Fractal

Κανένας δεν μπορεί να μείνει για πάντα στον κήπο της Εδέμ!

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

 

 

James Baldwin, “Το δωμάτιο του Τζοβάνι”. Mετάφραση: Τερέζα Βεκιαρέλλη». Εκδόσεις Μεταίχμιο, 2018

 

«Το δωμάτιο του Τζοβάνι» είναι γραμμένο στα 1956, πολύ πριν δηλαδή κάνει την εμφάνισή του δυναμικά και επαναστατικά στο προσκήνιο της ιστορίας το γνωστό Κίνημα απελευθέρωσης των ομοφυλοφίλων. Παρ’ όλο που το Παρίσι, στο οποίο διαδραματίζεται κατά κύριο λόγο το συγκεκριμένο μυθιστόρημα,  είναι γενικά αναγνωρισμένο και θεωρείται ένας από τους εμβληματικούς γεωμετρικούς τόπους των LGBT της Ευρώπης, η πόλη του φωτός και τα περίχωρά της δεν είχαν πάντα τόσο ανεκτική συμπεριφορά απέναντι σε αυτή την παραγκωνισμένη, για μεγάλο χρονικό διάστημα, κοινωνική ομάδα. Ίσως σε μεγάλο βαθμό, βέβαια, να συνετέλεσαν σε αυτό δυσμενώς και κάποια δύσκολα ιστορικά γεγονότα και να άφησαν το δικό τους αποτύπωμα ορισμένες οξύαιχμες καμπές της ιστορίας. Για παράδειγμα, να αναφέρουμε πως κατά την διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι Ναζί που κατέλαβαν τη Γαλλία αύξησαν την ηλικία της νόμιμης σεξουαλικής επαφής για τους ομοφυλόφιλους στα εικοσιένα έτη, ενώ αντιστοίχως η ηλικία συναίνεσης για τους ετεροφυλόφιλους ορίστηκε στα δεκαπέντε. Ακόμη και μετά το τέλος του μεγάλου πολέμου που συντάραξε τη γηραιά ήπειρο, ο νόμος περί της εν λόγω συναίνεσης παρέμεινε σε ισχύ απαράλλαχτος,  μέχρις ότου τελικά γίνουν κάποιες τροποποιήσεις το 1974. Αυτό αποδεικνύει περίτρανα ότι το Παρίσι δεν ήταν μια απόλυτα φιλόξενη και ισότιμη πόλη στα μέσα του εικοστού αιώνα, αν και είναι επίσης αλήθεια ότι η παριζιάνικη καλλιτεχνική σκηνή ήταν αρκετά ανεκτική σε όλους, και με πολλούς γκέι συγγραφείς που δραστηριοποιούνταν στον αστικό της ιστό, όπως ο γνωστός  Ζαν Ζενέ. Βρισκόμαστε εκεί, κάπου στη δεκαετία του 1950, εποχή κατά την οποία ο ίδιος ο Τζέιμς Μπόλντουιν ζούσε στο Παρίσι, έχοντας μετακομίσει από τις Ηνωμένες Πολιτείες για να ξεφύγει από τον έντονο και διάχυτο ρατσισμό που μάστιζε αλύπητα διάφορες κοινωνικές ομάδες στο εσωτερικό της χώρας του. Αλλά, βεβαίως, δεν ήταν ο μόνος μαύρος καλλιτέχνης που ζούσε στο Παρίσι ή στη Γαλλία, καθώς και άλλοι μαύροι συγγραφείς όπως ο Ρίτσαρντ Ράιτ (Richard Wright, 1908-1960), ο Γουίλιαμ Γκάρντνερ Σμιθ (William Gardner Smith, 1927-1974), ο Τσέστερ Χάιμς (Chester Himes, 1909-1984), ο Richard Gibson και πολλοί άλλοι μετανάστευσαν επίσης, για τους ίδιους περίπου λόγους, και ζούσαν στο Παρίσι. Όλοι εκείνοι αποτέλεσαν μια μικρή αλλά πολιτισμικά σημαντική σκηνή δημιουργικών Αμερικανών καλλιτεχνών που αναζητούσαν την πολυπόθητη ελευθερία και ισότητα εκτός του γεωγραφικού περιγράμματος των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής.

