Fractal

Η αλγεινή αναζήτηση της ατομικής ταυτότητας και οι συνεχείς παλινωδίες της στο ‘Παλάτι του Φεγγαριού’

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

 

Paul Auster, “Το παλάτι του φεγγαριού”. Μετάφραση: Σταυρούλα Αργυροπούλου. Εκδόσεις Μεταίχμιο, 2016

 

 

Η αέναη, αγαστή συνεύρεση και σύμπλευση νύχτας και σελήνης, αποτέλεσε διαχρονικά σημείο επαφής και γεωμετρικός τόπος λυρικών στίχων  αμέτρητου αριθμού ποιητών.  Ορισμένοι απ’ αυτούς θεώρησαν τη νύχτα ως μη έχουσα ιδιαίτερη σημασία όταν ελλείπει η σελήνη από το πεδίο της, ενώ άλλοι διατύπωσαν την άποψη πως χωρίς τη νύχτα και το φόντο της η σελήνη είναι στην ουσία ανύπαρκτη ως έννοια,  κυριολεκτικά, αφού το χρυσαφένιο της και ολοστρόγγυλο πρόσωπο βρίσκει τη σωστή  του θέση  όταν εμφιλοχωρεί μέσα στο απόλυτο κι’ έρημο σκοτάδι χωρίς την παραμικρή υποψία των ενοχλητικών σε άλλοτε άλλο βαθμό χρωμάτων και ήχων. Κι’ αν οι ποιητές ήταν και είναι περισσότερο γνώστες των μικρών εκείνων μυστικών της σελήνης, υπάρχουν και ορισμένοι πεζογράφοι που υποψιάζονται ότι υπάρχει και γι’ αυτούς πεδίο δόξης λαμπρόν εάν προσπαθήσουν να εκμεταλλευτούν και καρπωθούν την απόλυτη και παράλληλη πορεία των περιγραφόμενων φυσικών στοιχείων, θέτοντας τη σελήνη στο κέντρο του καμβά της εργασίας τους, είτε αυτό ονομάζεται διήγημα, ή νουβέλα, είτε μυθιστόρημα. Στο βιβλίο, ‘Το παλάτι του φεγγαριού’ του Πολ Όστερ,  η σελήνη φαίνεται να βρίσκει το κέντρο και τη θέση της στον πυρήνα των τεκταινομένων διεργασιών, χωρίς να βρίσκεται υποχρεωτικά και στην επιφάνεια των πραγμάτων.

Ο Μάρκο Στάνλεϊ Φογκ,  κληρονόμησε χιλιάδες βιβλία από τον θείο του Βίκτορ Φογκ,  με τον οποίο μεγάλωσε λόγω των συνθηκών.  Δεν έχω λεφτά να σου δώσω, ούτε και κάποια συμβουλή, του είπε εκείνος σε δεδομένη στιγμή. ‘… Πάρε αυτά τα βιβλία να με κάνεις ευτυχισμένο’! Τα βιβλία αυτά, και τα κιβώτια μέσα στα οποία βρίσκονταν συσκευασμένα και φυλαγμένα, αργότερα, ο νεαρός Μάρκο Φογκ χρησιμοποίησε έξυπνα φτιάχνοντας αυτοσχέδια έπιπλα που τόσο είχε ανάγκη το αδειανό διαμέρισμά του.  Αλλά δυστυχώς κάποια στιγμή πρέπει να πουλήσει το ένα βιβλίο μετά το άλλο για  να χρηματοδοτήσει την προβληματική  ζωή του και να επιβιώσει απλώς, στην πραγματικότητα. Αφού πουλήσει σε εξευτελιστική τιμή και το τελευταίο βιβλίο, καταλήγει πλέον άστεγος και ζει στις παρυφές και κρυψώνες του  Σέντραλ Παρκ για μήνες, επιβιώνοντας με τα  όποια υπολείμματα από τα πικνίκ των πολυποίκιλων επισκεπτών του μεγάλου αστικού πάρκου της πόλης της Νέας Υόρκης. Η ψυχική του κατάσταση δεν είναι καθόλου καλή και δεν είναι πλέον σε θέση να πάρει σοβαρές αποφάσεις για τη ζωή του! Ενώ βρισκόταν σε δραματική από κάθε πλευρά  κατάσταση, τον βρίσκουν ο παλιός φίλος του Ντέιβιντ Τσίμερ από τις πανεπιστημιακές του ημέρες και μια  νεαρή κινέζα κοπέλα,  η Κίτι Γου,   την οποία είχε ερωτευτεί λίγους μήνες πριν. Ο Τσίμερ είχε ζήσει μαζί με τον Μάρκο για ένα χρονικό διάστημα  και μάλιστα τον ενθάρρυνε κεντρίζοντάς του με τον δικό του τρόπο το ενδιαφέρον του γι’ αυτήν. Με τη βοήθεια αυτών των δύο προσώπων, σταδιακά ανακάμπτει και αποδέχεται μια δουλειά που του προσφέρεται ως υπεύθυνος σύντροφος για τον τυφλό και παράλυτο, αλλά οικονομικά υγιή,  Τόμας Έφινγκ. Η κύρια δουλειά, όμως,  του Φογκ  είναι μετά από σύντομο χρονικό διάστημα προσαρμογής να δρομολογήσει και να συντάξει την ιστορία της ζωής του κ. Έφινγκ. Ο Τόμας Έφινγκ, όπως αποδείχτηκε στην πορεία, άφησε τη  σύζυγο και το γιο του να ξεκινήσει αμέριμνος  μια αποστολή κατά μήκος των δυτικών συνόρων της χώρας ως ζωγράφος εξωτερικών τοπίων. Επέζησε συγκεκριμένης  απόπειρας δολοφονίας στην έρημο και εγκαταστάθηκε ως ερημίτης σε μια σπηλιά που προηγουμένως καταλάμβαναν και χρησιμοποιούσαν ληστές που λυμαίνονταν την ευρύτερη  περιοχή, στην οποία παρέμεινε  για  περισσότερο από ένα χρόνο.  Επειδή η οικογένειά του τον είχε χαρακτηρίσει οριστικά χαμένο και νεκρό, θα μπορούσε, σκέφτηκε, να δημιουργήσει μια νέα ταυτότητα μετά την επιστροφή του, δεδομένου ότι δεν ενδιαφερόταν πλέον για την περαιτέρω τύχη της οικογένειάς του. Μετά από μακρυνά ταξίδια σε όλη την Ευρώπη, είχε ένα ατύχημα που προκάλεσε παράλυση των ποδιών του, έτσι ώστε έπρεπε να συνταξιοδοτηθεί και να αποσυρθεί οριστικά στο διαμέρισμά του στην πολύβουη  Νέα Υόρκη.

Λίγο μετά την ολοκλήρωση της βιογραφίας του, ο Τόμας Έφινγκ  πεθαίνει και ο Μάρκο Στάνλεϊ Φογκ βρίσκει τον ακόμα ζωντανό γιο του, Σόλομον Μπάρμπερ, για να του παραδώσει τις σχετικές σημειώσεις που αφορούσαν τον πατέρα του. Αποδεικνύεται, όμως καθ’ οδόν, ότι ο Μπάρμπερ είναι  ο πατέρας του Φογκ. Προσπαθούν να βρουν τη σπηλιά που αναφέρεται στην βιογραφία του Έφινγκ επειδή θέλουν να ανακτήσουν μερικές χαμένες ζωγραφιές που υποτίθεται ότι βρίσκονται εκεί μέσα. Κατά τη διάρκεια της εν λόγω αποστολής ο Μπάρμπερ, δυστυχώς, σκοτώνεται σε ένα αναπάντεχο ατύχημα και ο Φογκ εγκαταλείπεται από την Κίτι μετά από ένα καυγά που έλαβε χώρα μεταξύ τους λόγω της αποβολής του εγκυμονούντος εμβρύου της Κίτι. Η εσωτερική σταθερότητα την οποία προς στιγμήν κέρδισε ο Μάρκο με το να βρει τον  πατέρα του φαίνεται, όπως δείχνουν τα γεγονότα,  να έχει χαθεί οριστικά. Έτσι ξεκινά ένα ταξίδι με τα πόδια σε όλη την ατελείωτη αμερικανική ήπειρο για να ‘βρει’ τον εαυτό του ξανά. Με τη διαδικασία του περπατήματος και της περιπλάνησης τελικά καταφέρνει να ξεπεράσει την παλιά του ταυτότητα και ξεκινάει μια ζωή ως ΄καινούργιο’  πλέον άτομο και άλλη προσωπικότητα.

