Fractal

«Της Αναλήψεως (Λόγος παραμυθητικός)» – [ Πρώτο ποιητικό απόσπασμα από δέκα μέρη ]

Γράφει ο Γεράσιμος Δενδρινός //

 

 

 

 

«Ώσπερ στρουθίον τον πόδα δεδεμένον αρχόμενον πέτεσθαι, επί την γην κατασπάται σχοινίω ελκόμενον, ούτω και ο νους μήπω απάθειαν κτησάμενος, και επί την ουρανίων γνώσιν πετόμενος, υπό των παθών καθελκόμενος, επί την γην κατασπάται».

Μάξιμος   Όμολογητής, Κεφάλαια περί Αγάπης, Α΄, 85.

 

Η  δική  μου  ακολουθία  τελέστηκε  πριν  πολύ καιρό. Έλαβε  χώρα  σε μέρος μα­κρινό, όπου δεν παρευρισκόταν κανείς για να την παρακολουθήσει. Τα ίδια τ’ αντικεί­μενα του ναού, εικόνες και   κειμήλια, μετά από την καθιερωμένη μυσταγωγική σιωπή που σου  επιβάλλεται  ακούσια  γιατί  συχνά  η ψυχή  συγκατανεύει  ακαρι­αία  σε   κάτι  παράδοξο, προσαρμόστηκαν  άριστα  στις  επιταγές  της  τελετής. Το τοπίο έξω υποτάχθηκε κι αυτό. Τα χρώματα του, που  στροβιλίζονταν  για  ώρα σκόρπια  στον  χαμένο τόπο, οπού βρέθηκα  έγκλειστος των μολυσμών και των θρήνων, ενώθηκαν για να  σχηματίσουν, έστω από  μακριά, το φωτοστέφανο της     ανεκπλήρωτης  αγάπης. Κατά  τη διάρκεια  του  μυστηρίου  δεν  ήταν   όλα  ήρεμα, όπως  μου είχαν υποσχεθεί.  Υποδόρια  ανησυχία  ανέβλυζε  από το χώμα  της  γης. Ωστόσο, γλυκιά  ψαλμωδία  αντιλάλησε  σ’ όλο  το μήκος. Προσευχήθηκα  από  φόβο, θυμάμαι. Θεία  ωραιότητα  ευχήθηκα  να  με καλύψει. Η ιερή μανία της  φύσης  που προσωρινά  με   δέχτηκε. Όμως  κανείς   δεν   θεώρησε  σκόπιμο  να  συμπαρασταθεί σ’ αυτό το σώμα,  που  πρόσφερα  για  ταφή. Κανείς  τους  δεν άκουσε   τις  κραυγές μου. Ό,τι  άκουσαν, ήταν  οι   ερωτικές  υποσχέσεις   και   τα  παρακλητικά καλέσμα­τα  των  οπαδών  τους. Την αδίσταχτη  υποχώρηση  τους  στην  κενότητα. Γι’ αυτό έκτοτε  αρνούνται να  με   δουν. Είναι ανίκανοι να συγχρωτιστούν με  τα βήμα­τά μου. Βλέποντας  κάθε   μέρα  πίσω από τα  τζάμια  να   καλύπτει  βαθιά  σκιά  τα ψηλά  κράσπεδα  του   κόσμου, σκιρτά  δραματικά  μέσα τους  η  αλήθεια. Αυτοί  ήταν που  στη  ζωή  τους  επεδίωξαν  ζητωκραυγές  κι   εκτυφλωτικές   λάμψεις. Χρόνια τούς  βλέπω να  μηρυκάζουν  μέσα  στην  ησυχία  της  έξοχης  την  περασμένη  τους αφθονία. Εγώ ήμουν  εκείνος  που  αντίκρισα   κατάματα  τα  πρόσωπα  τους λου­σμένα  από τις ανταύγειες  της  πόλης. Έμαθα  μια  για πάντα  τα  μυστικά  τους, μα δεν  γνώρισα  το παραμικρό  για  τα δικά  μου  μαρτύρια, καθώς αντανακλώνται καθημερινά  ανάμεσα  στ’ ατιμωτικά  μου  πάθη. Αντέχω ακόμη  και  τώρα. Δεν ξέρω γιατί  συμβαίνει αυτό. Ίσως  για  να  μπορώ  να   διακρίνω πέρα από τους γυ­μνούς λόφους  της  αποδοκιμασίας το ρέμα, όπου συχνά βυθίζονται στην κοίτη του