Fractal

Το Άσμα Ασμάτων ως “Μίμησις πράξεως”

Γράφει η Ευαγγελία Πετρουγάκη // *

 

✔  Παρουσιάσεις λογοτεχνικών έργων στον «Έντεχνο λόγο» Ηρακλείου

 

Αντώνης Σανουδάκης – Σανούδος «Άσμα Ασμάτων: δραματουργική μεταγραφή και μετάφραση», εκδ. ιδιωτική, σελ. 64

 

Tο «Άσμα ασμάτων», το τραγούδι των τραγουδιών, που αποδίδεται στον Σολομώντα θεωρείται το ωραιότερο ερωτικό ποίημα όλων των εποχών, που από τότε που μεταφράστηκε από τους Εβδομήκοντα Γραμματικούς της Αλεξάνδρειας (τους Ο΄), επί Πτολεμαίου Β΄ του Φιλαδέλφου (285- 246 π. Χ.) μέχρι σήμερα έχει απασχολήσει ένα μεγάλο αριθμό κριτικών, ερμηνευτών, ερευνητών, σχολιαστών και λογοτεχνών, δικών μας και ξένων. Από τον Ωριγένη, το Γρηγόριο το Θεολόγο, το Γρηγόριο Νύσσης, το ΜιχαήλΨελλό ως τους σύγχρονους το Δημ. Παπαρρηγόπουλο (1869),  Κ. Φριλίγγο (1912), Γ. Τσουκαλά (1921), τον Γιοσέφ Ελιγιά (1928), τον Αλέξανδρο Κάσδαγλη (1932), το Γιώργο Σεφερη (1965), αλλά και τον Λευτέρη Παπαδόπουλο (1994)  και το Μιχάλη Γκανά, (2005),  για να αναφέρω μόνο τους πιο γνωστούς. Και είναι φυσικό ένα τέτοιο ποιητικό έργο, που με τον πλούτο και τη χάρη των λυρικών του εικόνων, την τόλμη της τεχνοτροπίας του, απογειώνει και αποκαλύπτει τη θεϊκή διάσταση του ερωτικού συναισθήματος, καταλαμβάνοντας εξέχουσα θέση στην παγκόσμια λυρική ποίηση, να αποτελέσει πρόκληση για  τους  λογοτέχνες όλων των εποχών. Σ΄ αυτήν την πρόκληση φαίνεται να ενέδωσε και ο αγαπητός φίλος Αντώνης Σανουδάκης, ο οποίος διαθέτει τον πνευματικό πλούτο και τις ιδιότητες, που μπορούν να τον αναδείξουν, ως ένα άξιο μεταφραστή του «Άσματος», δηλαδή εκείνες του ποιητή, του πεζογράφου, του φιλολόγου, αλλά και του θεολόγου, εκτός των άλλων.  Με όλη αυτή την πλούσια σκευή λοιπόν  επιχείρησε και μας έδωσε μια νέα, πολύ καλή μετάφραση, που ο ίδιος τη χαρακτηρίζει, ως «δραματουργική μεταγραφή και μετάφραση», τονίζοντας εξ αρχής  ότι πρόκειται για μια πιστή, αλλά και λογοτεχνική απόδοση στη νέα ελληνική γλώσσα, του κειμένου των Ο΄ της Παλαιάς Διαθήκης.   Αποδέχεται, δηλαδή την άποψη πως πρόκειται για ένα λυρικό ποίημα με δραματουργική δομή, έστω και υποτυπώδη.