Ο Σόλομον Μπάρμπερ γεννήθηκε στο Σόρχαμ του Λονγκ Άϊλαντ, στα 1917. Πατέρας του, όπως του είπαν, ήταν ένας ζωγράφος που πέθανε στη Γιούτα πριν πολλά χρόνια, ενώ η μητέρα του στα 1939. Όταν ήταν ακόμα παιδί οι άνθρωποι στον περίγυρο τού  είπαν ότι ο πατέρας του είχε πεθάνει λίγους μήνες  πριν γεννηθεί, αλλά οι συνθήκες του θανάτου δεν έγιναν ποτέ σαφέστερες και με τις ανάλογες λεπτομέρειες, ως όφειλαν  σε αυτόν. Ο ίδιος, παράλληλα,  δεν έβλεπε τη μητέρα του συχνά. Αναμφίβολα είχε μια ζοφερή και λυπητερή παιδική ηλικία. Η μητέρα του, ακόμα,  ήταν νεκρή από το 1939, όταν δηλαδή εκείνος βρισκόταν στο εικοστό δεύτερο έτος της ηλικίας του.  Στα δεκαπέντε του είχε το ύψος του ενήλικα, ενώ τα άλλα παιδιά τον κορόιδευαν λόγω του υπερβολικού πάχους του. Περνούσε αναγκαστικά όσο περισσότερο χρόνο μπορούσε μόνος του κάτι που τον σημάδεψε στο χαρακτήρα, μετέπειτα. Τα βιβλία έγιναν καταφύγιο για αυτόν σχετικά νωρίς, υπήρξαν ένας ιδιαίτερος τόπος όπου θα μπορούσε να αφοσιωθεί και να κρατήσει τον εαυτό του καλά κρυμμένο απ’ τους γύρω του.  Έγιναν σημαντικές παράμετροι  γι’ αυτόν, επειδή του έδωσαν την ζωτική ευκαιρία να επιπλέει στις ατυχίες και τις αντιξοότητες της ζωής. Ένιωσε μοναξιά, απομονώθηκε και διαχωρίστηκε από τον έξω κόσμο, λόγω ακριβώς της εξωτερικής του εμφάνισης. Στην  ηλικία των δεκαεπτά  ετών, πέρασε αναρίθμητες  νύχτες του σε μια προσπάθεια να συνθέσει ένα μυθιστόρημα με βάση την εξαφάνιση και απουσία του πατέρα του. Αργότερα, όταν έγινε δάσκαλος, άρχισε να γράφει τα τρία πρώτα κεφάλαια ενός βιβλίου σχετικά με τις αφηγήσεις της αιχμαλωσίας των Ινδιάνων. Επίσης έγραψε βιβλία για την Αμερικανική ιστορία, κερδίζοντας και  Ph. D. στην ιστορία, το 1944. Αξιόλογη ήταν η συμβολή του με πολυάριθμα άρθρα για επιστημονικά περιοδικά και δίδασκε σε πολλά κολέγια στις μεσοδυτικές Πολιτείες. Την άνοιξη του 1946, όταν ήταν είκοσι εννέα ετών, γνώρισε  μια γυναίκα που άκουγε στο όνομα Έμιλι Φογκ. Τον είχε προσελκύσει υπερβολικά και στην ουσία ήταν η πρώτη γυναίκα που είχε πάει μαζί της χωρίς να πληρώσει για αυτό, αλλά αργότερα τον άφησε χωρίς να γνωρίζει ότι εγκυμονούσε ένα μωρό, τον πατέρα του Μάρκο Στάνλεϊ Φογκ. Αφού τον άφησε η Έμιλι εκείνος, προσπάθησε να βρει   τι της συνέβη πολύ αργότερα. Όπου πήγαινε δεν στέριωνε και δεν έμενε ποτέ για περισσότερα από δύο χρόνια. Μια μέρα, όμως, ως εκ θαύματος, τον βρήκε ο γιος του!

Ο ανίκανος και αποδυναμωμένος Τόμας Έφινγκ είναι ένας άνδρας ηλικίας ογδόντα έξι  ετών που βρίσκεται στην αναπηρική καρέκλα. Η ζωή του βασίζεται, εξαρτάται και στηρίζεται, αποκλειστικά, σε  δύο άτομα. Ένας από αυτούς, ήταν η Ρίτα Χιουμ, νοσοκόμα και οικονόμος του κ. Έφινγκ στο διαμέρισμα τα τελευταία εννέα χρόνια, και ο άλλος ο Μάρκο Στάνλεϊ Φογκ, που έπρεπε να ασχοληθεί με άλλα πράγματα, και ο οποίος βρήκε τελικά την συγκεκριμένη εργασία από σύμπτωση μέσω μιας υπηρεσίας απασχόλησης. Αρχικά ο αναγνώστης έχει την εντύπωση ότι ο Έφινγκ έψαχνε περισσότερο για ένα πρόσωπο που μπορούσε να ταπεινώνει καθημερινά  με τη συμπεριφορά του παρά  έναν σύντροφο, αλλά ο Φογκ αναγκαστικά και για λόγους ανωτέρας βίας,  έπρεπε να  ανεχτεί  την περίεργη, ακραία και στριφνή συμπεριφορά του. Ο σχεδόν τυφλός Τόμας Έφινγκ, έχει ένα εξαιρετικό και περίεργο πάθος φορώντας καλύπτρες και πυκνούς φακούς στα μάτια του, ενώ  ένα άλλο παράδειγμα για την περίεργη και εξεζητημένη συμπεριφορά του  είναι ότι έχει τη συνήθεια να κάνει παράξενους θορύβους κατά τη διάρκεια του δείπνου με τους δύο ‘υπηρέτες’ του, ενώ όταν  περιβάλλεται από ξένους να μετατρέπεται σε έναν πραγματικό ‘κύριο’. Ο βαθύτερος και απώτερος σκοπός του είναι να ενοχλήσει κατά κάποιο τρόπο τον Μάρκο, και στην πραγματικότητα δείχνει να απολαμβάνει τις πράξεις του, αλλά ορισμένες  φορές ο γέρος παρουσιάζεται άκρως απειλητικός και κατηγορεί την κυρία Χιουμ  ότι προσπαθεί να τον ληστέψει ή να  του  δηλητηριάσει το φαγητό του. Ο Τόμας Έφινγκ,  είναι  πάνω απ’ όλα ένας άνθρωπος γεμάτος αρχές στη ζωή του και σαφώς καθορισμένες βλέψεις. Το καθημερινό του χρονοδιάγραμμα,   πρέπει να τηρείται απαρέγκλιτα, σε κάθε περίπτωση, απ’ όλους χωρίς εξαίρεση. Κάθε μέρα, επίσης, ο Μάρκο του διαβάζει μερικά αποσπάσματα από ταξιδιωτικά βιβλία, που έχουν επιλεγεί από πριν από τον ίδιο τον Έφινγκ. Μετά από μια απογευματινή βόλτα και το διάβασμα, παίρνουν μαζί το γεύμα των έξι μ.μ. Κάθε μέρα οι ίδιες κινήσεις, η ίδια και  μονότονη στάση του Έφινγκ απέναντι στη ζωή. Με την καθημερινή ρουτίνα, ο Έφινγκ δείχνει σαν να θέλει να απομνημονεύει την τελειωμένη του σχέση με τον Πάβελ Σουμ, τον άνθρωπο που είχε αρχίσει να δουλεύει για τον Έφινγκ  στο Παρίσι τη δεκαετία του 1930, προσφέροντας περίπου τις ίδιες υπηρεσίες με τον Μάρκο τώρα.  Η γνωριμία με τον Πάβελ Σουμ,  είχε δραματικές επιπτώσεις στη ζωή του Έφινγκ. Ο Σουμ, ένας Ρώσος πρόσφυγας από τον εμφύλιο πόλεμο, έγινε  με την πάροδο του χρόνου αληθινός του φίλος. Η φιλία συνεχίστηκε για τριάντα επτά χρόνια έως ότου πέθανε ο Σουμ, γιατί  σκοτώθηκε σε τροχαίο ατύχημα, και εξαιτίας αυτού του γεγονότος, ο Έφινγκ αποστρέφεται κάθε σύγχρονη τεχνολογία. Ο Έφινγκ  δίνει στον νέο του σύντροφο το παλτό που φορούσε κάποτε ο Πάβελ Σουμ, δείχνοντας με αυτή τη  χειρονομία, ότι τον αποδέχεται στο σπίτι και στις υπηρεσίες του. Στην πραγματικότητα, για πρώτη φορά ο Έφινγκ δείχνει να είναι συγκινημένος, μιλώντας για το πολύπλευρο και σκοτεινό παρελθόν του. Η συζήτηση με τον Μάρκο, σταδιακά, ανοίγει ξανά την ουλή της βασανισμένης του ψυχής, καταστέλλοντας παράλληλα τα συναισθήματα, αφού γι’ αυτόν αυτά δεν είναι τίποτα άλλο παρά έκδηλη αδυναμία του χαρακτήρα. Ο Έφινγκ, στοιχειωμένος από το παρελθόν, διασώζει τα συναισθήματά του ωσάν πολύτιμο θησαυρό. Αν και ο Τόμας Έφινγκ, μεταχειρίζεται άθλια τον Μάρκο, στην ουσία τον χρειάζεται, και βήμα με βήμα η αναπτυσσόμενη ανάμεσά τους φιλία αντικαθιστά το αίσθημα της μοναξιάς του Έφινγκ, χωρίς δηλαδή τον αγαπημένο φίλο του Πάβελ Σουμ που τόσο είχε συνηθίσει κάποτε.  Όταν ο Μάρκο δεν ήταν αρκετά ακριβής στις περιγραφές του περιβάλλοντος χώρου, ο γέρος αρχίζει να του φωνάζει στους δρόμους της μεγαλούπολης και να τον ταπεινώνει, και  με αυτή τη στρατηγική αναγκάζει τον Μάρκο να δώσει τον καλύτερο εαυτό του και στο βλέμμα με το οποίο παρατηρεί τους πέριξ χώρους, μια στρατηγική η οποία κατά τον Μάρκο λειτουργούσε ως πνευματική άσκηση και σταδιακή διαδικασία μόρφωσης, σαν να ανακαλύπτεις δηλαδή τον κόσμο γύρω σου για πρώτη φορά. Ο γέρος αρεσκόταν σε λεπτομερείς, ακριβείς και συγκεντρωμένες απόψεις του περιβάλλοντος, αφού παλιότερα ήταν ζωγράφος με αξιοσημείωτο και βαθύ πάθος για την εν λόγω τέχνη του. Στα 1893, όταν ήταν δεκαεπτά ετών, συνάντησε τον Τέσλα, έναν μεγάλο εφευρέτη και επιστήμονα της εποχής του, που γοήτευσε όλο τον κόσμο με τις προσπάθειές του, δίνοντας σε αυτόν τη γεύση  της ζωής και του θανάτου, παράλληλα. Ήταν η εποχή κατά την οποία ο νεαρός συνειδητοποίησε ότι θα τον απασχολούσε και απορροφούσε πλέον σχεδόν αποκλειστικά η ζωγραφική, στη ζωή του.  Στην ηλικία των είκοσι δύο  ετών, πέθανε ο πατέρας του και ο νεαρός καλλιτέχνης έγινε εκατομμυριούχος κληρονομώντας την πατρική περιουσία. Αφού ταξίδεψε δυτικά, ανακάλυψε σε μια σπηλιά ένα πτώμα την ταυτότητα του οποίου υιοθέτησε. Στην έρημο της αμερικανικής δύσης έμαθε, επίσης, πώς να επιβιώνει για μεγάλο χρονικό διάστημα, κι’ ύστερα επέστρεψε στον πολιτισμό με μια νέα πια ταυτότητα. Ο Τζούλιαν Μπάρμπερ είχε γίνει πια Τόμας Έφινγκ! Είχε όμως πίσω μια σύζυγο, η οποία όπως και οι άλλοι φίλοι του  τον θεωρούσε νεκρό, και η οποία έφερε  στον κόσμο τον Σόλομον Μπάρμπερ τον οποίο ο Τόμας Έφινγκ,   δεν γνώρισε ποτέ. Αν’ αυτού, είχε αρχίσει μια καινούργια ζωή! Συνολικά, είναι προφανές ότι ο Τόμας Έφινγκ,   είχε μια  ζωή γεμάτη  από περιπέτεια,  πόνο και  ευτυχία, αρχικά με τον Πάβελ Σουμ και αργότερα με τον  Μάρκο Στάνλεϊ Φογκ.