καχεκτικά  πλάσματα, πιασμένα  στην πλεκτάνη του Θεού. Λάμπει  μέσα  μου η  παράλογη  αγάπη  προς το σώμα. Αυτή με σφράγισε στα κατοπινά χρόνια, βρίσκοντας ευκαιριακά διέξοδο στη δυστυχία  μου. Μ’ αυτήν χάραξα εντός  μου αδυσώπητο κενό. Ίπτανται ακόμα μπροστά μου όλες οι φθαρτές σκέψεις και τα θαμπά οράματα  της  εποχής  των  εγκαινίων. Και όμως· ξεφεύγοντας  κάθε  φορά το ζοφερό φως  της  διαπίστωσης απ’ του βλέμματος μου τη οδύνη, με δίδαξε πως η κτίση φαίνεται να  είναι  τελικά  υποφερτή. Εμπιστεύθηκα τα πάθη  μου σ’ επτά  ανθρώπους. Όποτε πήγαινα να τους συναντήσω, τα πρόσωπα τους μ’ αποστρέφονταν. Οι χειρονομίες τους ήταν πάντα κοφτές κι απελπισμένες σαν τις παράφορες προσκλήσεις τους. Οι ίδιοι διακήρυτταν θέσεις αμετακίνητες που αφορούσαν  την προσωπική  τους αξία. Βάλθηκαν να υπηρετούν τη ζωντάνια του κόσμου  που  αστράφτει αιώνια μέσα  στο χάος. Το φεγγοβόλημα αυτό ήταν που με γοήτευσε  πάνω απ’ όλα. Στην  αρχή, είχα  αποκλείσει ασυζητητί την κατάρρευση. Δεν μπορούσα να υποψιαστώ πως τα τρέχοντα γεγονότα καταχωρούνταν ως  παρακαταθήκη  της μετέπειτα ζωής μου. Περιστοιχισμένος από την τέφρα των  συμβάντων, ψιθύρισα: «Ευλογημένος  ο τόπος που με δέχτηκε  για να  επιζη­τήσω το αδύνατο. Πρέπει να  χαίρομαι  που  δεν  μου  δόθηκε  η ελάχιστη παραδοχή, το τεταρτημόριο της συγγνώμης. Τόσον καιρό, εκλάμβανα τα παραμικρά νεύματα  συγκατάβασης  σαν  συναίνεση  προς  το πάθος  μου. Εγώ, που  έζησα  χρόνια μέσα σ’ αυτόν τον κατακλυσμό του αέρα, ήρθε η ώρα να γευτώ τον φωτισμό της γνώσεως.» Πίσω μου  έκλειναν  ασταμάτητα  οι  πόρτες. Πίστευα την  τελευταία  στιγμή  πως  με  δέχονταν, πως  αναγνώρισαν  τον  επίμονο   καλεσμένο τους που αυτοπροαίρετα είχε ονομαστεί  έτσι. Άλλα  έλαμψε   η  πρωταρχική  υποψία μου  ως αιτία  πραγματική. Το τοπίο  της  ψυχής  μου, όπως  είχε σμιλευτεί από τα πάθη, κατέπεσε μέσα σε αλλεπάλληλες κωδωνοκρουσίες. Πήρα την δύναμη να σηκώσω το σακατεμένο μου ανάστημα. «Αυτός που θ’ ανακαλύψει την αλήθεια θα την εκμυστηρευθεί στον άλλο», αντήχησε πίσω μου ή φωνή. Μετά βίας υποτάχθηκα σ’ αυτή την προτροπή. Βρέθηκα να βαδίζω στον μακρύ διάδρομο με τ’ αλληλοσυ­γκρουόμενα συναισθήματα. Ώσπου επιτέλους έφτασα στο ικρίωμα των επιπτώ­σεων που σφράγισαν ανεξίτηλα το δικό μου μαρτύριο. Όμως, μέσα στη δίνη, έλαμψαν μπροστά μου βασανιστικά οι δέκα διαδοχές, οι παρεκτροπές και οι μονιμότητες, που διέκοπταν κάθε τόσο τη διεξοδική εξομολόγηση. Η αποκά­λυψη των ομοίων μου είχε αρχίσει. Κι ήταν δέκα και όλα τα πολλαπλάσια του, σκορπισμένα επί της γης, αφού κάθε άνθρωπος είναι κι ένας αριθμός, που έτσι κι αυξηθεί με το μηδέν, πάντα στο μηδέν καταλήγει.

