Fractal

Το θέατρο τής συντελεσμένης Ιστορίας

Από τον Κωνσταντίνο Μπούρα // *

 

Κανή Καραβά, «Το τέρας μέσα τους», μυθιστόρημα, εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 2021, σελ. 368

 

Ξεκινάμε με ένα χαρακτηριστικό εκτενές απόσπασμα από την αρχική «έκθεση» (exposition):

Έπεσε μια αμήχανη σιωπή ανάμεσά τους. Ο Δημήτρης Μαρινάκης, διευθυντής της Υπηρεσίας Αλλοδαπών της Αστυνομίας Πόλεων, κοίταζε τον παλιό του φίλο με ανάμικτα συναισθήματα. Από το πόστο που κατείχε γνώριζε ότι ένα τέτοιο ταξίδι ήταν παρακινδυνευμένο. Δεν επρόκειτο όμως να επιμείνει για να του αλλάξει γνώμη, δεν θα ωφελούσε. Άλλωστε, βλέπονταν σπάνια, ειδικά μετά το πραξικόπημα της 4ης Αυγούστου, όταν ο ίδιος είχε πάρει το μέρος του Μεταξά. Θυμήθηκε τη συνάντησή τους αμέσως μετά, που είχε καταλήξει σε άγρια αντιπαράθεση όταν του ανακοίνωσε ότι αναλαμβάνει διευθυντής της Υπηρεσίας Αλλοδαπών. Οι σχέσεις τους έκτοτε δεν αναθερμάνθηκαν ποτέ, παρά τις δικές του προσπάθειες. Δεν του κράτησε κακία για τους χαρακτηρισμούς που εκτόξευσε εναντίον του, το θεώρησε λίγο πολύ φυσικό για κάποιον που ήταν μέλος του ΚΚΕ. Αργότερα, βέβαια, αποχώρησε από το κόμμα, χωρίς όμως να απαρνηθεί τις ιδέες και τα πιστεύω του, παραμένοντας ένας ανένταχτος κομμουνιστής. Εξάλλου, όλη η οικογένεια ήταν προοδευτικών αρχών, ο αδερφός του μάλιστα, ο Λουκάς Αριστέας, ήταν ένα από τα ανώτερα στελέχη του ΚΚΕ. Η Γκέρτα ήταν μια γυναίκα ευχάριστη, δυναμική και προικισμένη, αν και κάπως εσωστρεφής. Δεν συνήθιζε να μιλάει για τον εαυτό της και ο Μαρινάκης είχε παρατηρήσει την αμηχανία της και τη σπουδή να αλλάζει τη συζήτηση κάθε φορά που γινόταν λόγος για τη ζωή της πριν από τον ερχομό της στην Ελλάδα. Με τον Ισίδωρο είχαν γνωριστεί στα μέσα της δεκαετίας του 1920 στη Μόσχα, όπου εκείνος είχε πάει για σπουδές και η Γκέρτα για μια έκθεση ζωγραφικής. Θα πρέπει να ήταν κεραυνοβόλος έρωτας γιατί λίγο αργότερα ήρθε να τον βρει στην Ελλάδα και ύστερα από μερικούς μήνες παντρεύτηκαν. Η Γκέρτα του ήταν πολύ συμπαθής. Κρίμα που δεν τους έβλεπε συχνά, αν και μάθαινε τα νέα τους από τη γυναίκα του τη Νίνα, καθώς με τον Ισίδωρο υπήρξαν συμμαθητές στο σχολείο και οι οικογένειές τους διατηρούσαν φιλικές σχέσεις. Ο Δημήτρης Μαρινάκης πήρε μια βαθιά ανάσα: «Ισίδωρε, δεν με παρακολουθείς;» «Πώς, ναι, βέβαια», μουρμούρισε εκείνος. «Τα πράγματα στην Ευρώπη είναι πολύ άσχημα. Από στιγμή σε στιγμή μπορεί να ξεσπάσει πόλεμος. Είναι και το θέμα της Αυστρίας. Αλήθεια, μια και το ανέφερα, τι πιστεύεις ότι θα κάνει τελικά ο καγκελάριος Σούσνιγκ; Θα ενδώσει στις πιέσεις του Χίτλερ; Εγώ, δεν ξέρω γιατί, έχω την εντύπωση ότι ο Χίτλερ θα κάνει περίπατο». «Τι να σου πω… Παρότι χριστιανοφασίστας, παραμένει υπέρμαχος της ανεξαρτησίας της χώρας του. Η Αυστρία, ας μην το ξεχνάμε, με την άρνησή της ήδη από το 1871 να ενταχθεί στο Β΄ Ράιχ, απέδειξε ότι επιθυμεί να παραμείνει ανεξάρτητη. Εσύ τι πιστεύεις; Ότι μπορεί τώρα να ενδώσει στις μεθοδεύσεις του Χίτλερ;» Ο Ισίδωρος ήταν σίγουρος