Η οικογένεια της Κίτι Γου,   έχει τις ρίζες της στην προ-Επαναστατική Κίνα, με έναν πατέρα, μια σύζυγο, δύο παλλακίδες, πέντε-έξι παιδιά και τους ανάλογους υπηρέτες.  Εκείνη γεννήθηκε απ’ τη  δεύτερη παλλακίδα τον  Φεβρουάριο του 1950. Στην παιδική της ηλικία βρισκόταν  στο Τόκυο, όπου φοιτούσε σε αμερικανικά σχολεία. Στην ιαπωνική πρωτεύουσα της προσφέρθηκε κάθε πλεονέκτημα που οι προνομιούχες συνθήκες της εποχής  θα μπορούσαν να της δώσουν, όπως για παράδειγμα μαθήματα μπαλέτου, λιμουζίνες με οδηγό και ούτω καθεξής. Παρά τα προνόμια αυτά, όμως, αισθανόταν  μόνη στην παιδική της ηλικία, αφού έχασε τη μητέρα της γρήγορα. Όταν ήταν δεκατεσσάρων ετών, έφτασε στη Μασαχουσέτη για σπουδές υποκριτικής και χορού, όπου δεν παρουσίασε καμία δυσκολία να βρει φίλους και να προσαρμοστεί στο νέο της περιβάλλον. Έτσι η Αμερική είχε γίνει, πλέον,  η χώρα της. Μετά το θάνατο του πατέρα της, έπρεπε φυσικά να μάθει να διαχειρίζεται τα προβλήματα που την αφορούσαν μόνη της. Όταν συναντήθηκε με τον Φογκ, ήταν μια μικρή κινέζα κοπέλα δεκαεννέα ή είκοσι ετών. Από την πρώτη στιγμή που βρέθηκε μαζί του, τού έδωσε το αίσθημα της ζεστασιάς, του υπαινικτικού χιούμορ και της απλής κατανόησης. Ήξερε τον τρόπο με τον οποίο μιλούσε μαζί του και πώς να οικοδομήσει μια νέα και σοβαρή φιλία μαζί με αυτόν. Ο Φογκ γοητεύτηκε από τη φυσική της ομορφιά και ήταν εντυπωσιασμένος από τον τρόπο με τον οποίο περπατούσε, ενώ του άρεσε να την παρακολουθεί πως περπατά ίσως γιατί ήταν γεννημένη για χορεύτρια. Αλλά και από μεριάς της, τον βρήκε αρκετά ελκυστικό και δεν ντράπηκε, μάλιστα,  να τον φιλήσει πρώτη. Υπήρχε κάτι τελικά που τους ένωνε.  Νιώθοντας ότι ο Φογκ βρισκόταν σε κίνδυνο ήταν έτοιμη να τον βοηθήσει και το έπραξε, σώζοντάς τον από την φρικτή ζωή του δρόμου. Όπως παραδέχτηκε και ο Φογκ, ο αφηγητής τουτέστιν του βιβλίου, η Κίτι είχε ένα φυσικό ταλέντο για να βγάζει τους  ανθρώπους απ’ την κακή τους κατάσταση και να αισθάνονται άνετα με την παρουσία της. Ήταν το πιο ανοιχτό και αυθόρμητο κορίτσι που γνώρισε ποτέ, αφού τον έκανε να φαίνεται καλύτερα από ότι ήταν, ενίσχυσε την εμπιστοσύνη στον εαυτό του, και σε γενικές γραμμές γι’ αυτόν πάντα άγγιζε την τελειότητα. Έτσι, παρόλο που η Κίτι ερωτεύτηκε τον Φογκ,  δεν ήταν ενοχλητική μαζί του. Νομίζοντας ότι δεν τον ενδιέφερε κατά βάθος το πρόσωπό της, έπρεπε να  σεβαστεί πολύ την άποψή του  και δεν ήθελε να τον αναγκάσει να κάνει τίποτα σε σχέση με αυτή ενάντια στη θέλησή του. Ήταν πάρα πολύ υπερήφανη και αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο δέχθηκε την σχετική κατάσταση όπως ήταν εκείνη τη στιγμή. Αφού ο Ντέιβιντ Τσίμερ συζήτησε το θέμα της Κίτι με τον Φογκ, και για τα συναισθήματά της απέναντί ​​του, ο Φογκ βρήκε όλο το θάρρος στη συμπεριφορά του απέναντι στην Κίτι και προσπάθησε να την κερδίσει. Δεν αγαπούσαν ο ένας τον άλλον  μόνο διανοητικά, αλλά και σωματικά και πέρασαν μεγάλο χρονικό διάστημα αντιμετωπίζοντας από κοινού τα  προβλήματά τους. Αφού έμεινε έγκυος, αποφάσισε να τον εγκαταλείψει γιατί φάνηκε πως δεν ήθελε να γίνει  βάρος σε αυτόν. Έτσι ο Φογκ είχε, τελικά,  το ίδιο πεπρωμένο, ακριβώς  όπως και ο πατέρας του!

