Fractal

“Το τρένο”

Της Βιολέττας-Ειρήνης Κουτσομπού //

 

 

 

 

 

Το τρένο

 

Ελένη, 7 ετών, δεκαετία ‘70

Η θεία έμενε στην Αθήνα. Η γιαγιά ετοίμαζε τα πράγματα μας απ’ τη νύχτα και δεν είχα καταλάβει τι όλο έφτιαχνε. Έβαζε κι έβγαζε. Είχε κάνει κεφτεδάκια, ζύμωσε ψωμί και έβαλε κι ένα κομμάτι κασέρι σε μια τσάντα «να έχουμε να φάμε, σχεδόν τέσσερις ώρες ταξίδι» έτσι έλεγε κι όλο κάτι έβαζε ή έβγαζε. Είπε να κάθομαι φρόνιμη και να μην αφήσω το χέρι της μέχρι να τακτοποιηθούμε στο κουπέ του τρένου, να μην μιλάω. Ήταν αυστηρή μερικές φορές αλλά ήταν μαμά-γιαγιά και την άκουγα. Το τρένο ήταν μεγάλο κι όταν σταματούσε σε σταθμούς έβγαζε καπνό. Οι πόρτες έκλειναν με δυνατό θόρυβο, έκλεινα το ένα μου αυτί με το ένα μου χέρι, με το άλλο κρατούσα το μωρό-κοκκινοσκουφίτσα. Της είχα κόκκινη ζακέτα και σκουφάκι. Μέσα στο κουπέ ήταν πολλοί άνθρωποι, το παράθυρο ήταν λίγο ανοιχτό γιατί μια κυρία ζαλιζόταν. Έτσι είπε. Στο διάδρομο, ήταν όρθιο ένα αγόρι ψηλό με μαύρα μαλλιά κοιτούσε έξω απ’ το ανοιχτό του παράθυρο κι ο αέρας ανακατευε τα μαλλιά του. Κάπνιζε κιόλας κι η γιαγιά έλεγε ότι είναι κακό. Εκεί που καθόμασταν, άρχισαν να μιλούν οι μεγάλοι κι έλεγαν για τα ταξίδια, την κούραση, το Θεό και την Αθήνα και τα παιδιά τους. Εγώ κοιτούσα. Αποκοιμήθηκα πάνω στα πόδια της γιαγιάς με την μικρή κοκκινοσκουφίτσα αγκαλιά. Δυνατός θόρυβος, λίγος καπνός, έπεσε μια βαλίτσα, ξαφνικα βρέθηκα απέναντι στις δύο κυριές. Πόνεσε λίγο η πλάτη μου. Το τρένο σταμάτησε, η γιαγιά φοβόταν και με έψαχνε μην τυχόν χτύπησα. Έκλαψε που την είχε πάρει ο ύπνος και δεν με κρατούσε πιο σφιχτά. Είμαι καλά, γιαγιά. Ήταν, έλεγαν, έξω απ’ τη Θήβα. Έπρεπε να σταματήσουμε εδώ για λίγη ώρα. Ήρθε ένας άλλος ψηλός κύριος με στολή και στιλό κι ένα εργαλείο που έκανε κρατς στα χαρτάκια μας. Εισιτήρια τα λένε, Ελένη μου κι αυτός είναι ελεγκτής, διόρθωνε η γιαγιά. Μας ρώτησε αν ήμασταν καλά και ζήτησε συγγνώμη για το απότομο σταμάτημα. Τον κοιτούσα στα μάτια, με κοίταξε και είπε «Είσαι εντάξει μικρή;», είπα «Ναι» κι εκείνος μου χαμογέλασε και χάιδεψε τα μαλλιά μου.

 

Μαριλένα, 19 ετών, αμαξοστοιχία 5017

Έτος 2042

Έλα ρε μαμά χαλάρωσε λίγο. Έχουμε δρόμο ακόμα αλλά εντάξει όλα good. Ναι ναι, θα στείλω μήνυμα μόλις φτάνουμε να έρθει ο θείος να με πάρει. Μια χαρά περασα στον Κωστή. Καλά ε, τι να σου λέω αυτός είναι νοικοκύρης! Μάνα, όλα τα κάνει. Εγώ χέστα χαχαχα Να σου πω τι φαγητό μου έφτιαξες; Μμμ καλό είναι αλλά χάθηκε να κάνεις ενα παστιτσάκι χαχαχα Έλα μαμά γεια! Τα υπόλοιπα από κοντά. Θα πάω στο κυλικείο να πάρω κάτι να φάω, να πιω ένα καφέ και θα κάτσω να δω μια ταινία που κατέβασα. Μου είπε ο γιόκας σου ότι είναι super. Όχι ρε μαμά σιγά μην κάτσω να διαβάσω βιβλίο, μου φτάνουν της σχολής. Έλα έλα, έλεος με το λογύδριο περί γλώσσας, μια χαρά μιλάω χαχαχ Μανούλα μου καλή, δεν θα γίνω φιλόλογος. Αντε φιλιά. Σ’ αγαπώ.

