Fractal

Θύτης και θύμα: ρόλοι εναλλασσόμενοι.

Γράφει η Κατερίνα Παππά // *

 

Σωλ Μπέλοου «Το θύμα», Μετάφραση: Μιχάλης Μακρόπουλος, Εκδόσεις Καστανιώτη

 

Πώς αισθάνεται κανείς όταν αντιλαμβάνεται ότι κάποιος, τον οποίο δεν μπορεί εύκολα να αναγνωρίσει,  τον παρακολουθεί και έχει πρόσβαση στα  πιο σημαντικά στοιχεία που τον αφορούν; Τι σκέπτεται όταν πληροφορείται ότι αυτός που συστηματικά παρουσιάζεται μπροστά του  τον θεωρεί υπεύθυνο για τη δραματική εξέλιξη της ζωής του και του χρεώνει την άθλια κατάσταση στην οποία βρίσκεται; Πώς αντιδρά όταν ακούει όσα ο άλλος του καταμαρτυρεί; Και μήπως το γεγονός ότι ο καταδιωκόμενος είναι Εβραίος και ο διώκτης Εθνικός έχει ιδιαίτερη σημασία;

Αυτά είναι κάποια από τα ζητήματα με τα οποία ο Σολ Μπέλοου καταπιάνεται στο μυθιστόρημά του ΤΟ ΘΥΜΑ.

Η αφήγηση τοποθετείται στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια,  ένα καλοκαίρι με καύσωνα στη Νέα Υόρκη, όπου ο Έισα Λέβενταλ, συντάκτης ενός μικρού περιοδικού αναλαμβάνει τη φροντίδα της  οικογένειας του αδελφού του, που δουλεύει σε άλλη πόλη και του οποίου ο μικρός γιος είναι άρρωστος. Η επικοινωνία με την Ιταλίδα νύφη του για  την αντιμετώπιση της ασθένειας  του μικρού είναι δυσχερής, ο χρόνος που κλέβει ο Λέβενταλ από τη δουλειά του για να τους συμπαρασταθεί   εγείρει τη δυσαρέσκεια  του προϊσταμένου του, η μοναξιά από την απουσία της συζύγου του εντείνει την κούραση και τη δυσθυμία του.

Σ’ αυτήν τη φορτισμένη περίοδο της ζωής του εμφανίζεται με παράδοξο  και ενοχλητικό   τρόπο  ένας παλιός του γνωστός,  ο Κέρμπι  Όλμπι, ο οποίος αποδεικνύεται ότι τον παρακολουθεί συστηματικά, γνωρίζει την κατοικία και τον χώρο της εργασίας του και κατά την πρώτη, τυχαία για τον Λέβενταλ αλλά όχι για τον Όλμπι, συνάντησή τους σ’ ένα πάρκο δημιουργεί στον ήρωα αναστάτωση και αγωνία. Αξίζει να σημειώσουμε ότι ο Λέβενταλ πριν ακόμη τον  αναγνωρίσει νιώθει απειλούμενος.

«Ποιος είναι αυτός ο τύπος;» είπε από μέσα του ο Λέβενταλ. «Αληθινός θεατρίνος. Τι καραγκιόζης! Είναι από κείνους τους τύπους που θέλουν να νομίζεις ότι μπορούν να δουν ως τα τρίσβαθα της ψυχής σου». […]  Ήταν ψηλότερος από τον Λέβενταλ αλλά όχι τόσο γεροδεμένος’ είχε μπόι, όχι όμως και ρώμη. «Έτσι και πάει να κάνει κάτι», σκέφτηκε ο Λέβενταλ, «θα τον αρπάξω από το δεξί χέρι και θα τον τραβήξω να χάσει την ισορροπία του… Όχι, από το αριστερό χέρι, και θα τον τραβήξω προς την αριστερή μου μεριά, που είναι η πιο δυνατή. Καθώς θα πέφτει, θα τον χτυπήσω στο σβέρκο. Γιατί όμως να κάνει κάτι; Δεν υπάρχει λόγος». (σελ. 37)

Ήδη σ’ αυτήν την πρώτη συνάντηση ο Όλμπι, μεθυσμένος  και εξαθλιωμένος στην εμφάνιση, αποκαλύπτει ότι η απόλυσή του από την εργασία οφείλεται στην εκδικητικότητα του  Λέβενταλ, ο οποίος μίλησε προσβλητικά και εξύβρισε σχεδόν τον προϊστάμενό του,  κάτι που είχε πραγματικά συμβεί, όταν ο Λέβενταλ  ζήτησε από τον Ράντιγκερ να τον προσλάβει στην εφημερίδα του. Σε ερώτηση του εμβρόντητου ήρωα για τη σχέση αυτών των δύο περιστατικών ο Όλμπι ισχυρίζεται ότι ο Ράντιγκερ εξοργισμένος από τη συμπεριφορά του Λέβενταλ διοχέτευσε την αγανάκτησή του στον ίδιο. Στην απορία του Λέβενταλ για  την εκδικητικότητα που τού χρεώνει   ο Όλμπι, εκείνος  τού  υπενθυμίζει έναν διαπληκτισμό που είχε συμβεί μεταξύ τους σε μία φιλική συγκέντρωση πριν από χρόνια.

