Fractal

Διήγημα fractal: “Το Μαύρο Βότσαλο”

 Του Γιώργου Κοντόπουλου // *

 

 

 

Ο Δανιέλ Αρκάδιο αντιλήφθηκε την τσιγγάνα πρώτα με την όσφρηση. Κουβαλούσε μαζί της την μυρωδιά της ελευθερίας: Το γρασίδι από τις εύφορες πεδιάδες της Ταντίλ και της Σάντα Ρόσα, το ιώδιο από τις παραλίες της Μπάϊα Μπλάνκα, την βαριά μυρωδιά των αλόγων, της ζεστής πέτρας και του βρεγμένου ξύλου, όλα ενσταλαγμένα στο δέρμα της, καρυκευμένο για πενήντα πέντε χρόνια από τον ήλιο και τον αέρα. Γύρισε και την αντίκρισε μέσα στο χάος και την πολυκοσμία του σιδηροδρομικού σταθμού. Ήταν ένα κεφάλι κοντύτερη από αυτόν με δύο αλλήθωρα μαύρα μάτια, κάτω από την οροσειρά των ενωμένων φρυδιών της. Τα μαλλιά της, γκρίζα και στιλπνά ήταν πιασμένα σε έναν κότσο και θύμισαν στον Δανιέλ τη καλοχτενισμένη χαίτη αλόγου.

«Τόσο νέος και τόσο απελπισμένος», του είπε με μια βραχνή φωνή που έσταζε γλυκά αυγουστιάτικα δειλινά. «Μα εγώ έχω τη λύση για τον πόνο που νοιώθεις, που σε κάνει να φεύγεις από το σπίτι σου».

Ο Δανιέλ κοίταξε γύρω του αμήχανα κι ύστερα στα κατάμαυρα αλλήθωρα μάτια της προσπαθώντας να καταλάβει αν απευθυνόταν σ’ αυτόν.

«Σε σένα μιλάω νεαρέ Αρκάδιο», έγνεψε εκείνη.

«Πως ξέρεις το όνομά μου; Ποια είσαι;»

Η τσιγγάνα σήκωσε το πηγούνι της. «Το όνομά μου είναι Καταρίνα· στις φλέβες μου κυλάει το αίμα του Τζων Φα, κι αν δεν είχαν προδώσει την οικογένειά μου πίσω στην παλιά πατρίδα, τώρα θα ήμουν μια βασίλισσα», αποκρίθηκε με στόμφο, «κι εσύ αγόρι, είσαι διάφανος και καθαρός, οι σκέψεις σου και η καρδιά σου είναι ορατά για μένα, όπως το ποντίκι σε μια κουκουβάγια κάτω από το ολόγιομο φεγγάρι».

«Πολύ καλή προσπάθεια κυρία, αλλά… πολύ μελόδραμα. Και τώρα συγχωρέστε με· πρέπει να φύγω», έβηξε ο Δανιέλ. Σήκωσε τη βαλίτσα του κι άρχισε να της γυρίζει την πλάτη..

«Ξέρω ότι φεύγεις εξαιτίας μιας γυναίκας», είπε μαλακά η Καταρίνα· η φωνή της ίσα που ακούστηκε μέσα στην οχλοβοή.

Ο Δανιέλ κοκάλωσε και γύρισε μεταβολή. Έσφιξε το χοντρό δερμάτινο χερούλι της βαλίτσας του.

«Άκου», άρχισε να λέει, «δεν ξέρω πως…»

«Ξέρω πως είσαι δεκαοχτώ και πως είναι η πρώτη φορά που ταξιδεύεις μόνος σου», τον διέκοψε η Καταρίνα, «κι ότι είσαι φορτωμένος με ντροπή και θυμό και θλίψη. Για εκείνη. Για την Πιλάρ… Αχ εσείς οι νέοι! Ένα ‘όχι’ και φέρνετε την συντέλεια του κόσμου!».

«Αν ξέρεις όλα αυτά, τότε πρέπει να ξέρεις ότι δεν ήταν μονάχα ένα απλό ‘όχι’. Ήταν κι άλλα… Με εξευτέλισε και με…», άρχισε να λέει ο Δανιέλ με τρεμάμενη φωνή. Ένοιωθε ότι όλοι στον σταθμό τους κοιτούσαν.

Η Καταρίνα τον άγγιξε στον ώμο και τρία ασημένια βραχιόλια που είχε περασμένα στο χέρι της κροτάλισαν μουσικά. «Το ξέρω. Μπορώ να πάρω τον πόνο που έχεις μέσα σου. Σου τ’ ορκίζομαι στα χώματα της πατρίδας μου πέρα από τον ωκεανό».

Ο Δανιέλ άφησε κάτω την βαλίτσα και κοίταξε ξανά γύρω του. Είχε αρχίσει η επιβίβαση. Μετεωρίστηκε για λίγο, πότε κοιτώντας τα σκοτεινά μάτια της τσιγγάνας και πότε τον κόσμο που ανέβαινε στα βαγόνια. Ήταν απίστευτο αυτό που συνέβαινε. Ήταν σίγουρος πως η τσιγγάνα ήταν μια ευφυής λωποδύτισσα… Κι όμως… Ξεφύσησε κουρασμένα. «Τι πρέπει να κάνω;», ρώτησε κι εκείνη τη στιγμή διαπίστωσε πόσο απελπισμένος πραγματικά ήταν.

«Πρώτα, θα πρέπει να με πληρώσεις»

«Πόσο;»

«Όσα έδωσες για το εισιτήριο μέχρι την Κόρδοβα»

«Τι; Πολλά είναι!»

«Ας ταξίδευες κάπου πιο κοντά», χαμογέλασε εκείνη αποκαλύπτοντας τα κάτασπρα, μικρά της δόντια.