Ο Μάρκο Στάνλεϊ Φογκ, είναι στην ουσία ο βασικός χαρακτήρας του μυθιστορήματος  ‘Το παλάτι του φεγγαριού’, του Πολ Όστερ. Μεγάλωσε με τη μητέρα του μέχρι την ηλικία των ένδεκα ετών, οπότε εκείνη σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Ποτέ δεν υπήρχε πατέρας στη ζωή του,  αλλά μόνο ο θείος του Βίκτορ, με τον οποίο έζησε μετά το θάνατο της μητέρας του. Ήταν ο μόνος άνθρωπος που τον  στήριζε στη ζωή του, η μόνη οικογένειά του και εκείνος στον οποίο  μπορούσε να μιλήσει για τα πάντα, αφού ένοιωθε άνετα δίπλα του. Η ζωή του Μάρκο ήταν πολύ βαρετή, στην αρχή,  γιατί καθημερινά πήγαινε στο κολέγιο. Ήταν πολύ φιλόδοξος, ήθελε να φτάσει σε   σοβαρό και σοβαρό επίπεδο  εκπαίδευσης, και ποτέ δεν είχε στενές σχέσεις σε άλλους μαθητές. Μετά το θάνατο του θείου του, ο Μάρκο Φογκ, άλλαξε εντελώς πρόσωπο και έγινε άλλος άνθρωπος. Από εκείνη την στιγμή εγκατέλειψε τον εαυτό του στο χάος του κόσμου και η κατάστασή του έγινε  σταδιακά ανεξέλεγκτη. Δεν ενδιαφερόταν που θα πάει, ή τι θα έκανε στο μέλλον, αλλά με κάποιο τρόπο ήταν συνειδητά αδιάφορος και φυσικά όχι εκείνος ο φιλόδοξος φοιτητής που υπήρξε κάποτε. Η κατάσταση της μοναξιάς τού έφερε μια μορφή  διανοητικού μετασχηματισμού, η απροσεξία του στη διαχείριση της κατάστασης και των οικονομικών του, τον είχε κάνει να χάσει το διαμέρισμά του, και έτσι οδηγήθηκε σε μια περιπλανώμενη ζωή στους δρόμους της μεγαλούπολης για αρκετούς μήνες, ζώντας μέσα στο Σέντραλ Παρκ της Νέας Υόρκης και σε ουσιαστική απομόνωση από την υπόλοιπη κοινωνία! Ως τότε, επέζησε οριακά πουλώντας τα πολύτιμα βιβλία που του άφησε ως σεβαστή κληρονομιά ο θείος του. Αυτή η σταδιακή διαδικασία οπισθοδρόμησης συνεχίστηκε έως ότου τον πήραν απ’ εκεί  η Κίτι  και ο φίλος του, Τσίμερ. Ο Μάρκο Φογκ μετακόμισε στο  σπίτι του Τσίμερ και άρχισε να μαζεύει τα σκορπισμένα κομμάτια της χαμένης ζωής του. Παράλληλα βρήκε μια ευκαιρία να φανεί χρήσιμος με τη μετάφραση ενός χειρόγραφου για λογαριασμό, φυσικά,  του Τσίμερ. Έτσι μετά από καιρό, υπήρχε στην πολυτάραχη  ζωή του ένας σκοπός ξανά. Μεγάλη υπήρξε και η συμβολή της Κίτι, με την οποία ερωτεύτηκε, και η οποία του έδωσε την αφορμή  να ξεκινήσει μια νέα ζωή. Σε εκείνο το στάδιο της σχέσης τους, οι σεξουαλικές παρορμήσεις αμφοτέρων ήταν ισχυρότερες από οποιοδήποτε άλλο διάστημα. Μετά από λίγο, άρχισε τελικά να αναζητά δουλειά. Στο Πανεπιστήμιο  Κολούμπια, ο Μάρκο βρήκε μια ανακοίνωση που αφορούσε μια συγκεκριμένη εργασία, η οποία συνίστατο στο να χρησιμεύει ως καθημερινός σύντροφος του Τόμας Έφινγκ, χωρίς βεβαίως να γνωρίζει ότι ο Έφινγκ, ήταν στην πραγματικότητα ο δικός του παππούς. Ο Μάρκο άρχισε να δίνει μεγάλη προσοχή στον  Τόμας Έφινγκ και στη ζωή του. Ήταν πολύ χρήσιμος και υπομονετικός μαζί του, δείχνοντας πάντα το ειλικρινές ενδιαφέρον του, ακόμα και τότε που εκείνος του μιλούσε άσχημα. Σταδιακά άρχισε να βλέπει τον κόσμο με άλλο τρόπο, παρεμφερή με εκείνον του Έφινγκ και ένοιωθε ολοένα και καλύτερα μαζί του. Όταν ο Έφινγκ πέθανε, ο Μάρκο  έλαβε ένα μεγάλο χρηματικό ποσό. Ο Μάρκο τού υποσχέθηκε να έρθει σε επαφή με τον γιο του, τον Σόλομον Μπάρμπερ,  ο οποίος,  τι σύμπτωση, ήταν ο άγνωστος πατέρας του! Την πρώτη φορά που ο Μάρκος είδε τον Μπάρμπερ, συγκλονίστηκε λόγω της εξωτερικής του εμφάνισης, αλλά αργότερα τον θαύμαζε εξαιτίας της αυτοπεποίθησής του. Σε αυτό το στάδιο δεν θέλησε να πιστέψει το γεγονός ότι ο Σόλομον ήταν ο πατέρας του, αλλά αργότερα ήταν κάπως υπερήφανος που τον είχε πατέρα. Κατά τη διάρκεια εκείνης της εποχής, η φίλη του, Κίτι, έμεινε έγκυος. Ο Μάρκο ήταν τόσο χαρούμενος γι’ αυτό, αλλά η Κίτι είχε διαφορετική άποψη για τω μωρό. Ήθελε να το αποβάλλει, όπως και έκανε, αλλά ο Μάρκο δεν μπορούσε να δεχτεί την  απόφαση της Κίτι και αποφάσισε να απομακρυνθεί απ’ αυτήν για κάποιο χρονικό διάστημα. Κατά τη διάρκεια εκείνου του χρόνου, ο Μάρκο  χώρισε  με την Κίτι και έζησε μαζί με τον πατέρα του, Σόλομον. Ο Σόλομον Μπάρμπερ και ο Μάρκο Φογκ, κάποια στιγμή, αποφάσισαν να πάνε στον  τάφο της μητέρας του Φογκ. Σε μια άτυχη στιγμή,  ο Σόλομον έπεσε σε έναν ανοικτό τάφο όπου έσπασε την πλάτη του και αργότερα παρά τις προσπάθειες των γιατρών,  πέθανε. Ο θάνατος του Σόλομον Μπάρμπερ,  του πατέρα του Μάρκο,  έκανε τον τελευταίο να καλέσει την Κίτι, κι’ όταν τής ζήτησε να αναθερμάνουν τη σχέση τους, εκείνη αρνήθηκε επειδή δεν ήθελε να πληγωθούν ξανά. Ήταν το έναυσμα για την πορεία του προς την αμερικανική Δύση, περπατώντας, θυμωμένος και μπερδεμένος, χωρίς σταματημό! Κατά τη διάρκεια της περιπλάνησής του, είχε φυσικά αρκετό χρόνο για να σκεφτεί για την παραπέρα διαδρομή του και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι βάδιζε πλέον προς τη νέα του ζωή!

Ο Βίκτορ ήταν ο θείος του πρωταγωνιστή Μάρκο Φογκ, στο μυθιστόρημα ‘Το παλάτι του φεγγαριού’, ο μόνος συγγενής του και το πρόσωπο που αγαπούσε περισσότερο στον κόσμο. Υπήρξε ένα πολύ μορφωμένο άτομο και αρκετά γενναιόδωρος άνθρωπος τη ζωή του, αφού είχε διαβάσει χιλιάδες βιβλία που είχε αγοράσει και συλλέξει κατά τη διάρκεια τριών δεκαετιών. Κέρδιζε τα προς το ζην, παίζοντας κλαρινέτο, παραδίνοντας μαθήματα στους αρχάριους σπουδαστές του οργάνου, καθώς και με την ένταξή του σε μια μπάντα που ονομαζόταν ‘Moon Men’. Μπορεί να είχε παράξενες θεωρίες για αλλόκοτα πράγματα, αλλά ταυτόχρονα ήταν και ρεαλιστής. Τα συναισθήματά του εμφανίστηκαν ξεκάθαρα όταν προσέφερε όλα του τα βιβλία στον Φογκ, ως δώρο. Ο θείος Βίκτορ δεν φαινόταν να είναι  πολύ ελκυστικός άνθρωπος εξαιτίας της λεπτής και γαμψής μύτης του. Ήταν επίσης εργένης  μέχρι που συναντήθηκε με την Ντόρα Σιάμσκι, μια γυναίκα  ηλικίας περίπου σαράντα τριών ετών. Την παντρεύτηκε και αργότερα χώρισαν. Η Ντόρα τού έβγαζε έξω τη δυσθυμία και τη δυστροπία, και τον έκανε να αισθάνεται, όπως έλεγε,  σκυθρωπός και δυστυχισμένος.  Όποτε εκείνη ήταν καλή, αυτός ήταν κακός, και το αντίθετο, με αποτέλεσμα το καλό και το κακό  να βρίσκονται σε συνεχή βάση σε αντιπαράθεση και πόλεμο μεταξύ τους. Μετά το  διαζύγιο άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους οι σωματικές απώλειες, ίσως λόγω της προγενέστερης ζωής του με τη Ντόρα. Αφού ξεπέρασε την κρίση ανάκτησε μεγάλο μέρος της δύναμής  του, αλλά λίγο πριν τον θάνατό του έγινε πάλι σωματικά αδύναμος. Μετά το θάνατό του, θάφτηκε κοντά στη μητέρα του Μάρκο Φογκ. Ο θείος Βίκτορ είχε τη δική του θεωρία για τη ζωή. Κατά την άποψή του ‘Κάθε άνθρωπος είναι ο συγγραφέας της δικής του ζωής’, και φυσικά το ερώτημα, στο τέλος-τέλος,  ήταν αν και κατά πόσο αυτός ήταν έτσι!

 

Ο Ντέιβιντ Τσίμερ, ήταν ένα μικρόσωμο, νευρικό άτομο με σγουρά μαύρα μαλλιά και για τον Φογκ, ήταν ο πιο λαμπρός και ευσυνείδητος όλων των προπτυχιακών φοιτητών στο  Πανεπιστήμιο Κολούμπια. Ο Μάρκο Φογκ και ο Ντέιβιντ Τσίμερ, είχαν την ίδια άποψη για τα βιβλία, ειδικά για τα σκοτεινά και ξεχασμένα, αλλά ο Τσίμερ ήταν στην ουσία περισσότερο διεξοδικός και συστηματικός στην ανάγνωσή τους, συγκριτικά βέβαια με τον Φογκ, σε βαθμό που εξέπληττε σε ικανό βαθμό τον τελευταίο. Είχε ειδικό ταλέντο στην κριτική των βιβλίων, αλλά ποτέ δεν το έκανε δείχνοντας ιδιαίτερη υπερηφάνεια γι’ αυτό, ενώ ασχολούταν παράλληλα κάποιες φορές ερασιτεχνικά και με το γράψιμο ποιημάτων. Ο Τσίμερ  εκτιμούσε πολύ τη γνώμη του Φογκ, γιατί πραγματικά τον εμπιστευόταν. Ήταν πραγματικοί φίλοι και  ο Τσίμερ ήταν πάντα έτοιμος  να βοηθήσει τον Φογκ στις δύσκολες στιγμές του ώστε να απομακρυνθεί από  την προηγηθείσα περιπλάνησή του μέσα τους δρόμους της Νέας Υόρκης. Ήταν εκείνος που, στην πραγματικότητα,  του έδωσε τη δυνατότητα να ζήσει μαζί του υπό την προϋπόθεση ότι θα προσπαθούσε να βρει ένα νέο νόημα στη ζωή του, και ο οποίος τον φρόντισε απεριόριστα όσο χρειαζόταν.