Ο Μπόλντουιν, να υπενθυμίσουμε για την ιστορία, καθιερώθηκε στο λογοτεχνικό στερέωμα με το πρώτο του βιβλίο, «Go Tell It On The Mountain», το οποίο στη χώρα μας κυκλοφόρησε το 2006, με τίτλο «Φώναξέ το στα βουνά» από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο και σε μετάφραση της Μαρίας Κονδύλη. Με βάση την επιτυχία αυτού, οι κριτικοί, οι αναγνώστες και οι εκδότες στην ουσία περίμεναν να συνεχίσει να γράφει για τους μαύρους Αμερικανούς και τη θρησκεία, γι’ αυτό και οι περισσότεροι άνθρωποι εξεπλάγησαν τα μέγιστα όταν είδαν  το δεύτερο μυθιστόρημά του, που άκουγε στο όνομα «Το δωμάτιο του Τζοβάνι», να αφορά έναν λευκό που αγωνίζεται στη Γαλλία να συμβιβαστεί με την ατομική του σεξουαλική ταυτότητα. Ωστόσο, γρήγορα όλοι διαπίστωσαν πως το συγκεκριμένο μυθιστόρημα του Μπόλντουιν έγινε αρκετά δημοφιλές και ο συγγραφέας του συνέχισε την δύστροπη εξερεύνηση της σεξουαλικότητας στο τρίτο μυθιστόρημά του, το «Another Country», το οποίο επανεξετάζει τα θέματα της απιστίας και της αμφιφυλοφιλίας. Στην ελληνική γλώσσα, σημειωτέον, κυκλοφόρησε ως «Μια άλλη χώρα» σε μετάφραση του Κωστή Αρβανίτη, από τις Εκδόσεις Πατάκη, το 2003. Ωστόσο, «Το δωμάτιο του Τζοβάνι» άνοιξε το δρόμο για να έρθουν τα επόμενα μυθιστορήματα που αφορούσαν και αναφέρονταν στην κοινότητα LGBT, όπως για παράδειγμα το βιβλίο του Αντρέ Ασιμάν (André Aciman, 1951- ) «Call Me by Your Name», ένα βιβλίο που ακολουθεί επίσης την προσπάθεια ενός νεαρού άνδρα να κατανοήσει τον σεξουαλικό του προσανατολισμό (Στη χώρα μας ως «Να με φωνάζεις με τ’ όνομά σου», σε μετάφραση του Νίκου Α. Μάντη, από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, 2018). Ένα βιβλίο για έναν παράφορο και μη αναμενόμενο έρωτα μεταξύ δύο νεαρών, με φόντο την Ιταλία της δεκαετίας του 1980.

Επανερχόμενοι εις τα καθ’ ημάς, ως νεωτεριστικό μυθιστόρημα «Το δωμάτιο του Τζοβάνι» διαθέτει χαρακτηριστικά απλή και λιτή γλώσσα, έναν αποξενωμένο αφηγητή ο οποίος εστιάζεται κατά κύριο λόγο στην εσωτερική του πάλη για ταυτότητα και σεξουαλικότητα. Λαμβάνοντας αυτά υπ’ όψιν, «Το δωμάτιο του Τζοβάνι» είναι παρεμφερές  με ορισμένα άλλα βιβλία αυτού του κινήματος, όπως το «Μαγικό βουνό» του Τόμαν Μαν, και το μυθιστόρημα «Ο φύλακας στη σίκαλη» (The Catcher in the Rye) του Τζ. Ντ. Σάλιντζερ (J.D. Salinger, 1919-2010) που δημοσιεύτηκε στα 1951. Ο Ντέιβιντ, ο πρωταγωνιστής και κύριος χαρακτήρας του βιβλίου, είναι ένας Αμερικανός που ζει στο Παρίσι, όπως ο ίδιος ο συγγραφέας του, άλλωστε. Θα μπορούσαμε εύκολα να ισχυριστούμε ότι το βιβλίο κατά κάποιο τρόπο, και από μια άλλη άποψη, ευθυγραμμίζεται ή βρίσκεται σε παράλληλη τροχιά με τα παλαιότερα μοντερνιστικά έργα της αποκαλούμενης «Χαμένης Γενιάς» (Lost Generation),  όπως για παράδειγμα το αρκετά γνωστό «Ο ήλιος ανατέλλει ξανά» (The Sun also Rises) του Έρνεστ Χέμινγουεϊ, όπως αρέσκονταν πολλοί να  χαρακτηρίζουν τους Αμερικανούς ομογενείς που προτιμούσαν, για διάφορους λόγους ο καθένας τους, να ζουν  στην Ευρώπη και μακρυά απ’ την γενέτειρα Αμερική.