ότι ο Δημήτρης Μαρινάκης δεν έλεγε απλώς τη γνώμη του, γνώριζε κάτι παραπάνω, αλλά ως εκ της θέσεώς του δεν θα το ομολογούσε ποτέ. Απορούσε μάλιστα γιατί είχε ανοίξει μια τέτοια συζήτηση μαζί του. «Μα τότε, ο αυτοκράτορας της Αυστροουγγαρίας αρνήθηκε την ένταξη στο Β΄ Ράιχ επειδή δεν ήθελε να είναι αυτοκράτορας δεύτερος τη τάξει. Τώρα, όμως, Αυστροουγγαρία δεν υπάρχει πια. Κι έπειτα, ήδη από το 1918, πολλοί Αυστριακοί επιθυμούν την ένωση με τη Γερμανία». «Πράγμα μη εφικτό», τον διέκοψε ο Ισίδωρος, «εφόσον κάτι τέτοιο το απαγορεύει ρητώς η Συνθήκη των Βερσαλλιών». «Χμ… Ναι. Οι Γάλλοι και οι Άγγλοι φοβούνταν πάντα μια ισχυρή Γερμανία. Παρ’ όλα αυτά, η επιθυμία για ένωση παραμένει παρά τις θρησκευτικές διαφορές». «Ο Χίτλερ είναι διαβόητος. Πάντα εποφθαλμιούσε την προσάρτηση της Αυστρίας κι ας δήλωνε σε κάθε ευκαιρία ότι κάτι τέτοιο δεν τον ενδιαφέρει. Ας μην ξεχνάμε ότι δικός του δάκτυλος ήταν η δολοφονία του Ντόλφους επειδή ακριβώς φοβόταν την επανεγκατάσταση των Αψβούργων στη χώρα. Τότε, τα σχέδιά του είχαν αποτραπεί από την παρέμβαση του Μουσολίνι, τώρα όμως που ο τελευταίος συμμάχησε μαζί του, η κατάσταση είναι διαφορετική», είπε ο Ισίδωρος. «Γνώμη μου είναι ότι ο Σούσνιγκ δεν έχει καμιά τύχη ύστερα από ό,τι προηγήθηκε. Ο Χίτλερ δεν του έχει συγχωρήσει το γεγονός ότι απαγόρευσε τη λειτουργία του αυστριακού εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος. Απόδειξη, το τελεσίγραφο που του έστειλε προχτές να αναστείλει την απαγόρευση. Μετά την αδιαφορία της Γαλλίας, της Αγγλίας και της Ιταλίας, ο Σούσνιγκ ή θα υποχρεωθεί να υποκύψει στις απαιτήσεις του Χίτλερ, ή…» σταμάτησε σαν κάτι να τον απασχολούσε. «Ή; Γιατί σταμάτησες;» τον προέτρεψε ο Ισίδωρος. «Εκτιμήσεις κάνω. Λέω, λοιπόν, ότι ακόμη και αν ο Σούσνιγκ αντισταθεί, αν και πολύ αμφιβάλλω γι’ αυτό, η Αυστρία θα προσαρτηθεί ούτως ή άλλως στη Γερμανία». Ο Ισίδωρος συνέχιζε να τον παρατηρεί ήρεμα. Παρ’ όλο που το πρόσωπό του δεν πρόδιδε τις σκέψεις του, ήταν βέβαιος ότι μιλούσε μετά λόγου γνώσεως. Εξάλλου, αυτή ήταν η δουλειά του διευθυντή της Υπηρεσίας Αλλοδαπών. Ο Δημήτρης Μαρινάκης πήρε το κουτί με τα πούρα και πρόσφερε ένα στον Ισίδωρο. «Όχι, δεν θα πάρω. Μήπως σου βρίσκεται κανένα τσιγάρο;» «Τσιγάρο; Ναι, βέβαια. Νόμιζα όμως ότι το είχες κόψει». «Για να βοηθήσω την Γκέρτα που φοβάται ότι αν μυρίσει καπνό θα το ξαναρχίσει. Έξω όμως από το σπίτι καπνίζω πού και πού. Για να είμαι ειλικρινής», γέλασε, «καπνίζω κανονικά». Άναψε, πήρε δυο τρεις βαθιές ρουφηξιές και μετά σηκώθηκε και άρχισε να κόβει βόλτες πάνω κάτω ώσπου στο τέλος στάθηκε μπροστά στο παράθυρο κι έμεινε να παρατηρεί τα κλαδιά των δέντρων που έγερναν από το βάρος της βροχής, που είχε αρχίσει να πέφτει με μανία. Ο Δημήτρης Μαρινάκης εν τω μεταξύ είχε μετακινηθεί από τον καναπέ και είχε καθίσει στην πολυθρόνα του γραφείου του. «Τι κοιτάζεις έξω, Ισίδωρε; Και γιατί έχεις αυτό το ύφος; Πιστεύεις, αλήθεια, ότι σε παρακολουθούν; Νόμιζα ότι αστειευόσουν προηγουμένως».  (σσ. 11-14).