Από αυτήν την πρώτη επικοινωνία των δύο ανδρών ο αναγνώστης μαθαίνει ότι ο Λέβενταλ είναι Εβραίος και ότι το πειραχτικό σχόλιο  που είχε ξεστομίσει ο Όλμπι σ’ εκείνη την κοσμική συναναστροφή αφορούσε τους Εβραίους. Ο Όλμπι και τώρα εκφράζει την άποψή του για την αυστηρότητα  των  εβραϊκών κανόνων.

[…]  Εσείς οι Εβραίοι έχετε παράξενες ιδέες σχετικά με το ποτό. Νομίζετε ότι όποιος δεν είναι Εβραίος γεννιέται μέθυσος. (σελ. 45).

Αξίζει να σημειώσουμε εδώ ότι ο Λέβενταλ δεν ανήκει στους Εβραίους που τηρούν αυστηρά τους κανόνες  και τα έθιμα  των πιστών της θρησκείας. Βέβαια ο Φίλιπ Ροθ[1] τον χαρακτηρίζει ως Εβραϊκό Εβραίο, με το συγκεκριμένο επίθετο όμως δηλώνει   την επίδραση που ασκούν στον ψυχισμό του ήρωα  οι συνειδησιακές επιταγές.

Μετά από το δυσάρεστο περιστατικό  ανακαλεί τη γνωριμία του με τον Όλμπι, την αρνητική εντύπωση που του είχε δημιουργήσει στο παρελθόν  και αναγνωρίζει  τον εκνευρισμό, την αναστάτωση, τη θλίψη που του έχει προκαλέσει η αιφνίδια εμφάνιση του παλαιού γνωστού, συναισθήματα που ο ίδιος αποδίδει στα ήδη  «κλονισμένα νεύρα» του.

Ο βίος του δεν υπήρξε εύκολος. Παιδική ηλικία στιγματισμένη από την αυταρχικότητα του πατέρα και την ουσιαστική απουσία της ψυχικά άρρωστης μητέρας, φυγή σε ευαίσθητη ηλικία  από την πατρική εστία,  ποικίλες ταλαιπωρίες μέχρι την επαγγελματική αποκατάσταση και τη γνωριμία του με τη Μαίρη,  τη μετέπειτα σύζυγό του.

Σε σύντομο χρονικό διάστημα ο Όλμπι  χτυπά ένα βράδυ το κουδούνι του Λέβενταλ και εκείνος, παρότι είναι σίγουρος για την ταυτότητα του επισκέπτη, τον δέχεται για έναν νέο διαπληκτισμό κατά τον οποίο τού καταλογίζονται ευθύνες  αν όχι για τον θάνατο της συζύγου του κατηγόρου του, τουλάχιστον για τον χωρισμό τους.

Σ’ αυτήν τη σύγκρουση παρουσιάζονται ευκρινέστερα οι διαφορετικοί χαρακτήρες των δύο ηρώων. Ο Όλμπι, παραιτημένος από κάθε προσπάθεια επανόρθωσης του βίου του, μοιρολάτρης αλλά και   κυνικός, εκφραστής της άποψης ότι ομάδες και οργανισμοί κινούν πλέον  τα νήματα της κοινωνικής  εξέλιξης και ότι τα άτομα άγονται και φέρονται. Ο Λέβενταλ, από την άλλη, υπερασπιστής της  ατομικής  προσπάθειας, συνεπής στις υποχρεώσεις του, άνθρωπος με υψηλή αίσθηση του καθήκοντος  και με ζωντανά συναισθήματα τόσο απέναντι στη  γυναίκα του όσο και στον στενό του φίλο, Χάρκαβι.