Όπως ο ίδιος ο Σανουδάκης, ο μεταφραστής του έργου, αναφέρει στην εισαγωγή του βιβλίου,  «κάποιος Ελληνιστής Εβραίος του 4ου αι. π.Χ.  έδωσε την τελική μορφή στο ποίημα , με επίδραση από το ελληνικό δράμα των κλασικών χρόνων. Επειδή όμως, στα αλεξανδρινά  χρόνια   το δράμα βρισκόταν σε παρακμή, δεν υπήρχε πρωτότυπη παραγωγή, πλην της «Νέας αττικής κωμωδίας , στο «΄Ασμα ασμάτων» δόθηκε μια σχετική δραματουργική μορφή και δομή, ως ερωτικό δράμα.». Σ΄ αυτήν την άποψη, που ενισχύεται από την ύπαρξη χορού και τριών υποκριτών, στηρίζεται και η δομή που ο Αντώνης Σανουδάκης έδωσε στο κείμενο, το οποίο διαρθρώνεται σε Πρόλογο, Πάροδο, τρία επεισόδια, δύο Στάσιμα και Έξοδο, όπως ακριβώς το αρχαίο δράμα, με τρία πρόσωπα, τη Σουλαμίτιδα, τον αγαπημένο της, (αδελφιδό) και το βασιλιά Σολομώντα. Αυτή η πραγματικά πολύ ενδιαφέρουσα πρόταση, ότι δηλαδή πρόκειται για «μίμηση πράξεως», ερωτικής δραματουργίας, μετά από επίδραση του αρχαίου δράματος, κατατίθεται για πρώτη φορά στη σχετική με το «Άσμα ασμάτων»  βιβλιογραφία, διεθνώς. Και όχι μόνο κατατίθεται, αλλά κατά τη γνώμη μου υποστηρίζεται με επάρκεια, από τον τρόπο που αποδίδεται το κείμενο και από τις σκηνικές οδηγίες, που εκτός των άλλων, βοηθούν και τον απλό αναγνώστη στην πληρέστερη κατανόηση του κειμένου.

Η δραματουργική μεταγραφή του Αντώνη Σανουδάκη ενός ποιήματος, όπως το «Άσμα ασμάτων», για το οποίο υπάρχουν διαφωνίες όχι μόνο ως προς την ερμηνευτική του προσέγγιση και τις μεθόδους, δηλαδή την κατά γράμμα, την αλληγορική, την τυπική κ.τ.λ. αλλά και τον ειδολογικό του χαρακτήρα, δηλαδή, αν πρόκειται περί ενιαίου λυρικού ποιήματος ή δράματος ή περί ερωτικών ή γαμήλιων ασμάτων, πιστεύω πως θα αναγνωριστεί στο μέλλον ως μια σπουδαία προσφορά και σημαντική καινοτομία. Με σεβασμό, όπως λέει ο ίδιος, στο πρωτότυπο κείμενο («Παλαιά Διαθήκη», έκδοση Θεολόγων η Ζωή,1950) και υιοθετώντας τη συγκεκριμένη δομή απέφυγε την ασάφεια, σχετικά με το ποιος ομιλεί και τι λέει. Έτσι η υπόθεση του άσματος φαίνεται να έχει όχι μόνο σαφήνεια, αλλά και λογικό ειρμό. Και μπορεί πράγματι ευκολότερα να κατανοήσει κανείς και να απολαύσει αυτό το υπέροχο ποίημα, που έχει εμπνεύσει και συνεχίζει να εμπνέει όχι μόνο τους λογοτέχνες, αλλά και τους καλλιτέχνες γενικότερα.

