Fractal

«Όποιος ξεκινάει να βρει την αλήθεια, μοιραία καταλήγει από επιστήμονας φιλόσοφος»

Γράφει η Τζένη Μανάκη //

 

Αλεξάνδρα Δεληγιώργη «Κοιλάδες του φόβου», Εκδόσεις Εκκρεμές

 

«Ασχέτως αν όλοι ορκίζονται στο όνομά της, το πρώτο πράγμα που ξόφλησε είναι η κοινή λογική. Χωρίς αυτήν, όσοι νοήμονες με το δίκιο τους πολεμούσαν τις κοινοτοπίες αποδείχθηκαν περιττοί, αφού η κοινή λογική, σε καιρούς που η άνεση την έκανε ν’ ανθίζει, στους δύσκολους καιρούς αποδείχθηκε ύπουλη, ερήμωνε τα λιβάδια του συναισθήματος έτσι που δεν είχε που να φυτρώσει η εντολή της παύσης και η λαχτάρα που κατατρώει τον ανήσυχο νου να ξεπατώσει τα ξεραμένα κι ερημωμένα».

Η Αλεξάνδρα Δεληγιώργη παντρεύει επιτυχώς το απόσταγμα της φιλοσοφικής  σκέψης – γνώσης, και των κοινωνιολογικών,  ιστορικο- πολιτικών μελετών της με τη μυθοπλασία, και παραδίδει ένα μυθιστόρημα για απαιτητικούς αναγνώστες. Αυτό είναι εξάλλου το ζητούμενο στην καλή λογοτεχνία, η διείσδυση όχι μόνο στους χαρακτήρες των ηρώων αλλά και στο κοινωνικοϊστορικό γίγνεσθαι που τους ωθεί να ενεργούν κατά τον ένα ή άλλο τρόπο, ώστε ο αναγνώστης να γίνεται κοινωνός του, μέσα από τη δράση, τη φιλοσοφική σκέψη και τις απόψεις που εκφράζονται με τον λόγο τους. Το κείμενο της Δεληγιώργη είναι μεστό στοχασμών.

Πρόκειται για μία μελλοντική πολιτική δυστοπία με επεξεργασμένον έναν μεγάλο όγκο ψυχοκοινωνικού υλικού που έχει ως αφετηρία την οικονομική, κοινωνική, προσφυγική, και κρίση αξιών που βιώνουμε εδώ και μια δεκαετία περίπου.

Ο μύθος της ξεκινά από το όχι μακρινό 2029 και εκτείνεται κάποιες δεκαετίες αργότερα, σε χρόνο φανταστικό. Μακρινό ταξίδι στον ζόφο που οδηγεί στο απόλυτο σκοτάδι, εκεί που πιθανόν θα ανιχνευθεί μία ακτίνα φωτός.

Κάποια Κυριακή του Σεπτεμβρίου του 2029 η Αθήνα χωρίζεται στα δυο από την έκρηξη μιας βόμβας στο Σύνταγμα. Εκρήξεις βομβών συνέβησαν ταυτόχρονα σε πολλές μητροπόλεις του πλανήτη δημιουργώντας ένα παγκόσμιο χάος, που κατέλυσε κάθε συνθήκη του παρελθόντος.

Ήρωές της στο πρώτο μέρος του βιβλίου, ο Δημοσθένης, ένας άνεργος μεταφραστής και επιμελητής εκδόσεων που τρέφει μεγάλη αγάπη για τον Ρώσο ποιητή Μάλντεσταμ, και η Ειρήνη, άνεργη αρχαιολόγος. Η Ειρήνη απελπισμένη από την απώλεια της μικρής της κόρης που την άρπαξαν μια στιγμή που διέλαθε της προσοχής της, είναι απαρηγόρητη.

«Για όσους αρνούνταν να το πάρουν απόφαση και να κάνουν τις ενέργειες που απαιτούνταν για την αποποίηση της γονικής ιδιότητάς τους, προβλέπονταν άτυπα, βέβαια, αλλά ατιμωρητί, η κλοπή των παιδιών τους».