 

Μία σαφής αφηγηματική τεχνική είναι η αποτελεσματική εναλλαγή φορτισμένου λόγου με επίσης φορτισμένη σιωπή, όπου πρωταγωνιστούν τα στοιχεία τής φύσης κι ακούγονται οι εσωτερικοί ψίθυροι σαν αστραπές. Ήρωες και ηρωίδες (όσο κι αν είναι εν τέλει αντιηρωικοί, θέλει όμως μεγάλες αντοχές για να επιβιώνεις σε δύσκολους καιρούς) εναλλάσσονται σε αυτό το θέατρο τής συντελεσμένης Ιστορίας, όπου η μνήμη απλώς αναχαράσσεται συλλογικά μέσα από την ατομική μελέτη και έρευνα.

Γιατί περί αυτού πρόκειται. Η Κάνη Καραβά λειτουργεί πρωτίστως ως ιστορικός και δευτερευόντως ως λογοτέχνις-αφηγήτρια, στη μακρά παράδοση των παραμυθάδων τής Ανατολής.

Η πολυπλοκότητα τής ανθρώπινης φύσης, τα σκοτεινά κίνητρα οικείων και γνωστών, ειδικά εκείνων που είμαστε απόλυτα βέβαιοι πως γνωρίζουμε είναι ο βασικός κινητήριος άξονας που τροφοδοτεί την πλοκή παρόμοιων μυθιστορημάτων που συνδυάζουν το κινηματογραφικό «νουάρ» στοιχείο με το ψυχολογικό μυθιστόρημα, τόσο δημοφιλές στο δεύτερο μισό τού εικοστού αιώνα, αλλά και στις δύο πρώτες δεκαετίες τού εικοστού πρώτου.