Ασφαλώς κάθε μετάφραση και κάθε δραματοποίηση είναι και μια ερμηνεία, μια τοποθέτηση απέναντι στα κεφαλαιώδη ζητήματα που αφορούν το κείμενο, κάποια από τα οποία αναφέρθηκαν ήδη, αλλά και άλλα ζητήματα, όπως π.χ. η ενότητα της υπόθεσης του ποιήματος. Η υπόθεση του Άσματος αναφέρεται στον αμοιβαίο πόθο μεταξύ αγαπημένων προσώπων και στην ερωτική σχέση τους, η οποία αν και συναντά εμπόδια, ευοδώνεται στο τέλος. Σύμφωνα με την δραματουργική προσέγγιση του Σανουδάκη, ο Σολομώντας προσπαθεί επανειλημμένως με πολλές υποσχέσεις και ερωτόλογα να εντυπωσιάσει τη Σουλαμίτιδα, που είχαν αρπάξει οι στρατιώτες του, αλλά δεν τα καταφέρνει. Την οδηγεί στο παλάτι για να την εντυπωσιάσει, αλλά και πάλι αποτυγχάνει, γιατί εκείνη είναι αφοσιωμένη στον αγαπημένο της και  μόνο αυτόν σκέφτεται. Στο τέλος ο Σολομώντας την αφήνει ελεύθερη, αφού του προσφέρεται, για ικανοποίηση ένας αμπελώνας, κι εκείνη συναντά τον αγαπημένο της και γιορτάζουν με μουσικές και τραγούδια. Είναι δηλαδή μια υπόθεση με ευτυχές τέλος. Σε αντίθεση με τα άλλα κείμενα της Π. Διαθήκης, το Άσμα δεν έχει αφηγηματική περιγραφή, αλλά είναι ένας λυρικός διάλογος μεταξύ των ερωτευμένων, του Σολομώντα, της νεαρής βοσκοπούλας και του αγαπημένου της βοσκού και διαδραματίζεται άλλοτε στην Ιερουσαλήμ και άλλοτε στην ύπαιθρο. Ένας διάλογος που γίνεται τραγούδι, γιατί όπως γράφει ο ποιητής  Ώντεν «τραγουδάμε όταν τα συναισθήματά μας φτάνουν σε μια τέτοια ένταση που ο κοινός λόγος δεν μπορεί να τα εκφράσει. Όταν οι ποιητές μιλούν για την αγάπη, τραγουδούν, άσχετα από το πόση μουσικότητα ή μη ήθελαν να προσδώσουν αρχικά στο λόγο τους».

 

Αντώνης Σανουδάκης – Σανούδος

 

Η απόδοση στη Νεοελληνική από τον Αντ. Σανουδάκη είναι πιστή, χωρίς όμως να χάνει την ποιητικότητα του πρωτοτύπου κειμένου, το οποίο παρατίθεται στο βιβλίο, μετά τη μετάφραση. Ο στίχος γενικώς είναι ελεύθερος, αλλά ρυθμικός και ενίοτε ελευθερωμένος, ακόμη και με ομοιοκαταληξία κάποιες φορές, όπως π.χ. στους στίχους 28-29, σ.21 «Σήκω κι έλα αγαπημένη\ όμορφή μου περιστέρα\..πάψανε οι βροχές περάσαν\ φύτρωσαν στη γη λουλούδια…», (ανάστα, ελθέ πλησίον μου, καλή μου\ περιστερά μου\ ότι ιδού ο χειμών παρήλθε, ο υετός απήλθεν… κ.τ.λ.)  ή στο στίχ. 108α,  ,σελ. 41. «ποια είναι αυτή που ανεβαίνει\ στ’ άσπρα ντυμένη\ στον αγαπημένο της ακουμπισμένη;» (Τις αύτη η αναβαίνουσα λελευκανθισμένη\ επιστηριζομένη επί τον αδελφιδόν αυτής;) Η γλώσσα της μετάφρασης συντονίζεται και διατηρεί την εύρυθμη ροή του πρωτοτύπου, την εσωτερική του κίνηση και συγκίνηση. Αυτές ακριβώς τις αρετές της μετάφρασης του Σανουδάκη επισημαίνει ο Φάνης Κακριδής, αλλά και ο Νάσος Βαγενάς.

«Η μορφή του στίχου-εδαφίου, του κειμένου των Εβδομήκοντα, η οποία πλησιάζει τη μορφή του ελεύθερου στίχου, και οι τολμηρές, υπερρεαλίζουσες, παρομοιώσεις και μεταφορές του διαβάστηκαν ως δύο πρωτοποριακά στοιχεία της ελληνικής λογοτεχνικής παράδοσης και ενθάρρυναν τις νεωτερίζουσες τάσεις του τέλους του 19ου και του 20ού αιώνα, καθώς και τις μοντερνιστικές τάσεις του Μεσοπολέμου» υποστηρίζει η Κίρκη Κεφαλέα στο βιβλίο της «Κραταιά ως θάνατος αγάπη», στο οποίο ερευνά την απήχηση του άσματος στην Νεοελληνική Λογοτεχνία. Και μπορούμε όντως να απολαύσουμε υπέροχες εικόνες, αλλά και συχνά άλογες παρομοιώσεις και μεταφορές, σε μετάφραση του Αντώνη Σανουδάκη, όπως:  Τα μάτια σου είναι περιστέρια, τα μαλλιά σου σαν κοπάδια από κατσίκια της Γαλλαάδ, τα δόντια σου σαν κοπάδι προβατίνες που βγήκαν απ’ το μπάνιο, σαν πύργος του Δαβίδ ο τραχηλός σου, σαν διδυμάκια ζαρκαδιού είναι οι δυο μαστοί σου που βόσκουνε μέσα στα κρίνα… Βάλε με σα σφραγίδα στην καρδιά σου / ότι κραταιά ως θάνατος αγάπη/ σκληρή, όπως τον Άδη είναι η ζήλεια. Υπέροχοι στίχοι, από τους ωραιότερους τη παγκόσμιας ερωτικής ποίησης, που ενέπνευσαν και εξακολουθούν να εμπνέουν τη λογοτεχνία και την Τέχνη όλων των εποχών.