 

Α΄ ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΉΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ – Η χάρις των καλοζωιστών

Η μαρτυρία του είναι πως ουδέποτε ήξερε τους πολίτες αυτής της χώρας. Το μερίδιο εκείνων πού τους κύκλωσε η επιθυμία και που γνωρίζουν να μαντεύουν την σκέψη των άλλων μόλις τα βλέμματα συγχρονίζονται. Δεν μπορού­σε  ποτέ να φανταστεί ότι διαβιούσαν κι αυτοί μαζί του στα υγρά υπόγεια. Τώρα ξέρει πως τα μάτια χαράσσονται με χλωμό φως της πίστης σ’ αυτό που παραδίδονται, ενώ το πνεύμα της στοργής ποτέ δεν έλαμψε πά­νω τους γιατί προερχόταν από τους ομοίους τους. Ζώντας προς το παρόν με  την ουράνια μέθη του χορού, νόμιζες πως η εκκωφαντική μουσική πίσω από τα κατεβασμένα στόρια διαχεόταν στα ισχνά τους σώματα. Πρόσωπα βαφτισμένα στις απαστράπτουσες φλόγες του φωτός. Παρενδυματικοί, που κινούνται ανάλογα με τις παγκόσμιες απαιτήσεις. Δροσερά ποτά χύνονται στο διάτρητο σώμα. Σ’ αυτή τη μουσική καταπακτή κατεβαίνει κι αυτός για να δει σήμερα τα όντα. Παρασυρμένος από τον θάνατο, όπως το κοιμισμένο χωριό απ’ την πλημμύρα. Έχει πάντα για συντροφιά του τη διαθήκη των τύψεων που τον συγκρατεί για να μην παραφέρεται. Με τα νύχια του χαράσσει επιγραφές στους μαυρι­σμένους τοίχους. Μόνο τα φώτα που εκπέμπονται μέσα από διχρωϊκά φίλτρα, σχηματίζουν  μπροστά του μια συστάδα από φιγούρες – σημάδι  πως και σήμερα θα επαναληφθούν τα ίδια. Ξαφνικά ο άνθρωπος πίσω από το παραβάν φώναξε: «Ποιο είν’ αυτό το αδιάφορο πρόσωπο που θέλει να με τρομάξει; Αυτό, για το οποίο πάσχιζα τόσα χρόνια, είναι ν’ αντιγράφω το εγώ μου στον άλλο. Νιώθω πως οι κινήσεις μου έχουν πια ολοκληρωθεί, και οι προθέσεις μου σ’ αυτό καταλήγουν. Μακάρι να μην υπάρξει στο έξης για μένα η πιθανό­τητα επιστροφής εδώ κάτω». Κάποιος άλλος αντιφώνησε μέσα στη σκιά: «Είναι αβάσταχτο το κάλλος των ορατών πραγμάτων, ανεκπλήρωτο. Όσο μαίνεσαι απ’ την επιθυμία, τόσο η διέξοδος σου καταλήγει στα ίδια.  Σίμωσε να σου δείξω τα μυστικά του αποχωρισμού, όπου κάθε πόθος και λαχτάρα εξανεμίζεται. Γνωρίζω επίσης τους κλυδωνισμούς της δυστυχίας σου όταν εξακοντίζονται εναντίον της δεινά αναπάντεχα. Γιατί δεινό είναι πάντα το μόνιμο και το παντοτινό, καθώς η ψυχή γέρνει προς την άβυσσο. Γι’ αυτό βρίσκομαι εδώ.» Όλοι χορεύουν το ίδιο τραγούδι. Στο μεταξύ, οι ήχοι, καλέσματα γίνονται για τους προσκεκλημένους. Οι ψυχές τους από δω και στο εξής μπορούν ν’ αναμετρούν τον ιστό της μοναξιάς με τη συμπόνια. Όταν ενώνουν τα χέρια, τους συνεπαίρνει μια ασυνείδητη υπόσχεση. Έφερε το σώμα πάνω σε απότο­μες σκάλες, γιατί ήθελε ν’ αγγίξει την στιγμιαία μεταρσίωση του βυθού. Πί­στευε πως αν διάλεγε την πτώση, κάποιος όμοιος του θα τον άγγιζε. Αναγνώ­ρισε πως η περιδιάβαση σε ανάλογους χώρους θα του εξασφάλιζε τουλάχι­στον μια συμμαρτυρία. «Τώρα που η ψυχή μου έγινε πια δυσκίνητη προς την αβεβαιότητα», συλλογίστηκε, «τ’ αδύνατά μου χέρια αγγίζουν σκόνη και διασυρμό. Αυτό δεν μπορεί να είναι κατάληξη, γιατί κατάληξη είναι κάτι το αποτρόπαιο. Ας συνεχίσω όμως έτσι. Ζώντας μέσα στα καταχθόνια σκότη, δεν