Οι δύο ήρωες μετά πολλά δεινά ανεργίας και ανεστιότητας βρίσκονται ως παλιοί γνώριμοι και αποφασίζουν να εγκαταλείψουν την Αθήνα και να εγκατασταθούν σ’ ένα χωριό της βόρειας Εύβοιας όπου εργάζονται ως αγρότες. Η κόπωση από τη σκληρή αγροτική εργασία δεν τους καθιστά απαθείς στις συμφορές, που ανέτρεψαν προσδοκίες, επιθυμίες και πόθους, αναμενόμενη κοινωνική άνοδο για την κατάκτηση της οποίας  αφιέρωσαν μέρος της ζωής τους στην απόκτηση παιδείας. Δεν σταματούν να ερευνούν με διάθεση να κατανοήσουν και τελικά να δράσουν ώστε να καταλύσουν το στοιχείο εκείνο που επέδρασε ώστε να βρεθούν στη δίνη των δυσάρεστων εξελίξεων που τους επιφύλασσαν τα κοινωνικοπολιτικά δεδομένα.

Η Δεληγιώργη εκλαϊκεύει την ακαδημαϊκή φιλοσοφική της γνώση, την θέτει προ οφθαλμών του αναγνώστη μέσα από τις σκέψεις – αναλύσεις – συζητήσεις των ηρώων της, με διάθεση να τους κάνει να ανιχνεύσουν την άκρη του σχοινιού που θα τους διασφαλίσει μία πιθανή έξοδο από τον πυθμένα του πηγαδιού.

«Το μέλλον, τα σχέδια τα όνειρα ανήκαν σε μια άλλη εποχή που δεν ήξερε αν ποτέ θα ερχόταν ούτε ποιοι και πως θα έβαζαν το χεράκι τους για να έλθει».

Ο διάλογος, το γέλιο, το συναίσθημα, μεταξύ άλλων, όπως η γέννηση απογόνων, είχαν απαγορευτεί από τα απολυταρχικά στρατοκρατικά καθεστώτα που κυβερνούσαν. Η χρήση ρομπότ είχε επίσης ανεβάσει την ανεργία στα ύψη.

«Η Ειρήνη παρατήρησε πως σ’ αυτή την απώλεια συνυπολογιζόταν και οι άνθρωποι που έχαναν ο ένας πίσω από τον άλλον την ψυχή τους και μετατρέπονταν σε ξόανα, είδωλα, κατασκευασμένα ομοιώματα, κι ενώ γεννιούνταν και πέθαιναν, χαλούσαν σαν να  ‘ταν παιγνίδια. Του είπε πως η εξαφάνιση της τέχνης ήταν σημάδι μιας εποχής που, ανίκανη να γεννήσει, ορμούσε κακιωμένη στα γεννήματα προηγουμένων εποχών».

Οι ήρωές της ανακαλούν αναμνήσεις με σκοπό να διερευνήσουν τα αίτια που δημιούργησαν το χάος, ανιχνεύουν απαντήσεις μέσα από τα αναγνώσματά τους, με συχνές αναφορές στον φιλόσοφο Βαλλερστάιν, στον αγαπημένο ποιητή του Δημοσθένη Οσίπ Μάλντεσταμ, την Αχμάτοβα, τον Άρη Αλεξάντρου στα γραπτά  και τις εξαιρετικές μεταφράσεις του. Αναφέρονται στη λογοτεχνία, στην Τέχνη γενικότερα ως διαύλους εξόδου από τον ζόφο, αποδυόμενοι σε τεράστιους διαλόγους.

«Χρειαζόταν να βάλουν μπροστά τη μηχανή όσων τους έκαναν να θέλουν να ζουν κι όχι απλώς να επιζούν, αφού σε μιαν έκλαμψη-αστραπή τη νύχτα που συναντήθηκαν, κατάλαβαν πως η ζωή δεν είναι ούτε μακρόσυρτη αναμονή θανάτου ούτε παρατεινόμενη παραμονή στην κατάψυξη, μήπως κι αποφευχθεί το μοιραίο».

