Fractal

«Η ιστορία δυο ανθρώπων και του κόσμου»

Γράφει η Ελένη Λόππα //

 

Μαρία Κουγιουμτζή, «Νύχτες πυρετού», εκδ. Καστανιώτη, 2020

 

Το νέο μυθιστόρημα της Μ.Κ., Νύχτες πυρετού, με τον χαρακτηριστικό υπότιτλο, Η ερωτική ιστορία δύο ανθρώπων και του κόσμου,  είναι ένα μυθιστόρημα-ποταμός 540 σελίδων, πολυεπίπεδο και πολυφωνικό, γραμμένο θαρρείς πυρετικά. Η κεντρική ηρωίδα, η Ε., που μένει ανώνυμη ως το τέλος του βιβλίου, είναι ένα σχεδόν εξωπραγματικό πλάσμα, «μη μου άπτου», λεπτεπίλεπτη, «τρέμουσα», που κινείται με την ίδια άνεση στον κόσμο των ορατών, όσο και των αοράτων. Ζει σε μια «κλινική» κατάσταση “συναισθησίας πολλών πραγμάτων, προεόρτιο πυρετού», μια κατάσταση, όπως αυτή της Κοιμωμένης, που περιγράφεται στις πρώτες σελίδες  (15-18) του βιβλίου. Σε όλο το μυθιστόρημα, που αποτελείται από 55 τιτλοφορημένα κεφάλαια, με τον γενικό τίτλο, Όλα όπως χθες-Εσωτερικές ειδήσεις,  κυριαρχεί, εκτός από το αρχικό,  Η κοιμωμένη, και το τελικό, Ματιά στο μέλλον του homo virtualis, η πρωτοπρόσωπη αφήγηση της Ε, η δική της εμπύρετη ματιά στον πολυπρισματικό κόσμο μας, που σε κάποιο σημείο με αυτόν τον τρόπο παρουσιάζει τον εαυτό της: «Εγώ που γλιστρούσα στη ζωή τόσο ανάλαφρα, σαν σπασμένο φτερό, εγώ που δεν ζούσα, που μύριζα τις ζωές των άλλων, εγώ μπορούσα να ζω στην παραίσθηση σαν στη ζωή» (σ. 486) και σε κάποιο άλλο πάλι σημείο: «Μεγαλώνοντας αισθανόμουν την αρρώστια μου σαν υγεία άλλου τύπου. Υγεία που οξύνει τις αισθήσεις πέρα από το σύνηθες, δίνοντάς μου την ώθηση να περάσω σ’ έναν άλλο κόσμο που μέσα του περιείχε τον καθημερινό. Στο σημείο των δύο ομόκεντρων αυτών κόσμων κατοικούσε η υγεία της αρρώστιας μου. Νόμιζα πως τις ώρες εκείνες ήμουν πιο ζωντανή από ποτέ» (σ. 510). Έχοντας ζήσει την προσφυγιά, τη φτώχεια και την εξαθλίωση μαζί με τη μητέρα και τη γιαγιά της, μένει τελικά ορφανή στα χέρια του αγαπημένου της Γεδεών, εραστή της πανέμορφης μητέρας της. Ιδιαίτερα συγκινητικές είναι οι σελίδες 94, στο κεφάλαιο Μέδουσα, 95-96 στο κεφάλαιο, Τα γαλαζοπούλια, που αναφέρονται στα συναισθήματά της για το θάνατο της μητέρας της και 289-291, στο κεφάλαιο Έξωση.  