ελπίζω σε τίποτε. Η οδός των παγωμένων δακρύων λιώνει απ’ το θάλπος της αμαρτίας. Όμως πρέπει η φωνή μου ν’ αντιλαλεί κάτω απ’ το στέρνο των ομοί­ων μου. Η αντανάκλαση αυτή του ήχου θα στοχεύσει κάποτε μέσα μου.» Στο μεταξύ, πληθαίνουν τα γεγονότα στις τουαλέτες. Το πλησίασμα του δαίμονα που με τη διχαλωτή ούρα του τείνει προς το στόμιο της λεκάνης. Ένα μουρμούρισμα βαθύ κι ανατριχιαστικό ακουγόταν για ώρα, έντονο, που ξεχώ­ριζε κι απ’ τη δυνατή μουσική. Τα δύο όμοια σώματα ήταν αδύνατο να προκα­λέσουν την παραμικρή ενόχληση στους υπόλοιπους. Άργυρος μέσα στις φλέ­βες τους κυλούσε στοχεύοντας κατευθείαν προς το μέρος της καρδιάς. Πολ­λοί ανέμεναν έξω για να επαναλάβουν τη σκηνή. Η ουρά σύρθηκε ως την πίστα. Σαν δρεπάνι όλους τους παρέσυρε. Ιαχές που χάθηκαν καθώς  αυτοί αντάλλασσαν φιλιά μεταξύ τους, σκύβοντας το πρόσωπο στο στήθος. «Δεν υπάρχει τόπος σ’ αυτόν τον κόσμο που να μην μπορεί να νικηθεί απ’ το θάνατο. Ω εσείς, βυθισμένοι στα ερέβη, δεν αναζητάτε κάποιο φως», φώναξε. «Εμάς, αν θες να ξέρεις, μας εξώθησε σ’ αυτό το γλιστερό σκοτάδι η πανίσχυρη δύναμη του διαφορετικού. Παρ’ όλο που γνωρίζουμε πως αυτή ή σύναξη είναι μια άρρωστη μάζα από έλκη, όμως είναι αδύνατο να βγει απ’ το μυαλό μας. Γιατί ο κανόνας είναι πως ο ρύπος έχει άνεση, γι’ αυτό κινείται ανεξέλεγκτα μέσα του ο κόσμος.» Δεν στάθηκε δυνατό να τους παρηγορήσει. Το θηρίο αυτή τη φορά τους παρέ­συρε στον ίδιο ξέφρενο χορό. Μα έξω οι φύλακες τι περίμεναν; Γιατί καθυστερούσαν υποψιασμένοι δίπλα στο συρμάτινο χώρισμα του ανελκυ­στήρα; Κάπνιζαν και σχολίαζαν αμίλητοι για ώρα, όταν, δυναμωμένοι απ’ το ένστικτο του τρόμου των προσκεκλημένων, εισήλθαν. Η ξέφρενη μουσική τους ανάγκασε να συνωστισθούν στην πίστα. Ιδρωμένοι, χόρευαν τις τελευταίες μουσικές εκλάμψεις. Φωνές και καταναγκασμός στην αίθουσα, γιατί πίσω από τον πάγκο στέκονταν οι πρόσκαιροι συνεργάτες και όχι οι σύντροφοι. Αυτό συναισθάνθηκαν στιγμιαία. Ωσότου τους κύκλωσαν με τέσσερις μηχανές. Βιαίως τα συναισθήματα διαχωρίστηκαν. Δεν πρόλαβαν ν’ αντιληφθούν τι εί­χε συμβεί. Τα μέλη των παρισταμένων κομματιάστηκαν μέσα στου πανικού την κατίσχυση. Κύματα λάσπης που σκέπασαν απόκρημνα βράχια. Ούτε που πρό­λαβαν να σχεδιάσουν μια καινούργια επιγραφή πάνω στις τόσες που υπήρχαν στους τοίχους. Ακόμα βλέπει και σήμερα τα διασκορπισμένα μέλη τους στην ταράτσα. Κρέμονται από τα κάγκελα τα κομματιασμένα στήθη τους. Τους βλέπει να προχωρούν σύσσωμοι καταπάνω του. Είναι τα χέρια τους ολάνοιχτα  σαν  να  τον  παρακαλούν. Βεβηλωμένοι  απ’ την  απέχθεια. «Όταν υψώνει  το μαστίγιο  ο  δήμιος», ψιθύρισε δίπλα του  η  φωνή, «τηρεί  κάτι  αρεστό  κι  ανθρώ­πινο για  μερικούς, Αυτό  είναι   επισφράγιση αγάπης. Κοίταξε  όμως  τον  εαυτό σου που είναι  στολισμένος απ’ τους πολύτιμους  λίθους του ψεύδους  και  τό­τε  η  καρδιά  σου  θα γεμίσει  από ντροπή. Γιατί και η  αγάπη που πηγάζει απ’ το  απαράμιλλο  σώμα  είναι απάτη.» «Νεκρώσατε  τα μέλη υμών τα επί της γης», του  αντιγύρισε  αυτός, και  μαζί πήρανε  τον  δρόμο ίσαμε τον  καταυλισμό της άπνοιας.

