Fractal

Το τελευταίο μυθιστόρημα του Στέφανου Κωνσταντινίδη

Γράφει ο Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ //

 

«Γράμμα στον Αντώνη Οικονόμου- στο υφαντό του ‘21», Στέφανος Κωνσταντινίδης,  εκδ. Βακχικόν

 

Ένα «αιρετικό» μυθιστόρημα ‒όπως το χαρακτηρίζει ο ίδιος ο συγγραφέας του βιβλίου‒ μόλις έχει κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Βακχικόν. Είναι το τέταρτο μυθιστόρημά του, μετά την τριλογία του Νομάδα, που είδε το φως από τον ίδιο εκδοτικό οίκο. Στον τομέα της λογοτεχνίας έχει δώσει και έξι ποιητικές συλλογές, δύο συλλογές διηγημάτων, αλλά ασχολήθηκε και με το δοκίμιο και με την βιβλιοκριτική. Δεν θα αναφερθώ στην πλούσια βιβλιογραφία για το κύριο θέμα που τον απασχολεί, την Πολιτική Επιστήμη. Αυτή τη φορά καταπιάνεται με το ’21 και ειδικά με έναν Υδραίο επαναστάτη, δολοφονημένο από τους κοτζαμπάσηδες. Στο βιβλίο αυτό συνδυάζονται όλες οι εμπειρίες, δεξιότητες θα έλεγα καλύτερα, που έχει αποκτήσει ο συγγραφέας με την ενασχόλησή του τόσο με την φιλολογία, λογοτεχνία, την ιστορία, την φιλοσοφία όσο και με την πολιτική ανάλυση.

Η πρώτη γνωριμία του με τον «πρωτοπόρο και σεμνό Υδραίο ήρωα», τον Αντώνη Οικονόμου, γίνεται μέσα από το ποίημα Μπολιβάρ του Νίκου Εγγονόπουλου, στον οποίο ανήκει και ο χαρακτηρισμός. Αργότερα θα συναντηθεί ξανά με τον ήρωά του, όταν επισκέφτηκε την Ύδρα με έναν φίλο του, επίσης, καθηγητή ‒τον Jean Katsiapis‒ και συζήτησαν για την Ύδρα, το ναυτικό και αναλογίες της ελληνικής επανάστασης με τη γαλλική. Ίσως τότε ωριμάζει και η σκέψη να γράψει για τον Αντώνη Οικονόμου.

Ξεκινά, λοιπόν, το μυθιστόρημά του με ένα γράμμα, για να τον ενημερώσει για το τι έγινε, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στον υπόλοιπο κόσμο, μετά την δολοφονία του. «…σου γράφω για να ξέρεις Αντώνη, πως την Επανάσταση τη δήμευσαν οι κοτζαμπάσηδες, και το κράτος που γεννήθηκε από αυτήν το κληρονόμησαν στους απογόνους τους που μας τυραννούνε διαχρονικά. Χρειάζεται μια άλλη επανάσταση για να τους αποτινάξουμε από πάνω μας, Αντώνη. Μια επανάσταση που αργεί. Αργεί πολύ!»

Για να πετύχει τον σκοπό του μπαίνει και σε διάλογο με φανταστικά ή πραγματικά πρόσωπα, επιστρατεύει έναν καθηγητή του, της ιστορίας, αλλά και γνωστούς φιλοσόφους και ποιητές, τα οποία θα τον βοηθήσουν να αποκρυσταλλώσει την δική του θεώρηση των πραγμάτων, από το παρελθόν να έρθει στο σήμερα∙ αυτό που πραγματικά θέλει να πει στον Αντώνη Οικονόμου, δηλαδή στους αναγνώστες του. Έτσι, διαβάζουμε: «Ο Καποδίστριας συνέχισε την προσπάθεια δημιουργίας τακτικού στρατού με πιο γρήγορους ρυθμούς. Η δολοφονία του ανέκοψε αυτή την προσπάθεια. Μετά ήρθαν οι Βαυαροί που δημιούργησαν ένα κράτος αποκομμένο από την ελληνική παράδοση, ξένο και αφιλόξενο στον πολίτη. Είναι το κράτος που έχουμε σήμερα, μεταπρατικό, πελατειακό, οικογενειοκρατικό, με τους κοτζαμπάσηδες του ντυμένους με ευρωπαϊκό κοστούμι».

