Fractal

Κωνσταντία Σωτηρίου: Τριλογία πάνω στο Κυπριακό δράμα

Γράφει ο Χρυσόστομος Περικλέους // *

 

 

 

 

Σε τρία μυθιστορήματα “Η Αϊσέ πάει διακοπές”, “Φωνές από χώμα”, και “Πικρία Χώρα”, η Κωνσταντία Σωτηρίου ξετυλίγει το κουβάρι του κυπριακού δράματος 1964-1974.

 

  1. Η Αϊσέ πάει διακοπές, Εκδόσεις Πατάκη 2015

Η Χατισέ, πρώην Ελένη, γεννημένη σε χωριό της Πάφου, παιδί ακόμα χάνει μαζί πατέρα και μητέρα από τύφο και την φέρνει η αδελφή της σε φτωχογειτονιά του Αγ. Κασιανού όπου ζει με τον άντρα της. Στα είκοσί της ερωτεύεται τον Αρίφη, Τουρκοκύπριο νέο από τη γειτονιά, διώχνεται κακήν κακώς από την αδελφή της, πάει στον αγαπημένο της, τον παντρεύεται, και ζει μαζί του στην τουρκογειτονιά ως Χατισέ πλέον, κόβοντας κάθε δεσμό με το παρελθόν της. Όπως νομίζει. Τώρα, όταν γράφεται το βιβλίο, ζει με τον γιο της που απέκτησε με τον Αρίφη τον οποίο σκότωσαν άδικα Ελληνοκύπριοι κατά τις διακοινοτικές συγκρούσεις το ’64.

Ο τίτλος του μυθιστορήματος «Η Αϊσιέ πάει διακοπές» είναι το τουρκικό κρυπτογραφικό σύνθημα που παραπέμπει στην εισβολή. Ο μύθος όμως του βιβλίου καλύπτει μια ευρύτερη περίοδο και τα γεγονότα της εισβολής αποτελούν πολύ μικρό μέρος του. Θα επανέλθουμε σε αυτό.

Θα σταθούμε τώρα στη δομή του βιβλίου. Την οποία αν κατανοήσουμε, θα παρακολουθήσουμε ευκολότερα τη συγγραφέα στην εκδίπλωση του μύθου.

Πρόκειται για ένα πρωτοποριακό είδος γραφής που μπορεί να ξενίσει τον ανυποψίαστο αναγνώστη, καθώς δεν είναι μια συνεχόμενη αφήγηση. Είναι πιο πολύ κομμάτια αφηγήσεων, που αυθόρμητα και υποσυνείδητα ανακαλούνται στη μνήμη ή στα όνειρα της Χατισέ.

Φανταστείτε αυτό το μυθιστόρημα σαν ένα κολλάζ. Κομμάτια ρούχο, κομμάτια χαρτί, κομμάτια από λογής άλλα υλικά, άλλη αφή το καθένα, άλλα χρώματα, φορές το ένα δίπλα στο άλλο, φορές να μπήγεται το ένα μέσα στο άλλο, εκ πρώτης όψης εική και ως έτυχε.

Φανταστείτε τώρα τη συγγραφέα, την Κωνσταντία, να φτιάχνει αυτό το κολλάζ. Να κολλά κομμάτια στον καμβά, στην αρχή στην τύχη όπως νομίζετε, σιγά-σιγά να αρχίζετε να πιάνετε το δίχτυ που κρατά μαζί τα κομμάτια μέχρι που, στο τέλος, αναδύεται πλήρης η εικόνα και, στη συνείδησή σας, ολοκληρωμένη κι η ιστορία.

Ωστόσο, τα κομμάτια ιστορίας, τα γεγονότα, είναι μέρος μόνο του μυθιστορήματος. Είναι πιο πολύ πώς βιώνουν οι άνθρωποι τα γεγονότα, πώς αισθάνονται απέναντι σ’ αυτά. Κυρίως, πώς η Χατισέ επανασυνθέτει τα γεγονότα στη μνήμη της, πώς τα σημασιοδοτεί, πώς τα επανερμηνεύει μέσα στη διάρκεια του χρόνου. Πώς στροβιλίζονται μέσα της τα αισθήματα ενοχής ή αμαρτίας, πως αναμοχλεύονται μέσα της κι επικαλύπτονται οι δυο θρησκευτικές και πολιτισμικές ταυτότητες.

