Fractal

Κατανοώντας έναν σκληρό, βάναυσο πόλεμο

Γράφει η Ανθούλα Δανιήλ //

 

W. Robert Connor: «Θουκυδίδης» Επιστημονική Επιμέλεια, Γιάννης Ζ. Τζιφόπουλος, Μετάφραση, Παναγιώτα Δαούτη, Εκδ. Gutenberg 2022

 

Ο W. Robert Connor ομότιμος καθηγητής  του Princeton και τιτλούχος με πολλές επιστημονικές περγαμηνές, χρειάστηκε 27 χρόνια από τότε που για πρώτη φορά διάβασε Θουκυδίδη μέχρι την ολοκλήρωση της συγγραφής του. Όση ήταν και η διάρκεια του πελοποννησιακού πολέμου (431-404 π. Χ.). Τα μισά από αυτά τα χρόνια τα χρειάστηκε για τη συγγραφή. Αυτό δείχνει αφενός το πόσο σκληρός πόλεμος ήταν και πόση συμφορά έφερε στους Έλληνες αλλά και πόσο «μοχθηρή», δηλαδή επίπονη, ήταν η συγγραφή  και από τον αρχαίο ιστορικό, τον Θουκυδίδη, αλλά και από τον Αμερικανό καθηγητή που δούλεψε με ένα πλήθος επιστημόνων και συνεργάστηκε γι’ αυτό με Βιβλιοθήκες και Πανεπιστήμια. Ανάμεσα σε αυτά ήταν και η Βιβλιοθήκη της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα, στους πρόποδες του Λυκαβηττού.

Η επιθυμία του ήταν να κατανοήσει «τον σκληρό και βάναυσο πόλεμο» της εποχής μας που «απηχούσε από πολλές πλευρές αυτά που είχε αναλύσει ο Θουκυδίδης». Μελετώντας τον αρχαίο ιστορικό κατανοούσε τους πολέμους που έζησε ο ίδιος, σαν να γύρισε πίσω στον κόσμο του Θουκυδίδη.

Ο επιμελητής του τόμου, Γιάννης Ζ. Τζιφόπουλος, σε ένα εκτενές και τεκμηριωμένο μέχρι κεραίας κείμενο, θέτει ερωτήματα πάνω στα αίτια  της αθηναϊκής αλαζονείας, της ηγεμονικής της συμπεριφοράς,, ποιες είναι οι βαθύτερες αιτίες, ένστικτα και ορμές, πολιτική και στρατιωτική δράση. Εν ολίγοις η επιθυμία για πολιτική ισχύ και τα ορμέμφυτα.

Ο επιμελητής εξηγεί το πώς ορίζει το γεγονός  ο Ηρόδοτος και πώς ο Θουκυδίδης, πώς ορίζουν τα κριτήρια,  ο πρώτος περιλαμβάνει στην ερμηνεία της ιστορίας όλον τον τότε γνωστό κόσμο, την παρέμβαση του θείου, τη συμβολή των γυναικών, τα μεγαλειώδη έργα πολιτισμού. Ο Θουκυδίδης ασχολείται με το παρελθόν μόνο όταν αυτό επηρεάζει   το παρόν, και αποφεύγει οτιδήποτε παρεκκλίνει από την ορθή λογική, αντίθετα δίνει σημασία στην τύχη και το παράλογο.  Όμως και οι δύο καταλήγουν στο ότι «τελικά την ιστορία γράφουν η ανθρώπινη φύση και η λειτουργία της».

Στις γενικές πληροφορίες έχουμε ότι το κλέος επιτυγχάνεται από τα λόγια και τα έργα ατομικά ή συλλογικά,  ότι ο ανθρώπινος λόγος και η ανθρώπινη πράξη, αλλά και ο τρόπος που εκδηλώνονται κάθε φορά είναι θεμελιακή αρχή της λογοτεχνίας, ότι η αρχή αυτή συστηματοποιείται για πρώτη φορά από τον Ηρόδοτο, όπως μας λέει ο Κικέρωνας, και ότι είναι ιδιάζουσας σημασίας στον Θουκυδίδη. Ο Θουκυδίδης αντιπαραθέτει στο έργο του συνεχώς λόγο και έργο. Επέκρινε τον Ηρόδοτο για τις παρεμβολές στα ιστορικά γεγονότα ευφάνταστων ιστοριών, ωστόσο, δεν ανέτρεψε όλα τα εργαλεία και τους τρόπους του προκατόχου του.

Οι δύο ιστορικοί ορίζουν αλλιώς το ιστορικό γεγονός. Ο Ηρόδοτος τον πόλεμο Ελλήνων και βαρβάρων, ο Θουκυδίδης Αθηναίων και Λακεδαιμονίων. Ακόμα ο  Θουκυδίδης ασχολείται με το παρελθόν στον βαθμό που αυτό επηρεάζει το παρόν, αποσιωπά ότι δεν έχει ορθολογιστική ερμηνεία και είναι προϊόν της τύχης και του παραλόγου (λέξη του Θουκυδίδη για να αποδώσει το μη επιδεχόμενο λογική ερμηνεία, απροσδόκητο και αστάθμητο).  Στο τέλος και οι δύο ιστορικοί αποδέχονται ότι την ιστορία την γράφει η ανθρώπινη φύση και η λειτουργία της. Κατά το ανθρώπινο, ανθρωπείη φύσις, έως αν αυτή φύσις ανθρώπων η είναι φράσεις που επανέρχονται στο έργο. Εκείνο στο οποίο καταλήγει ο Θουκυδίδης, με τα παραδείγματα στα οποία εστιάζει –Κέρκυρα, Μήλος, Λοιμός,  Επιτάφιος του Περικλή, Συρακούσες- είναι ότι ο πολιτισμός ως έργον και ως λόγος του ανθρώπου είναι ευάλωτος, ανίσχυρος και εύθραυστος. Γιατί σε ώρες μεγάλης κρίσης κανένα μεγάλο έργο δεν είναι σε θέση να αποτρέψει μια καταστροφή. Τα μεγάλα έργα στην Αθήνα και το όραμα του Περικλή δεν εμπόδισαν τη συμφορά. Η Δημοκρατία δεν είχε  ενηλικιωθεί ακόμα.