 

Σωλ Μπέλοου

 

Η αιφνίδια έλευση του Όλμπι στη ζωή του και η προκλητική του παρουσία γίνονται αφορμή για να μπει ο Λέβενταλ σε διαδικασία αυτοπαρατήρησης και αυτοκριτικής που  ενισχύεται από τον σκεπτικισμό με τον οποίο  αντιμετωπίζουν  τόσο ο Χάρκαβι όσο και ένας άλλος κοινός φίλος, ο Ουίλιστον,  τις κατηγορίες του Όλμπι. Κανείς από τους δύο δεν ισχυρίζεται με σαφήνεια ότι ο Λέβενταλ είναι ο κύριος υπεύθυνος για τον ξεπεσμό  του Όλμπι, δεν τον θεωρούν όμως  και τελείως αμέτοχο. Ο ίδιος σε μια  αμήχανη και εξομολογητική στιγμή παραδέχεται ότι γενικά δεν ήταν καχύποπτος χαρακτήρας και προτιμούσε να τον εκμεταλλεύονται παρά να αντιμετωπίζει τους πάντες με δυσπιστία. (σελ. 111)

Ο Όλμπι συνεχίζει τις απρόσμενες εμφανίσεις του έτσι ώστε ο Λέβενταλ  έχει την αίσθηση ότι μονίμως βρίσκεται υπό παρακολούθηση. Σε νέα συνάντηση τού  ζητά ευθαρσώς  να τον αποκαταστήσει επαγγελματικά μέσω των γνωριμιών του χλευάζοντας ό,τι χαρακτηρίζει εβραϊκό τρόπο σκέψης, όπως  ότι η εβραϊκή κοσμοθεωρία αντιμετωπίζει τον άνθρωπο με αυστηρότητα και δικαιοσύνη, ότι τον θεωρεί απολύτως υπεύθυνο για τις ατυχίες και τις συμφορές του, ότι ο Θεός παρουσιάζεται δίκαιος, αλάνθαστος  και τιμωρός. Ο ίδιος πιστεύει  ότι οι άνθρωποι βασανίζονται και υποφέρουν χωρίς λόγο και ότι το κακό έχει αυθυπαρξία και  αυτονομία. Έντρομος ο  Λέβενταλ αναφέρεται στα εκατομμύρια σκοτωμένων Εβραίων.

Ο ήρωας βρίσκεται μονίμως σε σύγχυση. Όταν είναι θυμωμένος κακίζει τον εαυτό του για την ανεκτικότητά του απέναντι στον Όλμπι, όταν ηρεμεί νιώθει φοβισμένος και ανίκανος να θέσει τα όρια. Ο άνθρωπος αυτός  καταφθάνει για δεύτερη φορά στο σπίτι του και ζητά φιλοξενία αφού πλέον είναι άστεγος, αίτημα που ικανοποιείται. Ο Όλμπι  τώρα γίνεται περισσότερο εξομολογητικός και λιγότερο επικριτικός. Σιγά σιγά όμως  ο Λέβενταλ καταλήγει  σχεδόν φιλοξενούμενος στο ίδιο του το σπίτι, όπου ο άλλος  κινείται με τόση  άνεση ώστε  να σπιλώσει το συζυγικό  κρεβάτι. Η κατάσταση είναι πλέον  ανεξέλεγκτη, ο Λέβενταλ βιώνει έναν εφιάλτη από τον οποίον κατορθώνει να απαλλαγεί όταν τολμά να  διώξει  οριστικά τον εισβολέα  από το διαμέρισμά του.

Το τέλος του μυθιστορήματος, τρία χρόνια μετά την αρχή της ιστορίας είναι  πραγματικά απροσδόκητο για τον αναγνώστη και επιβεβαιώνει τον «βαθιά ειρωνικό ανθρωπισμό του Μπέλοου», όπως γράφει ο Ροθ σε ένα από τα δοκίμιά του.

Σ’ αυτό το δεύτερο μυθιστόρημά του ο Μπέλοου, εκτός από το ψυχογράφημα δύο διαφορετικών ανθρώπων και  τα υπαρξιακά ερωτήματα που αναπηδούν κατά την παράξενη επικοινωνία τους,  εκτός από τη ρεαλιστική απεικόνιση της μεταπολεμικής Νέας Υόρκης, θέτει με σαφήνεια το πρόβλημα του αντισημιτισμού. Δεν είναι βέβαια τυχαίο ότι ο διωκόμενος  είναι Εβραίος και ο διώκτης του Εθνικός ούτε είναι τυχαία τα σχόλια του Όλμπι για τους Εβραίους.