Η μυθοπλασία συχνά μοιάζει να είναι απλά η αφορμή για την ανάπτυξη φιλοσοφικού στοχασμού, ανάλυσης ιδεών, ιστορικών και κοινωνικοπολιτικών δεδομένων, που αφορούν σε όλες τις εκφάνσεις της ανθρώπινης ύπαρξης. Μέρη του πυκνογραμμένου στοχασμού της έχουν δοκιμιακό χαρακτήρα και διατηρούν αμείωτο το ενδιαφέρον του εμβριθή αναγνώστη.

Η εμβόλιμη θέση του 6ου τετραδίου του ήρωα πρότερου πονήματός της με τον τίτλο «Ανέστιος» (που περιείχε τα πέντε πρώτα τετράδια), έχει ιδιαίτερη σημασία στη ροή της αφήγησης, ως επίρρωση της ρήσης του Βάλλερστάιν «οι σωστές αποτιμήσεις προϋποθέτουν σωστούς προβληματισμούς». Με το βαθύ, στοχαστικό, εξαιρετικό, πρωτοπρόσωπο κείμενο του ανέστιου, του οποίου την πατρότητα οικειοποιήθηκε ο φίλος του Δημοσθένη, Θοδωρής, ταυτοποιούνται τα αίτια της μακρόχρονης πολύπλευρης κρίσης, τα αποτελέσματα της οποίας υπήρξαν προάγγελοι των επερχόμενων δεινών.

«Τώρα, δεν έχω να περιμένω τίποτα από όσα περίμενα κι από όσα φοβόμουν μήπως συμβούν χωρίς να τα περιμένω. Περίμενα ένα τυχαίο συναπάντημα, ένα ξαφνικό γιγάντιο κύμα συμπόνιας που θα συνέτριβε την περιφρόνηση, το μίσος, τέλος πάντων τη συσσωρευμένη οργή, έναν κατακλυσμό κατανόησης».

Ο ήρωάς της αγωνιά, μέσα από τις φιλοσοφικές σκέψεις που γεννούν προγενέστερα αναγνώσματά του, να διακριβώσει τι κρύβεται πίσω από τον τοίχο των ατέλειωτων συμβάσεων που ορθώνεται μπροστά του, προσπαθεί να ανακαλύψει μία έστω ελάχιστη ρωγμή για να καταφέρει να τον κατεδαφίσει.

«Έξι χρόνια αυτό έκανα προσπαθούσα να ανοίξω μια τρύπα στον τοίχο για να δω με τα μάτια μου ό,τι ήταν αδιανόητο για τους ορθολογιστές που τον έχτισαν. Αυτοί νομίζουν  πως ο τοίχος για τον οποίο κάθομαι και γράφω κόβει τον τρισδιάστατο χώρο στα δυο, αφήνοντας τους εισβολείς έξω και τους έγκλειστους μέσα.»

«Κι όμως ποτέ δεν σκέφτηκα σοβαρά ν’ αυτοκτονήσω. Θεωρούσα την αυτοκτονία κάτι σαν εξόντωση του ανθρώπινου είδους, στο σύνολό του. Μια εκμηδένιση του χρόνου, ακατανόητη για την ύπαρξη ακόμη κι ενός σπουργιτιού. Εγώ ήθελα η ζωή να είναι μια πεισματική αναμέτρηση που, αν και εξοντωτική, καταφέρνει εντέλει, να θριαμβεύσει, παρά την ατέλειωτη ουρά των απωλειών».

Το ζεύγος Ειρήνη-Δημοσθένης αναρωτιούνται για ποιο λόγο ο Θοδωρής οικειοποιήθηκε το ξένο κείμενο και εξαφανίστηκε, όπως και άλλα κοντινά τους πρόσωπα.