Ο πρώτος Νεοέλληνας ποιητής, που ανιχνεύεται στο έργο του ισχυρή η επίδραση του Άσματος είναι, ως γνωστόν, ο Διον. Σολωμός, του οποίου  την ποίηση, διαπνέει η αίσθηση του ιερού. Όχι μόνο στο ποίημα «Αγνώριστη» και στον «Κρητικό», αλλά και στα πρώτα ιταλικά σονέτα του  «Rimae improvisate” (1822). Το δέκατο τρίτο σονέτο π.χ. τελειώνει με τον χαρακτηριστικό στίχο «sai  che forte e l’ amor come la morte”  (Γνωρίζεις πως ο έρωτας είναι ισχυρός όσο ο θάνατος). Αλλά και στο δέκατο «Apri suora amorosa- ermo el cammino\ Ho smaritto- alma dolce apri la porta\  apri lontana  e  l’ ora del mattino”  (Άνοιξε, αδελφή αγαπημένη, έχασα ο έρημος το δρόμο, γλυκειά ψυχή, άνοιξε την πόρτα, μακρινή είναι η ώρα της αυγής) αναγνωρίζουμε τους στίχους του Άσματος « Άνοιξόν μοι, αδελφή μου, η πλησίον μου…ότι η κεφαλή μου επλήσθη δρόσου…»

 

 

Το 19ο αι. μετά τις ανακαλύψεις αρχαίων ερωτικών ποιημάτων στην Εγγύς Ανατολή, οι μελετητές πρόσεξαν ότι υπήρχαν εξαιρετικές ομοιότητες του Άσματος  με την ερωτική ποίηση της Αιγύπτου, της Ουγκαρίτ, της Ασσυρίας. Ομοιότητες όμως υπάρχουν και με τα δικά μας γαμήλια άσματα, πράγμα που δείχνει, πως η θεματική στη δημώδη ποίηση  αυτού του είδους, αποτελεί κοινό τόπο για τους λαούς της ανατολικής Μεσογείου, αλλά και της Εγγύς Ανατολής. Όταν π.χ. διαβάζουμε τους στίχους «σαν κόκκινη κλωστή τα χείλη σου, σαν σκελίδα ροδιού το μαγουλό σου, σαν τα σταφύλια του αμπελιού είναι οι μαστοί σου ή όσα λένε για τη νύφη οι γυναίκες του χορού, τορνευτό κύπελλο ο αφαλός σου κρασί από μέσα να μη λείπει, θημωνιά σταριού είναι η κοιλιά σου περιφραγμένη από κρίνα» θυμόμαστε τα δικά μας παινέματα της νύφης, λίγο πριν από την τελετή του γάμου «… έχει χείλια μερτζουβένια \δόντια μαργαριταρένια\ στο πηγούνι κάνει λάκκο με λεμονανθούς γεμάτο\ και βυζάκια σαν τα χιόνια σαν τα καστρινά λεμόνια». Κι αν πάμε αιώνες πίσω θα ακούσουμε από τη Σαπφώ στα περίφημα επιθαλάμια, το παρεμφερές με το εγκώμιο του αγαπημένου στο Άσμα ασμάτων, «φαίνεταί μοι κήνος ίσος θεοίσιν έμμεναι…»