Στη δευτεροπρόσωπη αφήγηση που εκφράζει την έγνοια της Χατισέ για τον γιο της και παραστάσεις από την παιδική του ηλικία, παρεμβαίνουν κομμάτια από λαϊκά νανουρίσματα, «Αγια Μαρίνα τζιαι τζυρά που ποτζοιμίζεις τα μωρά», που παραπέμπουν στην απωθημένη χριστιανική της ταυτότητα. Στην αφήγηση αυτή, γραμμένη στην πανελλήνια δημοτική, το πρόσωπο που μιλά είναι η συγγραφέας, η οποία διαλέγεται με τη Χατισέ ως να είναι η μνήμη της, φέρνοντας στην επιφάνεια της συνείδησής της βιώματα γεγονότων, ανθρώπων και καταστάσεων.

Στη συνέχεια, μετά που προηγήθηκε το κακό προαίσθημα με τη μορφή κλάματος της κουκουβάγιας, η μεταφορά του Αρίφη νεκρού κι η εναπόθεσή του στην αυλή –λέγε σκηνή αμφιθεάτρου- παίρνει το σχήμα αρχαίας τραγωδίας. Όπου οι γειτόνισσές της, δίκην αρχαίου χορού, σε προφορική λαϊκή διάλεκτο, με λέξεις και με ύφος που εκφράζει φωναχτά τον πόνο και τον αποτροπιασμό στη γεύση του θανάτου, καθιστούν και τον αναγνώστη κοινωνό του δράματος:

Χάραμαν φου εφέραν της τον Αρίφην της πεθαμμένον πάνω στην τάβλαν. Χάραμαν φου, ξημέρωμαν θεού εφέραν τον Αρίφην πάνω στην τάβλαν. […] Είδεν τον πρώτα η γειτόνισσα η Εμινέ τζι έβαλεν φωνήν μεγάλην. Φωνές. εκτύπαν τα σιέρκα της πάνω της. «Έβκα έξω, έβκα έξω» της εφώναζεν. «Έβκα έξω, εφάαν μας τον οι γκιαούρηδες. Έβκα έξω. Να δεις Χατισέ!» Κουκουβά. Κουκουβά.

Όπως στροβιλίζονται τα γεγονότα στη μνήμη της Χατισέ, άλλοτε την παίρνουν στη γεύση του θανάτου των γονιών της στο χωριό, άλλοτε στη μετοικεσία και στις πρώτες γεύσεις του Ταχτακαλά, μικροπωλητές που διαλαλούν την πραμάτεια τους, φωνές, πολλές φωνές, «μια φασαρία, μια νεκατωσιά, έναν καρακασιαλλίκκιν που ξεκινά που την αυκήν», ξανά στο χωριό με το ανάγιωμα του καματερού και κάθε που βγάζαν το μετάξι, ξανά στη Χώρα κι η μαθητεία της στη ράφτρα την Κασιανή, πάλι το καματερό και πάλι η Κασιανή, τα ερωτικά ραβασάκια της Κασιανής και το ζευγάρωμα των πεταλούδων του καματερού. Και, σαν ρεφραίν, να επανέρχεται κάθε τόσο το «πουρκούριν» που μαγείρευε όταν της φέραν νεκρό τον άντρα της.

Κι ύστερα, που, έφηβη, τραγουδούσε τα βράδια στη μικρή τους την αυλή και μαζευόταν η γειτονιά να την ακούσει, μαζί κι ο Αρίφης, τραγούδια αγάπης ανάμικτα με πίκρα, πολλή πίκρα. Κάθε βράδυ κομμάτια από τη Ροδαφνούσα που γεύεται από τη μια την απαγορευμένη αγάπη του Βασιλιά, κι από την άλλη τη σκληρή εκδίκηση της Ρήγαινας. Κι ο Αρίφης να τυλίγεται στη φλόγα του έρωτα και να απορεί μαζί για την πολλή πίκρα που έχουν τα τραγούδια της. Κι εδώ πάλι, το κολλάζ της μνήμης. Κομμάτια αφήγησης, σφήνες μες στην αφήγηση κομμάτια από τραγούδι. Κι η πίκρα του τραγουδιού να σμίγει με το μαλλιοτράβηγμα της αδελφής της –λέγε της Ρήγαινας- για τον Αρίφη, κι η στριγκιά φωνή της αδελφής –λέγε της Ρήγαινας, «Διάλεξε τώρα, εμάς ή τον Αρίφη σου», -και πάλι το πικρό τραγούδι, πάλι η πίκρα, πόση πίκρα…

