Fractal

Άμυνες επιβίωσης

Γράφει η Τζίνα Ψάρρη //

 

Κλοέ Μεντί «Τίποτε δεν χάνεται», Μετάφραση: Γιάννης Καυκιάς, Εκδόσεις Πόλις, σελ. 400

 

Η Κλοέ Μεντί είναι μόλις είκοσι οκτώ ετών. Με αυτό το υπέροχο νουάρ, το οποίο τιμήθηκε με πολλά βραβεία, αποδεικνύει εσωτερικότητα και παρατηρητικότητα, καθώς και το χάρισμα να περιγράφει γλαφυρά πρόσωπα και καταστάσεις, ικανότητες που συνήθως αποκτιούνται με την εμπειρία, την τριβή και τις εκατοντάδες αναγνωστικές ώρες.

 

Ο εντεκάχρονος Ματιά ζει σε μια μικρή γαλλική πόλη, κηδεμονευόμενος από τον Ζε και την σύντροφό του Γκαμπριέλ η οποία, ψυχικά διαταραγμένη, αποπειράται να αυτοκτονήσει για πολλοστή φορά. Ακριβώς όπως και ο πατέρας του Ματιά πριν από μερικά χρόνια, με την διαφορά ότι εκείνος τα κατάφερε να αναχωρήσει από έναν κόσμο που πίστευε χωρίς δικαιοσύνη.

Ο ισλαμόφωνος μικρός, αδιαφορεί για τον εαυτό του, σιωπά, υπακούει ακόμα κι όταν δεν το επιθυμεί πραγματικά, έχει ανάγκη από αγάπη και φροντίδα μα δεν το ζητά. Δύο παράξενοι άντρες που μοιάζουν με αστυνομικούς, τον γυροφέρνουν συχνά, στοιχειώνουν τις μέρες και το μυαλό του, δημιουργώντας ερωτήσεις που μένουν αναπάντητες, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που το πετυχαίνει και ο ανερμήνευτος θάνατος του Σαΐντ, ενός δεκαπεντάχρονου αγοριού που δεν γνώρισε αλλά ακούει συνεχώς και φαίνεται να είναι συνδεδεμένος μ’ εκείνον τον άλλον θάνατο που τον στιγμάτισε: του πατέρα του. Επιχειρεί ενοχικά να διεισδύσει στην ψυχική διαταραχή που τον προκάλεσε, τις αιτίες και τις αφορμές που κρύβονται πίσω από αυτή την αυτοκτονία, την προσπάθεια όλων να τον κρατήσουν μακριά από μια ιστορία που φαίνεται πως δεν έχει τελειώσει, κι ας έχουν περάσει πάνω από δέκα χρόνια. Μυστικά και ψιθυρίσματα, μισοτελειωμένες φράσεις και υπονοούμενα, εμφανείς παρακολουθήσεις από την Αστυνομία, εξαφανίσεις, συλλήψεις, βουβές διαμαρτυρίες, ενοχές και μανία εκδίκησης, αυτή είναι η ατμόσφαιρα που κυκλώνει τους ήρωες, με την απίστευτη επιθυμία να τους κατακυριεύσει. Και ο Ματιά, υποχρεώνεται από την ζωή που δεν επέλεξε, να χτίσει άμυνες. Όχι από σκληρότητα, αλλά από ανάγκη επιβίωσης.

 

«… Στεκόμουν στο παράθυρο, μετρούσα τα σύννεφα, περίμενα την βροχή, και η μαμά ακούμπησε το σαγόνι της στον ώμο μου, ένιωσα κάτι υγρό να κυλάει κατά μήκος του λαιμού μου, κατάλαβα ότι έκλαιγε, ετοιμάστηκα να υποφέρω το χειρότερο και το χειρότερο δεν μπόρεσε να εισβάλλει μέσα μου, είχα κιόλας χτίσει ένα τείχος απόρθητο ανάμεσα σε μένα και σ’ αυτό, ανάμεσα σε μένα και τους άλλους, ανάμεσα σε μένα και τον κόσμο. Η άμυνα αποδείχτηκε υπερβολικά αποτελεσματική».

 

Ο Ματιά πονάει που η ίδια του η μάνα δεν νοιάζεται για εκείνον και μυστηριωδώς εξαφανίζεται, διαλύεται «από την κρίση των άλλων, αυτών που δεν τον ξέρουν», και σωπαίνει. Πέρα από τα υποχρεωτικά τετριμμένα της καθημερινότητας, δεν μιλά, αφού ουσιαστικές απαντήσεις δεν υπάρχουν, κανείς δεν μοιάζει διατεθειμένος να του εξηγήσει όσα αντιλαμβάνεται πως συμβαίνουν αλλά αδυνατεί να εξηγήσει. Ανοίγεται λίγο περισσότερο μονάχα στην ψυχολόγο του, «γιατί μου κάνει καλό να γνωρίζω πως ό,τι κι αν γίνει, αν έχω κάτι να πω, υπάρχει κάποιος για να με ακούσει», όπως λέει, για να συμπληρώσει ωστόσο, «κρίμα μόνο που αυτός ο κάποιος πληρώνεται γι’ αυτό».