 

Paul Auster

 

Ο Πολ Όστερ (Paul Auster, 1947-), σύγχρονος Αμερικανός μυθιστοριογράφος εβραϊκής καταγωγής, γεννήθηκε στο Νιούαρκ του Νιου Τζέρσεϋ στις 3 Φεβρουαρίου 1947. Ο πατέρας του, Σάμουελ Όστερ,  ήταν  ιδιοκτήτης κάποιων κτιρίων με τους αδελφούς του στο Τζέρσεϋ. Η μητέρα του,  Κουίνι Όστερ, ήταν δεκατρία χρόνια ετών νεότερη από τον σύζυγό της. Η οικογένεια ανήκε στη μεσαία τάξη, αλλά ο γάμος των γονέων του υπήρξε όχι ευτυχισμένος. Η Κουίνι είχε συνειδητοποιήσει, ακόμα και πριν το τέλος του μήνα του μέλιτος, ότι ο γάμος τους ήταν ένα λάθος, αλλά η εγκυμοσύνη τής έκανε τη διαφυγή μέσα απ’ αυτόν κάπως αδύνατη. Ο Όστερ μεγάλωσε στα προάστια του Νιούαρκ και όταν βρισκόταν στο τέταρτο έτος της ηλικίας του, γεννήθηκε η αδελφή του. Όταν αυτή έφτασε στα πέντε της, ήρθε στην επιφάνεια ολοφάνερη η ψυχολογική της αστάθεια με τις ανάλογες εκδηλώσεις. Ο Όστερ, εν τω μεταξύ, άρχισε να νιώθει, όπως αργότερα αποκάλυψε, σαν ένας ‘εσωτερικός εξόριστος, ένας εξόριστος μέσα στο ίδιο του σπίτι’. Το 1959 οι γονείς του αγόρασαν ένα μεγάλο σπίτι στην πόλη τους, στην περισσότερο γοητευτική και περίβλεπτη γειτονιά. Σ’ αυτό το σπίτι, ο θείος του Όστερ, ο ταλαντούχος  μεταφραστής Allen Mandelbaum, άφησε πολλά κιβώτια βιβλίων αποθηκευμένα ενώ ταξίδεψε στην Ευρώπη. Ο νεαρός Πολ Όστερ,  διάβασε εκείνα τα βιβλία με ενθουσιασμό και το συνεχώς αναπτυσσόμενο ενδιαφέρον του στο γράψιμο και στη λογοτεχνία, ενίσχυσε περαιτέρω την αίσθηση του διαχωρισμού από τους γονείς του. Ο Πολ Όστερ,  ωφελήθηκε περαιτέρω από την εγγύτητα και τις καλές σχέσεις με το  θείο του, Mandelbaum, όταν άρχισε να γράφει ποιήματα ως έφηβος.  ‘… Ήταν πολύ σκληρός σε μένα, πολύ αυστηρός, πολύ καλός’, ανέφερε σε συνέντευξή του στο Weekly Publishers. Παρακολούθησε το γυμνάσιο στο Maplewood, περίπου είκοσι  μίλια νοτιοδυτικά της Νέας Υόρκης, αλλά αντί να συνεχίσει τις σπουδές του, έφυγε για την Ευρώπη, όπου επισκέφτηκε την Ιταλία, την Ισπανία, το Παρίσι και την πατρίδα του Τζέιμς Τζόυς,  το Δουβλίνο. Ενώ ταξίδευε, εργάστηκε πάνω σε ένα μυθιστόρημα που είχε ξεκινήσει την άνοιξη. Επέστρεψε στις Ηνωμένες Πολιτείες, όμως,  εγκαίρως για να ξεκινήσει στο Πανεπιστήμιο της Κολούμπια το φθινόπωρο. Το 1967, εγκατέλειψε και πάλι τις ΗΠΑ για να παρακολουθήσει το πρώτο έτος σπουδών του παραρτήματος του Κολούμπια στο Παρίσι. Απογοητευμένος από τη ρουτίνα του προγράμματος σπουδών, εγκατέλειψε το κολλέγιο και έζησε μέχρι τα μέσα Νοεμβρίου σε ένα μικρό ξενοδοχείο στη rue Clément. Όταν επέστρεψε στη Νέα Υόρκη, τον ξαναδέχτηκαν στο Κολούμπια. Κάποια στιγμή υπήρξε τυχερός και σώθηκε ως εκ θαύματος από την αποστολή του στο μακρυνό Βιετνάμ, και εργάστηκε στη συνέχεια σε υπηρεσία  απογραφής πληθυσμού. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου άρχισε επίσης να εργάζεται πάνω στα μυθιστορήματα ‘Στη χώρα των Έσχατων Πραγμάτων’ (In the Country of Last Things, 1987) και στο ‘Το Παλάτι του Φεγγαριού’ (Moon Palace, 1989), τα οποία ολοκλήρωσε πολλά χρόνια αργότερα. Στις 6 Οκτωβρίου 1974, ο Όστερ  παντρεύτηκε τη Λύντια  Ντέιβις, αλλά αυτός ο γάμος θα αποτύχει. Δυό τους θα απασχοληθούν για ένα διάστημα σε μεταφράσεις βιβλίων, ενώ ο Όστερ ασχολήθηκε επίσης και με την κριτική βιβλίων δημοσιεύοντας άρθρα  σε γνωστά περιοδικά, όπως στο γνωστό New York Review of Books, και άλλα. Τον  Ιανουάριο  του 1979, ο πατέρας του Όστερ πέθανε και του άφησε μια  κληρονομιά η οποία  αν και δεν ήταν τεράστια, συνέβαλε εν τούτοις αποφασιστικά στη συνέχιση της καριέρας του ως συγγραφέας, γιατί όπως εξομολογήθηκε ήταν η πρώτη  φορά στη ζωή του που δεν νοιάστηκε πως θα πληρώνει το ενοίκιό του.  Από τον επόμενο χρόνο άρχισε και η δημοσίευση των έργων του. Στις αρχές του 1980, ο Όστερ είχε μετακομίσει από τα καταλύματα όπου διέμενε έως τότε, σε ένα αξιοπρεπές διαμέρισμα στο Μπρούκλιν. Στις 23 Φεβρουαρίου 1981, ο Όστερ παρακολούθησε μια ποιητική βραδιά όπου  συναντήθηκε με τη  Siri Hustvedt, μια ψηλή γυναίκα  νορβηγικής καταγωγής, που γεννήθηκε στη Μινεσότα, το 1955. Πολύ γρήγορα ερωτεύτηκαν και έπειτα παντρεύτηκαν. Με την Λύντια   Ντέιβις, είχαν ήδη χωρίσει από το 1977. Το 1986, εκείνος δέχτηκε να αναλάβει μια θέση καθηγητού στο πανεπιστήμιο Princeton, την οποία διατήρησε μέχρι το έτος  1990. ‘Το παλάτι του φεγγαριού’ (Moon Palace), δημοσιεύτηκε στα 1989.  Το βιβλίο πηγαίνει παράλληλα με την αμερικανική ιστορία και κυρίως με  την επίμαχη κατάκτηση της Δύσης. Στην πραγματικότητα, μέσα  από τις σελίδες της μυθιστορήματός του, αναστήθηκε ένα χαμένο κομμάτι από το παρελθόν της αμερικανικής ιστορίας.  Το όνομα του κύριου χαρακτήρα στο μυθιστόρημα ετούτο του Πολ Όστερ,   είναι ο Μάρκο Στάνλεϊ Φογκ. Ο συγγραφέας δεν επέλεξε τυχαία αυτό το όνομα. Το όνομά του, ή μάλλον το νόημά του ενσαρκώνει τον κοινωνικό προσδιορισμό του Φογκ, ή τουλάχιστον προσπαθεί να το υποθέσει. Ο Φογκ φαντάζεται τον εαυτό του ως έναν τυχοδιώκτη του οποίου η απόφαση και ο σκοπός του είναι να κάνει ένα έργο τέχνης έξω και πέρα από τη ζωή του. Σε όλο το πολυσέλιδο βιβλίο, το όνομά του θυμίζει στον αναγνώστη τον χρόνο του Μάρκο με τον  θείο του που ήταν ο πρώτος που προσπάθησε να εφεύρει  ιστορίες γύρω από το όνομα του Μάρκο. Έχοντας ένα τέτοιο όνομα, είχε προβλήματα κυρίως στα σχολικά του χρόνια, κι’ έτσι αποφάσισε να κρατήσει τη σύντομη μορφή του ονόματός του χρησιμοποιώντας μόνο τα αρχικά του, Μ. Σ. Το όνομά του, συνολικά, αντικατοπτρίζει τον χαρακτήρα του σε όλες τις διαφορετικές αποχρώσεις του. Μας δείχνει τα όνειρα, τις απαισιόδοξες και τις ευάλωτες πτυχές του, την εσωτερική ποικιλία του χαρακτήρα του. ‘…Το να είσαι συγγραφέας δεν είναι μια απόφαση σταδιοδρομίας σαν να λέμε να γίνεις γιατρός ή αστυνομικός. Δεν το επιλέγεις έτσι επιπόλαια, και μόλις αποδεχτείς το γεγονός ότι δεν είσαι κατάλληλος για τίποτα άλλο, πρέπει να είσαι  έτοιμος να περπατήσεις έναν μακρύ, σκληρό δρόμο για τις υπόλοιπες μέρες σου…’, είπε κάποτε στο ‘Χρονικό μιας πρώιμης αποτυχίας’ (Hand to Mouth).