Η συχνή αναφορά στους πρωταγωνιστές και διάφορα γεγονότα της επανάστασης μπορεί να ξενίσουν στην αρχή. Έχεις την εντύπωση ότι διαβάζεις ένα ιστορικό κείμενο. Είναι σ’ αυτό το σημείο που νιώθει και ο ίδιος την ανάγκη να αυτοχαρακτηριστεί ως «αιρετικός» στο είδος. Στη συνέχεια όμως, με τους διαλόγους και τις παρεμβολές των «φανταστικών» του φίλων, το alter ego του συγγραφέα, οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με διάφορες πτυχές της Ελληνικής Επανάστασης, το κείμενο γίνεται ολοένα και πιο ενδιαφέρον και σταδιακά ο αναγνώστης εξοικειώνεται με ένα νέο διαφορετικό είδος λογοτεχνικής έκφρασης. Και σε άλλες σελίδες του βιβλίου νιώθει την ανάγκη να σχολιάσει ξανά το θέμα αυτό: «Γράφω ένα ανοιχτό μυθιστόρημα στον δρόμο που χάραξαν ο Τζόυς, ο Κάφκα, ο Προύστ. Είναι μια νέα προσέγγιση της πραγματικότητας». Και αλλού γράφει: «Έχει πράγματι αισθητική το μυθιστόρημα; Ίσως να είχε κάποτε! Σήμερα όμως; Σήμερα έχουν αλλάξει θεαματικά πολλά πράγματα στη μυθιστορηματική γραφή… ο λογοτεχνικός χάρτης ξαναφτιάχνεται… το νέο ρεύμα πιθανόν να με παρασύρει… αλλά μια σύνθεση με το παλιό πάντα υπάρχει… Δεν υπάρχει tabula rasa!».

Ο χρόνος, στο «γράμμα» έχει ιδιαίτερη σημασία. Ο συγγραφέας με τέχνη μάς μεταφέρει από το ’21 στο σήμερα ξεδιπλώνοντας πολλές αρνητικές καταστάσεις, που φαίνονται να επαναλαμβάνονται στις μέρες μας, διακόσια χρόνια μετά. Για έναν επαρκή αναγνώστη της πολιτικής κατάστασης, στην Ελλάδα κυρίως, δεν χρειάζεται περαιτέρω αποκρυπτογράφηση του κειμένου του βιβλίου. Η μεταφορά μας από το τότε στο σήμερα γίνεται τόσο ανάλαφρα, έτσι που ο αναγνώστης να έχει την αίσθηση ότι ζει συγχρόνως στις δύο εποχές.

 

Στέφανος Κωνσταντινίδης

 

Για τις συμπάθειες και τις αντιπάθειες του ο συγγραφέας δεν κρύβεται. Ο Κολοκοτρώνης εμφανίζεται συχνά ως ο μεγάλος στρατηγός της Επανάστασης, άλλωστε προσπάθησε, μα δεν πρόλαβε να γλυτώσει από την δολοφονία τον Αντώνη Οικονόμου και χρησιμοποιεί αποσπάσματα από την περίφημη ομιλία του προς τους μαθητές. Ο Κωλέττης βρίσκεται στην αντίπερα όχθη. Ο Μακρυγιάννης αντιμετωπίζεται αρνητικά, χωρίς καμιά διάθεση να σχολιάσει τα απομνημονεύματά του, στα οποία θεωρεί ότι υπερέχει το εγώ, και εκφράζει την υπόνοια ότι πιθανόν, μάλιστα, να έχουν αλλοιωθεί από τον Βλαχογιάννη, και η γενιά του ’30, με τον Σεφέρη και άλλους, κακώς τον έχει αγιοποιήσει. Εδώ θα πρόσθετα ότι ο Γ. Π. Σαββίδης, ένα βράδυ, στη βιβλιοθήκη γκαράζ του Φοίβου Σταυρίδη, μας είχε αποκαλύψει ότι πρότεινε (ή θα πρότεινε) στην εκκλησία την αγιοποίηση του Μακρυγιάννη.

Η Κύπρος; Όχι δεν την ξέχασε. Τη φύλαξε για τον επίλογο του βιβλίου: η Κύπρος ήταν παρούσα σε όλα τα μέτωπα της Επανάστασης, και κλείνει με την αναφορά στο ποίημα του εθνικού ποιητή Βασίλη Μιχαηλίδη που τα λέει όλα: «Η Κύπρος προς τους λέγοντας ότι δεν είναι ελληνική».   

 

14 Ιουνίου 2021

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top