Fractal

Το ποίημα που έγινε καθρέπτης

Γράφει η Ελένη (Α.Λ.) Γκίκα // *

 

Βασίλης Λαδάς, «Το πλοίο του Κ. Π. Καβάφη», εκδ. Μανδραγόρας, 2021

 

Στις αρχές της δεκαετίας του ’80, φτάνει στα χέρια του Βασίλη Λαδά ένα μονόφυλλο από αυτά που τύπωνε στην Αλεξάνδρεια ο ίδιος ο Κ. Π. Καβάφης. Το ποίημα «Του πλοίου» ήταν γέννημα ταξιδιού. Καδραρισμένο και κρεμασμένο σε κάποιον τοίχο, θα αποτελέσει αφορμή για νέες αναζητήσεις, εσωτερικές και μη. Μια πολύ ισορροπημένη εναλλαγή αφηγηματικού και δοκιμιακού λόγου. Βιωματικά στοιχεία συνδυασμένα με εύστοχες και πρωτότυπες παρατηρήσεις πάνω στο έργο και το ύφος του μεγάλου ποιητή. Δεν πρόκειται για καθαρά λογοτεχνικό αφήγημα, ούτε και για αυστηρή φιλολογική μελέτη. Ο Καβάφης παύει για λίγο να αποτελεί μια μεγαλειώδη απόμακρη υπογραφή∙ ο κόσμος του προσεγγίζεται με σπάνια αυθεντικότητα και ζεστασιά. Μία ανθρώπινη και οικεία αφήγηση που με κανέναν τρόπο δεν μειώνει την αξία των ερμηνευτικών σχολίων. Κάθε άλλο…

 

Στη ζωή του ανθρώπου έρχεται ο καιρός όπου οι τακτικές ματιές στον καθρέπτη δεν έχουν και πολλά να προσφέρουν. Ίσως πρόκειται για τη χρονική εκείνη στιγμή που το υποκείμενο χάνει για λίγο την αίσθηση της διαδρομής και της ρευστότητάς του. Ίσως πάλι να μιλάμε για την ακριβώς αντίθετη κατάσταση: ένα σημείο στον μεταξύ γέννησης και θανάτου σχηματιζόμενο άξονα, όπου το μολύβι της ύπαρξής μας δείχνει ξαφνικά να κινείται πιο γρήγορα, πιο νευρικά προς τον στόχο του. Το είδωλό μας δεν έχει πολλά να μας πει για το «μετά»· δεν μας θυμίζει καν πολλά από το «πριν». Είναι άλλη η επιφάνεια που θα μας κατοπτρίζει στο εξής, και ευτυχής όποιος την εντοπίσει εγκαίρως. Όχι για να γαντζωθεί πάνω της σαν πλάσμα που πνίγεται σε ποτάμι και ψάχνει κάτι κούφιο για να πιαστεί, αλλά για να προσανατολιστεί προς κάποιον νέο προορισμό, ως πλοίο από πυξίδα.

Στους τυχερούς αυτούς ανθρώπους ανήκει και ο συγγραφέας Βασίλης Λαδάς, είτε μπορεί συγχρονικά να το αντιληφθεί είτε όχι. Η αντικατάσταση του μικρού καθρέπτη που κρεμόταν πάνω από το γραφείο του από ένα σπάνιο κι επιμελώς κορνιζαρισμένο μονόφυλλο του Κ. Π. Καβάφη σηματοδοτεί την έναρξη ενός νέου ταξιδιού, όμοιου με αυτά που τόσο αγαπούσε ο σπουδαίος Αλεξανδρινός. Τίτλος ποιήματος: «Του πλοίου».

Το μονόφυλλο γίνεται αντικείμενο παρατήρησης, γρίφος προς επίλυση, αφορμή για τη δημιουργία ενός βιβλίου που ενώνει δύο κόσμους με ανεπιτήδευτα εντυπωσιακές ομοιότητες. Ο συγγραφέας αφηγείται προσωπικά του βιώματα, εξομολογείται σκέψεις, προβληματισμούς, αναμνήσεις. Παράλληλα εκθέτει και αναλύει στοιχεία της ζωής και του έργου του Καβάφη, φωτίζοντας πιθανές γωνιές της σκέψης του που ίσως συχνά να περνούν απαρατήρητες. Καμία φιλολογική–ακαδημαϊκή αξίωση όμως δεν υπάρχει στην κίνηση αυτή. Μοιάζει περισσότερο με την οπτική ενός συνταξιδιώτη του μεγάλου ποιητή στο ατμόπλοιο Scilla di Rubatino, ενώ ο ίδιος είναι απασχολημένος παρατηρώντας τον «μέχρι παθήσεως αισθητικό» νέο που ενέπνευσε το ποίημα του μονόφυλλου.