Από τους  ομοίους μου υπέφερα και ανταπέδωσα αντίρροπα. Μια αίσθηση της θαλπωρής που σε καταλαμβάνει όταν τα πάντα  κλυδωνίζονται. Οι  απομακρυσμέ­νες  πλατφόρμες  πλάι  σε  χώμα  ξερό. Ανέκαθεν ένιωθα πολύ μικρός για να μην κάνω λάθη. Ήθελα  κάποιος άλλος να τα υποστεί όλ’ αυτά. Στο μεταίχμιο κάθε φορά της  επερχόμενης μνήμης που τίποτε δεν δίδασκε. Κάποιος που θα συγκατένευε  σ’ αυτό πού υπήρξα. Γιατί τώρα δεν είμαι  τίποτε, εφόσον τα πάντα αντιστράφηκαν  χωρίς  ν’ αποτινάξω  κάθε  ποταπότητα μετά από σύντομη αναμέ­τρηση με  τη  μοίρα. Αποδέχθηκα  την ουδετερότητα με το αβέβαιο. Εγώ, στην προσωπική  μου  ζωή πού  εγκλωβίστηκε   τόσο  άδοξα  από τους  άλλους, δεν  είχα ποτέ  τύχη. Πάντα  ένα  δίλημμα είχα  να περισώσω: την  προαίρεση την αγαθή, που  κάθε  φορά  βρισκόταν  αντιμέτωπη με  την  αχαλίνωτη υποταγή μου  στην επιθυμία, κι από την άλλη, τις  δυσμενείς  επιπτώσεις  αυτής της  υποταγής. Είχα  την  αίσθηση  πως αυτή  η  επιθυμία, καθώς  ανέβλυζε ακάθεκτη  από μέσα μου, ενώ με  μαστίγωνε  η αιθάλη  των  επίγειων παθών, μ’ ανάγκαζε  να σαβανώ­νω τον ίδιο κάθε φορά νεκρό μέσα στο πιο σκοτεινό  δωμάτια του σπιτιού μου. Δοκιμάζοντας  πριν  ο ίδιος  τη  μαγευτική  μοναξιά των  ορεινών καταφυ­γίων, κατέβηκα εντελώς αμάθητος  στην  κοιλάδα για να πιαστώ στα  δίχτυα της άγνοιας. Κάθε βήμα προς τα εκεί, όπου η  λαχτάρα  βρίσκει  ανταπόκριση, άφηνε   λασπωμένο   ίχνος  στης  ψυχής  μου  τον  υμένα. Εκεί ψηλά, στην παραμε­θόριο, δεν  υπήρχαν παραπετάσματα, οι σκιές ήταν ακάλυπτες. Οι συμπολίτες περιφέρονταν χαμένοι σ’ έρημα παρτέρια. Αφημένες πνοές, νοτισμένες. Άναβαν  μάλιστα   και  φωτιά   (μέσα  στην  υγρή  νύχτα  φαίνονταν  από μακριά σαν μικρός  λύχνος) για τη βρει κάποιος παραδαρμένος. Παρευρισκόμουν απρο­κάλυπτα. Το μέγεθος της ατέλειωτης  στιγμής. Θεέ  μου, κανείς  τους  δεν  αποτάθηκε   σε  μένα! Υπήρξα  αυτός  που  επεδίωξα  κατ’ επανάληψιν  να  διδαχθώ απ’ αυτό το  απόκοσμο κι   απρόσιτο που  αντίκριζα  κάθε  φορά πάνω τους. Ήξερα  πως  αυτά  με  γοήτευαν  ώσπου  