Fractal

Απροσδόκητη συνάντηση

Γράφει η Ελένη Χωρεάνθη //

 

monopΜαρία Λαμπαδαρίδου- Πόθου «Τα μονοπάτια του Αγγέλου μου» [τα φιλτισένια μονοπάτια της ζωής μου-], εκδ. Πατάκη, σελ. 392

Ετούτη την ώρα του πρωινού, 5, 30΄, περιμένοντας να ετοιμαστούν τα «πρόσφορα των ψυχών για το ψυχοσάββατο της Πεντηκοστής», που η ψυχή μου είναι καθαρή, τη νιώθω εδώ δίπλα μου τη Μαρία, την αγγίζω, βάζω το δάκτυλό μου στους τύπους των ήλων της, βλέπω μέσα της ίσαμε τα βάθη της ψυχής της, τη χάνω καθώς εξακοντίζεται στις απέραντες εκτάσεις του μυαλού της και την ξαναβρίσκω μοναχική μέσα σε ηδονική ομίχλη να περιδιαβαίνει «Τα μονοπάτια του Αγγέλου της», να συνομιλεί με τους ανέμους διασχίζοντας τις αχανείς ερήμους της μοναξιάς της στην ποιητική διάστασης του χρόνου, «Τα φιλντισένια μονοπάτια της ζωής της».

Τη βλέπω να πετάει πάνω από τους αμμόλοφους της βασανιστικής μεταφυσικής, της υπαρξιακής της αγωνίας κι άλλοτε να προβαίνει διάφανη μέσα από τις γραμμές του βιβλίου της ζωής της, να συμμαζεύει ψίχουλο – ψίχουλο τα κομμάτια της σάρκας και της ψυχής της που μοίρασε απλόχερα, σαν σπόρους στα πουλιά, στους αναγνώστες της πνευματική τροφή.

Κι αρχίζω να γράφω, να σημειώνω με μολύβι Staedtler νούμερο 2 κάποιες σκέψεις μου πάνω στις πρώτες άδειες σελίδες του νέου βιβλίου της, περπατώντας στα μοναχικά ποιητικά τοπία της μέσα από τις 360 σελίδες της ημερολογιακής αυτοβιογραφίας της.

Έχω την αίσθηση, τη βεβαιότητα μάλλον, ότι συνομιλώ με μια μυθιστορηματική ηρωίδα που έζησε ζωή γεμάτη κατακτήσεις και έχει απλωμένη την συγγραφική της προσφορά σε τόσο μεγάλη έκταση που νομίζει πως θα χάσει την ψυχή της αν δεν συμμαζέψει τα κομμάτια της από τις αυλές του κόσμου που τα ίδια της τα χέρια τη μοίρασαν ψίχουλα σε αγαθά πουλιά κι αρπαχτικά. Από πολύ νωρίς, από τα πρώτα χρόνια της ποιητικής και συγγραφικής εν γένει προσφοράς:

«Μελαγχολία. Δεν έχω τίποτα δικό μου. Αισθάνομαι σαν να τα έδωσα όλα. Κόβω μικρά κομματάκια την ψυχή μου και τη ρίχνω στον άνεμο με κάθε βιβλίο μου που κυκλοφορεί. Όμως η ζωή είναι όμορφη και γι’ αυτό ακόμα. Κι ας μη μένει τίποτα δικό μου. Μόνο αυτά τα μικρά κομματάκια από την ψυχή μου. Κι ένα αίσθημα απουσίας. Οι μέρες μου μέσα σε μια απουσία. Ο ανάπηρος Σήφης με διέλυσε τελικά. Τα χρόνια της εφηβείας μου μόνο μένουν ολόφωτα μέσα μου. Η χαμένη γη μου.

