Fractal

✩✩✩ «Ενός λεπτού σιγή» για τον Ντίνο Χριστιανόπουλο

Γράφει η  Ελένη Γκίκα //

 

 

«Κάθε πεπρωμένο, όσο μακρύ και μπερδεμένο κι αν είναι, στην ουσία αποτελείται από μια και μόνο στιγμή: τη στιγμή που ένας άνθρωπος, μια για πάντα, ανακαλύπτει ποιος είναι». Ισχυρίζεται ο Μπόρχες, ορίζοντας μας πάντα εκείνη η ύστατη στιγμή, η στιγμή της αποκάλυψης, που δεν είναι άλλη από την ώρα του θανάτου μας: «Τώρα μπορώ να τα ξεχάσω. Φτάνω στο στόχο μου,/στην άλγεβρά μου, στην κλείδα/ και στον καθρέφτη μου./ Σύντομα θα ξέρω ποιος είμαι.»

Και με τον θάνατο του ποιητή Ντίνου Χριστιανόπουλου, την καταλάβαμε όλοι για τα καλά αυτή την τιμητή, εορταστική κατά βάση, εξόδια ώρα.

 

 

Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος υπήρξε ο Φτωχούλης του Θεού, κι έτσι συνέχισε να ζει ασκητικά, ασυμβίβαστα και απροσκύνητα, με τα απολύτως βασικά και τα ελάχιστα, χωρίς να στρογγυλεύει τίποτα, πρώτα στον ίδιο του τον εαυτό αλλά και σε κανένα.

Θα μπορούσε να μείνει βιβλιοθηκάριος και να μη πεινάσει ποτέ, αλλά παραιτήθηκε στα οκτώ χρόνια «γιατί δεν ταιριάζει το υπαλληλίκι σε κανένα». Θα μπορούσε να είχε δεχτεί το Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων για το σύνολο του έργου το 2011, ήταν πολλά τα χρήματα, θα εξασφάλιζε έτσι τα γεράματά του που είχαν φτάσει ήδη, όμως εκείνος έκανε πράξη και μας ξανάπε αυτό που είχε γράψει και το 1979: «Είμαι εναντίον της κάθε τιμητικής διάκρισης απ’ όπου και αν προέρχεται. Δεν υπάρχει πιο χυδαία φιλοδοξία από το να θέλουμε να ξεχωρίζουμε. Αυτό το απαίσιο “ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων”, που μας άφησαν οι αρχαίοι.» Και φυσικά αρνήθηκε να παραλάβει το Χρηματικό Βραβείο.

Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, ο οποίος ζούσε τα τελευταία χρόνια της ζωής του, στην ίδια μικρή κάμαρη στην οδό Σκεπαστού στις Σαράντα Εκκλησιές, μεταξύ γης κι ουρανού, ευρισκόμενος ήδη στο δικό του Καθαρτήριο, άφησε την τελευταία του πνοή το απόγευμα της Τρίτης στις 11 Αυγούστου. Στο πλευρό του ήταν η γυναίκα που τον πρόσεχε τα τελευταία χρόνια. Επάνω στον τοίχο του, τα δυο πορτραίτα, του Καβάφη και του Τσιτσάνη, οι οικείοι ξένοι, που τον συντρόφευαν πάντα.

Την είδηση έκανε γνωστή στο f.b ο Θωμάς Κοροβίνης κι αμέσως η αγάπη ξεχύθηκε παντού, μια αναγνώριση καθολική, κάτι σαν επιτάφιος θρήνος.

Για έναν άνθρωπο που υπήρξε ζόρικος με όλους μα πιο πολύ με τον ίδιο του τον εαυτό, που δεν χρωστούσε καλή κουβέντα σε κανένα παρά μόνο την αλήθεια της καρδιάς του, ο οποίος δεν θέλησε ποτέ να γίνει σε κανένα αρεστός παρά μονάχα να υπηρετήσει τον έρωτα έως συντριβής, το ανεκπλήρωτο, τη γυμνή ποίηση για τους απεγνωσμένους.

Μεγάλο Ερωτικό τον είπαν και θυμήθηκαν τους στίχους του:

«Να σου γλείψω τα χέρια,/ να σου γλείψω τα πόδια,/ η αγάπη κερδίζεται με την υποταγή».

Σπορέα και Σπόρο τον είπαν κι έγραψαν τους στίχους του:

«και τι δεν κάνατε για να με θάψετε/ όμως ξεχάσατε πως ήμουν σπόρος.»