Καθώς γερνά, ανασυστήνεται η μνήμη στα όνειρά της. Κάποτε ο πατέρας, η μάνα, η αδελφή την καλούν με το παλιό της όνομα, Ελένη. Κάποτε ο Αρίφης, γεμάτος αίματα, την καλεί με το νέο της όνομα, Χατισέ. Κι είναι φορές που ο γιός της, μικρό μωράκι, τη φωνάζει Μάμμα. Δυο φύλλα δυόσμο και μια ποδιά κλαρωτή που είχε φέρει από το χωριό, ο χρυσός βαφτιστικός σταυρός της πολτοποιημένος από την αδελφή της τη στιγμή που την μαλλιοτραβούσε, κάτι μαυρόασπρες φωτογραφίες, το έγγραφο του γάμου της με τον Αρίφη… Βάζει την κατσαρόλα να φτιάξει πουργούρι –έχει να το μαγειρέψει από τον θάνατο του Αρίφη- έρχεται ο γιος της, άντρας όπως είναι τώρα, κοιτάζονται, την τρομάζει το πόσο μοιάζει με τον Αρίφη της…

Κλείνοντας, ερχόμαστε στα κομμάτια του κολλάζ από την αφήγηση της εισβολής. Κεντρικό σημείο το πώς πλέκονται τα κομμάτια και πώς αναδεικνύεται η ένταση που δημιουργεί η αντίθεση της ανάγνωσης των γεγονότων. Από την μια η Τουρκάλα γειτόνισσα, «Ήρθε η μάνα μας να μας σώσει, Ήρθε η Αϊσιέ να κάνει εδώ διακοπές», κι από την άλλη η σύνθετη με συνειρμούς του υποσυνείδητου ανάγνωση της Χατισέ. Με τρόπο αφηγηματικά αριστοτεχνικό, η συγγραφέας εισάγει στοιχεία της λαϊκής μυθολογίας ως προμήνυμα του κακού για να αναδείξει τη σύνθετη ανάγνωση της Χατισέ. Η οποία βλέπει οραματικά το επερχόμενο κακό, έξω και πέρα από τη μια ή την άλλη εθνική ταυτότητα. Βλέπει στον πόλεμο την έννοια του κακού που πλήττει όχι μόνο τους ανθρώπους αλλά και τη ζωή γενικά.

 

Κωνσταντία Σωτηρίου

 

  1. Φωνές από χώμα, Εκδόσεις Πατάκη 2016

Έχουμε κι εδώ ένα κολλάζ με κομμάτια αφηγήσεων. Όλες πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις όπου μιλούν εναλλάξ,

  • Από τη μια, η Τζεμαλιγιέ, η Τουρκοκύπρια πόρνη που σκοτώθηκε τα μεσάνυκτα της 21ης Δεκεμβρίου 1963 στο επεισόδιο-σπινθήρα των διακοινοτικών συγκρούσεων.
  • Από την άλλη, Ελληνοκύπριες γυναίκες που θυμούνται περιστατικά της ζωής τους που συνδέονται με τις διακοινοτικές συγκρούσεις του ’63-64.

Όπως και στο προηγούμενο βιβλίο, μιλούν μόνο γυναίκες. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η συγγραφέας άγεται από φεμινιστικά στερεότυπα. Απλώς εστιάζει στο πώς οι γυναίκες βιώνουν τις συνέπειες του πολέμου. Πώς η απλή γυναίκα του λαού προσλαμβάνει τη βία και τον πόλεμο, πώς βιώνει τον φόβο, την αγάπη, τη στοργή. Πώς βιώνει την ειρηνική συνύπαρξη μέσα από την καθημερινή άμεση σχέση των ανθρώπων της βιοπάλης. Έξω από πολιτικές. Έξω από αφηρημένες ιδέες. Έξω από χίμαιρες. Έξω από τις υψιπετείς ιδέες των ανδρών και τη ροπή τους προς τη βία και τον πόλεμο.