       »Αυτή η βροχή, αυτό το τοπίο που κοιτάζω από το περίπτερο του Φιλοπάππου, αυτή η μελαγχολία, η στιγμή που ζω, είναι το δικό μου ταξίδι μέσα στο όνειρο», γράφει στο ημερολόγιό της, καταφανώς επηρεασμένη από την Έρημη χώρα του Έλιοτ. «31 Φεβρουαρίου 1964 Παρασκευή /Σε περίπτερο του Φιλοπάππου /Βρέχει».

Οι εξομολογήσεις της είναι καθαρά βιωματικές, όπως βιωματική είναι και η σχέση της κάθε φορά, σε κάθε βιβλίο της με τους ήρωες. Ταυτίζεται μαζί τους. Μπαίνει στο ρόλο τους, φοράει κατάσαρκα, όχι τη μάσκα του ηθοποιού, το «πετσί» του ήρωα, της ηρωίδας της. Γι’ αυτό αγωνιά και αναλαμβάνει να διαχειριστεί η ίδια την πνευματική της περιουσία, την πνευματική προσφορά τόσων χρόνων, να τη διαφυλάξει από τη φθορά, να την κλείσει στις σελίδες ενός καινούριου βιβλίου, σ’ ένα γυάλινο κλουβί, αν μπορούσε, σε μια γυάλινη περίβλεπτη προθήκη, να τη δει και να την ξαναθυμηθεί στις ποιητικές και στις πραγματικές της διαστάσεις ο πνευματικός κόσμος που με τη γενναιότητα του λόγου της τον προσπέρασε και τον άφησε πίσω της. Και να τη γνωρίσει, να την αναγνωρίσει ο τωρινός πνευματικός κόσμος, πάλι στις πραγματικές της διαστάσεις όπως εικονογραφεί «Τα μονοπάτια του Αγγέλου μου», κι εκεί που ζωγραφεί «Τα φιλντισένια μονοπάτια της ζωής μου», στον ποιητικό της χώρο και χρόνο.

 

marialampad

Μαρία Λαμπαδαρίδου – Πόθου

 

Η ποιήτρια, πρωτίστως, Μαρία Λαμπαδαρίδου – Πόθου, γεννήθηκε πολύ πριν από την εποχή της και ξεπέρασε την εποχή της. Ο πνευματικός κόσμος δεν είχε ακόμα κορεστεί, όπως και ο χώρος του βιβλίου από απανωτές εκδόσεις. Το βιβλίο δεν είχε αξία για τον πολύ κόσμο, δεν ήταν εκμεταλλεύσιμο αγαθό, δεν είχε αποκτήσει εμπορική αξία για να περάσει στην κατανάλωση και να φτάσει στο πλατύ κοινό. Εκδίδονταν βιβλία επιλεκτικά.

Το να εκδώσεις ποιητικό βιβλίο ήταν «έκθεση», ήταν ηρωισμός, ήταν σαν βγαίνεις γυμνός, απροστάτευτος στον δρόμο και να βάλλεσαι πανταχόθεν: Απρίλιος 1960/ Το μυθιστόρημα είναι έτοιμο / Το βλέπω στις βιτρίνες του Ελευθερουδάκη και του βιβλιοπωλείου της Εστίας και η καρδιά μου τρέμει. Αισθάνομαι σαν να ξεπουλώ την ιερή μοναξιά των βράχων μου που έζησα στο νησί. Όταν βγάζεις ένα βιβλίο είναι σαν να εκθέτεις την ψυχή σου, τις σκέψεις σου, τα μύχια του εαυτού σου και πάνω απ’ όλα τις μοναχικές σου ώρες. Σαν να γίνεσαι διάτρητος και ο καθένας μπορεί να δει μέσα σου. Αυτό με βασανίζει τώρα», (σελίδα 45).