 

Μα πάνω απ’ όλα όλοι θυμήθηκαν τον «ανυπεράσπιστο καημό του» σε εκείνο το συγκλονιστικό «Με κατάνυξη»:

«Έλα να ανταλλάξουμε κορμί και μοναξιά.// Να σου δώσω απόγνωση, να μην είσαι ζώο,/ να μου δώσεις δύναμη, να μην είμαι ράκος’/ να σου δώσω συντριβή, να μην είσαι μούτρο,/ να μου δώσεις χόβολη, να μην ξεπαγιάσω//. Κι ύστερα να πέσω με κατάνυξη στα πόδια σου,/ για να μάθεις πια να μην κλοτσάς».

Αλλά και την Μεγάλη προσφορά του θυμήθηκαν: στην Ποίηση με τα 300 Ποιήματά του, και με την «Διαγώνιο» ως περιοδικό πρώτα, εκδόσεις μετά, Μικρή Πινακοθήκη ύστερα, και στην οποία χρωστάμε όλη την Πνευματική Θεσσαλονίκη. Ο Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου, Γιώργος Ιωάννου, Τάσος Κόρφης, Βασίλης Καραβίτης, Νίκος Καχτίτσης, Τόλης Καζαντζής, Περικλής Σφυρίδης και τόσοι άλλοι, υπήρξαν σπορά της Διαγωνίου, σε εκείνον τους χρωστάμε.

 

 

Από Κωνσταντίνος Δημητριάδης, Ντίνος Χριστιανόπουλος: ο ποιητής που εφεύρε τον εαυτό του.

Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος γεννήθηκε στις 20 Μαρτίου του 1931 στη Θεσσαλονίκη, ως Κωνσταντίνος Δημητριάδης, κι υπήρξε γιος προσφύγων από την Ανατολική Θράκη. Η μητέρα του ήρθε με την ανταλλαγή από την Κωνσταντινούπολη, κόρη καραβοκύρη, και της έδωσαν αρχοντικό στη Βέροια «αλλά κλώτσησε αγρίως η μάνα μου», όπως συνήθιζε να λέει ο συγγραφέας: «Δεν ήθελε να ζήσει σ’ ένα χωριό η μητέρα μου, που το σπίτι της στην Πόλη ήταν κολλητό με το Πατριαρχείο».

Κι έτσι έζησαν στην Θεσσαλονίκη σε απόλυτη ένδεια, αποποιούμενη την προσφορά του Ελληνικού Κράτους, μετακομίζοντας από υπόγειο σε υπόγειο. Το πρώτο σπίτι όπου κατοίκησε βρισκόταν στη συμβολή των οδών Κωνσταντίνου Παλαιολόγου και Αγίου Δημητρίου. Σύντομα μετακόμισαν στην Κωνσταντίνου Μελενίκου 19, όπου και έζησε ως παιδί.

«Μεταξύ 1937 και 1941 φοίτησε στο 1ο Δημοτικό Σχολείο της Β’ Περιφέρειας Θεσσαλονίκης. Ήταν ένα ιδιαίτερα ντροπαλό και συνεσταλμένο παιδάκι που το φώναζαν Λάκη, από το Αγγελής, το όνομα του αδελφού του πατέρα του που είχε σκοτωθεί σε εργατικό δυστύχημα», όπως γράφει στη Lifo ο φίλος του Χρήστος Παρίδης: «Με αυτό το όνομα τον ήξεραν όλοι όσοι τον γνώρισαν εκείνα τα πρώτα χρόνια. Την περίοδο της γερμανικής κατοχής η οικογένεια έζησε σε απόλυτη φτώχεια και ο μικρός Λάκης κινδύνευσε δύο φορές να πεθάνει από ασιτία. Τη μία από αυτές μάνα και γιος πήραν από κοινού την απόφαση να ξαπλώσουν έξω από την Παναγία των Χαλκέων, απ’ όπου περνούσε καρότσα του δήμου κάθε πρωί και συνέλεγε όσους είχαν καταρρεύσει από την πείνα. Αν δεν τους είχε αντιληφθεί μια γειτόνισσα, δεν θα είχαν σωθεί. Λίγο αργότερα, με ένα κασελάκι κρεμασμένο στο στήθος και με την πραμάτεια του, τσιγάρα, παστέλια και καρτ ποστάλ, έβγαζε ένα στοιχειώδες μεροκάματο για να μπορεί να επιβιώνει. Εκείνη την περίοδο συνάντησε για πρώτη φορά τον Βασίλη Τσιτσάνη.»

Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος κατάφερε να φοιτήσει στο τμήμα Φιλολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και πήρε πτυχίο του Τομέα Κλασικών Σπουδών, αλλά αρνήθηκε να γίνει φιλόλογος. Κατόπιν, εργάστηκε ως βιβλιοθηκάριος στη Δημοτική Βιβλιοθήκη της πόλης από το 1958 ως το 1965, απ’ όπου παραιτήθηκε για να εργαστεί έκτοτε ως επιμελητής εκδόσεων. Το 1958 ίδρυσε και ανέλαβε υπό τη διεύθυνσή του το περιοδικό Διαγώνιος, που κυκλοφόρησε ως το 1983 με ολιγόχρονες παύσεις και τον εκδοτικό οίκο Εκδόσεις Διαγωνίου. Εκείνη την περίοδο αναπτύχθηκε και ο λεγόμενος “κύκλος των λογοτεχνών της Διαγωνίου”.

Το 1974 ίδρυσε τη Μικρή Πινακοθήκη της Διαγωνίου που έχει ως στόχο την προβολή νέων καλλιτεχνών της συμπρωτεύουσας, με στενούς συνεργάτες τους Κάρολο Τσίζεκ και Νίκο Νικολαΐδη. Αλλά μαζί με την ίδια την ποίηση και άλλους σημαντικούς ποιητές, ο Κωνσταντίνος Δημητριάδης, κυριολεκτικά, εφηύρε τον εαυτό του: Σε συνέντευξή μας στην Παιανία, στις εκδόσεις Μπιλιέτο του Βασίλη Δημητράκου στον οποίο είχε κληροδοτήσει το γραφείο του και τον εμπιστευόταν ως εκδότη για πολλά από τα βιβλία του, τον θυμάμαι να λέει αυτοσαρκαζόμενος:

« Όπως έχω πει ήμουν μωρό, τότε δεν ήξερα καλά- καλά τον εαυτό μου. 14άρων χρονών, πάμπτωχος και διάβαζα ένα παιδικό περιοδικό το “Ελληνόπουλο”. Το περιοδικό είχε μια στήλη συνεργατών, στην οποία για να δημοσιεύσεις έπρεπε να είχες καταθέσει ψευδώνυμο, η επιτροπή του περιοδικού να εγκρίνει το ψευδώνυμο και μετά ν’ αρχίσει να σου δημοσιεύει μόνο με το ψευδώνυμο. Οι φίλοι μου, λοιπόν, είχαν βάλει άλλος “ελληνόπουλο”, άλλος “ιππότης των ορέων” λέω κι εγώ, ας βάλω Χριστιανόπουλος, βρε αδελφέ! Και ενεκρίθη βέβαια, ο συντάκτης μου έγραψε ότι «είμαι πεπεισμένος παιδί μου ότι είσαι μεγάλο ταλέντο» και μου δημοσίευσε αρκετά ποιήματα. Από τότε κατά την παροιμία, γλυκάθηκε η γριά στα σύκα κι όλη μέρα τ’ αναζήτα! Μου άρεσε αυτό και περίπου το μονιμοποίησα και ξεφορτώθηκα το παλιό επίθετο. Και το παλιό επίθετο λες κι ήταν έτοιμο να παραπέσει και τώρα όλοι με ξέρουν έτσι και δεν με ξέρουν αλλιώς. »Θα πεις αυτό είναι φυσικό, αλλά να πας φοιτητής στο Πανεπιστήμιο και ο καθηγητής να λέει “ο Χριστιανόπουλος να σηκωθεί να πει μάθημα” κι αυτή η ιστορία να γίνεται μέσα σε πέντε χρόνια… Οι δάσκαλοι με ήξεραν ως Χριστιανόπουλο, ήταν φαίνεται ανάγκη των καιρών, κόλλησε σαν ψώρα. Και το κράτησα, το σεβάστηκα, και δικαίως ή αδίκως, κάτι λέει. Δεν είναι τυχαίο, δηλαδή, η μεγάλη απήχηση που είχε το ψευδώνυμο ως όνομα. Κι εκείνο που καταλαβαίνω είναι η αίσθηση του ερωτικού που ανέπτυξα διαδοχικά σε όλη μου τη ζωή, δεν ανέτρεψε την αίσθηση του χριστιανικού, ενώ θα περίμενες αυτό το πράγμα να συμβεί.»