Ο Λέβενταλ είναι ένας μοναχικός και φοβισμένος άνθρωπος που η προσπάθεια να κάνει το καλό, να είναι δίκαιος, αξιοπρεπής, να διαθέτει ανθρώπινη ενσυναίσθηση και ευαισθησία τον οδηγεί να αναλάβει την ευθύνη για την οδύνη και την κακοτυχία ενός άλλου ανθρώπου. Ο Έισα Λέβενταλ μπορεί να μην ομολογεί την ενοχή που αισθάνεται για το κατάντημα του Όλμπι, ο τρόπος όμως που χειρίζεται τη σχεδόν βίαιη είσοδο του άλλου  στη ζωή του αυτό δηλώνει. Μόνον όταν συνειδητοποιεί ότι κινδυνεύει να πεθάνει από ασφυξία πετάει έξω από το διαμέρισμα τον δράστη. Μόνο αυτή την κρίσιμη στιγμή το ένστικτο αυτοσυντήρησης υπερτερεί της αυτοσυγκράτησης και της μετρημένης συμπεριφοράς. Είναι, λοιπόν,  ο Λέβενταλ  ένα θύμα που ζει με την αγωνία μήπως  υπήρξε κάποτε θύτης;

Το θύμα εκδίδεται το 1947,  την ίδια χρονιά που ο Πρίμο Λέβι  εκδίδει το εμβληματικό  Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος. Η μόνη αναφορά που γίνεται από τον Μπέλοου στο Ολοκαύτωμα είναι όταν βάζει τον ήρωά του να ψελλίσει: «Δεν καταλαβαίνω πώς μπορείς να μιλάς έτσι. Αυτά είναι απλώς λόγια. Εκατομμύρια από εμάς έχουν σκοτωθεί. Τι λες γι’ αυτό;» (σελ. 165)

 

 

Κάτι επίσης άξιο παρατήρησης είναι η εξέλιξη της σχέσης των δύο ανδρών. Η επιθετικότητα του Όλμπι κατά τη διάρκεια της φιλοξενίας φαίνεται να μετριάζεται, τουλάχιστον στις συζητήσεις. Μοιάζει κάποια στιγμή να γίνεται λιγότερο οξύς, πιο επιεικής απέναντι στον Λέβενταλ. Το μίσος που διατράνωνε ότι ένιωθε στις πρώτες συναντήσεις τους καταλαγιάζει. Επιζητεί έναν συνομιλητή, ένα πρόσωπο που θα παρακολουθήσει το δράμα του.   Όσο για τον βασικό ήρωα, βρίσκεται μονίμως σε κατάσταση αναμονής. Κάνει όλο και περισσότερες παραχωρήσεις, η αβεβαιότητα όμως για την εξέλιξη αυτής της περίεργης σχέσης και η ανασφάλειά του  διογκώνονται.

Η ιστορία εξελίσσεται με τριτοπρόσωπη αφήγηση και ζωντανούς διαλόγους που φωτίζουν τους χαρακτήρες και  εστιάζουν στα κίνητρα της συμπεριφοράς τους. Το βλέμμα του αφηγητή διεισδύει στις εσωτερικές και εξωτερικές διαδικασίες που άλλοτε  οδηγούν τους ήρωες στη δράση και άλλοτε τους ακινητοποιούν. Μια παράλογη απειλή  διαχέεται στο μυθιστόρημα. Ο   αναγνώστης παρακολουθώντας τις αντιπαραθέσεις των δύο ανδρών και  τα αγωνιώδη διλήμματα του βασικού ήρωα βυθίζεται  στη σκοτεινή ατμόσφαιρα της υπόθεσης.

Ο Σωλ Μπέλοου (1915 – 2005), μυθιστοριογράφος και δοκιμιογράφος ήταν γιος Ρωσοεβραίων, που μετανάστευσαν στον Καναδά και στη συνέχεια εγκαταστάθηκαν στο Σικάγο. Κέρδισε τρεις φορές το Εθνικό Βραβείο Βιβλίου για έργο μυθοπλασίας και τιμήθηκε με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1976.

Ο Μιχάλης Μακρόπουλος, πεζογράφος και ο ίδιος, υπογράφει μια μετάφραση που σέβεται  τη δύναμη και την οξυδέρκεια  του κειμένου.

 

 

 

* Η Κατερίνα Παππά γεννήθηκε το 1954 στην Αθήνα, όπου και ζει. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Ε.Κ.Π.Α. και εργάστηκε ως φιλόλογος επί τριάντα δύο χρόνια στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Διαβάζει ελληνική και ξένη λογοτεχνία.                     

 

 

_______________________

[1] Philip Roth  Διαβάζοντας τον εαυτό μου και άλλους,  δοκίμια, ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΣΧΙΝΑ, ΠΟΛΙΣ, 2014, 339

 

 

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top