«Ποτέ όμως (…) δεν είχα αντιληφθεί το πόσο ο Καβάφης έμοιαζε σαν αδελφός του πλήθους του Poe» γράφει ο Ι. Α. Σερεγιάννης. Κι όπως εκείνος μετατρέπεται από άνθρωπο του πλήθους σε «ποιητή του κλειστού χώρου» (Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος), έτσι και ο Β. Λαδάς, από εξερευνητής και αναζητητής αποτυπωμάτων, απαντήσεων και φαντασμάτων σε ταξίδια στην Ελλάδα, την Ιταλία, την Αλεξάνδρεια, καταλήγει εγκλωβισμένος στην Πάτρα του 2020, σε χρόνους πανδημίας κι απομόνωσης, να αναμετράται με τη μνήμη. Από το ιερό νερό των περασμένων χρόνων, μικρή ποσότητα τού έχει απομείνει. Οι θάλασσες της διαφυγής και της αναζήτησης έχουν μετατραπεί σε βρόχινο νερό. Σε ψιχάλες της παιδικής ηλικίας, από εκείνες που «έχουν τη μαγεία να δίνουν πίστη ότι μπορεί να είσαι αιώνιος», σε ζωογόνο υγρασία που —ευτυχώς— κατάφερε να ποτίσει το νεανικό μυαλό και να το μετατρέψει μακροπρόθεσμα σε όχημα ικανό για ταξίδια στον χρόνο.

 

***

 

Διαβάζοντας το βιβλίο αυτό, ίσως στον αναγνώστη να δημιουργηθεί η εξής εικόνα: Κάποιες λέξεις–έννοιες αναδύονται και ξεχωρίζουν μέσα από την επιδέξια αφήγηση κι ύστερα φωτίζονται από δυο διαφορετικές πηγές φωτός. Η μία ρίχνει τη σκιά τους στον κόσμο του Καβάφη και η άλλη σε αυτόν του ίδιου του συγγραφέα. Ίσως να πρόκειται κι εδώ για κάποιου είδους αντικατοπτρισμό. Οι πνευματικοί χάρτες ενός δημιουργού του 19ου αιώνα κωδικοποιούνται και μέσω της τέχνης του περνούν κι αποτυπώνονται στη λογοτεχνική αντίληψη ενός αναγνώστη του 20ου–21ου αιώνα. Ο γόνιμος «υποδοχέας» μετατρέπεται σε δημιουργό, χαράσσει τις δικές του διαδρομές. Παρά τη χρονική απόσταση όμως μεταξύ των δύο πόλων, παρά την ανεξαρτησία του νέου κώδικα, τα κοινά σημεία είναι αναπόφευκτα. Γιατί να μιλάμε άλλωστε για αποφυγή· ίσως αυτό να είναι και το ζητούμενο. Η γοητεία και το πυκνό άρωμα κάποιου απροσδιόριστου παρελθόντος που εξισορροπεί τη δροσιά και την τόλμη του καινούριου. Σαν τόπος που συναντάς για πρώτη φορά, μα νιώθεις πως έχεις ξαναβρεθεί εκεί κάποτε.

 

Μνήμη

Μας καθορίζει. Ό,τι δεν παγιδεύεται στον ιστό της, πεθαίνει· ό,τι αποτυπώνεται σε αυτήν, πορεύεται μαζί μας. Είτε νεκρές είτε ζωντανές, οι αναμνήσεις μάς στοιχειώνουν. Η μνήμη δεν είναι απλώς φυλακή του παρελθόντος, αλλά έχει τη δύναμη να του δίνει νέα μορφή, αλλιώτικα χαρακτηριστικά, χωρίς αυτό να σημαίνει πως το αλλοιώνει. Αντιθέτως, έχει μια λειτουργία «διυλιστική και καθαρτήρια» στο ποιητικό σύμπαν του Καβάφη. Για τον Λαδά, οι μνήμες είναι σαν τα μικρά παιδιά που αν δεν τα νανουρίσεις πριν να αποκοιμηθείς, σε αφήνουν άγρυπνο. Μπερδεύονται στα πόδια σου, ταράζουν την καθημερινότητά σου. Είναι όμως πολύτιμες. Τρόμο προκαλούν μόνο όσες σε έχουν εγκαταλείψει.