Οι δεινοί λογοτέχνες, απελευθερωμένοι / απελευθερωμένες από τα δεσμά τού υλιστικού ρεαλισμού, πατώντας πάνω σε μετανεωτερικές συνθήκες, είναι ικανοί / ικανές πλέον να διαφθείρουν την όποια κακώς εννοούμενη ποιητικότητα με έναν αντεστραμμένο ρασιοναλισμό τεχνοκρατικού τύπου, όπου το «όπερ έδει δείξαι» καθίσταται «αυτοεπαληθευόμενη προφητεία». Εδώ το βάρος δεν πέφτει στην όποια επίδειξη λογοτεχνικότητας με την χρήση καλολογικών μέσων, αλλά στην μαθηματική απόδειξη ενός θεωρήματος, παρ’ όλο που τις περισσότερες φορές επέχει θέσιν αξιώματος. Η υπόθεσις εργασίας εδώ είναι ότι διερευνούμε την ανθρώπινη φύση, ειδικά τις σκοτεινές και απρόβλεπτες πτυχές της, εκείνες που αποκαλύπτονται και θάλλουν σε πολεμικές εξωτερικές συνθήκες και περιστάσεις, όπου η επιβίωση υπερισχύει τής αξιοπρεπούς διαβιώσεως και το όποιο λούστρο εγκαταλείπει τις επιφάνειες αφήνοντάς τις γυμνές στα ριπίσματα των κοσμικών ρευμάτων.

Και συνεχίζουμε στην γραμμική αφήγηση:

«Όχι, δεν αστειευόμουν. Κάποιος με ακολούθησε έως εδώ. Και τώρα, είναι σίγουρα κρυμμένος κάπου και περιμένει». Ο Δημήτρης Μαρινάκης τον κοίταζε μέσα από τους καπνούς του πούρου του. «Όχι, πάντως, εμείς, έχεις τον λόγο μου», είπε ακουμπώντας το πούρο στο τασάκι. Ο Ισίδωρος χαμογέλασε: «Θα μου έκανε πολύ κακή εντύπωση, αγαπητέ μου, τη χειρότερη εντύπωση, για να είμαι απόλυτα ακριβής, εάν δεν με παρακολουθούσατε. Η Υπηρεσία Αλλοδαπών και οι μυστικές υπηρεσίες της Ελλάδας που έχουν στήσει τόσες σκευωρίες, στρατολογώντας δεκάδες σπιούνους που παριστάνουν τους φιλήσυχους πολίτες, Γερμανούς, Ρώσους, Ούγγρους, Πολωνούς, ακόμη και Εσθονούς, αρτίστες των καμπαρέ, επιχειρηματίες, υπαλλήλους, που έχουν διεισδύσει παντού, σε υπουργεία, στον στρατό, στην αστυνομία, σε πρεσβείες, διαβρώνοντας και παρακολουθώντας τους πάντες και τα πάντα, θα άφηνε έτσι κάποιον που δεν έχει κρύψει ποτέ τη συμπάθειά του προς το κομμουνιστικό κόμμα και ο αδερφός του οποίου είναι ένα από τα ανώτερα στελέχη του. Με απογοητεύεις, Δημήτρη». «Με ειρωνεύεσαι;» «Εσύ τι λες;» «Θέλεις αλήθεια να σου πω; Αποκλείεις να σε παρακολουθούν οι δικοί σου;» «Ποιοι είναι οι δικοί μου;» (σελ. 15).

Το ερώτημα είναι ακριβώς αυτό: ποιοι είναι οι δικοί μας και ποιοι είναι οι άλλοι, ποιος ο δικός μας άνθρωπος και ποιος ο ξένος;

 

Κανή Καραβά

 

Μέσα στην τόση τρικυμιώδη ρευστότητα (ας θυμηθούμε το κύκνειο άσμα τού Σαίξπηρ), όταν τα στοιχεία τής Φύσης συναγωνίζονται τελώνια και ξωτικά, Λαιστρυγόνες και Κύκλωπες αναδύονται από το Συλλογικό Ασυνείδητο και απαιτείται ειδική ατομική μαγεία, αλχημιστική σχεδόν, μέχρι που ο δίσκος τού Ήλιου να αποκατασταθεί στην προτέρα τροχιά του («Βασιλιάς Ληρ») και η πολυπόθητη τάξις τού κόσμου να αποκατασταθεί σε καινούργια ισορροπία. Μόνον που δεν είναι ποτέ ίδια με πριν αυτή η καινούργια κατάσταση. Άλλος ένας κινητήριος άξονας τής μυθιστορηματικής πλοκής.