 

Το έργο του:

Την πρώτη του εμφάνιση στη λογοτεχνία πραγματοποίησε το 1949 με τη δημοσίευση του ποιήματος «Βιογραφία» στο περιοδικό της Θεσσαλονίκης «Μορφές». Τον επόμενο χρόνο κυκλοφόρησε η πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Εποχή των ισχνών αγελάδων». Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος τοποθετείται ανάμεσα στους σημαντικότερους ποιητές της ομάδας που είναι γνωστή ως «Κύκλος της Διαγωνίου» και κινήθηκε στο πλαίσιο του ομώνυμου περιοδικού που ο ίδιος ίδρυσε (Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου, Γιώργος Ιωάννου, Τάσος Κόρφης, Βασίλης Καραβίτης, κ.α.). Η ποίησή του χαρακτηρίζεται από έντονα ερωτική διάθεση και επιρροές από το έργο του Κωνσταντίνου Καβάφη.

Με τη διαφορά ότι ο Ντίνος Χριστανόπουλος πάντα θεωρούσε «ερωτική διαστροφή» την ομοφυλοφιλία του. Κατόρθωσε ωστόσο να μετατρέψει «τη στέρηση, την ενοχή και την ταπείνωση σε στίχους». Στην γενναία εξομολογητική του ποίηση έδωσε φωνή στους αποσυνάγωγους και στους κατατρεγμένους: Οι συλλογές του «Ανυπεράσπιστος καημός», «Ο αλλήθωρος», «Το κορμί και το σαράκι», «Νεκρή πιάτσα», «Το αιώνιο παράπονο», αποκάλυπταν μια ποίηση μεγάλης ακρίβειας και οικονομίας, ανεπιτήδευτη, καθαρή, γυμνή από φτιασίδια, καθόλου συμβολική ή υπερρεαλιστική, βαθιά ανθρωποκεντρική. Και, βέβαια, υψηλού ήθους και συνεπή στις αξίες του. Χαρακτηριστικά ποιήματα: «Νύχτα, χάρισέ μου ένα κορμί», «Όταν σε περιμένω», «Προκοπή από τους όμορφους δεν έχει», «Κατατρεγμένοι», «στα προάστια του έρωτα», «βγάλε τη στολή», «η νύχτα είναι παγερή», «καημένε Μακρυγιάννη να ‘ξερες», «τα πρόβατα απήργησαν». «Ποιήματα που μιλάνε για ανικανοποίητους έρωτες, άνισες κοινωνικές καταστάσεις, παραδοχή πολιτικής ουδετερότητας και με κάθε ευκαιρία εξυμνούν την παλιά Θεσσαλονίκη. Κάποια από αυτά, πολύ αργότερα βέβαια, θα γινόντουσαν και πολιτικά σχόλια-γκραφίτι στους τοίχους των Εξαρχείων!». Όπως γράφει χαρακτηριστικά ο Χρήστος Παρίδης.

Το 2011 τιμήθηκε με το Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων για το σύνολο του έργου του. Αρνήθηκε όμως να το παραλάβει παραπέμποντας στο κείμενό του «Εναντίον» από το 1979 όπου αναφέρει χαρακτηριστικά: «Είμαι εναντίον της κάθε τιμητικής διάκρισης, απ’ όπου και αν προέρχεται. Δεν υπάρχει πιο χυδαία φιλοδοξία, απ’ το να θέλουμε να ξεχωρίζουμε. Αυτό το απαίσιο «υπείροχον έμμεναι άλλων», που μας άφησαν οι αρχαίοι./ Είμαι εναντίον των βραβείων, γιατί μειώνουν την αξιοπρέπεια του ανθρώπου. Βραβεύω σημαίνει αναγνωρίζω την αξία κάποιου κατώτερου μου -και κάποτε θα πρέπει να απαλλαγούμε από την συγκατάβαση των μεγάλων. Παίρνω βραβείο σημαίνει παραδέχομαι πνευματικά αφεντικά -και κάποτε θα πρέπει να διώξουμε τα αφεντικά από τη ζωή μας…»

Τον Ιούνιο του 2011 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης από τμήμα Φιλολογίας. Στο μεταξύ όποτε εμφανιζόταν στους δρόμους της Θεσσαλονίκης ο απλός κόσμος εξέφραζε τον θαυμασμό του, του απένειμε εκδηλώσεις λατρείας.