Από τη μια, οι δώδεκα Ελληνοκύπριες γυναίκες που μιλούν επώνυμα για τα βιώματά τους, χρησιμοποιώντας την προφορική λαϊκή διάλεκτο. Απλές φτωχές γυναίκες του λαού, οι μισές στις φτωχογειτονιές του Ταχτακαλά, που ζουν από κοντά την ένταση των διακοινοτικών συγκρούσεων του 1963-64 σε παιδική ή μεγαλύτερη ηλικία. Σε αυτές τις αφηγήσεις αναδεικνύεται, μέσα από τις αναμνήσεις αυτών των γυναικών, η αδυναμία της ελληνοκυπριακής ηγεσίας να προβλέψει τους κινδύνους που προοιώνιζε η πολιτική της έναντι των Τουρκοκυπρίων τις μέρες εκείνες της κρίσης, κάτι που έπιαναν διαισθητικά απλοί άνθρωποι της βιοπάλης.

Από την άλλη, η Τζεμαλιγιέ. Την οποία η συγγραφέας αναδεικνύει σε κεντρικό πρόσωπο και, κατά κάποιο τρόπο, σε περσόνα της γυναίκας. Μέσα από τις αφηγήσεις της Τζεμαλιγιέ, ανατρέπεται η λαϊκή αντίληψη για την πόρνη. Οι ανθρώπινες στιγμές της, η λαχτάρα της αγάπης, η ενσυναίσθηση, η αγωνία της γυναίκας να φαίνεται η γυναίκα των ονείρων του άνδρα που αγαπά. Μιλά για τη ζωή της στο πορνείο, πιο πολύ για τις ανθρώπινες στιγμές της με τις άλλες γυναίκες τις ώρες που δεν «δουλεύουν», κι ακόμα πιο πολύ για την αγάπη και την έγνοια της για τον Ζεκή, όπως κάθε ερωτευμένη γυναίκα.

Αυτή είμαι, Ζεκή, μια γυναίκα που χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια να γίνει όμορφη, έτσι είμαι, Ζεκή. Θυμάσαι την ημέρα που με γνώρισες, Ζεκή, θυμάσαι την πρώτη νύχτα που κοιμήθηκες μαζί μου; όλους τους άλλους τους έδιωχνα μετά τον έρωτα, Ζεκή, ήσουν ο πρώτος που άφησα να μείνει μαζί μου όλο το βράδυ, ήσουν ο μόνος που άφησα ποτέ να με δει χωρίς ρούχα, χωρίς κοκκινάδια και έμεινα αυτή που είμαι εγώ, γυμνή μπροστά σου […] Κανένας άντρας δεν γνωρίζει ποτέ πόσο κόπο χρειάζεται να γίνεις η γυναίκα που θέλει να αγαπά.

Ο αέρας της βίας και του πολέμου συνεπαίρνει, μαζί με τους άλλους άντρες, και τον Ζεκή. Και έντρομη μαθαίνει η Τζεμαλιγιέ πως ο Ζεκή της αγαπά πιο πολύ μιαν άλλη γυναίκα, την Ανάβαταν, τη μητέρα πατρίδα. Και μαθαίνει από ένα μανάβη που, καθώς της δίνει συνταγή για μελιτζάνες, της ψιθυρίζει ανάκατα κουβέντες για τον Ζεκή…

Βάζεις, μου λέει, τις μελιτζάνες στο νερό να ξεπικρίσουν  -έφυγε ο Ζεκή, πήγε με τους άλλους στην Τουρκιά-, βάζεις μέσα στο νερό αλάτι και το αφήνεις τη νύχτα να φύγει η πικράδα –τους εκπαιδεύει στρατός με όπλα στα βουνά του Ταύρου-, τις πλένεις μετά τις μελιτζάνες καλά και τις κόβεις στη μέση –τη μέρα τους μαθαίνουν τα όπλα, τη νύχτα τους κάνουν κατήχηση το μυαλό τους-, καθάριζε τις μελιτζάνες ραβδωτά, άφηνε τη φλούδα έξω να κρατεί, τους λένε πως η Τουρκιά είναι η μάνα τους, […] έρχονται πίσω έτοιμοι να σκοτωθούν και να σκοτώσουν