Τα Χριστούγεννα του 1943 ήταν τα πιο θλιβερά της ζωής της. Ίσα που μπόρεσε να δει το παιδί της για λίγες ώρες και να του πάει μερικά κουλουράκια σε σχήμα Αϊ-Βασίλη που είχε φτιάξει, κι ένα παιχνίδι που, για να το αγοράσει, πούλησε το κηροπήγιο της γιαγιάς της. Ο πόνος που ένιωσε όταν τον έσφιγγε στην αγκαλιά της πριν τον αποχαιρετήσει, τη σημάδεψε σαν το πυρακτωμένο σίδερο που μαρκάρουν τα ζώα. Η μόνη ευχάριστη στιγμή ήταν όταν βρέθηκαν με τον πατέρα της και τη Νίνα στο κτήμα τους, στα Μεσόγεια, την επομένη των Χριστουγέννων. Κι αυτή όμως σημαδεύτηκε από την άρνηση της Ιόλης να τους ακολουθήσει, πράγμα που έκανε την Κασσάνδρα να υποψιάζεται ότι έμεινε πίσω, στην Αθήνα, για να συναντηθεί με τον Εμμανουήλ, γιατί κανείς δεν της έβγαζε από το μυαλό ότι συνέχιζαν να βλέπονται. Η αλλαγή του χρόνου δεν προμήνυε τίποτε καλύτερο. Οι μέρες περνούσαν και η Σοφία παρέμενε φυλακισμένη στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου. Οι ειδήσεις που έρχονταν από κει δεν ήταν καθόλου ενθαρρυντικές, καθώς καθημερινά γίνονταν εκτελέσεις. Η Κασσάνδρα έτρεμε στη σκέψη ότι μπορεί κάποια μέρα να ερχόταν και η σειρά της Σοφίας. Βγήκε από το μικρό σπίτι στην αυλή. Φυσούσε ένα ελαφρύ αεράκι, αλλά η μέρα ήταν ηλιόλουστη και η Κασσάνδρα είπε να περιποιηθεί τον κήπο. Από ένα κουτί που είχε βρει στην αποθήκη, πριν τη μετατρέψουν σε κατοικία τους, πήρε τα εργαλεία που χρειαζόταν. Σκάλισε το χώμα, ξερίζωσε τα αγριόχορτα και τα ζιζάνια που είχαν φυτρώσει με τις τελευταίες βροχές και έβγαλε από την τσέπη της μερικούς σπόρους που είχε ανακαλύψει σε ένα από τα αμέτρητα κουτιά που φύλαγε η θεία Δάφνη. Τα έριξε στο φρεσκοσκαμμένο χώμα ελπίζοντας να είναι λαχανικά και όχι λουλούδια. Διαφορετικά, θα έτρωγαν τα λουλούδια· με λίγο λεμόνι, αν έβρισκαν, θα ήταν πεντανόστιμα. Αν πάλι δεν έβρισκαν ούτε απ’ αυτό, θα τα έτρωγαν σκέτα. Σκυμμένη και απορροφημένη όπως ήταν, δεν άκουσε τον άνθρωπο που πλησίασε παρά μόνο όταν εκείνος έβηξε. Σήκωσε το κεφάλι της και ήρθε αντιμέτωπη με τον Γερμανό αξιωματικό που έμενε στο σπίτι τους. Η καρδιά της άρχισε να χτυπάει δυνατά. Σκούπισε τα χέρια στην ποδιά της και τον κοίταξε στα μάτια προσπαθώντας να κρύψει τον φόβο που την πλημμύρισε. Εκείνος χτύπησε τα πόδια του στο έδαφος και είπε: «Φράου Μαρινάκη, ο Ντόκτορ Βάλτερ Μπλούμε* θέλει να σας δει. Θα σας συνοδεύσω εγώ μέχρι το γραφείο του. Σε πόση ώρα μπορείτε να είστε έτοιμη;» Η Κασσάνδρα άρχισε να τρέμει. Τι την ήθελε ο Γερμανός αρχηγός της Υπηρεσίας Ασφαλείας; Μήπως έπιασαν τον Λεωνίδα; Μήπως η Σοφία… Ανατρίχιασε ολόκληρη. Προσπάθησε να μη δείξει την αναστάτωσή