Fractal

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ: Το πένθος μιας γενιάς

Γράφει η Διώνη Δημητριάδου //

 

Αλέξης Πανσέληνος: “Λάδι σε καμβά”, εκδόσεις Μεταίχμιο

 

Τότε, μέσα της δεκαετίας του ’60, ο κόσμος όλος ήταν όπως εμείς – είκοσι χρονών. Μαζί µε εμάς είχε ξαναγεννηθεί η ζωή, όλα είχαν αλλάξει […] Το φως μιας επανάστασης αχνόφεγγε, ο παλιός κόσμος βούλιαζε και εμείς, απομακρυσμένοι από το όλο και πιο απρόσωπο κέντρο της πόλης, κρυμμένοι στις παραµεληµένες γειτονιές της, φέρναμε τον καινούργιο. (σ. 16).

Το χρονικό πλαίσιο μέσα στο οποίο εκτυλίσσεται  η  καινούργια ιστορία του Αλέξη Πανσέληνου είναι η δεκαετία του ’60, εκεί στα μισά της, τότε που στα μάτια των νέων έμοιαζε να αλλάζει ο κόσμος, ενώ ταυτόχρονα μαύρα σύννεφα έκαναν την εμφάνισή τους στον πολιτικό ορίζοντα προμηνύοντας τη σκοτεινή περίοδο που θα ακολουθούσε. Δεν είναι πρωτόγνωρη στην πεζογραφία η άντληση της θεματικής από τα χρόνια αυτά, ωστόσο κάθε φορά το ενδιαφέρον εντοπίζεται στον τρόπο προσέγγισης. Στο Λάδι σε καμβά του Πανσέληνου το πολιτικό κλίμα βρίσκεται στο φόντο, ως απλή υπενθύμιση της αντίστιξης ανάμεσα στον προσωπικό μικρόκοσμο και την ευρύτερη ιστορία που κινείται στον δικό της ρυθμό αγνοώντας τις μικρές, προσωπικές ιστορίες. Ενίοτε έρχεται στο προσκήνιο για να υπογραμμισθεί η αναπόφευκτη κάποια στιγμή τομή των δύο κόσμων· κανείς δεν μπορεί να ζήσει προστατευμένος στο μικρό του κουκούλι, κάποτε έρχεται η ώρα να βιώσει το πένθος της γενιάς του, για μια ζωή που το νήμα της κόπηκε πριν ακόμη ξεκινήσει.

Ο ήρωας της ιστορίας, ο Σπύρος, με κλίση στη ζωγραφική από μικρός, είναι σπουδαστής στη Σχολή Καλών Τεχνών, φιλοξενούμενος για το καλοκαίρι του ’66 στο νησί καταγωγής του πατέρα του, στο σπίτι του Φαίδωνα Καραλή, γνωστού ζωγράφου και φίλου των γονιών του. Εκεί θα έρθει σε επαφή από τη μια με τα μυστικά της αληθινής τέχνης αλλά και από την άλλη με τον έρωτα, αφού θα βρεθεί μπροστά στην πρόκληση τόσο της μεγαλύτερης κόρης, της Ειρήνης, όσο και της ανήλικης Γωγώς. Μπερδεμένος στα αισθήματά του για τη δωδεκάχρονη Γωγώ, θα αποδεχθεί τη σχέση με τη μεγαλύτερη αδελφή, προκαλώντας τη οργή της μικρής, και θα αναγκαστεί να φύγει από το νησί. Όσο περισσότερο θα απομακρύνεται από τις μνήμες αυτού του καλοκαιριού, όσο θα νιώθει πάνω του την επίδραση της περιρρέουσας ατμόσφαιρας (χούντα, φοιτητικές εξεγέρσεις, γεγονότα Νομικής, Πολυτεχνείο, Μεταπολίτευση) τόσο θα απομακρύνεται από αυτό που πιο πολύ αγαπά, την τέχνη του, καταλήγοντας στην πατρική επιχείρηση με τις ηλεκτρικές συσκευές και επιτρέποντας στον εαυτό του, ως μόνη ενασχόληση με την τέχνη, την απόλαυση  της μουσικής.

Διαβάζοντας το βιβλίο, δεν ξέρω αν περισσότερο με ελκύει η ίδια η γραφή, καθώς  γνωρίζει άριστα τη χρήση της περιγραφής (ουσιαστική εκεί που πρέπει να σκιαγραφηθεί τόσο το πρόσωπο των ηρώων, προκειμένου αυτοί να γίνουν περίοπτοι και αληθινοί, όσο και ο περιβάλλων χώρος, για να μην αφεθούν τα πρόσωπα να αιωρούνται χωρίς έδαφος να πατήσουν) σε συνδυασμό με την αφήγηση, ουσιαστική και αυτή, με ρυθμό αυξομειούμενο αναλόγως της πλοκής, με σωστή διαχείριση των χρονικών διαστημάτων. Ίσως το αναγνωστικό ενδιαφέρον να εντοπίζεται στην υπενθύμιση μιας ιστορικής περιόδου σημαδιακής ή αν εν τέλει περισσότερο γοητευτική να είναι η πλοκή γύρω από τα πρόσωπα και η στενή τους σχέση με τους δρόμους της Τέχνης, την οποία σχεδόν όλοι ακολουθούν, ο καθένας με τον δικό του τρόπο. Ίσως η μυθοπλασία να αποτελεί τον μανδύα για ένα δοκίμιο γύρω από την Τέχνη (εδώ τη ζωγραφική), τις δεσμεύσεις που απαιτεί αλλά και την αναπόφευκτη καμιά φορά επιλογή της εγκατάλειψής της. Δύσκολο ή και όχι αναγκαίο να εντοπισθεί η συγγραφική πρόθεση. Σε κάθε περίπτωση, μια από τις πιο ενδιαφέρουσες τωρινές εκδόσεις και μια από τις καλύτερες ιστορίες του Πανσέληνου, για την ικανότητα να δώσει μια ολόκληρη εποχή μέσα στο μικρό σώμα μια σύντομης (μόλις διακοσίων σελίδων) αφήγησης, όσο και για την επισήμανση κάποιων από τις κύριες παραμέτρους στη θεματική γύρω από την Τέχνη.

 

Αλέξης Πανσέληνος

 

 

Απόσπασμα

Σκέφτομαι όμως συχνά ότι κάτι μέσα μου με έκανε να χάσω την πίστη στον εαυτό μου. Δεν θεωρώ πως είμαι πραγματικά κακός άνθρωπος. Αν και μπορεί να είμαι. Αλλά ένας καλλιτέχνης πρέπει να είναι και να νιώθει αγνός για να δημιουργήσει – να διατηρεί μέσα του το μικρό παιδί που υπήρξε, αλλιώς η ζωή του και η τέχνη του τρέχουν σε λάθος ράγες. Δεν θα άντεχα να ζωγραφίζω τις τύψεις μου για τις αποτυχίες και το σκοτάδι μέσα μου. Ο κόσμος που έρχεται να δει τις ζωγραφιές μας θέλει να βγει απ’ τα σκοτάδια και να αντικρίσει φως. Αν δεν έχεις φως να προσφέρεις, τότε κάνεις κακή τέχνη. Άλλοι ίσως αντέχουν και το κάνουν. Εγώ δεν θα άντεχα. Προτίμησα να υποχωρήσω και να σωπάσω. (σ. 204).

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top