 

Μαρία, ετών 31, αμαξοστοιχία 5017

Ναι, αγάπη μου, πολύ κουρασμένη είμαι. Το αριστερό μου χέρι παλι με πεθαίνει. Να δεις, στο τέλος, δεν την γλιτώνω την επέμβαση. Περίμενε λίγο. Έλα, να σου πω, κλείσε ρε μωρό με παίρνει ο πατέρας μου ελπίζω να μην έγινε κάτι με τη μάνα μου. Ναι bye. Φιλί.

Έλα μπαμπά τι έγινε; Αααα εντάξει εντάξει. Ευτυχώς! Η μαμά πως είναι; Ok μπαμπά. Εσύ τι κάνεις; Α τόσο καλά! Εγώ τι να κάνω ρε μπαμπά, εδώ, στη δουλειά. Κούραση. Για περίμενε κάτι θέλει μια κοπέλα. Μιλάμε μετά. Παρακαλώ, τι θα θέλατε;

 

Ελένη, ετών 80, έτος 2042

Κοίταξα το ρολόι. Παλι η ίδια ώρα. Σχεδόν τέσσερις τα ξημερώματα. Κάθε βράδυ, τόσα βράδια, τόσα χρόνια, το ίδιο τροπάρι. Μόνο η ώρα αλλάζει. Ωχ ωχ τα ποδαράκια μου μωρέεε. Άμα ο άνθρωπος γεράζει, μια μπούφλα αγοράζει, έτσι έλεγε ο παππούς μου, τα ίδια λέω κι εγώ. Να κοιμηθώ δεν μπορώ, να ησυχάσω δεν μπορώ, να βγω δεν μπορώ, εεε αι στην ευχή πια. Τα πόδια μου πονάνε, να κάνω δίαιτα λέει η Χρύσα. Ασε με, χρυσή μου γυναίκα, που θα κάνω δίαιτα. Κοίταξα απ’ το παράθυρο. Το δρομάκι άδειο. Φυσάει κι έχει σύννεφα. Όσο περνούν τα χρόνια κι ο καιρός τρελαίνεται σαν εμάς τους ανθρώπους. Μια ζωή είμαι μόνη μου, αυτό το σπιτάκι είναι η αγκαλιά της μάνας-γιαγιάς. Χώθηκα εδώ να ζήσω όταν έχασα την αγκαλιά της. Κι εγώ κι όλα μου τα συναισθήματα εδώ. Έτοιμο το τσάι μου. Κι ένα κομματακι κέικ. Δε βαριέσαι, θα το φάω! Η πορτοκαλί μπερζέρα με τα μεγάλα καφέ φύλλα, το υποπόδιο και η μωβ φλις κουβερτα με περίμεναν. Άπλωσα τα ποδαράκια μου. Άνοιξα το χαζοκούτι. Δελτίο. Έκτακτο. Συγκρούστηκαν δύο αμαξοστοιχίες. Το μισό τρένο, ότι φαινόταν δηλαδή, ήταν σε…. χωράφι; Τι είναι τουτο μωρέ; Φλόγες, καπνοί, αυτοκίνητα, φάροι από ασθενοφόρα και πυροσβεστικά οχήματα. Μα τι γίνεται; Κάτι έλεγαν κι έλεγαν. Αίματα, λέει. Χτύπησαν πολυ, λέει. Τα μάτια μου υγράθηκαν κι ανέβασα την ένταση του ακουστικού μου να ακούσω καλύτερα, να καταλάβω τι έβλεπα. Μιλούσε μια γυναίκα κι έλεγε με τρόμο «Πολλά θύματα, πολλά νέα παιδιά». Ένας άντρας τώρα, φώναζε κι έκλαιγε «Ήταν η κόρη μου μέσα, ήταν μέσα, ήταν μέσα! Δούλευε στο κυλικείο». Κατέρρευσε. Μιλούσε κι έμενα κάτι μου θύμιζε. Κάτι κάτι. Μα λες; Στο τρένο, στο ταξίδι για την Αθήνα με τη γιαγιά και την Κοκκινοσκουφίτσα. Η Μαριλένα που είναι; Να πάρω τη Χρύσα. Το κορίτσι, άραγε, ήρθε;

Το κορίτσι δεν ήρθε, μαμά. Το κορίτσι δεν θα ξανάρθει, μαμα. Το κορίτσι έφυγε για πάντα, μαμά.

Το μυαλό μου άδειασε, οι λέξεις άδειασαν, ο κόσμος άδειασε.

Κύριε ελεγκτά, δεν είμαστε εντάξει. Κανένας μας. Έλα να κοιταχτούμε καλά στα μάτια ξανά. Χάιδεψε μου τα μαλλιά, χαμογέλασε μου ξανά. Πες με μικρή, ξανά. Θέλω να αγκαλιάσω την Κοκκινοσκουφίτσα μου, ξανά.

 

 

 

* Βιολέττα-Ειρήνη Κουτσομπού– MBPsS BA, MA, Dip.CounsPsy, MSc

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top