«Ο 5ος αιώνας θα ήταν  πολύ διαφορετικός χωρίς την ευτυχή παρουσία του Θεμιστοκλή …και του Περικλή και του κύκλου του δύο ηγετικών μορφών με σπάνια χαρίσματα». Ο Θουκυδίδης θα καταγράψει λεπτομερώς τις πολιτικές κινήσεις στην Αθήνα και στη Σπάρτη, τους πολιτικούς πειραματισμούς, τη «μανία» της Εκκλησίας του Δήμου για την εκστρατεία. Οι  γεροντότεροι γιατί θεωρούσαν ασφάλεια την προσάρτηση της Σικελίας στις αθηναϊκές κτήσεις, οι νεότεροι για να ταξιδέψουν και να δουν τον άλλο κόσμο πιστεύοντας ότι θα γυρίσουν νικητές και πλουσιότεροι εφόσον με την αύξηση της αθηναϊκής κυριαρχίας θα έπαιρναν περισσότερο μισθό για πάντα∙ αείδιον μισθοφοράν. Και όσοι είχαν  αντίθετη άποψη φοβήθηκαν να την εκφράσουν.

Η Αθήνα είναι ένα νησί και ο Περικλής ρωτάει: «Αν είμαστε νησιώτες, ποιοι θα ήταν πιο απρόσβλητοι από εμάς;» και έτσι επικράτησε η άγαν επιθυμία για την εκστρατεία. Και κανείς δεν λαμβάνει υπόψη του ότι και η Σικελία είναι ένα μεγάλο νησί και ότι οι υπερβολές των νικητών μετατρέπονται σε περιπέτειες, όπως για τους επιστρέφοντες από την Τροία π.χ. Το ίδιο θα συμβεί και για τους επιστρέφοντες από τη Σικελία. Ο συνετός Νικίας εκθέτει όλα τα επιχειρήματα για το παράτολμο εγχείρημα αλλά ο ορμητικός Αλκιβιάδης θα επικρατήσει. Ο λαός επιθυμεί άγαν την εκστρατεία. Και η τιμωρία καραδοκεί.

 

W. Robert Connor

 

Στα οχτώ κεφάλαια των Ιστοριών θα παρακολουθήσουμε τη δραματική εξέλιξη, τα γεγονότα που επηρέασαν την πολιτική, την αδιανόητη πράξη του Αρμόδιου και του Αριστογείτονος, την τείνουσα προς την τυραννία  συμπεριφορά του Αλκιβιάδη και τη φυγή του στον Πέρση Βασιλιά για  να γίνει εχθρός της πατρίδας του. Ο Θουκυδίδης εστιάζει ιδιαιτέρως στην μετά την ήττα στη Σικελία πολιτική κατάσταση, με την καχυποψία και την καταπίεση που έχει κυριαρχήσει στην ψυχή των πολιτών. Η Αθήνα χάνει σιγά σιγά όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που είχε στην αρχή του πολέμου και που ο Περικλής είχε εξάρει: «Στη δημόσια ζωή μας είμαστε ελεύθεροι, αλλά στις καθημερινές μας σχέσεις δεν υποβλέπουμε ο ένας τον άλλο, δεν θυμώνουμε με τον γείτονά μας αν διασκεδάζη και δεν του δείχνουμε όψη πειραγμένου που, αν ίσως δεν τον βλάφτη, όμως τον στεναχωρεί».  Ανάμεσα στα άλλα μεγάλα ιστορικά έργα, η Ιστορία του Θουκυδίδη διακρίνεται  γιατί  παρουσιάζει χωρίς συμβιβασμούς την ανθρώπινη φύση και τις βαθιά ριζωμένες συμφορές από τον πόλεμο και τα λάθη τα οποία μπορούν οι άνθρωποι να αποφύγουν. Φαίνεται καθαρά ότι υπερισχύει το δίκαιο του ισχυροτέρου, αλλά δεν παραβλέπει τη δύναμη που έχει το δίκαιο των αδυνάτων όταν ενωθούν. Ακόμα ο Θουκυδίδης μας διδάσκει ότι επειδή δεν μπορούμε να προβλέψουμε το μέλλον, πρέπει να έχουμε σύνεση και αυτοσυγκράτηση. Η ειρήνη είναι προτιμότερη από τον πόλεμο ακόμα και αν κάποιος ελπίζει ότι θα νικήσει. Όμως ο ιστορικός δεν δίνει λύση. «Ωστόσο, για όσους είναι πρόθυμοι να ακούσουν, οι Ιστορίες του Θουκυδίδη εκφράζονται ακόμη με ειλικρίνεια, με λογική και με συμπόνια».

Συμπέρασμα. Το συγκεκριμένο βιβλίο του καθηγητή W. Robert Connor, με την επιστημονική Επιμέλεια του Γιάννη Ζ. Τζιφόπουλου και την ωραία και εύληπτη γλώσσα της μεταφράστριας Παναγιώτα Δαούτη, με τον Θουκυδίδη και την Αθήνα στο κέντρο, τα σχόλια, τον πλούσιο υπομνηματισμό, τα Παραρτήματα είναι ένα θαυμάσιο λογοτεχνικό συναρπαστικό ιστορικό αφήγημα.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top