 

Θάλασσα

Μπορεί να σου χαρίσει έναν δρόμο απόδρασης από τη γη που σε ζει και σε ρημάζει, μπορεί όμως να είναι και το εμπόδιο που σε κρατά εκεί δέσμιο και ανήμπορο. Εάν το νερό είναι ελιξίριο της μνήμης, η θάλασσα είναι ολόκληρη η ζωή μας. Άγρια πολλές φορές, θαμπή, ακόμα και βρώμικη. Όμως «ποιος λέει ότι το βρώμικο δεν μπορεί να είναι ιερό»; Ειδικά για παραθαλάσσιες πόλεις —όπως η Αλεξάνδρεια, όπως η Πάτρα— είναι ένα πέρασμα: από την πατρίδα στο άγνωστο, από τη φαντασία στη δημιουργία, από το άστυ στη φύση, από το παρελθόν στο μέλλον. Πλέοντας, ο Καβάφης έβλεπε στον ορίζοντα την Ιθάκη του. Ο συγγραφέας, πάλι, βλέπει όλα τα αγαπημένα του ακρογιάλια που στάθηκαν ανήμπορα να φυλακίσουν τον Καιρό. Η θάλασσα. Είτε σου προσφέρει καράβι φυγής, είτε ρίχνεσαι γυμνός στα νερά της. Κάποιος βρίσκει την κάθαρση και κάποιος τον πνιγμό. Ίσως και τα δύο.

 

Ταξίδι

Διαδρομές του Αλεξανδρινού ποιητή στάθηκαν αφορμή για τις διαδρομές που διηγείται ο συγγραφέας. Ταξίδια που αποτυπώθηκαν σε προσωπικά ημερολόγια, σε σκίτσα, σε ποιήματα. Άλλα γεμάτα εικόνες και μυρωδιές, άλλα σκιασμένα από τον φόβο του θανάτου. Ο ποιητής χάνεται ανάμεσα στους ανθρώπους, τους παρατηρεί, τους καταγράφει. Απορροφά την ομορφιά τους, μεθάει από τις παραδοξότητές τους, συλλέγει το πολύτιμο πρωτογενές υλικό για τα δημιουργήματά του, χωρίς απαραίτητα να είναι αυτός ο σκοπός του. Έτσι ίσως να το βλέπουν οι λάτρεις του. Για τον ίδιο —πέρα από ηδονή της στιγμής— λειτουργεί περισσότερο ως απόθεμα επαφής, μελλοντικό παυσίπονο στα μοναχικά ταξίδια της θεραπείας και της απομόνωσης.

Ο Βασίλης Λαδάς θα ταξιδέψει επίσης πολύ στο βιβλίο του. Και τα δικά του ταξίδια θα φανερώσουν σημαντικά στοιχεία του χαρακτήρα του, και τα δικά του λάφυρα θα είναι προορισμένα να λειτουργήσουν καταπραϋντικά στο μέλλον. Πλέοντας από την Πάτρα στην Ιταλία, θα οραματιστεί την αντίστοιχη εμπειρία του Καβάφη και τη στιγμή της σύλληψης «Του πλοίου». Πηγαίνοντας στην Άμφισσα και τη Σεγδίτσα, θα προσπαθήσει να ανακαλύψει το πρόσωπο εκείνο που ενέπνευσε το πρωταγωνιστικό ποίημα. Με μια επίσκεψη στην Αλεξάνδρεια θα επιδιώξει να γνωρίσει τον άνθρωπο Καβάφη, να δώσει υπόσταση σε σκηνικά φανταστικά και ν’ αναμετρηθεί με την ύλη τους. Το πιο εντυπωσιακό όμως στα ταξίδια αυτά, είναι πως ο ουσιαστικός σκοπός τους καμουφλάρεται σχεδόν πάντα πίσω κάποια άσχετη αφορμή. Τυπική τακτική του ανθρώπου που έχει την ικανότητα να νοιάζεται και να παρατηρεί τα μικρά πράγματα. Εκείνου με την «εστετική νοοτροπία προβολής του ασήμαντου σε σημαντικό» που η παραμικρή επιβεβαίωση της αξίας του εγχειρήματός του είναι ικανή να τον στείλει στην άλλη άκρη του κόσμου, ενώ η όποια απαξίωσή του τον οδηγεί στη συστολή και την αυτομαστίγωση για τον «αφελώς» ρομαντικό τρόπο σκέψης του και για τη φορτικότητα με την οποία φοβάται πως επιβάρυνε τρίτους. Παρά τις πτώσεις και τα αδιέξοδα, το μικρόβιο αυτό —ευτυχώς— δεν αποβάλλεται εύκολα· μένει εκεί, ν’ ανοίγει τραύματα, πόρτες και νέους δρόμους.