της, καθώς ο Γερμανός την κοίταζε εξεταστικά. «Σε μισή ώρα», ψιθύρισε. Εκείνος έκανε μια ελαφρά υπόκλιση και απομακρύνθηκε. Μπήκε στο σπίτι και έπεσε βαριά σε μια πολυθρόνα. Έτρεμε ολόκληρη και τα δόντια της χτυπούσαν από τον φόβο. Πού θα την πήγαιναν; Μήπως είχαν βρει το κρησφύγετο του Λεωνίδα; Το κεφάλι της βούιζε. Φόρεσε ένα γκρι φόρεμα κι έψαξε τις κάλτσες της. Την ώρα που πήγε να τις βάλει στα πόδια της, παρατήρησε την τρύπα στη φτέρνα. Έβγαλε γρήγορα από το καλαθάκι με τα ραπτικά μια βελόνα και κλωστή και προσπάθησε να την μπαλώσει. Κατατρυπήθηκε, ρούφηξε το αίμα που έτρεχε από το δάχτυλό της και με χέρια που έτρεμαν φόρεσε τελικά τις κάλτσες της, πήρε την τσάντα και το παλτό της και βγήκε. Τόση ήταν η αναστάτωσή της που το στόμα της γέμιζε σάλια που έτρεχαν στις άκρες των χειλιών της. Ο Γερμανός την περίμενε έξω από την πόρτα. Την έπιασε από το μπράτσο και την οδήγησε στο αυτοκίνητό του. Κάθισαν μαζί πίσω. Σε όλη τη διαδρομή τής μιλούσε για την όμορφη χώρα τους και πόσο τυχερός ένιωθε που τον είχαν στείλει στην Ελλάδα που θαύμαζε, και όχι σε κάποια άλλη χώρα. Η Κασσάνδρα τον άκουγε χωρίς να μιλάει. Τι θα μπορούσε να του πει άλλωστε; Να ξεκουμπιστούν από τη χώρα της και να τους αφήσουν ήσυχους; Όταν έφτασαν μπροστά στον αριθμό 6 της οδού Μέρλιν, κατέβηκε πρώτος, της άνοιξε την πόρτα, την έπιασε πάλι από το μπράτσο και την οδήγησε στην είσοδο του κτιρίου. Ζήτησε την ταυτότητά της, εκείνη την έβγαλε και την έδωσε στον φρουρό και μπήκαν μαζί μέσα. Καθώς ανέβαιναν τις σκάλες, της είπε ότι θα την περίμενε για να την συνοδεύσει πάλι πίσω. Το γραφείο του αρχηγού ήταν στον δεύτερο όροφο. Ο Γερμανός είπε κάτι στον φρουρό, εκείνος χτύπησε την πόρτα, πέρασε το κεφάλι του μέσα, τον άκουσε να μιλάει στα γερμανικά, και μετά τους είπε να περάσουν. Ο αξιωματικός που τη συνόδευε χαιρέτησε και έφυγε, και η Κασσάνδρα έμεινε στη μέση του μεγάλου δωματίου σφίγγοντας απεγνωσμένα την τσάντα της. Ο άντρας που καθόταν μπροστά της, σηκώθηκε από τη θέση του, την πλησίασε, την πήρε από το μπράτσο και την οδήγησε σε μια πολυθρόνα. Περίμενε πρώτα να καθίσει εκείνη και μετά έκανε τον γύρο του γραφείου και κάθισε απέναντί της. Ο φόβος την είχε παραλύσει. Απέφευγε να τον κοιτάζει, η όψη του ήταν κτηνώδης. Όσα γνώριζε γι’ αυτόν, ότι ήταν ανελέητος και έφτανε στα άκρα προκειμένου να εκτελέσουν τις διαταγές του, δεν βοηθούσαν καθόλου την κατάσταση. «Φράου Μαρινάκη, ζητώ συγγνώμη για την αναστάτωση που σας προκάλεσα, ήθελα όμως πολύ να σας γνωρίσω. Έπρεπε να το είχα κάνει νωρίτερα, αλλά διάφορες υποχρεώσεις με ανάγκασαν να το αναβάλω». Η Κασσάνδρα