 

Cloé Mehdi

 

Νιώθει διαρκώς ανήμπορος, ανίκανος να κατανοήσει τη ζωή, τους ανθρώπους, τον αδιανόητο ρατσισμό, τον ίδιο του τον εαυτό. Έχει μάνα κι αδέρφια μα κανείς δεν δέχεται να τον φροντίσει, αφού, χαμένοι στον δικό τους επώδυνο κόσμο, τον εγκαταλείπουν. «Σιωπή γύρω μου και ταυτόχρονα μέσα μου», επαναλαμβάνει συχνά, αφού, «οι λέξεις δεν αρκούσαν – ποτέ δεν αρκούν – για να εκφράσουν όλη την οργή, το μίσος και την αδικία του θανάτου, λέξεις που ζητούν εκδίκηση και να μην ξεχνάμε, μήτε να συγχωρούμε». Είναι απίστευτα ώριμος, μ’ εκείνο ωστόσο το είδος ωριμότητας που δεν έρχεται παρά μόνο με τα σκληρά χτυπήματα και περνάει τον καιρό του πηγαίνοντας βαρύθυμα στο σχολείο αραιά και πού, κρυφακούγοντας τις συζητήσεις των ενηλίκων κηδεμόνων που τον τρομάζουν και τον μπερδεύουν ακόμα περισσότερο, και ακούγοντας καθαρά τους ήχους της σιωπής που ολοένα και δυναμώνουν. Παρόλα αυτά, δεν περνάει και τόσο άσχημα όσο φαίνεται, θα μπορούσαν τα πράγματα να είναι πολύ χειρότερα. Είναι ένα παιδί που «διασχίζει τη ζωή χωρίς να την αγγίζει, σαν να έχει τη δύναμη να κρατήσει μακριά του την περιρρέουσα δυστυχία», ένα παιδί που μεγαλώνει πρόωρα. Το βάρος της σιωπής που σημαίνει πολλά και υπαγορεύει ενέργειες και συναισθήματα, διατρέχει καθοριστικά αυτό βιβλίο που κραυγάζει σελίδα τη σελίδα πως είμαστε πάντα μόνοι.

 

«Άρχισα να σωπαίνω μια ωραία μέρα του Γενάρη, όταν οι λέξεις άρχιζαν να εκλείπουν, όταν διαπίστωσα πόσο αδύναμη είναι η γλώσσα μπροστά στο βάθος, την πολυπλοκότητα των πραγμάτων. Νομίζεις ότι είσαι έξυπνος με το χάρισμα του λόγου που διαθέτεις, αλλά, τελικά, δεν ξέρεις ποτέ τι να πεις όταν συμβαίνουν τα χειρότερα».

 

Με λόγο συχνά αποφθεγματικό, λυρικό και συγκινησιακά φορτισμένο, η συγγραφέας ασκεί αυστηρή κριτική στην κατάχρηση εξουσίας της Αστυνομίας, το σαθρό δικαστικό σύστημα, την συγκάλυψη των εγκλημάτων όταν αυτά διαπράττονται από την εξουσία και περνάει ολοκάθαρα το κοινωνικό μήνυμα πως «όταν τα πράγματα ξεπερνούν τα όρια του υποφερτού, πρέπει ν’ αλλάζεις οπτική γωνία». Το μόνιμο στίγμα της ψυχικής νόσου που υποδηλώνει πως όποιος έχει νοσηλευτεί καθίσταται αυτόματα αναξιόπιστος, ακολουθεί τους ήρωες και στηλιτεύεται από την Μεντί με τρόπο παραστατικά αποκαλυπτικό. Όπως και η εκδίκηση μπροστά στο άδικο, που κατατρώει την ψυχή ώσπου να βρει διέξοδο και ανακούφιση.

Με γλώσσα λιτή, γραφή βαθιά ψυχαναλυτική και γλαφυρές περιγραφές, η συγγραφέας στήνει αριστοτεχνικά μια σχέση αγάπης και εμπιστοσύνης μέσα σε μια ψυχρά νοσηρή κοινωνία που απαιτεί διαρκώς αλλά ελάχιστα δίνει ως αντάλλαγμα. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση χαρίζει στο κείμενο όλη την ένταση και τη ζωντάνια που χρειάζεται, σωστά επιλεγμένη κατά την γνώμη μου. Ήρωες εξαιρετικά δομημένοι, πρωταγωνιστές και δευτερεύοντες, καταρρακωμένοι από τις ενοχές και την αδικία που αδυνατούν να διορθώσουν, αλληλοσπαράσσονται κατατρώγοντας ταυτόχρονα και τις ίδιες τους τις σάρκες. Λίγο αδύναμη για να με πείσει, θα χαρακτήριζα την περιγραφή της μάνας του μικρού Ματιά που εγκαταλείπει τον γιο της στα χέρια ενός νεαρού κηδεμόνα, ανίκανη να διαχειριστεί τα ίδια της τα συναισθήματα αλλά στη συνέχεια, χωρίς να παρακολουθούμε την ψυχική της διαδρομή, βρίσκει όλο το σθένος που χρειάζεται για να παραδοθεί στην Αστυνομία ομολογώντας έναν φόνο που δεν διέπραξε.

Το ενδιαφέρον παραμένει αμείωτο ως το τέλος, το οποίο καταφέρνει να αφήσει μια μικρή νότα ελπίδας και αισιοδοξίας, δείχνοντας πως ίσως τελικά, τίποτα από ό,τι έχει υπάρξει δεν χάνεται πραγματικά. Αλλά και τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται. Αξίζει να διαβαστεί.

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top