    Γι’ αυτό και τώρα ύστερα από 55 τόσα χρόνια, την κυνηγάνε εκείνες οι πρώτες «τύψεις και η χαρά», κυρίως οι φόβοι μην παραπέσει το έργο της, η έκθετη ποιητικά και συγγραφικά ζωή της, η ίδια η ύπαρξή της. Και νιώθει την ανάγκη να προβάλει η ίδια την προσφορά της στα γράμματα, στον πνευματικό κόσμο της χώρας, και να υπερασπιστεί μόνη, η ίδια το έργο της, να την γνωρίσουν εκείνοι που σκόπιμα ή όχι την αγνοούν.

Θα ήταν, προφανώς, άδικο, να ισχυριστεί κανείς πως δεν την ενδιαφέρει τίποτε άλλο εκτός από την προσωπική της προβολή και διαδρομή στο χώρο της Λογοτεχνίας και την υπαρξιακή της περιπέτεια. Δεν είναι όμως μόνο αυτός ο σκοπός της. Μέσα από τις σελίδες του «ημερολογιακού» μυθιστορήματος – θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ένα υπέροχο αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα – περνούν και γεγονότα που σημάδεψαν όχι μόνο τη ζωή της συγγραφέως, αλλά  και τον Ελληνισμό στο σύνολό του: Κατοχή, Εμφύλιος, Χούντα των συνταγματαρχών, Μικρασιατική καταστροφή, η Προσφυγιά, οι ταλαιπωρίες του Έθνους των Ελλήνων, και της δικής της πατρικής οικογένειας, ο καημός του λεβέντη πρόσφυγα πατέρα της:

«…Θέλω να γράψω ένα έργο σκιαγραφώντας τη Χούντα. Θα μπορέσω άραγε;

     »Ο πατέρας σήμερα το πρωί μου έφερε ένα άσπρο τριαντάφυλλο από την αναρριχόμενη τριανταφυλλιά μας, όπως έκανε παλιά, χωρίς, όμως να πει πως ‘εκείνα της χαμένης πατρίδας του ήταν πιο λαμπερά’. Και του το είπα εγώ. Τον είδα που έφυγε βουρκωμένος», (σ.141).

Η επιστροφή της Μαρίας Λαμπαδαρίδου-Πόθου με τον τρόπο αυτό στο παρελθόν, στην αρχή της, άλλωστε κάθε τέλος είναι μια καινούρια αρχή, και η απόφασή της να πάρει τη ζωή της από την αρχή, και τη μοίρα, τη συνέχεια του έργου της στα χέρια της μεταφέροντας είτε αυτούσιες είτε επεξεργασμένες, τις ημερολογιακές σημειώσεις, τα βιωμένα τοπία της παιδικής, της εφηβικής και της ώριμης, της πλέον δημιουργικής ηλικίας της, έχει τη γοητεία της αναπόλησης και της επιστροφής στους χαμένους και στους κερδισμένους παραδείσους της ζωής της.

Η Μαρία Λαμπαδαρίδου-Πόθου έδωσε πολλά και πήρε πολλά από τη ζωή. Έζησε και πήρε όσα λίγοι. Ξεκίνησε πολύ νωρίς η πορεία της στον χώρο της ποίησης. Στα 25 της χρόνια την αποκαλεί ο Ελύτης σε γράμμα του «Ποιήτρια», είναι ήδη ποιήτρια με τη βούλα του Ποιητή του «Άξιον εστί». Γράφει ποίηση, θέατρο, εκδίδονται μυθιστορήματά της, ανεβαίνουν σε σκηνές έργα της, το όνομά της ακούγεται παντού. Είναι η καινούρια πολλά υποσχόμενη Ελληνίδα ποιήτρια. «Η σημαντική ποιήτρια Μαρία Λαμπαδαρίδου που μας έδωσε η Λήμνος», σημειώνει ο Ανδρέας Καραντώνης σε κριτικό σημείωμα για άλλη ποιήτρια, σε φύλλο μεγάλης καθημερινής Αθηναϊκής εφημερίδας,

Μετατίθεται από το Επαρχείο της Λήμνου όπου υπηρετούσε και συγχρόνως σπούδαζε «δι’ αλληλογραφίας» στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και παίρνει θέση στη Νομαρχία Αττικής.