Ο Γεδεών, με το σημαίνον βιβλικό όνομα, τη μεγαλώνει με απέραντη στοργή και αναπτύσσεται μεταξύ τους μια σχέση ιδιαίτερα στενή, μοναδική και παράξενη. Έτσι εξηγείται  και η τρυφερή αφιέρωση του βιβλίου στον Γεδεών. Να πώς μιλά γι’ αυτήν τη σχέση ένα από τα πρόσωπα του βιβλίου, ο Μιχάλης, αλλά και πώς περιγράφει τον ιδιαίτερο ψυχισμό της ηρωίδας:  «Γιατί, μικρή μου, εσύ είσαι το γαλαζοπούλι του Γεδεών. Μην αναρωτιέσαι πώς το ξέρω. Μέσα απ’ τους πυρετούς, επικοινωνείς, συνομιλείς μ’ αυτά που υπάρχουν και μ’ αυτά που δεν υπάρχουν. Μόνο οι μοναχικές ψυχές μπορούν να ακούσουν τα βήματα ενός ιδανικού, γιατί ο κόσμος μας, εμείς, δεν είμαστε σε θέση να επιτρέψουμε την ύπαρξή του. Το ιδανικό είναι ένας τόπος που πάντα θα αναζητούμε, για να αντέχουμε τη δύσβατη καθημερινότητά μας» (σ. 469).  Όταν ο Γεδεών  θα χρειαστεί να λείψει για μεγάλο χρονικό διάστημα, την κλείνει εσωτερική σε ένα σχολείο. Ολόκληρο σχεδόν το βιβλίο αναφέρεται στη διαρκή, αγωνιώδη αναζήτησή του από την προστατευόμενή του, την Ε., που δεν γνωρίζει ποια ακριβώς είναι η ταυτότητα και ποια η ιδιότητά του. Και μόνο προς τα τελευταία κεφάλαια,  όταν ξαναεμφανίζεται ο Γεδεών, μαθαίνει, όπως και ο αναγνώστης μαζί της, τι ακριβώς έκανε ο αγαπημένος της στις συχνές απουσίες του. Στο κεφάλαιο, Ακολουθώντας κρυφά τον Γεδεών, η Ε. βρίσκεται ξαφνικά σε ένα αμαρτωλό κέντρο διασκέδασης, με ένα παλλόμενο πλήθος ανθρώπων που διεκπεραιώνουν με απόλυτη αμεριμνησία παράνομες συναλλαγές. «Τον είχα ακολουθήσει κρυφά να μπαίνει στη στοά και να χάνεται πίσω από μια πόρτα {…} Πάνω της δεν λαμπύριζαν φωτάκια, δεν υπήρχε επιγραφή, ένα σκοτεινό κενό φαινόταν να επιμένει. Κι όμως πίσω της η ζωή τραγουδούσε και χόρευε ξέφρενα, όπως διαπίστωσα μπαίνοντας. Μέσα στο καταγώγιο, ανάμεσα στα πέπλα των καπνών που τύλιγαν τους θαμώνες, στα ξεφωνητά των κοριτσιών τα οποία συνόδευαν τους άντρες, στο πιάνο και στο σαξόφωνο που τα ξεγύμνωνε αφήνοντας το φως να κάθεται φιλήδονα πάνω σε γυμνούς ώμους, στις μαραμένες πωλήτριες των τσιγάρων οι οποίες κυκλοφορούσαν πάνω στα ποδοπατημένα λουλούδια και τα συντρίμμια των σπασμένων πιάτων, στην μπριγιαντίνη που γυάλιζε στα μαλλιά των αντρών κάνοντάς τους να μοιάζουν με κούκλες βιτρίνας, ανάμεσα στον ερωτισμό της μουσικής και των ανθρώπων, στα λιγωμένα βλέμματα και στις άσεμνες χειρονομίες, όχι ανάμεσα αλλά μέσα σ’ αυτήν την