Το μυθιστόρημα, διαδραματίζεται στο Παρίσι της δεκαετίας του 1950. Αφού κοιμηθεί με τον Γκιγιόμ, με απώτερο σκοπό να πάρει πίσω την δουλειά του, ο Ντέιβιντ, πληροφορείται τελικά ότι εκείνος δεν έχει καμία διάθεση να τον προσλάβει. Εξαγριωμένος, ο Τζιοβάνι τον στραγγαλίζει μέχρι θανάτου με τη ζώνη της ρόμπας του. Ο Μπόλντουιν, προσωπικά, δεν πίστευε ότι ήταν απαραίτητο να εκχωρούνται και αποδίδονται ετικέτες σεξουαλικού προσανατολισμού και προτίμησης στους ανθρώπους, και υπήρξε ισχυρός υποστηρικτής των ατόμων ΛΟΑΤ (LGBT) πολύ πριν όλοι αυτοί γίνουν αποδεκτοί κοινωνικά. Παρ’ όλο που δεν το διατυμπάνιζε δημοσίως, δεν έκρυψε ποτέ το γεγονός ότι είχε σχέσεις με άντρες και, είναι γνωστό, ότι ήταν ένας από τους δύο γνωστούς μη ετεροφυλόφιλους άνδρες στο Κίνημα Πολιτικών Δικαιωμάτων. Αυτό βέβαια είχε δημιουργήσει κάποια προβλήματα  στη σχέση του με τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ ο οποίος είχε ορισμένες ομοφοβικές πεποιθήσεις και επιφυλάξεις πάνω στο συγκεκριμένο θέμα. Όταν ο Μπόλντουιν παρουσίασε αυτό το μυθιστόρημα στους εκδότες του (Knopf) εκείνοι αρνήθηκαν να το δημοσιεύσουν λόγω του περιεχομένου του, δηλαδή της εξερεύνησης της αμφιφυλοφιλίας και της ομοφυλοφιλίας, προτρέποντάς τον μάλιστα να κάψει το χειρόγραφο, να το ξεχάσει και να ασχοληθεί με την υπόθεση του ρατσισμού. Σε απάντηση, ο Μπόλντουιν έδωσε το βιβλίο  στον εκδοτικό οίκο  Dial Press, N.Y., ο οποίος ευτυχώς και το δημοσίευσε χωρίς κανένα ιδιαίτερο δισταγμό. Ντροπή, ατίμωση και ξεπεσμός, είναι κάποιες από τις λέξεις που χρησιμοποιήθηκαν για να περιγράψουν τα κύρια θέματα του μυθιστορήματος με την βασανισμένη και ατελέσφορη, τελικά, ερωτική σχέση μεταξύ του αμερικανικού αφηγητή, Ντέιβιντ, και του Τζοβάνι, του όμορφου και άκρως ελκυστικού νεαρού Ιταλού μπάρμαν. Ο τελευταίος απεικονίζεται εδώ κάπως απρόσβλητος από κάθε δυσφορία και ντροπή,  σε αντίθεση με τον Ντέιβιντ, τον αφηγητή. Η γενικότερη πάντως αίσθηση που δίνει η ανάγνωση του μυθιστορήματος,  είναι ότι η τραγωδία, η συντριβή και η κατάρρευση  είναι  το αναπόφευκτο αποτέλεσμα όχι τόσο  λόγω της επίμονης και έντονης επιθυμίας του ίδιου φύλου, αλλά των ψυχικών περιορισμών και δυνατοτήτων του Ντέιβιντ, ενός οδυνηρά τραυματισμένου ανθρώπου, στον οποίο ή ερωτική επιθυμία συγκρούεται δραματικά με την αβεβαιότητα και την αναποφασιστικότητα. Αλλά λέει σε ένα σημείο ο αφηγητής: «…η ζωή προσφέρει μόνο την επιλογή ανάμεσα στο να θυμάται κανείς τον κήπο (της Εδέμ) ή να τον ξεχάσει. Ή το ένα ή το άλλο: χρειάζεται δύναμη  για να θυμάσαι, χρειάζεται μια άλλου είδους δύναμη για να ξεχάσεις, πρέπει να είναι κανείς ήρωας για να τα κάνει και τα δύο. Οι άνθρωποι που θυμούνται τρελαίνονται από τον πόνο, τον πόνο να αναβιώνουν αιωνίως το θάνατο της αθωότητάς τους. Οι άνθρωποι που ξεχνούν παθαίνουν μια άλλου είδους τρέλα, την τρέλα της άρνησης του πόνου και του μίσους της αθωότητας. Κι’ ο κόσμος είναι κατά κανόνα χωρισμένος ανάμεσα σε τρελούς που θυμούνται και τρελούς που ξεχνούν. Οι ήρωες είναι σπάνιοι…»!