Και μιλά η Τζεμαλιγιέ για τον Ζεκή που μάχεται να της βάλει ιδέες για βολκάν και ταξίμ και ανάβαταν …

Και ανοίγει διάπλατα το στόμα μου, μου βάζει με τα χέρια μέσα τεράστιες καινούργιες λέξεις, μου λέει να τις μασήσω, να τις καταλάβω, μου σφίγγει με τα δάχτυλα τα δόντια μου, μάσησε, μου λέει, τις λέξεις σου, Τζεμαλιγιέ, φάε να χορτάσεις, και με κοιτάζει ύστερα με αγωνία να μην τις φτύσω, με κοιτάζει να δει κι εγώ καταπίνω τη βολκάν και την ταξίμ και την ανάβαταν, καταπίνω τις λέξεις μου επειδή ο Ζεκή με ταΐζει μαζί με τα νέα γράμματα αγάπη, μασώ τις λέξεις του επειδή με ταΐζει κομμάτι κομμάτι και αγάπη, βολκάν ταξίμ ανάβαταν, αγάπη, βολκάν ταξίμ ανάβαταν, αγάπη…

Στο τέλος, η Τζεμαλιγιέ σκοτώνεται στην πάλη να σώσει τον Ζεκή. Κι η Ελένη, που παιδί είχε ζήσει στον δρόμο που ήταν τα πορνεία, τώρα σε άλλη γειτονιά αρραβωνιασμένη, την θυμάται από τη φωτογραφία στις εφημερίδες, «η Τουρκού που μας εδίαν φαϊν που πάνω που τον φράκτην». Και πάει με τη μάνα της στην εκκλησιά και της ανάβει ένα κερί.

 

 

  1. Πικρία Χώρα, Εκδόσεις Πατάκη 2019

Εδώ, στο τρίτο βιβλίο της τριλογίας, είναι πιο σύνθετο, πιο περίπλοκο το κολλάζ. Πιο μικρά και πιο πλεγμένα τα κομμάτια. Εφόσον όμως έχεις μαθητεύσει στη γραφή της Κωνσταντίας μέσα από την ανάγνωση των πρώτων δυο βιβλίων της, θα μπορέσεις στο τέλος να δεις τις αδιόρατες μεταξωτές κλωστές που δένουν μαζί τα κομμάτια του κολλάζ. Γενικά, και τα τρία βιβλία απαιτούν συγκέντρωση, δόσιμο από τον αναγνώστη, και συνεχόμενη ανάγνωση. Ώστε να κρατάει, καθώς προχωρεί, τη διαδοχή των εικόνων και τα μηνύματα που εκπέμπουν, να διαισθάνεται ή έστω να αρχίζει να υποψιάζεται, αυτά που δεν φαίνονται στην επιφάνεια. Και να είναι από την αρχή προετοιμασμένος, τελειώνοντας το βιβλίο, ιδιαίτερα το τρίτο, να έχει ερωτήματα, να νιώθει πως υπάρχουν ακόμα ανοικτά ζητήματα.

Η Πικρία χώρα, ενώ είναι γραμμένη σε πεζό λόγο, έχει πλείστα όσα ουσιαστικά στοιχεία της σύγχρονης ποίησης. Ελλειπτικός λόγος, επαναλήψεις μοτίβων άλλοτε στο στυλ της παραδοσιακής λαϊκής ποίησης, άλλοτε με λεπτές παραλλαγές όπως σε μια σονάτα ή σε ένα συμφωνικό έργο. Η λειτουργία τους, να υποβάλλουν στον αναγνώστη ένα ορισμένο συναισθηματικό κλίμα και να κλιμακώνουν την ψυχική ένταση. Είναι ακόμα και η ηχητική λειτουργία των λέξεων. Που, όπως συμβαίνει στην ποίηση, συμβάλλει στις ψυχικές δονήσεις που προκαλεί η αφήγηση.