 

 

 

Έργα του στη βιβλιονέτ:

(2012) Εναντίον, Ιανός (2012) Τα τραγούδια του Ντίνου Χριστιανόπουλου, Ιανός (2008) Βολέματα καταστροφής: 90 ποιήματα 1949-1999, Μπιλιέτο (2008) Θεσσαλονίκην, ου μ’ εθέσπισεν, Ιανός (2004) Η κάτω βόλτα, Ιανός (2004) Μικρά ποιήματα, Ιανός (2004) Ο Παύλος Μελάς σε ποιήματα Μακεδόνων ποιητών, Κυρομάνος [κείμενα, επιμέλεια] (2004) Οι ρεμπέτες του ντουνιά, Ιανός (1991) Η κάτω βόλτα, Διαγώνιος

(1993) Το επ’ εμοί, Μπιλιέτο

(1993) Το αιώνιο παράπονο, Διαγώνιος

(1993) Σύντομη ιστορία του Διδυμοτείχου, Ιδιωτική Έκδοση

(1993) Εργογραφία, βιβλιογραφία Ντίνου Χριστιανόπουλου (1950-1990), Infoprint

(1994) Ο Βασίλης Τσιτσάνης και τα πρώτα τραγούδια του 1932-1946, Διαγώνιος

(1996) Λογοτεχνικά περιοδικά Θεσσαλονίκης (1889 – 1945), Δημοτική Βιβλιοθήκη Θεσσαλονίκης

(1997) Το κορμί και το σαράκι, Μπιλιέτο

(1997) Πίσω απ’ την Αγιά-Σοφιά, Ιανός

(1997) Νεκρή πιάτσα, Μπιλιέτο

(1997) Λογοτεχνικές εκδόσεις Θεσσαλονίκης 1850-1950, Διαγώνιος

(1998) Ποιήματα, Διαγώνιος

(1998) Λογοτεχνικές εκδόσεις μακεδονικών πόλεων πλην Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο Βιβλίου και Ανάγνωσης Κοζάνης (1999) Δοκίμια, Μπιλιέτο (1999) Η λογοτεχνία στη Θεσσαλονίκη (1850 – 1950), Βιβλιοπωλείο Ραγιά (1999) Τα παλιά βιβλιοπωλεία της Θεσσαλονίκης, Βιβλιοπωλείο Ραγιά (1999) Το ρεμπέτικο και η Θεσσαλονίκη, Εντευκτήριο (1999) Τσιτσάνης και Τρίκαλα, Πρότυπες Θεσσαλικές Εκδόσεις (2000)Τα ελληνικά τυπογραφεία της Θεσσαλονίκης επί Τουρκοκρατίας 1850 – 1912, Βιβλιοπωλείο Ραγιά (2000) Νεκρή πιάτσα, Μπιλιέτο

(2000) Ελληνικές εκδόσεις μακεδονικών πόλεων πλην Θεσσαλονίκης επί τουρκοκρατίας(1759 – 1913), Ιστορικό και Λογοτεχνικό Αρχείο Καβάλας (2001) Τα τραγούδια του Βασίλη Τσιτσάνη που γράφτηκαν στη Θεσσαλονίκη επί γερμανικής κατοχής, Μπιλιέτο (2001) Παραμύθια, Μπιλιέτο (2001) Μελέτες για τον Σολωμό, Βιβλιοπωλείο Ραγιά (2001) Η πιο βαθιά πληγή, Μπιλιέτο (2002) Καλλιτεχνικά Θεσσαλονίκης, Ιανός (2003) Η ποίηση στη Θεσσαλονίκη κατά τους τελευταίους χρόνους της Τουρκοκρατίας, Βιβλιοπωλείο Ραγιά (2003)Εγώ, φαντάρος στο χακί…, Μπιλιέτο

(2004) Στιχάκια του στρατού, Μπιλιέτο

(2004) Ποιήματα, Ιανός

(2004) Πεζά ποιήματα, Ιανός

Εμείς, ας τον αποχαιρετήσουμε με «Ενός λεπτού σιγή», όπως του αξίζει: «Εσείς που βρήκατε τον άνθρωπό σας κι έχετε ένα χέρι να σας σφίγγει τρυφερά, έναν ώμο ν’ ακουμπάτε την πίκρα σας, ένα κορμί να υπερασπίζει την έξαψή σας, κοκκινίσατε άραγε για την τόση ευτυχία σας, έστω και μια φορά; είπατε να κρατήσετε ενός λεπτού σιγή για τους απεγνωσμένους;»

 

 

 

Δημοσιεύθηκε στον Φιλελεύθερο

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top