Στο 2ο μέρος της μυθοπλασίας της η Δεληγιώργη μας συστήνει δύο ακόμη ήρωες της έναν δικαστή και έναν ποιητή που γνωρίζονται σ’ ένα καφενείο και οι ατέρμονες συζητήσεις τους για διερεύνηση των αιτίων της κατάστασης που βιώνουν γίνονται αφορμή για διαπίστωση κοινών αναφορών, που μετατρέπουν σε φιλία τη γνωριμία.

«Καλύτερη απόδειξη εμπιστοσύνης που αβίαστα γεννήθηκε μεταξύ τους δεν υπήρχε από την παραδοχή της κοινής τους αφέλειας.»

«…για την ακρίβεια πριν καν αρχίσουν να ελεεινολογούν την κατάσταση είχαν κιόλας παραδεχθεί πως η τρομοκρατία του χρήματος δεν συγκρινόταν με καμία άλλη στην ιστορία της ανθρωπότητας».

«Στην πραγματικότητα το χάος κέρδιζε τη δημοφιλία που απολάμβανε η τάξη στο παρελθόν».

Καταλήγουν ότι η χρεωκοπία δεν αφορά την οικονομία, αλλά τη λογική που έλειψε και η πορεία όλων αφορούσε την ανάγκη που εξωθούσε σε υπερβολικά ρίσκα. Για τη γενιά τους οι ενοχές δεν θα τελειώσουν ποτέ. Είναι βέβαιοι ότι οι νέοι θα νιώθουν απέχθεια για τους ηλικιωμένους που έζησαν ζωή χαρισάμενη αφήνοντας χρέη και κόλαση πίσω τους.

«Μπορεί να μην ξέρουμε το φάρμακο που θεραπεύει την παρακμή, ξέρουμε όμως τι την προκάλεσε» , δηλώνουν για να καταλήξουν ότι η απώλεια της ικανότητας να κρίνουν και να συγκρίνουν είναι αιτία και σύμπτωμα της παρακμής. Για τον δικαστή ήταν αδιανόητα όσα συνέβαιναν, βιασμοί, κλοπές εμπορία παιδιών, κατάργηση της οικογένειας, λες και θεωρούσαν σωστό οι αρμόδιοι να θυσιάσουν δυο γενιές σαν να τις κατάπιε η Ιστορία.

Τις επαναλαμβανόμενες συζητήσεις τους παρακολουθεί κρυμμένος πίσω από μία κολόνα, μία σκιά, αίνιγμα για τον αναγνώστη, που συνδέει το κείμενο του ανέστιου με τη ροή της αφήγησης.

 

Αλεξάνδρα Δεληγιώργη

 

Στο δέκατο κεφάλαιό της η Δεληγιώργη με τον τίτλο «Σε χρόνο φανταστικό» η Ειρήνη και ο Δημοσθένης παίρνουν στο σπίτι τους τον Σαμίρ και την Ρεξά δυο προσφυγόπουλα από τη Συρία που περιφέρονταν στα χωράφια.

Η τύχη, ο χρόνος, η ροή των πραγμάτων αρχίζει ν’ αλλάζει. Οι άνθρωποι συμβαίνει να συνομιλούν, να γίνονται φίλοι. Σε διάφορα μέρη κάτι κινείται προς το καλύτερο. Άγνωστοι οι λόγοι της διαφοράς που αποδίδονται σε συγκεκριμένα περιστατικά και ίσως στη οικονομία της φύσης.

«Η φύση καθώς ωθείται εκτός της ισορροπίας που της εξασφαλίζει η νομοτελειακή κίνησή της, ανταλλάσσει τη φενάκη της αιωνιότητας με την πικρή συναίσθηση της ιστορικότητας. Αυτή την βγάζει από τη μηχανική και ηλεκτρονική λειτουργία του ρολογιού και άλλων οργάνων μέτρησης, αποτρέποντας  τη φθορά με μία ξαφνική περιδίνηση».    