Η επιρροή της μεγάλης μορφής του Χένρι Τζέιμς στο «Δωμάτιο του Τζοβάνι»,  είναι αναμφισβήτητη και πανταχού παρούσα, καθώς και η ιδιότυπη λυρική αντίληψη του χρόνου. Τα περισσότερα πάντως και σημαντικότερα σημεία και κρίσιμα γεγονότα του μυθιστορήματος γίνονται γνωστά στον αναγνώστη  από τις πρώτες, ήδη,  σελίδες του βιβλίου. Έτσι γνωρίζουμε, ευθύς εξ’ αρχής, ότι ο Ντέιβιντ τελικά εγκατέλειψε τον Τζοβάνι, η πρώην αρραβωνιαστικιά του Ντέιβιντ, η Έλα,  μαθαίνοντας όλες τις λεπτομέρειες τον εγκατέλειψε  στη Γαλλία και επέστρεψε στις Ηνωμένες Πολιτείες, κι’ ακόμα ότι   ο Τζοβάνι  λόγω του φόνου που διέπραξε, καταδικάστηκε τελικά σε θάνατο. Τοιουτοτρόπως ο αφηγητής έχει όλη την ευχέρεια να μετακινείται ελεύθερα μέσα στις χρονικές συγκυρίες και της υπόθεσης. Φυσικά, απ’ την αρχή σχεδόν το κείμενο μας δίνει απλόχερα πληροφορίες για την παιδική ηλικία του Ντέιβιντ, φτάνοντας σταδιακά έως τις συγκινητικές στιγμές πολλών εδαφίων του μυθιστορήματος.

 

James Baldwin

 

Η Αμερική, η «αμετάκλητη κατάσταση» με τις γνωστές της μακρόχρονες κοινωνικές αδυναμίες και  ρατσιστικές της εντάσεις, είναι από τις βαθύτερες ανησυχίες του μυθιστορήματος, και αυτό φαίνεται συνεχόμενα στις σελίδες του. Και δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι όλα τα βιβλία που γράφτηκαν από  τους Αμερικανούς που ζούσαν στο εξωτερικό, αναφέρονται τελικά στην ίδια την Αμερική. Είναι η πιο βαθιά εμπειρία του να ζει κάποιος στο εξωτερικό όταν ανακαλύπτει, ίσως για πρώτη φορά, τι είναι γι’ αυτόν  πραγματικά το σπίτι του, μας λέει ο Μπόλντουιν μέσα στο βιβλίο. Ή τι σήμαινε το σπίτι, αφού το περιρρέον νόημα φαίνεται να εξαρτάται εν πολλοίς από την ίδια την απώλεια του. «Δεν έχεις σπίτι μέχρι να το εγκαταλείψεις», λέει ο Τζοβάνι στον Ντέιβιντ, «και τότε, όταν το αφήσεις, δεν μπορείς ποτέ να επιστρέψεις». Για τον Μπόλντουιν, η αμερικανική ταυτότητα, και να τονίσουμε εν προκειμένω πως στα δοκίμια του καθιστά σαφές ότι εννοεί τη λευκή αμερικανική ταυτότητα,  είναι μια περίπλοκη και περίτεχνη μορφή άμυνας, μια σειρά από μύθους που τεχνηέντως αποσκοπούν στην απομόνωση και στην προστασία του ατόμου από τον κυκεώνα των αφόρητων αληθειών και πραγματικοτήτων της ρατσιστικής κοινωνίας. Οι πιο δραματικές στιγμές και γραμμές του μυθιστορήματος για την Αμερική αποδίνονται στην Έλα στην τελική σκηνή του βιβλίου, όταν ξεκαθαρίζει τα πράγματα με τον Ντέιβιντ. «…Οι Αμερικανοί δεν θα ’πρεπε  να έρχονται ποτέ στην Ευρώπη», είπε, «δηλαδή δεν μπορούν ποτέ πια να ξαναείναι ευτυχισμένοι. Τι ωφελεί ένας Αμερικανός που δεν είναι ευτυχισμένος; Η ευτυχία ήταν το μόνο πράγμα που είχαμε…». Αλλά, φυσικά, μέσα απ’ τα λόγια της δεν μας κάνει γνωστό τι ακριβώς εννοεί αναφέροντας  την λέξη ευτυχία!