Η μυθοπλασία, για να πάμε ένα βήμα παρακάτω,  έκανε τις δικές της προόδους στο θέμα της ψυχολογικής γνώσης πολύ καιρό πριν η ψυχολογική έρευνα πραγματοποιήσει τις αντίστοιχες δικές της ανακαλύψεις. Αρκεί να αναφέρουμε το γνωστό και πολυσυζητημένο Οιδιπόδειο σύμπλεγμα και το πρόβλημα του ναρκισσισμού, τα οποία ήταν γνωστά σε ιστορίες μερικές χιλιάδες χρόνια πριν από τη δημιουργία και την ανάπτυξη του συγκεκριμένου πεδίου της ψυχολογίας. ‘Το Παλάτι του φεγγαριού’ (1989) του Πολ Όστερ,  ασχολείται με εκείνο το υλικό που μόλις αρχίζει να αποτελεί το επίκεντρο των ψυχολογικών μελετών, σε παγκόσμιο επίπεδο,  στις αρχές της δεκαετίας του 1990.  Όπως και με το σύνολο σχεδόν των έργων του Πολ Όστερ,  έτσι και τούτο αφορά μια  συγκεκριμένη  ταυτότητα. Το μυθιστόρημα μας αφηγείται την ιστορία ολίγων ετών από τη ζωή του Μάρκο Στάνλεϊ Φογκ, πηγαίνει από την εφηβεία αργά στην πρώιμη ενηλικίωση και διέρχεται αναγκαστικά περίοδο γύρω από την κρίση ταυτότητας.  Η ιστορία του Μάρκο βρίσκεται και αφηγείται μέσα από τις ιστορίες δύο άλλων ανδρών, του Τόμας Έφινγκ και του Σόλομον Μπάρμπερ,  μια αφήγηση σε πολύ μεγάλο μήκος.  Αν ιδωθούν από κοινού, αυτές οι ανεξάρτητες, αλλά και απόλυτα συνδεδεμένες, ιστορίες δείχνουν ότι τα εξωτερικά γεγονότα μπορούν να οδηγήσουν σε δραματικές αλλαγές  ένα άτομο οι οποίες  αφορούν τον πυρήνα της ύπαρξής του, δηλαδή την πολυσύνθετη προσωπική του ταυτότητα. Οι ιστορίες αυτών των τριών γενεών των ανδρών, δηλαδή του παππού, του πατέρα και του γιού, δείχνουν πολλαπλές αλλαγές στην έννοια της ταυτότητας και η ερώτηση που θέτει το μυθιστόρημα του Πολ Όστερ είναι γιατί άραγε να επισυμβαίνουν όλα αυτά. Είναι τελικά αποτελέσματα κάποιων σοβαρών εσωτερικών αλλαγών που λαμβάνουν χώρα στους ίδιους τους χαρακτήρες ή μήπως προκαλούνται από εξωτερικές εκδηλώσεις, καταστάσεις ή συγκεκριμένους άλλους ανθρώπους του άμεσου ή ευρύτερου περίγυρου του ατόμου που συζητάμε και ασχολούμαστε, εν προκειμένω; Είναι προφανές  ότι ορισμένοι όροι όπως, ο έλεγχος της κατάστασης, η μοίρα και η τύχη, έχουν το δικό τους ρόλο και ποσοστό συμμετοχής στα τεκταινόμενα. Αυτή η αίσθηση της ταυτότητας υποδηλώνει τη συνέχεια ενός ατόμου με το παρελθόν, και την ίδια στιγμή ένα προσωπικό νόημα, μια κατεύθυνση που θα το οδηγήσει  προς το μέλλον. Η ταυτότητα ενός ατόμου, όπως καλά γνωρίζουμε,  περιλαμβάνει διάφορες πτυχές, όπως είναι οι προσωπικές αξίες και πεποιθήσεις, η ταυτοποίηση και εξακρίβωση του ρόλου του φύλου, ο τρόπος με τον οποίο επικοινωνεί το άτομο και αισθάνεται  κοντά σε άλλους, οι αποφάσεις σχετικά με την επιλογή του επαγγέλματος, ο σεξουαλικός του προσανατολισμός, και φυσικά τόσες άλλες παραμέτρους. Οι περισσότεροι, σήμερα, πιστεύουν ότι κάθε μια παράμετρος της ανθρώπινης ανάπτυξης λαμβάνει χώρα σταδιακά, συμβαίνει συνήθως σε μια συγκεκριμένη εποχή, και αφορά την επίλυση ενός συγκεκριμένου ζητήματος ή μιας εσωτερικής ψυχικής  σύγκρουσης. Η εφηβική ηλικία όμως των είκοσι έως εικοσιπέντε ετών, φαίνεται ότι συντελεί τα μέγιστα στην διαμόρφωση της ταυτότητας του ατόμου και της ανεύρεσης μιας καθορισμένης θέσης μέσα στην κοινωνία, χωρίς να είναι απαραίτητα και η μόνη.  Πολλοί άνθρωποι, φυσικά,  θα διέλθουν μέσα  από πολλές αλλαγές ως προς την κατάσταση ταυτότητας και ως ενήλικες, αργότερα.  Σε εκείνη την περίοδο,  ο έφηβος ανευρίσκει   την πολυπόθητη εσωτερική συνέχεια και την κοινωνική ομοιομορφία που θα γεφυρώσει κάποιες περιόδους της ζωής του   και παράλληλα θα βιώσει την αναγνώρισή του από τα υπόλοιπα μέλη της κοινότητας μέσα στην οποία  δραστηριοποιείται ποικιλοτρόπως. Η ανεύρεση ταυτότητας μέσα στο έργο του Πολ Όστερ, φαίνεται πως αποτελεί  συχνή και σημαντική υπόθεση, σύμφωνα με πολλούς κριτικούς λογοτεχνίας.  Και μπορεί το έργο του να κατατάσσεται στην μεταμοντέρνα ζώνη και θέση και να υιοθετεί ορισμένες  βασικές αρχές του μεταμοντερνισμού, αλλά από την άλλη μεριά δεν παύει να ανήκει στην άκρως ρεαλιστική κατηγορία. Στο ‘Παλάτι του φεγγαριού’,  ο Μάρκο Στάνλεϊ Φογκ και οι άλλοι κύριοι χαρακτήρες, όπως ο Τζούλιαν Μπάρμπερ και ο  Τόμας Έφινγκ,  υφίστανται  αρκετές αλλαγές στην κατάσταση ταυτότητας, ορισμένες από τις  οποίες συμβαίνουν στην εφηβεία, ενώ κάποιες άλλες αργότερα, στην υπόλοιπη ζωή. Αν εστιάσουμε λίγο καλύτερα  την προσοχή μας, βλέπουμε ότι για μεν τον Μάρκο  Φογκ  οι κυριότερες αλλαγές επισυμβαίνουν  σχετικά νωρίς, ή στην πρώιμη ενηλικίωση, ενώ για τους άλλους δύο, έρχονται κάπως αργότερα. Ο Μάρκο Φογκ, είναι αβέβαιος για την ταυτότητά του, αλλά πειραματίζεται αρκετά και προσπαθεί σε όλους τους τομείς, όπως για παράδειγμα στον ερωτικό τομέα. Αλλά την άνοιξη του 1967, ο Μάρκο αλλάζει δραματικά. Μετά το θάνατο του θείου του, εγκαταλείπει τη ζωή και σταματά να φροντίζει για το μέλλον του. Το μόνο που έχει σημασία για αυτόν, πλέον, είναι να κρατήσει την υπόσχεσή του στον θείο του ότι θα αποφοιτήσει δηλαδή από το Πανεπιστήμιο, έτσι συνεχίζει να σπουδάζει και ξεκινά ένα ακραίο και σφιχτό  σχέδιο εξοικονόμησης χρημάτων για φαγητό και σπίτι, μέχρι το τέλος των σπουδών του στο Πανεπιστήμιο, το οποίο όμως δημιουργεί και επιφέρει αλλαγές τόσο στην εξωτερική του εμφάνιση, όσο και στη συμπεριφορά του. Τα επαναλαμβανόμενα ψέματα και οι παράξενες ιστορίες που αρχίζει να λέει στους άλλους για να κρύψει όσα  πραγματικά και πίσω από τα παρασκήνια κάνει και δρομολογεί, τον καθιστούν όλο και περισσότερο αποκομμένο και απομονωμένο συναισθηματικά, μέχρις ότου χάσει  τελικά την επαφή του με τους άλλους ανθρώπους. Σταδιακά, τις τελευταίες εβδομάδες που βρίσκεται στο διαμέρισμά του και τον χρόνο που περνάει έξω στο Σέντραλ Παρκ, οι σκέψεις και τα συναισθήματά του φαίνεται να έχουν αλλάξει και αυτά. Ξεκινώντας με ψέματα και περίεργες δικαιολογίες, ο Μάρκο βαθμιαία απέχει  από κάθε  κοινωνική επαφή και μετά την αποφοίτησή του στις αρχές του καλοκαιριού του 1969, ξοδεύει ουσιαστικά όλο το χρόνο του μόνος του. Οι φιλόδοξες ερωτικές επιτυχίες του σταματούν, και είναι σαφές ότι σταματά να αναρωτιέται τι πρόκειται, και τι θα προσπαθήσει να κάνει στο μέλλον. Αν και συνεχίζει να σπουδάζει και έχει αποφασίσει να αποφοιτήσει, δεν ενδιαφέρεται πλέον για λογοτεχνία, επάγγελμα, θρησκεία, πολιτική, διαπροσωπικές σχέσεις, ή άλλες παρεμφερείς ιδέες, γεγονός  που σαφέστατα παραπέμπει σε μαλθακότητα του χαρακτήρα και  ‘διάχυση’ της ταυτότητάς του. Δεν δεσμεύεται για το μέλλον του και εσκεμμένα επιλέγει να μην έχει μια συγκεκριμένη κατεύθυνση και κάποιον απώτερο σκοπό στη ζωή του.  Ωστόσο, καθώς δεν προβαίνει σε καμία ενέργεια,  η έλλειψη κατευθύνσεων   και η εμφανής αδιαφορία του για το μέλλον γίνονται ολοένα και πιο ριζωμένες, μέχρις ότου χάσει τελικά τη δυνατότητα λήψης αποφάσεων και το βασικότερο μάλιστα να σκέφτεται  για το ίδιο του το μέλλον:

‘… Σημασία είχε να σχεδιάσω την επόμενη κίνησή μου. Αλλά αυτό ακριβώς με ταλαιπωρούσε περισσότερο, το γεγονός ότι δεν μπορούσα να το κάνω πιά. Είχα χάσει την ικανότητα να κάνω σχέδια και, όσες προσπάθειες κι αν κατέβαλα να φανταστώ το μέλλον, δεν μπορούσα να το δω, δεν μπορούσα να δω τίποτα απολύτως. Το μόνο μέλλον που μου  ανήκε ποτέ  ήταν το παρόν που μέσα του ζούσα τώρα και ο αγώνας να παραμείνω σε αυτό το υπερέβαινε όλα τα υπόλοιπα. Δεν είχα πια  ιδέες. Οι στιγμές κυλούσαν η μια μετά την άλλη και  κάθε στιγμή το μέλλον στεκόταν μπροστά μου σαν μια κενή, λευκή σελίδα αβεβαιότητας…’.