Ο Στέφανος Χόουπιγκ, εγγονός του μεγάλου επιστήμονα, συμφοιτητής στο Καίμπριτζ με τον Σαμίρ, γνωρίζει την Ρεξά και την ερωτεύεται. Εκείνη εξαφανίζεται στο Κομπάνι, το μέρος όπου χάθηκαν οι γονείς της. Ο Σαμίρ, διευθυντής του Κέντρου Ευρωπαϊκών Διαστημικών Ερευνών, γίνεται πειραματόζωο της επιστημονικής του ανακάλυψης. Ο Στέφανος μετράει απώλειες και ανάμεσα στις επιστημονικές του έρευνες τον συνεπαίρνει η νοσταλγία, για φίλο και αγαπημένη. Σε μία στιγμή χαλάρωσης  σκέφτεται ότι η φαντασία είναι η σκέψη που δεν βάζει φραγμούς στη σχέση με τα πράγματα και του νου που τα εξετάζει. Χάρη στη φαντασία ο νους απελευθερώνεται από τον φόβο και την επιβουλή που τον γεννά. Η δύναμη των υπολογισμών του εξανεμίζεται. Όλα αναποδογυρίζουν. Ονειρεύεται ή παραληρεί αντικρίζοντας την ομορφιά κάποιου τοπίου που χάνεται, κι έρχεται στο νου του ο Σαμίρ και η απόφασή του. Επανέρχεται η λογική και μαζί ο πόνος της απώλειας της Ρεξά και οι αναρωτήσεις της, προς τον αδελφό της, γιατί κάποιοι σκαρφίζονται διαρκώς προφάσεις για να μη τελειώνει ποτέ ο πόλεμος στην πατρίδα της.

«Της έλεγε πως προφασίζονται την ειρήνη που μόνο ένας ατέρμων πόλεμος χωρίς τελειωμό, εξασφάλιζε» κι όταν εκείνη αναρρωτιόταν γιατί μόνο σ’ εμάς, εκείνος απαντούσε σ’ εμάς τώρα, κι αύριο σ’ άλλους κι αλλού χωρίς προσχήματα.

«Κανονικά η γη είναι ο παράδεισος» διατεινόταν ο Σαμίρ δείχνοντας φωτογραφίες του τόπου του. «Αλλιώς τι θα ήξεραν οι γραφές για να πουν σχετικά; Έξυπνο κόλπο, δαιμόνιο!» Οι Γραφές μετέτρεπαν τη νοσταλγία σε αδημονία για κάτι που αποδείχθηκε πολύτιμο όταν το έχασαν. Κι αυτοί, οι επιστήμονες,   είχαν σαν όνειρο να βρεθεί μια φλέβα ουρανίου ή πλουτωνίου που θ’ ανέβαζε στα ύψη το κόστος κατασκευής εκρηκτικών… αυτό κυνηγούσαν.

«… η ιστορία του πολιτισμού ήταν ιστορία των όπλων και το ήξεραν…»

Είχε καταλυθεί η εύθραυστη ισορροπία, που κάτω από τόνους τάξεως κρυβόταν το χάος. Ήταν βέβαιο ότι η σταθερότητα και η τάξη που θα το αποκαθιστούσαν θα έπρεπε να τρέφονται από υποψίες, αμφιβολίες και απορίες μέχρι να ανατραπούν ξανά.

Στο κεφάλαιο με τίτλο «Το δεινό είδωλο» η αφήγηση γίνεται πρωτοπρόσωπη. Στην οθόνη του διακεκριμένου επιστήμονα σε στιγμή χαλάρωσής του εμφανίζεται ένα πρόσωπο που παραπέμπει στο ιντερμέδιο, στον Σαμίρ, που είχε γίνει ένα με τον Στέφανο,  και κατά κάποιο τρόπο στη συνείδηση του Χόουπιγκ του νεώτερου. Ο Στέφανος είχε πεισθεί, ήταν εγκληματική η έλλειψη ψυχικών παραστάσεων που προξενούσε η παντελής έλλειψη συναισθημάτων. Η στεγνή γνώση των μαθηματικών και η εφαρμογή των αλγορίθμων δεν ήταν πλέον γι αυτόν. «…όποιος ξεκινάει να βρει την αλήθεια, μοιραία καταλήγει από επιστήμονας φιλόσοφος» αρκεί να παραμείνει «φιλέρευνος και στοχαστικός». Η συζήτηση με την εικόνα στην οθόνη γίνεται εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, δημιουργούνται διαρκείς αναρωτήσεις στον αναγνώστη καθώς η συγγραφέας αναπτύσσει με μεγάλη ευστοχία τις φιλοσοφικές της απόψεις πάνω στους προβληματισμούς των δύο συνομιλητών. Ανάμεσά τους προς τα που πάει η Τέχνη σε χρόνους δύσκολους; Γιατί θεωρήσαμε τα προμαντέματα συγγραφέων και φιλοσόφων, όπως ο ΄Οργουελ, ο Βαλλερστάιν και πολλών άλλων, ως ένα παιγνίδι χωρίς προεκτάσεις, και δεν εμβαθύναμε περισσότερο στους προβληματισμούς τους;