να  γίνουν  έξη. Λυπόμουν και  μακάριζα συγχρόνως  τ’ αγάλματα  που  υπήρχαν  γύρω μας: ιστορικές  προτομές, μαρμαρωμένες. Αγνάντευαν  για  πάντα  τη  λεωφόρο  αναψυχής, αδιαφορώντας  για  του κό­σμου  τα  δάκρυα. Κι   εκείνο  το  χρόνο  των  εγκαινίων, όταν  βαπτίσθηκα, τα  δάκρυα  ήταν,  θυμάμαι,  περισσότερα. Οι φίλοι παρέμειναν απαθείς στον καύσωνα των  υποτιθεμένων  γεγονότων, σαν  ένα τρένο  που  ξεκινάει  απότομα  με σίγουρο προορισμό και παρεκκλίνει σταδιακά από την πορεία του, με αποτέλεσμα να περιφέρεται απελπισμένα  γύρω απ’ την  εκκίνησή  του. Μπροστά  στα μάτια  τους  υπήρχε ένα απλωμένο  πέπλο που  άφηνε νωχελικά να περάσει  από  μέσα  ο κατηφής  ήλιος  των  γεγονότων. Οι εχθροί  συνεταιρίσθηκαν  με  της  πόλης  τους απομάχους. Βρέ­θηκα  σε  καφενείο  σκοτεινό γεμάτο άρρωστα παιδιά που θεωρούσαν τους  θαμώνες  ως στενούς τους  συγγενείς. Ελπίδα πως  απ’ το  σκιασμένο βλέμμα μου  θα μ’ αναγνωρίσουν. Αφού η αθωότητα είχε προς το παρόν  συνταιριάσει  υπέροχα με  τη  νόσο  για  να πηγάσει από αυτήν η πλήρης  αγιότητα, όφειλα  να  παραδειγματιστώ,  και προς τα  εκεί  να  κλίνω. Τα παιδιά όμως δεν μιλούσαν, μόνο με αινιγματικές  χειρονομίες  με  καλούσαν να τους  συμπαρασταθώ σε  κάτι  ανείπωτο. Η τελευταία τους προσπάθεια  πριν  το  οριστικό  καταποντισμό. Αρκέστηκα  ν’ ανοίξω μόνο  τα  παράθυρα. Ο αέρας  της  πόλης που είχε  πνεύσει   τον  περασμένο  χρόνο  φύσηξε  στ’ ασάλευτα  πρόσωπά τους. Ακαριαία όλ’ αυτά, δίχως  καμία  καθυστέρηση. Άνοιξα  μόνο  τα  παράθυρα. Νοέμβριος, σε  προάστιο, κάπου στις ακρώρειες. Αν  είχα  επιμείνει  τότε  περισσότερο, ίσως όλα  να  είχαν  αλλάξει. Όμως  έτσι   έζησα: Η  παράλογη  εμμονή  να  κρατηθώ στο πάθος  μου και  να  ξεπεράσω τη ζωή· η  έλλογη  εμμονή  να  ξεπεράσω το πάθος μου και να κρατηθώ στη ζωή. Και τα δυο τους ακτινοβολούσαν  αχνά  κατά καιρούς  μπροστά  μου. Αλλά  τότε δεν  σκεφτόμουν  και  πολύ. Η  ορμή μου  για σπουδή  της  ατυχίας  μου  αυτό  με  δίδαξε.

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top