Αυτή η λευκή σελίδα παραπέμπει πίσω στον ισχυρισμό του θείου  Βίκτορ που προείπαμε, ότι δηλαδή,  ‘η ζωή ήταν μια ιστορία… και κάθε άνθρωπος ήταν ο συγγραφέας της δικής του ιστορίας’. Ο Μάρκο ίσως αρχικά ήταν ο συγγραφέας του δικού του έργου του, αλλά τώρα δείχνει να χάνει τον στοιχειώδη έλεγχο της κατάστασης και να γίνεται εντελώς παθητικός. Ακόμα κι αν γνωρίζει καλά  ότι πρόκειται να εκδιωχθεί από το διαμέρισμά του σε μια συγκεκριμένη στιγμή, δεν σχεδιάζει κάτι συγκεκριμένο για τη μέρα που  πρόκειται να συμβεί   αυτό το δραματικό γι’ αυτόν γεγονός. Στη συνέχεια, την άνοιξη του 1967, ο θείος Βίκτορ πέθανε. Αυτός ο θάνατος ήταν ένα τρομερό χτύπημα γι’ αυτόν, όπως γράφει. Από πολλές απόψεις, ήταν καταφανώς το χειρότερο πλήγμα που είχε ποτέ. Όχι μόνο ήταν ο άνθρωπος που αγαπούσε περισσότερο στον κόσμο, αλλά ήταν ο μοναδικός του συγγενής, ο μόνος σύνδεσμός του με ‘κάτι μεγαλύτερο’ από τον εαυτό του. Όταν πέθανε, ένα ωραίο απόγευμα στα μέσα Απριλίου, εκείνη τη στιγμή, μας εξομολογείται, η ζωή του άρχισε να αλλάζει και ο ίδιος να εξαφανίζεται σε έναν άλλο κόσμο. Ο Μάρκο φέρνει το θάνατο σε πρώτο πλάνο τρεις φορές στο πρώτο κεφάλαιο, σαν να ήθελε να εντυπωσιάσει και να τονίσει τη σημασία του στον αναγνώστη, και από την άλλη μεριά να μας εξηγήσει τον τεράστιο αντίκτυπο που είχε το γεγονός σ’ αυτόν.  Πρέπει να θυμόμαστε, όμως πάνω απ’ όλα, ότι ο θάνατος του θείου Βίκτορ είναι η δεύτερη δραματική απώλεια στη ζωή του Μάρκο, γιατί στην ηλικία των έντεκα ετών έχασε τη μητέρα του και αυτό ήταν επίσης ιδιαίτερα τραυματικό. Εκείνη ήταν που είχε πει στον Μάρκο ότι ο πατέρας του ήταν νεκρός και πως ο μόνος άλλος συγγενής του ήταν ο αδελφός της στο Σικάγο.

Ευτυχώς, βέβαια, για τον νεαρό, τότε, ο θείος Βίκτορ αποδείχθηκε το ελπιδοφόρο υποκατάστατο, ένας άλλος καλός και αγαπητός πατέρας, με μια ξεχωριστή έννοια. Αλλά όταν και ο Βίκτορ πέθανε, αυτή η αιφνίδια απώλεια ήταν πιθανό να τον επηρέασε ακόμη περισσότερο απ’ ότι τη στιγμή που έχασε τη μητέρα του, αφήνοντάς του μεγαλύτερο, κατά κάποιο τρόπο βέβαια,  συναισθηματικό έλλειμμα. Ο θάνατός του απαιτεί επίσης μια υπαρξιακή αναδιάταξη στη ζωή του Μάρκο, κι αν αυτός επιθυμεί  η ζωή του να  έχει κάποιο νόημα και συνέχεια, πρέπει να βρει κάποια άλλη σχέση και σύνδεσμο  με την κοινωνία και τους άλλους ανθρώπους γύρω στο περιβάλλον του.  Πρέπει να βρει ένα μέρος όπου θα μπορεί να χωρέσει σε ένα μεγαλύτερο πλάνο,   και να έχει μια λειτουργία που να φαίνεται σημαντική γι’ αυτόν. Έτσι, για να ανακεφαλαιώσουμε, αυτή η μετάβαση από την εποχή της νεανικής εξερεύνησης σε αμέλεια και κατάθλιψη, προκαλείται από τον θάνατο του θείου Βίκτορ, γεγονός το οποίο εκτός από το καταστροφικό συναισθηματικό χτύπημα αναγκάζει τον Μάρκο να επανεκτιμήσει τις υποθέσεις του στη ζωή και τη δική του θέση στον κόσμο ετούτο. Ενώ φαινόταν αναπόφευκτο το τραγικό τέλος του Μάρκο στο Σέντραλ Παρκ, τότε ακριβώς επέρχεται μια άλλη ριζική και ευτυχής αλλαγή σε αυτόν, δηλαδή η διάσωση από τον φίλο του, Ντέιβιντ Τσίμερ και την αγαπημένη του κοπέλα, Κίτι. Στην αρχή αυτής ο Μάρκο βρίσκεται σε κακή κατάσταση, τόσο σωματικά όσο και διανοητικά, αλλά σταδιακά δρομολογεί τη δύναμή του και ανακτά την πίστη στον εαυτό του και στο μέλλον. Όταν φεύγει  από το χώρο του Τσίμερ, είναι έτοιμος να αναλάβει την ευθύνη για τη ζωή του και να δημιουργήσει σχέσεις με  άλλους ανθρώπους. Αναζητώντας τον λόγο της δραματικής του αλλαγής, πρέπει να δούμε πάλι τι μας λέει  ο ίδιος, λίγο παρακάτω απ’ την προηγούμενη παράγραφο:

