. Πρώτον, τα Ελευσίνια Μυστήρια που πραγματοποιούνταν κάθε χρόνο στην Ελλάδα για τη λατρεία της Δήμητρας και της Περσεφόνης. Τότε, οι μαινάδες, οι τρελές ιέρειες του Διονύσου έπιναν κρασί και χόρευαν τρελά προς τιμήν του. Ο Ορφέας ήταν θρακική θεότητα και οι Θρακικές φυλές κατοικούσαν κάποτε εκεί που σήμερα βρίσκεται η Βουλγαρία. Οι μαινάνες επίσης χόρευαν στη Βουλγαρία και συγκεκριμένα σε ένα συγκεκριμένο βουνό, όπου η λατρεία του Διόνυσου ήταν πιο διαδεδομένη.

Τα βουνά της Στράντζας, βρίσκονται στα σύνορα της Βουλγαρίας με την Τουρκία, κοντά στην Ελλάδα. Αυτά, όπως ο ίδιος ανακάλυψε, ήταν ο μοναδικός χώρος στη χώρα του  όπου οι αναστενάρηδες  εξακολουθούσαν να χορεύουν πάνω στα αναμμένα κάρβουνα. Παρεμπιπτόντως, είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι τα βουνά της Στράντζας στο   μυθιστόρημα  είναι δική του εφεύρεση, ένα φανταστικό μέρος, κατά κάποιο τρόπο όπως η κομητεία   Yoknapatawpha του Faulkner ή το Macondo του Garcia Marquez. Φυσικά δεν  χρειάστηκε ειδική έρευνα για να μιλήσει για τον κομμουνισμό στο πλαίσιο του μυθιστορήματος ετούτου (Stork Mountain). Αυτό που ερεύνησε επισταμένως,  όμως, ήταν η λεγόμενη ‘Διαδικασία Αναγέννησης’, τουτέστιν το σύνολο από τις  δυναμικές εκστρατείες για την αλλαγή του ονόματος  των Βούλγαρων μουσουλμάνων,  προσπάθειες που αποσκοπούσαν είτε να τους  αφομοιώσουν στο περιβάλλον, είτε να τους εξαφανίσουν ολωσδιόλου από τη χώρα.  Αυτή η διαδικασία έφτασε στο αποκορύφωμά της στα μέσα της δεκαετίας του ’80, αλλά σίγουρα έλαβε διάφορες παρεμφερείς μορφές σε ολόκληρο τον εικοστό αιώνα. Το ‘Βουνό των πελαργών’ ξεκινά με ένα παράδειγμα τέτοιου μαζικού ‘machismo’, όταν ένα νεαρό μουσουλμανικό κορίτσι κόβει τον καρπό του με ένα κομμάτι από σπασμένο γυαλί και   χάνει πάρα πολύ αίμα. ‘Machismo’, είναι η αίσθηση και η έννοια που συνδέεται με την έντονη αίσθηση της αρσενικής υπερηφάνειας, την άγραφη ευθύνη ενός ανθρώπου να παρέχει τα απαραίτητα προς το ζην, να προστατεύει και να υπερασπίζεται την οικογένειά του. Η λέξη ‘macho’ έχει μακρά ιστορία τόσο στην ισπανική και την πορτογαλική γλώσσα, και αρχικά συνδέθηκε με τον ιδανικό κοινωνικό ρόλο που έπρεπε να διαδραματίζουν οι άνδρες στις κοινότητές τους, και ιδιαίτερα στις ισπανόφωνες γλώσσες και χώρες. Κατά τη διάρκεια, όμως,  του γυναικείου απελευθερωτικού κινήματος της δεκαετίας του 1960 και του 1970, ο όρος άρχισε να χρησιμοποιείται από τις λατινοαμερικανές φεμινίστριες για να περιγράψει την ανδρική επιθετικότητα και βία, και για να επικρίνουν την πατριαρχική δομή της κοινωνίας τους.

Όταν, λοιπόν, ο σύζυγος της κοπέλας που αιμορραγούσε, ανακαλύψει ότι ένας άλλος άνδρας έχει αγγίξει τη γυναίκα του, πετάει μακρυά τον επίδεσμο,  και την αφήνει να συνεχίζει να αιμορραγεί, ενώ ο αφηγητής αφήνεται να αναρωτηθεί τι θα γίνει με το συγκεκριμένο  θέμα στη συνέχεια. Αυτή η στιγμή, στην ουσία, θέτει μια από τις μεγάλες συγκρούσεις στο μυθιστόρημα. Αυτό το αγόρι έχει εισέλθει σε έναν ξένο κόσμο μέσα στον οποίο θα αγωνιστεί για να τον αλλάξει, αλλά ο κόσμος θα τον ωθήσει πίσω με την ίδια δύναμη. Είναι η σύγκρουση πολιτισμών και ανθρώπων, με τις προκαταλήψεις και τις πεποιθήσεις τους, που ενδιαφέρουν τον αναγνώστη. Για τον συγγραφέα, κάτω από τα γονίδια, τον πολιτισμό και τις παραδόσεις όλων των λαών της περιοχής ετούτης της Βαλκανικής Χερσονήσου, υπάρχει βαθύτερος δεσμός που δεν έχει ρίζες, αλλά στηρίζεται στην κοινή ανθρωπιά, έτσι που όλη η συζήτηση για τους περιβόητους δεσμούς αίματος να φαντάζει σαν άδειο εν πολλοίς ρητορικό ερώτημα!

Η επιστήμη της ιατρικής δεν θα μπορούσε με κανένα τρόπο να μείνει αμέτοχη και μακρυά από το φαινόμενο των αναστενάρηδων. Στο τελευταίο τεύχος του ‘Δέλτου’ (Τεύχος 46, Δεκέμβριος 2018), του περιοδικού της Ιστορίας της Ελληνικής Ιατρικής, ο στρατιωτικός καρδιολόγος γιατρός Γρηγόριος Ι. Σκαμπαρδώνης, δίνει τη δική του μαρτυρία όταν νεαρός υπίατρος μετατέθηκε από την υπηρεσία του στην περιοχή του Λαγκαδά. Ταυτόχρονα, αναφέρονται στο ίδιο κείμενο, και εξετάζονται όλες οι απόψεις διαφόρων μελετητών για την ερμηνεία του φαινομένου της ακαΐας,  καθώς και της αναλγησίας κατά την διάρκεια της πυροβασίας, όπου γίνεται λόγος για τη ‘… μείωση της αίσθησης του πόνου λόγω αύξησης της τοπικής αιματώσεως και της τοπικής υπερίδρωσης σε συνδυασμό με την ψυχοσυναισθηματική κατάσταση των πυροβατών…’.

Ένα περίεργο εκ πρώτης όψεως, αλλά άκρως ελκυστικό βιβλίο ενός φερέλπιδος συγγραφέα, του Μίροσλαβ Πένκοφ,  από τη γείτονα χώρα, που αξίζει ομολογουμένως την προσοχή μας, λόγω των πολλαπλών ιστορικών λεπτομερειών, των μύθων, των παραδόσεων,  εννοιών και μηνυμάτων που προσκομίζει μέσα στις σελίδες του!

 

 

Βιβλιογραφία

  • Σκαμπαρδώνης Ι., Γρηγόριος: Τ’ αναστενάρια. Δέλτος. Τεύχος 46: 31-34. Δεκέμβριος 2018.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top