ευωχία, μερικοί –καθώς φαίνονταν από το ύφος τους- ισόβιοι θαμώνες είχαν στήσει τα τραπεζάκια τους και διεκπεραίωναν ύποπτα συμβόλαια, τοκογλυφίες και παράνομες συναλλαγές. Άνθρωποι που το βλέμμα τους δεν είχε τίποτα το αρπαχτικό αντίθετα ένα χαμόγελο ευδαιμονίας και αμεριμνησίας καθόταν πάνω στο πρόσωπό τους, καθώς χτυπούσαν φιλικά την πλάτη αυτών που συναλλάσσονταν μαζί τους, τσούγκριζαν τα κολονάτα ποτήρια με τα δάχτυλα γύρω τους γεμάτα χρυσά δαχτυλίδια με πετράδια να λαμποκοπούν, την ώρα που έκαναν τις σκληρές και σκοτεινές δουλειές τους, έτσι που όλα έμοιαζαν φυσιολογικά και νόμιμα. Φαινόταν ένα ιδιαίτερο συμβόλαιο να έχει υπογραφεί μεταξύ όλων, συμβόλαιο που νομιμοποιούσε κάθε παρανομία εν ονόματι της ζωής και της απόλαυσής της. {…} Αυτό το σερνάμενο αμαρτωλό και απείρως ζωντανό σκηνικό με κύκλωσε με την παράνομη γοητεία του θαμπώνοντας την κρίση μου, καθώς μου έδινε την εντύπωση πως τη διεύρυνε σε κάτι που αγνοούσα τα όριά του, αντίκρισα παρασυρμένη από την ανεξέλεγκτη μαγεία, που με είχε διαποτίσει, ως βασιλιά τον Γεδεών να μιλά με συγκατάβαση σ’ έναν τύπο με άσπρο κουστούμι, ο οποίος κρατούσε αγκαλιά  μια γυναίκα μεγάλης ηλικίας, με ξεβαμμένα μαλλιά και βλέμμα κολλημένο ικετευτικά πάνω του. Εκείνος, αγνοώντας το βλέμμα της, προσπαθούσε να της δώσει να πιει πιέζοντας ένα ποτήρι με ουίσκι στα χείλη της. Η γυναίκα αυτή κρατούσε κάτι χαρτιά ή φωτογραφίες, που ο Γεδεών τα πήρε βιαστικά μέσα απ’ τα χέρια της και τα βύθισε στην εσωτερική τσέπη του σακακιού του» (σ. 292-293). Στο διάστημα  της μακράς απουσίας του Γεδεών, η μικρή Ε. γνωρίζει τη Συλβί, με «τους φωσφοριζέ οφθαλμούς», μια νέα πολύ όμορφη γυναίκα, που τη χαρακτηρίζει σεξουαλική βουλιμία και ζει ακόλαστα, αδιαφορώντας για τις κοινωνικές νόρμες. Είναι «ένα κράμα διονυσιασμού και βαθύτατης ευγένειας», «μια ανοχή προς όλους», σκέφτεται η Ε. για τη Συλβί, τη δεύτερη ηρωίδα του βιβλίου, και συνεχίζει: « Αυτό το κράμα ανθρωπιάς, που έβγαινε χωρίς σκέψη από το σώμα και την ψυχή της, αυτό το πλησίασμα στον άλλον άνθρωπο, τον διαφορετικό, τον άδικο απέναντί της, άξιζε πιο πολύ απ’ όλα τα διαμάντια του κόσμου, όπως αξίζει η χαμηλόφωνη ποτιστική βροχή πάνω στη διψασμένη γη για να καρπίσει» (σ. 486).  