Ο Δανιέλ ξεφύσησε πάλι, έβγαλε βιαστικά το πορτοφόλι του και πλήρωσε την Καταρίνα. «Δεν το πιστεύω αυτό που κάνω», μουρμούρισε.

«Μη λες ψέματα στον εαυτό σου· αν δεν το πίστευες πραγματικά, δεν θα το έκανες», είπε η τσιγγάνα κι εξαφάνισε σε μια τσέπη του κόκκινου ρούχου της τα λεφτά. Ύστερα σοβάρεψε και άπλωσε τα χέρια της με τις παλάμες μπρος τα κάτω. «Ένωσε τις παλάμες σου με τις δικές μου και μη φοβάσαι, δεν θα πάρει πολύ», πρόσταξε.

Ο Δανιέλ άπλωσε τα χέρια του κι έκανε όπως του είπε η τσιγγάνα. Οι παλάμες της ήταν δροσερές σαν μάρμαρο. Εκείνη έκλεισε τα μάτια, έσκυψε το κεφάλι κι άρχισε να μουρμουρίζει. Σύντομα ένοιωσε τις παλάμες του να θερμαίνονται. Κι όσο η Καταρίνα μουρμούριζε, οι παλάμες του θερμαίνονταν όλο και πιο πολύ, όλο και πιο πολύ, ώσπου στο τέλος σχεδόν έκαιγαν, μα του ήταν αδύνατο να αντιδράσει, τα χέρια του είχαν κοκαλώσει. Και τότε το τρένο σφύριξε δυνατά, τον έβγαλε από εκείνη την αποχαύνωση και την ακινησία, και του έδωσε τη δύναμη να τραβηχτεί.

Στη δεξιά του παλάμη βρισκόταν ένα μαύρο γυαλιστερό βότσαλο.

«Αυτός είναι ο πόνος που έχεις μέσα σου», είπε η Καταρίνα, και με το χέρι της έκλεισε τη γροθιά του νεαρού γύρο από το βότσαλο. Τον πλησίασε και σχεδόν κόλλησε πάνω του, για μια στιγμή τα σώματα τους ακούμπησαν το ένα στο άλλο, φέρνοντας τον Δανιέλ σε αμηχανία. «Κράτησε το και μόλις το τρένο ξεκινήσει, πέτα το έξω. Σου τ’ ορκίζομαι ότι όσο απομακρύνεσαι από το σημείο που έπεσε το βότσαλο, τόσο καλύτερα θα νοιώθεις».

«Ελπίζω να ‘χεις δίκιο», είπε ο Δανιέλ καθώς σήκωνε την βαλίτσα του ̇ το πρόσωπό του είχε αναψοκοκκινίσει κι ένοιωθε το σκληρό κολάρο του πουκαμίσου του να τον πνίγει. Ύστερα έπιασε το χερούλι του βαγονιού και ανέβηκε στην αμαξοστοιχία.

«Αντίο αγόρι, να προσέχεις. Βλέπω ότι έχεις κι εσύ λίγο τσιγγάνικο αίμα μέσα σου.», είπε με έναν τόνο αναπάντεχης στοργής η Καταρίνα κι εξαφανίστηκε στο πλήθος.

Το τρένο σφύριξε για μια τελευταία φορά και με ένα αγκομαχητό ζωντανού πλάσματος άρχισε να κινείται. Ο Δανιέλ βολεύτηκε στη θέση του -μοιραζόταν την καμπίνα με ένα αντρόγυνο μεσήλικων που ανέδιδε την μυρωδιά της πλήξης – και άνοιξε το παράθυρο. Χάιδεψε για μια τελευταία φορά τη λεία επιφάνεια του βότσαλου με τον δείκτη και τον αντίχειρα κι ύστερα το πέταξε πίσω, προς τον σταθμό του Μπουένος Άιρες που γινόταν όλο και πιο μικρός και κάθισε στη θέση του, χωρίς να δώσει την παραμικρή σημασία στα απορημένα βλέμματα του ζεύγους. Πήρε μια βαθιά ανάσα. Αποφάσισε να πάρει έναν υπνάκο. Όταν θα ξυπνούσε θα είχαν βγει για τα καλά στις αχανείς πεδιάδες της πάμπας.

Καθώς βολευόταν για να κοιμηθεί, συνειδητοποίησε ότι η Καταρίνα είχε δίκιο. Η θλίψη και η οργή είχαν αρχίσει να φεύγουν από μέσα του, ή μάλλον να σβήνουν, όπως η φλόγα σε ένα καντήλι δίχως λάδι. Είχε την εντύπωση πως όσα του είχαν συμβεί τις τελευταίες εβδομάδες είχαν συμβεί σε κάποιον άλλον, κι αυτός τα είχε βιώσει σαν ένας τυχαίος περαστικός.

Ύστερα από μερικά χιλιόμετρα το σφίξιμο που είχε στην καρδιά τις τελευταίες μέρες, εκείνο το σφίξιμο που δεν τον άφηνε να φάει ή να κοιμηθεί, που όριζε την ύπαρξη του, είχε εξαφανιστεί εντελώς. Και μαζί μ’ αυτό, ο Δανιέλ αντιλήφθηκε -με μεγάλη έκπληξη και δυσαρέσκεια- ότι δεν ήταν το μόνο πράγμα που άφησε πίσω του: Το πορτοφόλι του είχε κάνει φτερά από την τσέπη του παντελονιού του.

 

 

 

Ο Γιώργος Κοντόπουλος γεννήθηκε το 1978 και ζει στην Αθήνα. Σπούδασε γραφικές τέχνες και από το 2001 έχει εργαστεί σε εφημερίδες, περιοδικά και εκδοτικούς οίκους.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top