Βιώνοντας όλο αυτό το μακρύ στάδιο της κρίσης στη χώρα μας, παρά τις ανυπόστατες, διαβεβαιώσεις εξόδου και την ενδόμυχη παράλογη ελπίδα που ο καθένας διατηρεί για να καταφέρει να επιβιώσει, η “προφητεία” ενός ακόμη πιο ζοφερού μέλλοντος  μοιάζει με επερχόμενη πραγματικότητα. Συνηγορούν σ’ αυτό οι δύο πρόσφατες νέες πληγές, της πιθανής πανδημίας και της διαρκώς αυξανόμενης πίεσης από μέρους της Τουρκίας με τις αβέβαιες- πιθανώς επικίνδυνες για την ειρήνη- εξελίξεις.

Βέβαια, η συγγραφέας χρησιμοποιεί τη δυστοπία με ακραίο τρόπο για να αυξήσει το εμβαδόν σχολιασμού και ανάπτυξης της φιλοσοφικής της σκέψης, μπορούμε συνεπώς «βασίμως» να ελπίζουμε σε λιγότερα δεινά μέχρι να βρεθεί εκείνη η ρωγμή από την οποία θα προβάλλει η ακτίνα φωτός που θα μας προσφέρει διεξόδους από ένα δυστοπικό μέλλον.

Το βιβλίο της Αλεξάνδρας Δεληγιώργη «Κοιλάδες του φόβου», είναι ένα αξιόλογο βιβλίο, που απαιτεί την προσήλωση του αναγνώστη προκειμένου να κατανοήσει σε βάθος τους άπειρους στοχασμούς και αντίστοιχους προβληματισμούς που θέτει η συγγραφέας.

 

 

Η Αλεξάνδρα Δεληγιώργη γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, τώρα ζει στην Αθήνα. Είναι ομότιμη καθηγήτρια φιλοσοφίας στο Τμήμα Φιλοσοφίας και παιδαγωγικής της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

Σπούδασε φιλοσοφία στο Α.Π.Θ. και κοινωνιολογία-εθνολογία στο Πανεπιστήμιο Rene Descartes, Paris V της Σορβώνης (Mairtrise, D.E.A.) και τιμήθηκε με υποτροφία της Γαλλικής κυβέρνησης για σπουδές στη Γαλλία, με υποτροφία από το Ίδρυμα Fullbright για έρευνα στο Πανεπιστήμιο City University of New York και με υποτροφία στο Πανεπιστήμιο του Princeton των Η.Π.Α. για έρευνα στο πανεπιστήμιο του Πρίνστον.

Είναι μέλος της Εταιρίας Ευρωπαίων Συγγραφέων, της Ελληνικής Φιλοσοφικής Εταιρίας, της Εταιρίας Ελλήνων Συγγραφέων και της Εταιρίας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης.

Έχει δημοσιεύσει πολλές φιλοσοφικές μελέτες, ενώ στη λογοτεχνία εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1969 με το αφήγημα Ιστορίες στο πρώτο πρόσωπο.

Έχει τιμηθεί με το Κρατικό Βραβείο δοκιμίου-κριτικής το 1998.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top