Η στοργική φτερούγα της Συλβί αγκαλιάζει προστατευτικά και τη μικρή αλλοπαρμένη και τις δένει σε μια παράξενη, στενή φιλία. Στο κεφάλαιο με τον τίτλο, Στο σαλόνι της Συλβί, που είναι από τα πιο εκτεταμένα (σ. 298-371), συγκεντρώνονται ετερόκλητα άτομα, ένας εκδότης, ένας συγγραφέας, ένας φωτογράφος, ο αδελφός του, Μιχάλης, επιστήμονας ρομποτικής, ένας φιλόλογος, ο συγγραφιούλης, ο ρατσιστής και μισογύνης  Ηρακλής, εραστής της Συλβί, ο συμπληρωματικός συγγραφέας, η Συλβί και η κεντρική ηρωίδα, η τρέμουσα. Το κεφάλαιο στίζει από εξαιρετικά ενδιαφέρουσες συζητήσεις και απόψεις, σχετικά με την ειρωνεία και τη σάτιρα, τον συγγραφέα και το έργο του, «Ο συγγραφέας ανανεώνει τις σχέσεις μας με τον κόσμο, ανανεώνοντας και τον ίδιο τον κόσμο», την κριτική, «η κριτική μιλάει για το σώμα του βιβλίου, ελάχιστα για την ψυχή του», την Τέχνη. Αναφέρονται ο Καβάφης, ο Προυστ, ο Ντοστογιέφσκι, ο Μπέκετ, ο Τόμας Μαν και το Μαγικό βουνό, ο Ζολά, ο Σαρτρ, ο Τζόις και ο Οδυσσέας του, και παρακάτω ζωγράφοι, όπως ο Βαν Γκογκ και ο Ιερώνυμος Μπος. Αλλά εκείνος στον οποίο αφιερώνεται στο μυθιστόρημα περισσότερος λόγος, είναι χωρίς αμφιβολία, ο Κάφκα, ιδίως στα βιβλία του, Αμερική, η Δίκη και η Μεταμόρφωσή του (σελ.511-512, 517-518, 519).  Άλλωστε, όλη η ατμόσφαιρα του βιβλίου είναι καφκική. Γίνονται επίσης συζητήσεις φιλοσοφικού χαρακτήρα για τη γλώσσα και τη γραφή, την άγραφη γλώσσα, τον Λόγο και τη σκέψη, το νόημα των λέξεων, το κιτς και το έργο τέχνης , το «εγώ» και το «είμαι». «Το «εγώ» διαμορφώνεται, το «είμαι» υπάρχει με όλες τις αδυναμίες και τις δυνατότητες. Το «εγώ» είναι ο πεπτωκώς άγγελος του «είμαι», ενώ το Θείο μοιάζει να είναι το άναρχο και ατελεύτητο «είναι», πέραν του «είμαι» και του «εγώ», σκέφτεται η Ε. (σ. 331-332). Αντίστοιχες συζητήσεις και διαξιφισμοί γίνονται και στο επίσης εκτεταμένο κεφάλαιο, Η βίλα του ταγματάρχη (σελ.389-450), όπου η ηρωίδα παρακολουθεί τον θεατρικό συγγραφέα, τον ηθοποιό, τον σκηνοθέτη και τον συγγραφιούλη να ανταλλάσσουν απόψεις για το θέμα του θεατρικού έργου που πρόκειται να ανεβάσουν. Στο σημείο αυτό ο συγγραφέας διατυπώνει εξαιρετικά ενδιαφέρουσες σκέψεις για τον «μη τόπο» και τη συγγραφή ενός βιβλίου: «Ο μη τόπος είναι το πεπερασμένο που περιέχει το άπειρο των τόπων. {…}

