Fractal

«Ο πατέρας τις νύχτες έτρωγε ζάχαρη»

Γράφει η Ελένη Γκίκα //

 

Ξενοφών Α. Μπρουντζάκης «Το λευκό κουστούμι», εκδ. Καστανιώτη

 

«Όχι, δεν θυμάμαι ημερομηνία, θυμάμαι όμως που χιόνισε. Παντού γύρω πυκνό, αφράτο, ατσαλάκωτο χιόνι ως μέσα βαθιά στη θάλασσα στρωμένο. Τόσο χιόνι, τόσο λευκή σιωπή. Τίποτα δεν ακουγόταν, θαρρείς πως οι θόρυβοι σκεπάστηκαν κι αυτοί από το χιόνι. Άσπρισε η θάλασσα. Ημερομηνία δεν θυμάμαι, αλλά ακόμα δεν είχαν μπαζώσει το λαγκάδι, δεν είχαν ξεριζώσει τις λεύκες, δεν είχαν πουλήσει το χιόνι. Τέτοια εποχή ήταν πάνω κάτω».

Ιστορία ενηλικίωσης, τοιχογραφία μιας εποχής, η ιστορία του προηγούμενου αιώνα μέσα από τους ανώνυμους πρωταγωνιστές, το πορτρέτο ενός αγαπημένου συγγραφέα, εν ολίγοις η περίληψη του κόσμου του και του κόσμου μας είναι το καινούργιο μυθιστόρημα του Ξενοφώντα Μπρουντζάκη που με ξάφνιασε και με συγκίνησε πολύ.

Για πολλούς λόγους.

Κατ’ αρχάς για την αφηγηματική του δεινότητα. Τις εναλλαγές του αφηγητή να ξαναγίνεται παιδί, να συνομιλεί με τον απόντα πατέρα και με την φωτογραφία του παππού, να αναπλάθει σκηνές και εποχές, να ξανακάνει παρόντα τα περασμένα, να ζωντανεύει ανθρώπους και περιοχές. Την Τήνο, τα Εξάρχεια, τους ανθρώπους του νησιού, τους οικείους, τους διανοούμενους των Εξαρχείων, τον συγγραφέα με το λευκό κουστούμι…

Για την ατμόσφαιρα που μεταδίδει και τον αφηγητή του που γίνεται παιδί και ενήλικος, βλέπει τα πράγματα όπως τότε αλλά και μετά όλα τούτα, όπως σήμερα, ταυτοχρόνως.

Είναι σα να διαστέλλεται ο χρόνος και η στιγμή να γίνεται αιώνια στιγμή, και διαρκής και αδιάλειπτος Χρόνος.

Για την λαχτάρα του παιδιού να φύγει σε σημείο που να βλέπει το σπίτι καράβι, περιορίζει η θάλασσα όπως περιορίζουν και τα βουνά. Θυμήθηκα άθελά μου εμένα στο Κορωπί να επαναστατώ παρομοίως μέσα σε εκείνο το νεανικό μου βιβλιοπωλείο με το βιβλίο της Οζακίν της τουρκάλας μονίμως στις προθήκες με τον γιγαντιαίο τίτλο του «Θα πρέπει να γεράσω εδώ;»

Για τον τρόπο που αναφέρεται ψύχραιμα αλλά και καίρια με λέξεις καρφιά στην καρδιά στην διακεκαυμένη ζώνη της ιστορίας, στον εμφύλιο, στον πατέρα που ήταν στο μέτωπο, στον παππού που πολέμησε οκτώ χρόνια συναπτά. Στους νεκρούς και στο αίμα και στο δράμα που χωρά σε μια γραμμή ιστορίας, στο μακελειό που χωρά σε κάθε ιδεολογία, στους αθώους κι ανώνυμους που κανείς δεν τους κλαίει και κανείς δεν τους μετρά…