‘…Κατά μια έννοια, αυτό μεταβάλλει την πραγματικότητα των όσων βίωσα.  Μόλις πήδηξα από την άκρη ενός γκρεμού και τότε, ακριβώς τη στιγμή που θα συντριβόμουν στα βάθη του, συνέβη ένα εξαιρετικό γεγονός: έμαθα ότι υπήρχαν άνθρωποι που με αγαπούσαν. Το να σε αγαπούν μ’ αυτόν τον τρόπο κάνει όλη τη διαφορά. Αυτό δεν μειώνει τον τρόμο της πτώσης, δίνει όμως μια νέα προοπτική στο νόημα του τρόμου. Είχα πηδήσει από την άκρη του γκρεμού, και τότε, ακριβώς την τελευταία στιγμή, κάτι πρόλαβε και με άρπαξε στον αέρα. Αυτό το κάτι ορίζω ως αγάπη. Αυτό είναι το μόνο πράγμα που μπορεί να ανακόψει την πτώση ενός ανθρώπου, το μόνο πράγμα που είναι τόσο  ισχυρό ώστε να ακυρώνει τους νόμους της βαρύτητας…’. Έτσι, αν η πτώση είναι μια μεταφορά για το αυτοκαταστροφικό έργο στο οποίο  ο Μάρκο είχε εμπλακεί για τα τελευταία δύο χρόνια, τότε το θανατηφόρο τέλος αποφεύχθηκε από την αγάπη. Είχε διασωθεί φυσικά από το θάνατο λόγω της πνευμονίας από τη βροχή και το κρύο, αλλά διανοητικά και συναισθηματικά ήταν η αγάπη της Κίτι και του Τσίμερ   εκείνη η παράμετρος που άλλαξε επί τα βελτίω την προοπτική του για τη ζωή και τον εαυτό του. Με το πέρασμα του χρόνου, μάλιστα, γινόταν ολοένα και πιο δύσκολο να κατανοήσει τη ζημιά που είχε προκαλέσει στον εαυτό του, παρομοιάζοντας τη συμπεριφορά του, τουλάχιστον  ως βλακώδη. Είναι σαν να έχει ξυπνήσει μετά από έναν εφιάλτη για να συνειδητοποιήσει πόσο φρικτά  και τρελά ήταν όλα όσα συνέβησαν. Και όπως παλινδρομεί στα τελευταία δύο χρόνια της ζωής του, αναγκάζεται να επανεκτιμήσει τις περασμένες σκέψεις και τις πράξεις του. Ο Μάρκο χρησιμοποιεί πολύ σκληρά λόγια για τον εαυτό του. Έχοντας συνειδητοποιήσει τα λάθη του στο παρελθόν, τώρα  αποφασίζει  να αλλάξει.  Μια  ένδειξη, όμως,  ότι ο Μάρκο δεν έχει προχωρήσει πολύ, όσο έπρεπε τουλάχιστον, είναι η αντίδρασή του στην εξεύρεση μιας ξεχασμένης επιστολής από το συμβούλιο επιλογής οπλιτών που τον καλούσε σε προσέλευση και φυσική εξέταση. Ο Τσίμερ τον φροντίζει και ο Μάρκο δεν χρειάζεται να είναι υπεύθυνος για τον εαυτό του, έστω για λίγο. Ωστόσο, αυτή η ξεκούραση είναι επίσης μια μετάβαση, και ο Μάρκο παρουσιάζει ταυτόχρονα πολλές καταστάσεις και μεταπτώσεις ταυτότητας, ή τη μια μετά την άλλη. Είναι σε εξέλιξη μιας κάποιας αλλαγής και οι σκέψεις, οι ενέργειές του και τα συναισθήματά του είναι έτσι όλα αβέβαια και βουτηγμένα στην περιρρέουσα  σύγχυση. Ο Μάρκο αρχίζει να αναρωτιέται γιατί τον τελευταίο καιρό έχει δει τόσο λίγο την Κίτι, και εκείνος του εξηγεί ότι είναι απελπισμένα ερωτευμένη μαζί του, αλλά δεν θέλει να τον αναγκάσει να κάνει κάτι  αν αυτός κατά βάθος δεν την θέλει, γιατί αυτός είναι που πρέπει να κάνει την επόμενη κίνηση προς την κατεύθυνσή της. Η έκκληση του Τσίμερ για δράση απαιτεί μια βαθιά αλλαγή στάσης από  μέρους του Μάρκο. Τώρα, όμως, καλείται να επαναλάβει το ρόλο του συγγραφέα της δικής του ιστορίας ή το ρόλο του ήρωα στη δική του ζωή. Αυτό είναι πολύ δύσκολο να το κάνει και αφήνει έτσι παθητικά τις βδομάδες να περνούν. Είναι η Κίτι εκείνη που κάνει το επόμενο βήμα,  ρωτώντας τον ευθέως αν του αρέσει. Και τότε, μόνο, αυτός έχει τη δυνατότητα να ανταποκριθεί. Παρόλο που ο Μάρκο καταφέρνει να πάρει την απαιτούμενη πρωτοβουλία σε σχέση με την Κίτι, στην περιγραφή της πρώτης ημέρας και της νύχτας μαζί, ο Μάρκο τονίζει πώς είναι η Κίτι εκείνη  που του δίνει τη δυνατότητα να ενεργήσει και να αντιδράσει ανάλογα. Κι ακόμα η ευκαιρία για να εκφραστεί, γιατί όπως παραδέχτηκε,  εκείνη ήταν  ένα από τα πιο σημαντικά γεγονότα της ζωής του, ‘… ένας σεισμός στην καρδιά της μοναξιάς του…’. Κι’ όταν ο Μάρκο με την Κίτι και τον Τσίμερ γευμάτιζαν σε εστιατόριο, ο Μάρκο  περιχαρής είπε πως ήταν γι’ αυτόν μια υπέροχη στιγμή, μια στιγμή εκπληκτικής χαράς, σαν οι φίλοι του να είχαν συγκεντρωθεί εκεί για να γιορτάσουν την επιστροφή του  στη χώρα των ζωντανών! Σε μόλις ένα μήνα, αυτός  ο  νεαρός άνδρας που δεν μπορούσε να δει κανένα  μέλλον για τον εαυτό του, ζώντας σαν αλήτης και περιφερόμενος ασκόπως στο πάρκο, έχει τώρα φίλους, αγάπη, ελπίδα και βεβαίως την απαιτούμενη  θέληση να προσπαθήσει να κάνει κάτι πραγματικά καλό  για τον εαυτό του.  Στη συνέχεια, όπως αφηγείται στην αρχή του τέταρτου κεφαλαίου, ο Μάρκο   αναλαμβάνει τη δουλειά ως σύντροφος του Τόμας Έφινγκ, η οποία μπορεί να μην ήταν μια επιλογή μακρόπνοης σταδιοδρομίας, αλλά ήταν σίγουρα είναι μια, μάλλον, μακροπρόθεσμη απασχόληση η οποία επίσης θα τον βοηθούσε σε ένα βαθμό να ανακάμψει, οικονομικά και όχι μόνο.  Κατά τη διάρκεια εκείνου του μήνα, πάντως,  είχε δεσμευτεί σε τουλάχιστον τρεις διαφορετικές υποθέσεις και περιοχές. Στον διαπροσωπικό, στον τομέα της εργασίας και στον ιδεολογικό τομέα. Μάλιστα στον καθαρά προσωπικό και ερωτικό τομέα, κι’ αφού έζησαν δύο ή τρεις μήνες μαζί, άρχισαν να υποψιάζονται αμφότεροι οι εραστές ότι κατευθύνονταν  προς το γάμο.

Οι αναγνώστες και οι μελέτες των μυθιστορημάτων του Όστερ, όμως, συχνά επισημαίνουν τη μεγάλη σημασία της τύχης σε όλα αυτά που αναφέρθηκαν. Και η τύχη αναμφισβήτητα παίζει έναν εμφανή ρόλο στο ‘Παλάτι του φεγγαριού’. Οι χαρακτήρες του Όστερ, πάντως, συχνά θεωρούνται ως συμπτώματα της μεταμοντέρνας κατάστασης, τουτέστιν κατακερματισμένες και συνεχώς μεταβαλλόμενες ταυτότητες, των οποίων οι ενέργειες δεν μπορούν να κατανοηθούν μέσω παραδοσιακών κοινωνιολογικών ή ψυχολογικών προσεγγίσεων. Για τους περισσότερους, βέβαια κοινωνιολόγους και ψυχαναλυτές, η ανάπτυξη του εγώ επισυμβαίνει μέσω των δύο αντίθετων διαδικασιών της ταυτοποίησης και του χωρισμού, ή με άλλα λόγια η ανθρώπινη ανάπτυξη είναι μια συνεχής διαλεκτική μεταξύ της σύνδεσης και του χωρισμού, μεταξύ της συγγένειας και της μοναξιάς. Η απώλεια της αγάπης και της σύνδεσης οδηγεί τον Μάρκο στην απελπισία, την κατάθλιψη και την διάχυση της ταυτότητας, ενώ η εμπειρία της αγάπης τον επαναφέρει ξανά στην πορεία προς μια νέα ταυτότητα, η οποία μάλλον δεν είναι και  η τελική γι’ αυτόν, αφού η ζωή αποδεικνύεται ότι έχει και άλλες εκπλήξεις και αλλαγές, δεδομένου ότι ακόμα και να φτάσει κάποιος σε μια ταυτότητα, δεν σημαίνει υποχρεωτικά και με κανένα τρόπο ότι όλα θα είναι στατικά ή αρμονικά και για το υπόλοιπο μέρος της ζωής του.

 

Τόμας Μόραν, ‘Η χρυσή ώρα’ (The Golden Hour, 1875)

 

Ο Πολ Όστερ μας δίνει ξανά να μελετήσουμε και να απολαύσουμε ένα ογκώδες, όπως μας έχει συνηθίσει άλλωστε όλα τα χρόνια, μυθιστόρημα. Μια ιστορία ενηλικίωσης και ωρίμανσης και ένα ταξίδι περιπλάνησης στα βάθη της αμερικανικής ηπείρου και της κατάκτησης της Δύσης. Ενδιάμεσα στην αφήγηση, ο κύριος πρωταγωνιστής, Μάρκο, μας κάνει κοινωνούς κάποιων ξεχασμένων σημαδιακών μορφών που σημάδεψαν τις παρυφές της τέχνης τους, στην εποχή τους και στον τόπο τους Ο Ραλφ Άλμπερτ Μπλέικλοκ (Ralph Albert Blakelock, 1847 – 1919) φέρ’ ειπείν, ένας ρομαντικός Αμερικανός ζωγράφος  με έντονη ψυχική αστάθεια ο οποίος τριγυρνούσε  εβδομάδες, μήνες,  μάλλον,   στην άγρια Δύση, χωρίς ποτέ να δει ψυχή ζώσα εκεί στις απομακρυσμένες και απλησίαστες για τον πολύ κόσμο ερημιές. Γουαϊόμινγκ, Γιούτα, Νεβάδα, Καλιφόρνια. Έμεινε στην ιστορία περισσότερο με το έργο του ‘Φεγγαρόφωτο’, και βέβαια με τούτο το μυθιστόρημα του Πολ Όστερ, στο οποίο ο συγγραφέας κατάλληλα εισαγάγει και εμπλέκει εκείνες τις προσωπικότητες μέσα στην υπόθεση του δικού του έργου. Δίπλα του, θα μπορούσαμε να αναφέρουμε και τον Τόμας Μόραν (Thomas Moran, (1837–1926), έναν άλλο Αμερικανό ζωγράφο, του οποίου η δουλειά συχνά περιλάμβανε τα Βραχώδη Όρη. Εξελίχτηκε σε έναν από τους κορυφαίους ζωγράφους του αμερικανικού τοπίου και συγκεκριμένα της Αμερικανικής Δύσης.  Όμως, ετούτος σε αντίθεση με τον Ραλφ Μπλέικλοκ, δεν ταξίδευε μόνος του, ‘… περιπλανώμενος μέσα στις ερημιές σαν αστοιχείωτος προσκυνητής… δεν ήταν τέτοιου είδους οι αναζητήσεις του.   Ο Μόραν το έκανε με στυλ…’. Όσα μας άφησε κοσμούν σήμερα γνωστά κυβερνητικά κτίρια στην Αμερική. ‘…Αν δεν πας εκεί πέρα…’, έλεγε σε έναν χαρακτήρα του μυθιστορήματος, ‘…ποτέ δεν θα καταλάβεις για τι χώρο πρόκειται. Η δουλειά σου θα πάψει να εξελίσσεται, αν δεν κάνεις αυτό το ταξίδι…’!

Το ίδιο ταξίδι καλείται τώρα να κάνει και ο αναγνώστης, μέσα στις σελίδες του βιβλίου, για να έρθει σε επαφή όχι μόνο με όσα ειπώθηκαν και γράφτηκαν  παραπάνω,  αλλά και με κάποιες άλλες πτυχές, σε μεγάλο βαθμό ξεχασμένες,  της αμερικανικής ιστορίας και της κατάκτησης της Δύσης, αλλά και του ταλαντούχου συγγραφέα Πολ Όστερ!

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top