 

Μαρία Κουγιουμτζή

 

Ο μη τόπος εμφανίζεται ως φάσμα στη συγγραφή ενός βιβλίου που διαρκώς συνεχίζεται από  κάποιον άλλο, ή τα πρόσωπα και ο χρόνος έχουν άπειρες κατευθύνσεις κατ’ επιλογήν του ίδιου του βιβλίου, δηλαδή της ζωής μέσα στο θάνατο. Το βιβλίο ως ύπαρξη είναι το πεπερασμένο που περιέχει το άπειρο, με τον ίδιο τρόπο που τα είκοσι τέσσερα γράμματα της αλφαβήτου περιέχουν δισεκατομμύρια τόμους βιβλίων. Όχι ως αντίγραφο ζωής, αλλά ως ενδεχόμενο μιας άλλης ζωής. Μιας ζωής εκτός τόπου και χρόνου, χωρίς παρελθόν και μέλλον, αλλά ενός διαρκούς άτοπου και άχρονου παρόντος» (σ. 401-402). Τις ίδιες ακριβώς απόψεις θα εκφράσει πάλι ο συγγραφέας και  στις σελίδες, 464-465. Απαντώντας στις ενστάσεις του ηθοποιού, ο συγγραφέας θα τονίσει: «Ονειροπόλε φίλε, τα οράματά μας είναι μια υπέροχη αναγκαστική πλάνη. Στην ουσία εκπληρώνουμε τα οράματα μιας Άγνωστης Αρχής του κόσμου. Είμαστε τα γρανάζια του» (σ. 405). Αλλά ο ηθοποιός θα απαντήσει: «μη στερείτε από εμάς τους ονειροπόλους αυτόν τον τόπο τον παράπλευρο με την πραγματικότητα. Αυτή τη μεικτή σύζευξή της με τη φαντασία, το όνειρο» (σ. 408), και συνεχίζει: «Ή ίσως δεν υπάρχει ούτε παρελθόν ούτε μέλλον, ούτε χώρος ούτε χρόνος, ούτε αρχή ούτε τέλος, παρά μόνο ένα κενό, όπου ένας αόρατος κβαντικός αλγόριθμος δημιουργεί τα αισθήματα και τις ψευδαισθήσεις της ζωής. Μην αγνοείτε την ύπαρξη των αοράτων» (σ. 409) «Σωστά ή λάθος, τα αισθήματά μας μάς φέρνουν σε επαφή με τους άλλους. Οι ιδέες μας χωρίζουν» (σ. 411). Και σε κάποιο άλλο σημείο η Ε. καταλήγει επίσης στο ίδιο σχεδόν συμπέρασμα: «Το αίσθημα και όχι η λογική δημιουργεί ζωή, πάθος, παλμό, ηδονή και οδύνη. Αν ενεργείς εντελώς λογικά, οι περιορισμοί είναι τόσο πολλοί, που μένεις στην ακινησία, στη στασιμότητα. Οι συγκρούσεις και οι διαφορές ανοίγουν το μυαλό και την ψυχή» (σ. 332-333). Μέσα σε αυτό το φιλοσοφικό κλίμα των συζητήσεων, η ηρωίδα κάνει μια σειρά από άκρως ενδιαφέρουσες  υπαρξιακές σκέψεις: «Κι όμως ένιωθα ωραία μέσα σ’ αυτή (τη θολούρα από τους καπνούς) σαν να έπλεα κάπου όπου τίποτα δεν υπήρχε, κι αυτό το «τίποτα» ήταν άδειο από ευθύνες. Ίσως αυτό να ήταν ο θάνατος. Η ακινησία μέσα στο κενό, η απουσία της ευτυχίας και της δυστυχίας των πράξεων. Η αναπόλησή τους μόνο. Ένα είδος που ομοιάζει με την ονειροπόληση. Το πέρασμά μας  στη ζωή ίσως να ήταν η τροφή του θανάτου για να μπορεί να μετατρέπει ό, τι ζήσαμε  σε καθαρή ενέργεια ονειροπόλησης. Σε όνειρα. Όχι νοσταλγίας, αλλά ενός είδους άσαρκης επανόδου ζωής, που δεν απολαύσαμε τις όποιες πτυχές της. Θετικές και αρνητικές. Ένα μυθιστόρημα» (σ. 414). Συνειρμικά θυμάται τα λόγια του Μιχάλη, του επιστήμονα της ρομποτικής, που προοιωνίζουν ένα καινούριο, ίσως εφιαλτικό μέλλον, και την οδηγούν σε αντίστοιχες σκέψεις: «Πιθανόν η ζωή μας και οι κινήσεις μας να είναι όπως