Fractal

Προσπαθώντας να απαλύνει τον πόνο του αποχωρισμού

Γράφει η Ελένη Χωρεάνθη //

 

Γιάννης Πλαχούρης «Μοιρολόγι Αντιστροφή». Σχέδια: Απόστολος Πλαχούρης, εκδ. Σ.Ι.Ζαχαρόπουλος

 

Μόλις είχα τελειώσει την ανάγνωση του βιβλίου “Μοιρολόγι / αντιστροφή”, του Γιάννη Πλαχούρη, έπεσα πάνω στην ανάρτηση της Ελένης Γκίκα, μιας “Υποθήκης” μελλοθάνατου προς όλους που αγωνιζόμαστε για την απόκτηση αγαθών. Και σημείωσα ως σχόλιο αυτό που εκείνη τη στιγμή σκέφτηκα:

Όταν πια διαπιστώνεις ότι όλος ο αγώνας για την όποια κατάκτηση ήταν μια “κατάθεση στην τράπεζα του μη υπάρχειν”, για ένα οικόπεδο 2 το πολύ τετραγωνικών μέτρων γης, πως ήταν μάταιος, τότε γίνεσαι σοφός, αλλά είναι μάταιο. Και, δυστυχώς, η πείρα των άλλων δεν διδάσκεται ούτε διδάσκει. Και ο ίδιος, αν έπαιρνε τη ζωή του από την αρχή, πάλι τα ίδια λάθη θα έκανε και ξανά το ίδιο, ανώφελα, σοφός θα γινόταν την ώρα που δεν είχε την πολυτέλεια μήτε την ευχέρεια να κάνει άλλη επιλογή. Ο λαός μας το λέει απλά: “Υστερνή μου γνώση, να σ’ είχα πρώτα”.

Και έρχομαι στο προκείμενο, στο κομψό, διακριτικά λυπημένο “μοιρολόγι / αντιστροφή” του Γιάννη Πλαχούρη. Η λέξη “αντιστροφή” με έβαλε στη διαδικασία μιας κάποιας αμφισβήτησης του “μοιρολογιού”, μου προμήνυε πως κάτι αλλάζει. Και όντως αλλάζει όχι μόνο η φιλοσοφία και η οπτική αλλά και η ροή του ποιήματος, της σύνθεσης, και ξαφνιάζει. Διαπιστώνεις, πριν πας στις “σημειώσεις” που παραθέτει ο ποιητής πως δεν πρόκειται για κάποιο συνηθισμένο μοιρολόι από εκείνα που επαγγελματίες μοιρολογίστρες καλούνταν από τους οικείους αγαπημένου αποθανόντος να ξενυχτίσουν μοιρολογώντας, αλλά για όσα ο πατέρας, ως υποψήφιος νεκρός, λέει στο γιο του, λίγο προτού παραδώσει το πνεύμα και πληρώνοντας το επιβεβλημένο ναύλο στον πηδαλιούχο , διαπλεύσει τον Αχέροντα και την Αχερουσία λίμνη  για να πάει να συνεχίζει τη ζωή στα σκοτεινά κατοικητήρια του Άδη.

Πιθανώς, να αισθάνεται ένοχος για όσα δεν πρόφτασε ή δεν ήξερε πως έπρεπε να μάθει στο γιο του, έχει ενοχές για τυχόν παραλείψεις και προσπαθεί να επανορθώσει ό, τι προλάβει, ας είναι και την τελευταία στιγμή, αρκεί να μην φύγει χρεωμένος.

Ο γιος τον ακούει με πολλή συγκίνηση, κατανόηση, τρυφερότητα και αγάπη. Και προσπαθεί να τον παρηγορήσει, να μαλακώσει τον πόνο του αποχωρισμού τους που δεν παύει και με όλο τούτο το εξαγνιστικό εξομολογητικό τελετουργικό παρηγορίας να είναι ο πλέον οδυνηρός χωρισμός. Ο πατέρας είναι ήδη στο πλεούμενο και προσπαθεί να κρατηθεί στη ζωή. Ο γιος τον “εμψυχώνει” με τούτα τα λόγια:

“Στέκομαι δίπλα. Ναυαγός το χέρι σου τεντώνεις/

[…], έλα ζητώ, πολέμησε, να φύγεις δεν θ’ αφήσω

κι α σε τραβά ο Χάροντας, βόηθα να μείνεις πίσω.

Και μέσα από την ψυχή του ποιητή ξεπηδούν στίχοι καταλυτικά συγκινησιακοί καθώς μιλούν τα μάτια και οι κινήσεις των χεριών:

Κοιτάς/το βλέμμα σου κραυγή στο βλέμμα μου καρφώνεις·

νεύεις, σιμώνω· τα μαλλιά φιλάς· παλμός απλώνεις

κι ως με τυλίγει γιασεμί το πατρικό σου χέρι

[…] αντιλογιάς ψιθύρισμα κόβει στα δυο το βράδυ

 

Γιάννης Πλαχούρης

 