Ο Τζέιμς Μπόλντουιν (James Baldwin) γεννήθηκε στο Χάρλεμ το 1924, εγγονός ενός σκλάβου και το μεγαλύτερο από εννέα παιδιά. Δεν γνώρισε τον βιολογικό του πατέρα, τη θέση του οποίου πήρε αργότερα ο ιερέας Ντέιβιντ Μπόλντουιν. Με την πάροδο των ετών, η σχέση του Τζέιμς Μπόλντουιν με τον πατριό του Ντέιβιντ, θα αποδειχθεί αδύναμη αλλά ίσως τον επηρέασε να ακολουθήσει τον δρόμο του ιεροκήρυκα. Προετοιμάζοντας και παραδίδοντας αρκετά κηρύγματα την εβδομάδα, βοηθήθηκε αρκετά και πολυποίκιλα, γιατί εκείνη η ενασχόλησή του υπήρξε στην πραγματικότητα ένα σημαντικό βήμα στην σταδιακή ανάπτυξή του ως συγγραφέα, καθώς μέσα από  αυτόν τον ρόλο αναγκάστηκε να εξετάσει προσεκτικά ένα ευρύ φάσμα ανθρώπινων χαρακτήρων και συναισθημάτων στο συγκεκριμένο φυσικά περιβάλλον. Ο Μπόλντουιν στο μέλλον, συχνά έκανε παραπομπές σε εκείνη την εμπειρία του, όπως στο πιο γνωστό μυθιστόρημά του, «Go Tell It on the Mountain», καθώς και στο έργο «The Amen Corner». Μετά την αποφοίτησή του από το γυμνάσιο, ο Μπόλντουιν πέρασε το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου του στο Γκρίνουιτς Βίλλατζ, μια περιοχή που  εκείνη την εποχή ήταν στην κυριολεξία ένα κρησφύγετο δημιουργικότητας και προοδευτικής σκέψης, εργαζόμενος ως κριτικός βιβλίων. Περίπου αυτή την εποχή, ο επιφανής μυθιστοριογράφος Ρίτσαρντ Ράιτ εντόπισε το ταλέντο του Μπόλντουιν και τον βοήθησε να κερδίσει μια επιχορήγηση ώστε να εργαστεί απερίσπαστος πάνω σε ένα μυθιστόρημα και να συντηρεί ταυτόχρονα τον εαυτό του. Ο Μπόλντουιν μετακόμισε στο Παρίσι το 1948 με την ελπίδα να αποστασιοποιηθεί τόσο σωματικά όσο και ψυχολογικά από τα πολλαπλά κοινωνικά προβλήματα της Αμερικής, και βεβαίως  να καταφέρει  να γράψει για τη χώρα του πιο ξεκάθαρα. Το επιθυμητό αποτέλεσμα ήρθε το 1953, όταν δημοσίευσε το «Go Tell It on the Mountain». Ο Μπόλντουιν επέστρεψε στην Αμερική το 1957, οπότε ασχολήθηκε ενεργά με το Κίνημα των Πολιτικών Δικαιωμάτων. Αυτή ήταν και η αρχή της φημισμένης καριέρας του ως ειλικρινής ακτιβιστής  και κοινωνικά συνειδητός στοχαστής, υποστηρίζοντας δημόσια τις ειρηνικές λύσεις των πολλαπλών προβλημάτων και κυρίως των φυλετικών εντάσεων της Αμερικής. Τα τελευταία δέκα  χρόνια της ζωής του εργάστηκε στη Γαλλία, γράφοντας μια σειρά από ουσιαστικά έργα για την αμερικανική ταυτότητα μετά τις δολοφονίες των ακτιβιστών των πολιτικών δικαιωμάτων Μέντγκαρ Έβερς (Medgar Evers, 1925-1963) και Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ (Martin Luther King Jr, 1929-1968). Ο Τζέιμς Μπόλντουιν πέθανε από καρκίνο του στομάχου το 1987, στο όμορφο χωριό Σαιν-Πωλ-ντε-Βανς, στη Γαλλική Ριβιέρα.

 

 

Βιβλιογραφία για πληρέστερη ενημέρωση

  • Hilton Als: ‘Giovanni’s Room’ Revisited. The New York Times Style Magazine. 5, 2019.
  • Meg Wesling: Sexuality and statelessness: Queer migrations and national identity in James Baldwin’s Giovanni’s Room. Journal of Postcolonial Writing. 2019; 55:3, 323-336.
  • Linda M. Hess: The Menace of Gay Aging: James Baldwin’s Giovanni’s Room (1956). Queer Aging in North American Fiction. 2019: 51-73.
  • Γεώργιος Νικ. Σχορετσανίτης: Ο Τζέιμς Άρθουρ Μπόλντουιν στο Σαιν-Πωλ-ντε-Βανς. Περιοδικό Οδός Πανός. Τεύχος 186 (Σελίδες 54-59). Απρίλιος-Ιούνιος 2020.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top