των κβαντικών υπολογιστών, που δεν θα αργήσουν να επικρατήσουν, «αποτυπώνοντας πάμπολλες εκδοχές πιθανοτήτων, προβλέποντας το ακριβές αποτέλεσμα… {…}. Αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο μέσα από τη λεγόμενη δυνητικότητα (virtuality). Την κατάσταση όπου ο άνθρωπος μπορεί να κατασκευάσει από τη φαντασία του την πραγματικότητά του. Να γίνει το τέρας ή ο άγγελος των ονείρων του» (σ.415). Αυτή η γνώση την τρομάζει γι’ αυτό λίγο παρακάτω εκφράζει μια σειρά και πάλι πολύ σημαντικών καταστατικών σκέψεων, που αποτελούν το πιστεύω της: «Φοβάμαι τη γνώση, φοβάμαι τις ολόκληρες μορφές, φοβάμαι την επίθεση των υπαρκτών πραγμάτων. Θέλω τη θαλπωρή της ρέμβης μιας αέναης αναμονής. Μιας αέναης μορφοποίησης. Ενός άρρητου που αυτοσχεδιάζει. {…} Η σιωπή της γλώσσας, η μέθη του άρρητου. Η λέξη που θα πάρει μορφή δεν θα λέει. Αυτό που λέει θα πνιγεί μέσα σ’ αυτό που δεν λέει. Το να ζει κανείς χωρίς να ονοματίζει είναι η πεμπτουσία του ονόματος. {…} είναι η θέληση να μην κατέχεις και να μην κατέχεσαι. Μια κατάσταση μετά το ζώο και μετά τον άνθρωπο. Να δέχεσαι και να σε υποδέχονται. {…} Χωρίς να νοηματοδοτώ αυτό που δεν καταλαβαίνω, να το ζω μόνο. Να μένω στο αμετάφραστο αυτού που ζω. Αυτό μου δίνει απεριόριστες δυνατότητες αυτοσχεδιασμού στον μαγικό κόσμο των μύθων. Των μύθων που δεν υλοποιούνται, που δεν γίνονται πράξη. Όταν οι μύθοι γίνονται θεσμός, περιέχουν την τιμωρία και το θάνατο. Γίνονται έμπρακτες ιδέες και τότε στάζουν αίμα. {…} Αυτό που δεν λέγεται είναι ο εσαεί προθάλαμος ενός παραδείσου που προσπαθεί να βρεθεί. Η εσωτερική ζωή πρέπει να εξαφανίσει την εξωτερική. Να καταβροχθίσει μέχρι διαμελισμού τα συγκροτημένα πράγματα που επιθετικά προσπαθούν να μας αφομοιώσουν. Τα πράγματα που φτιάξαμε εμείς οι άνθρωποι μέσα από την άρνηση του άφατου. Θέλουμε όλα να μιλούν εξ ονόματός μας. Θέλουμε το αδιάκοπο της ροής του αέναου να έχει κοίτη και εκβολές. Και είμαστε πρόθυμοι να τις χαράξουμε. Εγώ αρνούμαι.  Δεν ξέρω ποια είμαι και αν έχω το δικαίωμα να αρνούμαι, αλλά εν ονόματι της άγνοιας, αρνούμαι. Κι αυτή η άρνηση είναι άκρως ερωτική και προς τους ανθρώπους και τον κόσμο» (σ. 418-419). Η ανάγκη αυτοπροσδιορισμού την οδηγεί σε αγωνιώδη  υπαρξιακά ερωτήματα: «Θεέ μου, ποιο είναι το πρόσωπό μας; Σύμπλεγμα άλλων προσώπων; Υπάρχει, τελικά, κάποιο «εγώ» αναγνωρίσιμο, μοναδικό, ή είναι μια πλάνη που ανασκευάζεται διαρκώς;» (σ. 442) και συνεχίζει: «Όταν τελειώνει μια ζωή, μία άλλη αρχίζει. Είμαστε οι επινοήσεις ενός απεριόριστου και απύθμενου φανταστικού «εγώ», μιας υπερκόσμιας φανταστικής οντότητας. Ένας εσαεί προθάλαμος ύπαρξης. {…} Ίσως αυτό το φανταστικό «εγώ» που μας περιέχει προσπαθεί να δει το ίδιο του το ανύπαρκτο πρόσωπο» (σ. 470). Σε μια συζήτηση με τον φωτογράφο, έναν από τους εραστές της Συλβί, μετά τον βίαιο θάνατό