Για το χιούμορ του, ναι ο Ξενοφών έχει χιούμορ ακόμα και στα πικρά. Το πλυντήριο ρούχων που γίνεται η βάση για τη σκάφη, ο τρόπος που περιγράφει τα γεγονότα και τους ανθρώπους στο νησί, το ιδιαίτερο μπαούλο εξ Αμερικής που γίνεται μπαουλοντίβανο…

Για τον Αντώνη Σουρούνη και τον τρόπο που τον σκιαγραφεί…

«Ο άντρας με το λευκό κουστούμι

Φορούσε ένα λευκό κουστούμι. Να ήταν προχωρημένη άνοιξη, αρχές καλοκαιριού ή φθινοπώρου. Ήταν τόσο εξωφρενικό να κυκλοφορεί κάποιος στην παραλία του νησιού με λευκό κουστούμι και καπέλο, που έμεινα χάσκοντας να τον κοιτώ αχόρταγα λες κι ήμουν μάρτυρας ενός σπάνιου θεάματος, ενός μοναδικού φαινομένου. Τον θυμάμαι να προχωρεί με βήμα περιπάτου στο ύψος του σπιτιού της Μαρίας με τις φωτογραφικές μηχανές και να κατευθύνεται προς την εξέδρα»….

 

Ξενοφών Μπρουντζάκης

 

Για τα κεφάλαια που ανοίγει και τους τίτλους που δίνει, για τη μεταφυσική του θανάτου του πατέρα σκηνή, για τα κινηματογραφικά ενσταντανέ που ζωντανεύουν μια ολόκληρη εποχή. Όπως μια ολόκληρη εποχή εμπεριέχεται και σε κάθε κεφάλαιο. Με αδρές γραμμές, αλλά ολόκληρη, καθαρή.

Για το δοκίμιο περί θανάτου που αφιερώνει στον θάνατο του πατέρα. Ενδεχομένως το πιο σημαντικό για κείνον αλλά και για το βιβλίο.

Αλλά πιο πολύ για το χιόνι κι εκείνο το λευκό κουστούμι που αξιώθηκε να το φορέσει κι ο ίδιος κι ας ελπίσουμε πώς όταν συνέβη μπορεί να μας καμαρώνει απ’ όπου κι αν είναι κάποιος μπαμπάς…

Μια ιστορία ενηλικίωσης ενός παιδιού, τελικά, και μιας χώρας. Με σκηνές που πονάνε και δροσίζουν ταυτοχρόνως, με νοσταλγία τόσο όσο, σε σημείο που να είναι εν τέλει μνήμη, ιστορία, και όχι μελό.

Με πολλές σιωπές που θα λάτρευε κι ο πατέρας, με αξιοπρέπεια αλλά και με αρχοντιά, όπως είπε ο Κυριάκος Αθανασιάδης, χαρακτηριστικά.

Διαβάζοντάς το πολλές φορές έκλαψα και γέλασα. Αλλά πιο πολλές ξανασκέφτηκε τον θάνατο, τον χρόνο, τα μάταια πάθη των ανθρώπων, την ουράνια μηχανική της ζωής, ειδικά.

Μικρό απόσπασμα: «Μου άρεσε εκείνο το σακάκι όσο ακριβώς μου άρεσε κι εκείνο το λευκό, χιονάτο κουστούμι του άγνωστου άντρα. Ενός άντρα που διέθετε την απαράμιλλη γενναιότητα να κυκλοφορεί με μια τόσο ξεχωριστή ενδυμασία ανάμεσα σε νησιώτες που δεν αναγνώριζαν τίποτα πέρα από τη θαλασσινή αύρα που σήκωνε η όστρια και τους περόνιαζε τα κόκκαλα. Θα τολμούσα άραγε να το φορέσω παρά τον θαυμασμό μου; Όταν μεγάλωνα ακόμα λίγο, σίγουρα θα το δοκίμαζα, θα έμπαινα στον πειρασμό όπως δοκιμάζει κάποιος το πρώτο χιόνι».

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top