     [Τότε είχα διοριστεί στη Λήμνο, στο χωριό της, τον Κορνό κι άκουγα τους άλλους που υπηρετούσαν εκεί πριν από μένα να μιλάνε για μια σπουδαία ποιήτρια, τη Μαρία Λαμπαδαρίδου. Είχα την περιέργεια να τη γνωρίσω. Περνώντας από την Αθήνα, ανεβαίνω με θράσος στη νομαρχία, βλέπω μια όμορφη, σικάτη δεσποινίδα, καλοντυμένη, ακουμπισμένη σ’ ένα πάγκο να συνομιλεί με κάποιον χαμογελαστή. Αισθάνομαι δέος. Εγώ, μια επαρχιώτισσα που δημοσιεύει ποιήματα με ψευδώνυμο σε επαρχιακές εφημερίδες να μιλήσω σε μια φτασμένη ποιήτρια; Κάνω διακριτικά στροφή κι εξαφανίζομαι].

Γίνεται ευμενώς αποδεκτή και εισέρχεται στον κύκλο των διανοουμένων της εποχής. Έρχεται σ’ επαφή με τους πρωτοκλασάτους ποιητές και συγγραφείς της «Γενιάς του Τριάντα». Ανεβαίνουν έργα της σε θεατρικές σκηνές, γίνεται ευρέως γνωστή. Στέλνεται στο Παρίσι με υποτροφία, σπουδάζει θέατρο, γνωρίζεται με εξέχουσες προσωπικότητες των γραμμάτων, αποκτά διάσημους φίλους, διασυνδέσεις σημαντικές.

Γυρίζει περίπου διάσημη, πάνοπλη να συνεχίσει το έργο της εδώ. Η θεατρική σταδιοδρομία πλέον σίγουρη. Γράφει, παρά τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει από το δικτατορικό καθεστώς, εκδίδονται έργα της, παρουσιάζονται θεατρικά έργα της, το όνομά της ακούγεται και η παρουσία της μεταξύ των διασημοτήτων της εποχής. Συναντάει τον Μίνωα Πόθο, τον τρυφερό έρωτα και παντοτινό, εξαίρετο και αφοσιωμένο σύντροφο της ζωής της, πατέρα του μονάκριβου γιού της, γίνεται μάνα, γιαγιά (η βιολογική συνέχεια του εαυτού της), πασίγνωστη, συγγραφέας καταξιωμένη με πανελλήνια και διεθνή προβολή και αναγνώριση. Κι ας της στέρησαν ένα Κρατικό Βραβείο που ομολογουμένως το άξιζε το διαχρονικών προδιαγραφών έργο της στο σύνολό του. Οι αναγνώστες και η αξία των έργων της που πλούτισαν την Ελληνική Γραμματεία,  ισοδυναμούν με πολλά βραβεία!

Τελειώνοντας την αναστροφή μαζί της ακολουθώντας την καθώς περιδιαβαίνει στοχαστικά, σχεδόν πάντα με αισθησιακή σιγανή βροχή αισθημάτων αναπόλησης «Τα μονοπάτια του Αγγέλου της» και «Τα φιλντισένια μονοπάτια της ζωής της», έχω την αίσθηση πως αυτή τη στιγμή χαράσσω μερικές γραμμές στην επιλεκτική μνήμη του σύγχρονου πνευματικού κόσμου της χώρας με ένα οδοιπορικό αγάπης στα βροχερά ποιητικά τοπία της Μαρίας Λαμπαδαρίδου –Πόθου.

Είναι φτωχά τα λόγια που μιλώ.

Άλλα από τούτα που μιλώ δεν έχω λόγια.

Ελένη Χωρεάνθη

……………………………………………..

Π. Φάληρο, 17 Ιουνίου 2016

Χαράματα Παρασκευής,

παραμονής Ψυχοσάββατου Πεντηκοστής

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top