Το βιβλίο αρχίζει με ένα διάλογο αισθημάτων σε απροσδιόριστο χώρο και χρόνο. Ωστόσο, ο Αύγουστος που «χόχλαζε», «ένας μήνας στην κόλαση», οι έννοιες: κάψα, φωτιά, δίψα, στέρηση του νερού, θάνατος, μας μεταφέρουν σε εκείνο τον Αύγουστο του ’74 και στην ψυχική ένταση των ημερών εκείνων. Στον διάλογο αυτό, που διεξάγεται ανάμεσα σε δυο νέους, τον Καρλίτο και τη Μαρίνα, τη λυρική διάθεση των δυο νέων παραμονεύει κι επικαλύπτει η σκιά του θανάτου και, ευρύτερα, η έννοια του κακού, η υφέρπουσα υπόμνηση της συμφοράς.

Είναι φανερό από την αρχή πως σκοπός της συγγραφέως δεν είναι να γράψει την ιστορία των γεγονότων, παρότι αδιόρατα σκιαγραφούνται, αλλά να μας κάμει να νιώσουμε τη φρίκη του πολέμου. Όχι όπως την αφηγούνται οι επιζήσαντες «ήρωες», αλλά όπως βίωσαν αυτή τη φρίκη τα αδήλωτα θύματα, οι γυναίκες.

Την έννοια του δράματος επιτείνουν, κι εδώ όπως και στο πρώτο βιβλίο, χορικά στην προφορική λαϊκή διάλεκτο. Όμοια όπως τα χορικά των γυναικών πάνω από το νεκρό σώμα του Αρίφη στην αυλή της Χατισέ. Γυναίκες και σε αυτά τα χορικά. Θέμα πάλι ο θάνατος. Η διαφορά εδώ, οι γυναίκες ξενυχτούν τη Σπασούλα στο ψυχομαχητό της, τη μάνα του Καρλίτο, του νεαρού που συναντούμε στον εισαγωγικό διάλογο, που, όπως συνάγεται, συμμετείχε στο πραξικόπημα, λέγε το κακό, που βρέθηκε μετά από χρόνια σκοτωμένος κατά την εισβολή σε ομαδικό τάφο. Εικόνες από τη σκιά του θανάτου που επανέρχονται κάθε τόσο, σε διαφορετικά μοτίβα κάθε φορά. Εικόνες από τη λαϊκή μυθολογία του θανάτου. Παντού η σκιά του. Μια στη Σπασούλα που ψυχομαχεί. Μια στη γυναίκα που χάνει τον άντρα της και σε όλη την υπόλοιπη ζωή της κουβαλά «κομμάτι από θάνατο». Δεν διαφεύγει στον αναγνώστη η ένταση της ψυχής που δημιουργεί η συγγραφέας με τα επαναλαμβανόμενα μοτίβα για τον θάνατο.

Αν υπάρχει στο βιβλίο μια αφηγηματική συνοχή σαφής στον αναγνώστη, αυτή αφορά το δράμα της μάνας του αγνοούμενου, το δράμα της γυναίκας του αγνοούμενου στρατιώτη. Πιο πολύ αυτό της γυναίκας του αγνοούμενου. Που ζει μια πρόσθετη δοκιμασία.

Άλλον άντρα στη ζωή μου δεν γνώρισα. Μόνο τον Γιωργάκη. Και αυτός πόσο πρόλαβε. Δυο χρόνια μείναμε μαζί. Μέχρι να τον δω, να τον αγαπήσω, πάει, χάθηκε. Έμεινα χήρα στα είκοσί μου με ένα μωρό στο βυζί. «Να μη φτάνατε να παντρευόσασταν» μου έλεγε κάποτε κρυφά η μάνα μου, «να μην έκανες και το παιδί». «Τι λες, ρε μάνα» φώναζα εγώ. «Το παιδί; το παιδί μου να μην έκανα;» Εκείνη κουνούσε το κεφάλι της . «Να μη φτάνατε να παντρευόσασταν. Χήρα. Με ένα παιδί». «Δεν είμαι χήρα. Ο Γιωργάκης χάθηκε, της έλεγα, χάθηκε. Πόσες φορές να σου το εξηγήσω; Βρίσκεται κάπου στις φυλακές. Ή κάπου κρυμμένος. […] Η μάνα μου με κοίταζε, κουνούσε το κεφάλι της. «Να μη φτάνατε να παντρευόσασταν, να μην έκανες και το παιδί»…