άκουγε σαστισμένη. Να τη γνωρίσει; Ο Γερμανός αρχηγός της Υπηρεσίας Ασφαλείας; Γιατί; «Καταλαβαίνω, θα αναρωτιέστε για τους λόγους που βρίσκεστε εδώ. Δεν θα σας κάνω να περιμένετε άλλο, θα σας πω αμέσως. Έχω λάβει πληροφορίες από αγαπητούς φίλους ότι έχετε βοηθήσει τη χώρα μου για τη σύλληψη ενός πράκτορα, ενός εχθρού της Γερμανίας. Είναι ανεκτίμητη η προσφορά σας στον αγώνα μας και παρακαλώ δεχτείτε εκ μέρους και της κυβέρνησής μου τις θερμές ευχαριστίες μας». Η Κασσάνδρα κόντευε να λιποθυμήσει. Τον Ντίτο εννοούσε σίγουρα. Ποιος, πότε τον είχαν συλλάβει; Και για ποια δική της βοήθεια μιλούσε; Ήταν έτοιμη να φωνάξει ότι δεν είχε ιδέα για τι πράγμα της μιλούσε, όταν το μυαλό της πήγε πρώτα στο παιδί της και μετά στη Σοφία. Κατάπιε τα δάκρυα που ανέβαιναν στα μάτια της κι έσφιξε πιο δυνατά την τσάντα που κρατούσε στα γόνατα. «Κυρία Μαρινάκη, από αύριο μπορείτε να γυρίσετε στο σπίτι σας, μετά το μεσημέρι θα είναι ελεύθερο. Αν με βοηθήσετε κι εσείς, φυσικά». Είχε σκύψει πάνω από το κεφάλι της και η μπόχα του τσιγάρου την έπνιξε. Το χαμόγελο του άντρα είχε παγώσει στο στόμα του. «Βέβαια, μετά λύπης μου έχω πληροφορηθεί ότι η μεγαλύτερη αδερφή σας βρίσκεται φυλακισμένη στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου για πράξεις εχθρικές προς τη χώρα μου, που έθεσαν σε κίνδυνο αθώους Γερμανούς στρατιώτες και αξιωματικούς», είπε και ξανακάθισε στο γραφείο του. Ήταν τόσο ταραγμένη που έκανε υπεράνθρωπες προσπάθειες για να μη σωριαστεί στο πάτωμα. Το μόνο που την κρατούσε ήταν η σκέψη του παιδιού της. Προσπαθούσε να φανεί ψύχραιμη, σφιγγόταν για να συγκρατήσει το τρέμουλο που απλωνόταν στο σώμα της και δεν ήξερε πόσο ακόμη θα άντεχε. Ευχόταν να τελειώσει το μαρτύριό της το συντομότερο πριν σωριαστεί στα πόδια του κτήνους που βρισκόταν απέναντί της και την κοίταζε με διαπεραστικό βλέμμα. Ο συνταγματάρχης σηκώθηκε από την πολυθρόνα του κι άρχισε να βηματίζει με τα χέρια δεμένα πίσω του. Ξαφνικά σταμάτησε δίπλα της. Η Κασσάνδρα γύρισε το κεφάλι της και τον κοίταξε. Με το ζόρι συγκράτησε μια κραυγή. Από κοντά ήταν ακόμη πιο αποκρουστικός. Εκείνος έσκυψε προς το μέρος της και της είπε χαμηλόφωνα: «Αγαπητή μου, είμαι διατεθειμένος να συμβάλω στην απελευθέρωση της αδερφής σας αν μας αποκαλύψετε τους συνεργάτες της». «Για ποιους συνεργάτες μιλάτε; Η αδερφή μου περνούσε τυχαία από κει και συνελήφθη αδίκως, όπως αδίκως κρατείται τόσον καιρό. Δεν έχει καμία απολύτως σχέση με όσα την κατηγορείτε». Αργότερα, καθώς έφερνε ξανά και ξανά στον νου της τη συνομιλία, απορούσε και η ίδια πώς είχε βρει το θάρρος να τον αντιμετωπίσει.