 

Κρασί

Σαν το μυστηριώδες ποτό με την επιγραφή «πιες με» στο γνωστό παραμύθι του Lewis Carroll —έργο στο οποίο έχει εύστοχα αναφερθεί σε προηγούμενο βιβλίο του ο Βασίλης Λαδάς— το κρασί φαίνεται να έχει τη μαγική σχεδόν ιδιότητα να τοποθετεί τον Καβάφη σε εντελώς διαφορετικά πλαίσια ανάλυσης ως προς την προσωπικότητα, το έργο, ακόμα και την κοσμοθεωρία του, ανάλογα με το ανθρώπινο πρίσμα υπό το οποίο τίθεται. Κάποιοι θα πουν πως εξυψώνει και διευρύνει πνεύμα, αισθήσεις και αντίληψη. Είναι το κρασί των συμποσίων, το κρασί των τελετουργιών, το κρασί της ηδονής. Άλλοι ίσως θεωρήσουν πως η αγάπη του αυτή τον καθιστά αμοραλιστή, και ταραγμένοι θα αποχωρήσουν από αναγνώσεις στίχων απρεπών, προϊόντων αισθήσεων και σχέσεων απαγορευμένων.

Στην ευεργεσία της ζάλης του θα ελπίσει προς το τέλος της περιπέτειάς του και ο ίδιος ο συγγραφέας, με έναν τρόπο κάπως πιο σκοτεινό. Ανάμεσα σε ευχάριστες εικόνες μέθης και συζητήσεων μεταξύ φίλων, αμυδρά ακούγεται μια νότα θλίψης. Αρχικά ίσως σκεφτεί κανείς πως είναι η αναζήτηση της λησμονιάς του υπαρκτικού πόνου, των ψευδαισθήσεων πίστης, των ντροπιαστικών εξερευνήσεων και των οριστικών αδιεξόδων. Λάθος. Είναι απλώς το νερό της πίστης των παιδικών χρόνων που μετατρέπεται σταδιακά —σχεδόν τελετουργικά— σε οίνο μνήμης.

 

Βασίλης Λαδάς

 

***

 

Τα παραπάνω θέματα είναι μόνο μερικά από τα στοιχεία που ξεχωρίζουν και εμπλουτίζονται ψηφίδα–ψηφίδα σε ολόκληρη την έκταση του βιβλίου. Ο συνδυασμός δοκιμιακού και αφηγηματικού λόγου συντελεί και σε αυτή την περίπτωση στη διττή «απεικόνισή» τους. Πότε φαίνονται να αποτελούν πεδίο έρευνας και λογοτεχνικής ανάλυσης και πότε προσωπικό και πολύτιμο κτήμα του συγγραφέα. Ένα μοναδικό μέσο αντιμετώπισης και εξερεύνησης της ουτοπίας, εκείνης που τόσο μας θρέφει και τόσο μας σκοτώνει. Του εξαγνισμένου παρελθόντος, που όσο πιο πολύ απομακρύνεται τόσο πιο απατηλά φιλόξενο επανέρχεται. Του μέλλοντος, του ανέλπιστα υπέροχου ή του λυτρωτικά καταστροφικού.

Με όπλο τη χαρακτηριστική του λεπτή μα ξεκάθαρη ειρωνεία και τη δωρικότητα του λόγου, ο Βασίλης Λαδάς καταφέρνει στο βιβλίο αυτό κάτι συγκινητικό, το οποίο πολύ πιθανόν να μην επεδίωκε καν —ενδεχομένως και να τον ενοχλούσε η σκέψη και μόνο: Να δώσει κάποια άφεση. Άφεση στην πόλη που τον φυλάκισε μα καταφέρνει να του εμπνέει αισθήματα «παρ’ ολίγον» τρυφερά. Άφεση στον χρόνο που μας χτίζει και μας λεηλατεί ταυτόχρονα. Άφεση στον εαυτό του, που παρά τα παθήματα εξακολουθεί να ελπίζει σε λύσεις κι απαντήσεις. Άφεση σε όλους όσους περιμένουν τους Βαρβάρους ή κάποιον Γκοντό, καταδικασμένοι να παραμένουν μοιραία ανικανοποίητοι. Ανθρώπινο είναι πού και πού να αναζητούν τη λήθη· βέβαιο πως σχεδόν πάντα θα τους βρίσκει η μνήμη στον αντικατοπτρισμό τους. Λίγη παραπάνω συμπάθεια σε αυτούς.

 

 

 

* Η Ελένη Γκίκα γεννήθηκε το 1994 στην Πάτρα, όπου και μεγάλωσε. Ως φιλόλογος/γλωσσολόγος και μουσικός, τα τελευταία χρόνια δραστηριοποιείται στον χώρο των εκδόσεων, της ανάδειξης πολιτιστικών αρχείων και της εκπαίδευσης.

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top