της, επανέρχονται τα αδυσώπητα φιλοσοφικά ερωτήματα για τη ζωή και το θάνατο: «Ίσως και μετά θάνατον να υπάρχει και μια ατέλειωτη σειρά γοητευτικών αγνώστων που θα μας κυριεύουν, θα μας μαγεύουν, θα μας τυραννούν εσαεί. Τότε ο θάνατος δεν θα είναι το τέλος, θα είναι μια μεταμόρφωση. Μια αέναη μεταμόρφωση. Η λογική του παραλόγου. Ναι, έτσι κι αλλιώς το παράλογο κυριαρχεί {…} Πώς μπορεί να υπάρχει κάτι χωρίς αρχή και τέλος; {…} Τι υπάρχει πριν από την αρχή, που να μην είναι αρχή, και τι μετά το τέλος, που να μην είναι τέλος; {…} Μήπως υπάρχει ένα τίποτα που δημιουργεί όλα αυτά σαν να υπάρχουν, ενώ δεν υπάρχουν; {…} Μήπως είμαστε υπάρξεις της μη ύπαρξης; Τα όνειρα του «τίποτα» που ονειρεύεται; Μπορεί το μη υπάρχον να ονειρεύεται υπάρξεις; Μπορεί να είμαστε τα όνειρα ενός αχειροποίητου Θεού; Μήπως είμαστε οι φανταστικοί αριθμοί μιας φανταστικής εξίσωσης που αναζητά τη λύση με οδηγό τον άυλο άγνωστο χ;» Το κεφάλαιο, Τιμητική εκδήλωση, που αναφέρεται στην εκδήλωση βράβευσης για τις προσπάθειες του Γεδεών να αναζητήσει και να βρει συγγενείς των αφανισμένων από το Ολοκαύτωμα Εβραίους, ολοκληρώνεται με μια πικρή διαπίστωση για τη στάση των ανθρώπων απέναντι στον συνάνθρωπο: «Κι όμως, οι άνθρωποι είναι αόρατοι μεταξύ τους. Δεν βλέπουν ο ένας τον άλλον, παρά μαριονέτες, καρτούν. Αν μπορείς να δεις όχι το ομοίωμα, αλλά τον άνθρωπο, θα απλώσεις χέρι μόνο για να τον χαϊδέψεις. Είναι τόσο δύσκολη η ζωή από μόνη της, δεν χρειάζεται κι εμάς να την αποτελειώσουμε. Πόσο χώμα κουβαλάμε για να θάψουμε ο ένας τον άλλο!» (σ. 527-528). Στο τελευταίο κεφάλαιο, Ονόματα σκεπασμένα με χώμα (Αναφορά τέλους), που είναι αποκαλυπτικό για την όλη σύλληψη του βιβλίου και συγχρόνως άκρως ανατρεπτικό, η Μ.Κ. εκπέμπει ένα πανανθρώπινο μήνυμα για «όλο το πλήθος του κόσμου που έρχεται και φεύγει αέναα, μέσα στη δίνη των πλανητών», πως τελικά είμαστε ένας άνθρωπος «στην προσωρινή ή μόνιμη ιδιότητα του «υπάρχω». Ίσως και του Εξακολουθητικού Μέλλοντος «θα είμαι».  

Με τον μαγικό της ρεαλισμό, τον φιλοσοφικό στοχασμό της, τα υπαρξιακά και οντολογικά ερωτήματα που θέτει, το περιπαιχτικό και το αντιφατικό στοιχείο, τις ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες απόψεις της για το βιβλίο και την Τέχνη, για τη ζωή και τον θάνατο, για το Καλό και το Κακό, η Μ.Κ. μας παραδίδει ένα εξαιρετικά πρωτότυπο, πυρετώδες μυθιστόρημα, και ως προς το θέμα και ως προς την παρουσίασή του, που μας παρασέρνει, μας γοητεύει, μας συγκινεί, μας καθηλώνει, αλλά και μας προβληματίζει. Ιδίως, όσον αφορά την τύχη και το μέλλον του μικρού μας πλανήτη, μια και η ανάπτυξη της τεχνολογίας καλπάζει σχεδόν ανεξέλεγκτα και η τεχνητή νοημοσύνη διαμορφώνει έναν νέο άνθρωπο, με τελείως διαφορετικό τρόπο σκέψης, τον homo virtualis.

    

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top