Το “μοιρολόγι/ αντιστροφή” του Γιάννη Πλαχούρη, με προβλημάτισε πολύ πριν αρχίσω να ασχολούμαι με αυτό, γιατί φορώ πολύ βαρύ πένθος αυτό τον καιρό – θα πεις “και πότε δεν φορούσα…”, υπάρχει στην ψυχή μου ένα κατακάθι πίκρας, από τα πένθη 8 αδερφιών μου. Ωστόσο, κι αυτά παίρνουν άλλη απόχρωση, κάποιες τρυφερές πινελιές γήινων χρωμάτων μπροστά σε ένα έργο τέχνης, που όσο κι αν φαίνεται μικρό και ασήμαντο, συμβαίνει το αντίθετο. Πρόκειται για λυρικό ποίημα, εξαιρετικά πηγαίο, τρυφερό, σύντομο, εστιασμένο στα πολύ σημαντικά πράγματα για τα οποία αξίζει να προσπαθεί κανείς να κρατηθεί στη ζωή και να πιαστεί, έστω και την τελευταία στιγμή από τη φτερούγα της ζωής, γιατί είναι τόσο ωραία, τόσο μοναδική. Αλλά και γιατί είναι δομημένο άψογα σε παραδοσιακό δεκαπεντασύλλαβο. Απολαυστικό ως ποιητικό έργο πνοής ενώ ως “μοιρολόι”, καμιά σχέση δεν έχει με τα μανιάτικα. Εδώ, όπως παρατήρησα από την αρχή, εκείνος που “μοιρολογάει” παραινετικά είναι ο ευρισκόμενος μισός μέσα στο ρεύμα του Αχέροντα, λίγο πριν τον πάρει το ρεύμα των νεκρών.

 

“Μη λυπάσαι που φεύγω/ ό, τι αξίζω θα μείνει,

τη φθορά μεταφέρει πομπή στο άπατο στόμα

συνοδοί, όπου ανήκει, επιστρέφουν το σώμα,

δάνειο, που πείρα να φανώ: χρόνια – όνομα – σχήμα,

σαν κόρνα βάλ’ τα, κήρυγμα του μάταιου, στο μνήμα.

 

Η τύχη του κενού κορμιού πολλά να δεις φωτίζει…”

 

Ο πατέρας δεν εννοεί να αφήσει το γιο  βουτηγμένο στη θλίψη και τη λύπη. Του θυμίζει όμορφες στιγμές και εικόνες της ζωής και τον συμβουλεύει πώς να συμπεριφερθεί στο πένθος που θα φορέσει όχι μόνο το σώμα, αλλά και η ψυχή του του γιου:

“…Λίγο τα μαύρα φόρεσε. Κελιά το χρώμα στήνει.

(…)Ένα φοβάται ο νεκρός μην τον ξεχάσουν μόνο(…)

παρακαλεί για λειτουργιά που θα τον πάει στον Άδη

 

Γι’ αυτό βάλσαμο σ’ άφησα τη φυλλωσιά του δυόσμου

τρίψ’ την και μόσχο μέθυσε. Βρες το κλειδί του κόσμου

μες στη στιγμή και σε κλαδί

χαράς κούρνιασε φως μου

μην σε πληγώσει ο χωρισμός, σε πνίξει ο καημός μου

και τέτοια θλίψη απαλή να πιω κι εμένα δώσ’ μου

Είναι τόσο δυνατό το δέσιμο πατέρα/γιου/ που ο πατέρας δεν μπορεί να τον αποχωριστεί κι ας νιώθει τον Χάροντα ανυπόμονο να του πάρει την ψυχή. Και παρακαλεί το γιο του να τον βοηθήσει. Μα πώς; Με τη λέξη, με το ποίημα, με την Τέχνη!

“…Βοήθησε να λευτερωθώ

σαν λέξη μες σε ποίημα,

σαν όνειρο

που περπατά ανάλαφρα το κύμα.

Στίχοι ανάεροι, καταλυτικοί. Ήθελα, μα δεν μπορούσα να το αποφύγω. Αντέγραψα και μετέφερα μερικούς εδώ για τους αναγνώστες, για μένα, να τους έχω μαζί μου για όποιο κατευόδιο.

 

Απόστολος Πλαχούρης

 

Ένα ακόμα σημαντικό προσόν του μικρού αυτού εδώ καλλιτεχνήματος, είναι η ασπρόμαυρη, λιτή, διακόσμηση και τα υπέροχα σχέδια του Απόστολου Πλαχούρη. Ο ζωγράφος παρακολουθεί με σέβας και γνώση τα δρώμενα μιας καθημερινής ανθρώπινης τραγωδίας·  σαφώς πρόκειται για επιτάφιο “εγκώμιο”, ένα πολύ φιλόδοξο θεατρικό δρώμενο· και καταγράφει με έναν ιδιαίτερο τρόπο τις λεπτές αποχρώσεις του δράματος, που καταλήγει στην “κάθαρση”. Έτσι όλο μαζί το “μοιρολόγι/ αντιστροφή”,  μέσα στο νοητό σχήμα τριγώνου, το οποίο δημιουργείται με τρία πρωταγωνιστικά πρόσωπα και το καθένα συμμετέχει με το δικό του τρόπο: πατέρας / γιος και γιος/εγγονός και προσπαθεί να απαλύνει τον πόνο του αποχωρισμού, το δρώμενο/ μοιρολόγι να λειτουργεί, εν τέλει, λυτρωτικά, “κάνει τον πόνο γλυκασμό…”

Πιστεύω πως εδώ ο Γιάννης Πλαχούρης “βρήκε την καλή και τη γλυκιά του ώρα”. Έδωσε το απόσταγμα της ποιητικής του αγωνίας και αποκάλυψε με τον απλούστερο και προσφιλέστερο τρόπο, τον καλύτερο ποιητή εαυτό του.

 

 

Παλαιό Φάληρο, 5/6 Αυγούστου 2022 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top