—————————————————————————-

[* Ο Βάλτερ Μπλούμε ήταν αρχηγός της SD/SiPO, της Υπηρεσίας Ασφαλείας των Γερμανών. Ήταν θιασώτης της θέσης του Χάους, της άποψης δηλαδή να ακολουθηθεί η τακτική της καμένης γης κατά την αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων από την Ελλάδα. Η θέση του δεν επικράτησε, ωστόσο προχώρησε σε σύλληψη και φυλάκιση Ελλήνων πολιτικών τέλη Ιουλίου του 1944, όπως και στην εκτέλεση πενήντα εννέα φυλακισμένων στο Χαϊδάρι. Τελικά, ο Μπλούμε απομακρύνθηκε, μετά την απόφαση της Βέρμαχτ να κηρύξει όλη την Ελλάδα σε πολεμική ζώνη. Ο Μαρκ Μαζάουερ, στο βιβλίο του Στην Ελλάδα του Χίτλερ -Η εμπειρία της Κατοχής, μεταξύ άλλων, αναφέρει: «Στο τέλος της Κατοχής, οι χειρότερες καταχρήσεις του τρομοκρατικού συστήματος είχαν ανασχεθεί, μόνο όμως επειδή άνθρωποι ρεαλιστικότεροι του Μπλούμε, μέσα και έξω από τα Ες Ες, αναγνώριζαν πως η γερμανική ήττα ήταν πια αναπόφευκτη»] (σσ. 337-342).

Μετράμε θύματα κι απώλειες και ξεκινάμε σκληραίνοντας την καρδιά μας, ρίχνοντας μαύρη πέτρα πίσω μας και χτίζοντας τη ζωή μας από την αρχή.

Καθώς περπατούσαν προς τη στάση του τραμ για να γυρίσουν στο σπίτι τους, ο μικρός τράβηξε απότομα το χέρι του από το δικό της κι άρχισε να τρέχει. «Νικόλα, στάσου, πού πας;» φώναξε ανήσυχη η Κασσάνδρα και, γυρίζοντας στον αδερφό της: «Λεωνίδα, μείνε εσύ, θα τον προλάβω εγώ», κι άρχισε να τρέχει ξοπίσω του. Τον πρόφτασε μπροστά στη βιτρίνα ενός μαγαζιού να περιεργάζεται μουσικά όργανα. Πήγε να τον μαλώσει, αλλά δεν της έκανε καρδιά μια τέτοια μέρα. «Μαμά, τι είναι αυτό;» είπε εκείνος και έδειξε σε ένα συγκεκριμένο σημείο στη βιτρίνα. Ο Λεωνίδας εν τω μεταξύ είχε πλησιάσει και τον σήκωσε στην αγκαλιά του. «Αυτό είναι ένα βιολί», είπε η Κασσάνδρα. «Και τι κάνει;» «Παίζει μουσική, όπως το πιάνο που έχουμε στο σπίτι». «Μπορείτε να μου το πάρετε; Θέλω να μάθω να παίζω βιολί», είπε κοιτάζοντάς την ικετευτικά. Τα μάτια της Κασσάνδρας βούρκωσαν. «Μακάρι να έχει το ταλέντο του πατέρα του», ευχήθηκε μέσα της… (σσ. 358-359).

Ενδεικτική βιβλιογραφία, αντιπροσωπευτική.

Επιστημονική διαχείριση τού υλικού, με υποσημειώσεις.

Υποδειγματική αφηγηματικότητα.

Έκδηλο το δραματικό στοιχείο, κείμενο έτοιμο να διασκευαστεί σε σενάριο για κινηματογραφική και τηλεοπτική χρήση.

 

 

* Δρ Κωνσταντίνος Μπούρας (https://konstantinosbouras.gr)

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top