Καθώς τα γεγονότα του μύθου συγκλίνουν προς το τέλος, πιάνεις και το νήμα μιας άλλης πτυχής του δράματος του ’74, αυτό του πραξικοπήματος. Έχω την αίσθηση ότι εδώ η Κωνσταντία δίνει αφενός τη θεία δίκη για τον πραξικοπηματία, τον Καρλίτο, που τον βρίσκουν θαμμένο μπρούμυτα. Οπότε, στη λαϊκή μυθολογία, δεν μπορεί να πιει νερό και διψάει, με συνέπεια η ψυχή του να μη βρίσκει αναπαμό. Ήταν αυτός που έκαψε το χωριό και τα μαλλιά και τα φρύδια της Μαρίνας, και τα χέρια της και τις φούχτες της, που έκανε να χαθεί το ποτάμι που έδινε ζωή στο χωριό. Αυτός που τώρα, θαμμένος μπρούμυτα, διψάει συνέχεια χωρίς να μπορεί να πιει, κι η ψυχή του δεν έχει αναπαμό. Από την άλλη, η μάνα του που μάταια τον αναζητούσε, η Σπασούλα, που, όταν βρέθηκε ο γιος της, η γειτόνισσα και καλύτερή της φιλενάδα που είχε αγνοούμενο τον άντρα της κόρης της, τον Γιωργάκη, δεν πήγε στην κηδεία. Κι η Σπασούλα το είχε παράπονο.

Αυτοί ήταν μικροί, να πούνε όχι δεν μπόρεσαν, έλα στη θέση τους, της είπε μια μέρα η Σπασούλα. Να πει όχι δεν μπόρεσε, ήταν αθώος, ήταν ένοχος, έπεσε εκεί, σκοτώθηκε. Ξέρω πως αρρώστησες να μην έρθεις να τον θάψουμε στην κηδεία. Ήταν δεκαοκτώ χρονών […] αθώος ή ένοχος ήταν ο γιός μου και πέθανε. Για σαράντα χρόνια τον ψάχναμε, τώρα τον βρήκαμε θαμμένο μπρούμυτα να διψά, ήταν το μωρό μου σαράντα χρόνια μπρούμυτα διψασμένο και νεκρό.

Μετά την κηδεία, ή Σπασούλα πέφτει βαριά άρρωστη, σε ένα μακρό ψυχομαχητό. Κι η φιλενάδα της, μετανιωμένη για τη στάση της, στέργει μαζί με άλλες γυναίκες, και, δίκην αρχαίου χορού, την παραστέκουν στο ψυχομαχητό της. Κι η μετανιωμένη φιλενάδα, σε ένα σπαραχτικό μονόλογο,

Γιατί τόσα χρόνια, όλο τούτο που έζησα, τόσα χρόνια που τόσα για τους χαμένους τα βίωσα, ένα πράγμα μόνο αν ένιωσα, αν υπάρχουν αθώοι είμαστε εμείς, εγώ, η Σπασούλα και οι άλλες που περιμέναμε, εγώ η Σπασούλα και οι άλλες που καρτερούσαμε, εγώ και η Σπασούλα και οι άλλες. Αθώες. Μόνο εμείς. 

 

 

Παρουσίαση στην αναγνωστική Λέσχη της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Λακατάμιας

13 Απριλίου 2021

 

 

 

* Ο Χρυσόστομος Περικλέους σπούδασε παιδαγωγικά, ιστορία, και ελληνική λογοτεχνία, και εργάστηκε ως εκπαιδευτικός. Εξέδωσε δυο βιβλία για το Κυπριακό: Σχέδια Λύσης 1948-1978 (1986), και Το Δημοψήφισμα του 2004 (2007). Εξέδωσε επίσης τρεις ποιητικές συλλογές: Ενδοχώρα (2007), Από Κτίσεως (2009), και Επιστροφή στον Ήλιο (2013), καθώς και τον συλλογικό τόμο Οδοιπορικό, 2021, που περιλαμβάνει, πέρα από τις ποιητικές συλλογές, συλλογή διηγημάτων, και επιλεγμένα χρονογραφήματα.

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top