Το τοπίο που περιγράφεται στο κείμενο του Άσματος, ένα κείμενο τολμηρό και για την εποχή του ρηξικέλευθο, είναι γεμάτο αισθησιακές εικόνες, αρώματα και  έντονες γεύσεις. Εκεί βλασταίνουνε τ’ αμπέλια, ανθίζουνε οι ροδιές, οι μανδραγόρες απλώνουνε τη μυρωδιά τους, φυτρώνουν κρίνα, γύρω σκιρτούν ελάφια και ζαρκάδια, δίνουν πλούσιους καρπούς τα δέντρα, τρέχουν οι πηγές, ευωδιάζουν νάρδος και κρόκος, μοχομύριστο καλάμι και κανέλα. (Εισήλθον εις τον κήπον μου αδελφή μου νύμφη, ετρύγησα  σμύρναν μου μετά αρωμάτων μου, έφαγον άρτον μου μετά μέλιτός μου…).  Ο κήπος των ερωτευμένων, θέμα προσφιλές στη λογοτεχνία της Εγγύς Ανατολής, αποτελεί την κεντρική εικόνα του ποιήματος, που μας παραπέμπει στον κήπο της Εδέμ. Όμως εδώ, σύμφωνα με αρκετούς μελετητές του ποιήματος, και αυτή είναι και η δική μου άποψη, πρόκειται για έναν προπτωτικό παράδεισο ή έναν ανακτηθέντα παράδεισο, θα μπορούσαμε να πούμε, όπου υπάρχει η απόλαυση της ζωής και η χαρά του έρωτα, χωρίς αίσθημα ενοχής. Υποστηρίζουν πολλοί πως ο ευτυχισμένος έρωτας δεν έχει ιστορία. Πως μόνο ο καταδικασμένος και ο ατελέσφορος έρωτας εμπνέουν. Εδώ όμως, έχουμε ένα ποίημα, όπου ο έρωτας  μπορεί να δοξάζεται ως αυτό που είναι, ως πάθος πεπληρωμένο. «Εγώ είμαι του αγαπημένου μου\ κι ο αγαπημένος μου είναι δικός μου», λέει η ερωτευμένη Σουλαμίτιδα. Εδώ ο έρωτας είναι πόθος για το Εσύ, πόθος προσώπου και όχι πόθος για τον πόθο. Οι εραστές γίνονται ένθεοι, αφού ο έρωτας ανεβαίνει με αναβαθμούς έκστασης προς την μοναδική πηγή του όντος.  Όχι όμως με την άσκηση ή τη στέρηση, αλλά με όλο τους το σώμα, με όλες τις αισθήσεις, προς την έσχατη ενότητα. Και σύμβολο αυτής της ενότητας είναι ο γάμος. Η αγάπη η αποκλειστική. Η αγάπη που χαρίζει πληρότητα και  ευδαιμονία. Το «Άσμα ασμάτων» τελικώς, εκφράζει τον προαιώνιο πόθο του ανθρώπου , για ένα κόσμο, όπου δεν θα υπάρχει άβυσσος μεταξύ Θεού και ανθρώπου, άρα και μεταξύ ανθρώπων, για ένα κόσμο παραδείσιο, όπου θα επικρατεί κραταιά ως θάνατος αγάπη και όχι το κράτος του θανάτου. «Όπου νερά πολλά αδυνατούν να σβήσουν την αγάπη και ποταμοί δεν θα την πνίξουν». (Ύδωρ πολύ ου δυνήσεται σβέσαι την αγάπην και ποταμοί ου συγκλύσουσιν αυτήν). Το Άσμα εν τέλει εκφράζει αυτήν την άσβηστη λαχτάρα της ψυχής, τον πόθο της θέωσης.

             Είναι πραγματικά δύσκολο εγχείρημα η απόδοση στη νεοελληνική του βιβλικού λόγου και μάλιστα ενός λόγου ποιητικού, όπως του συγκεκριμένου κειμένου. Όμως ο Αντ. Σανουδάκης θεωρώ πως έχει επιτύχει ό,τι αποτελεί στόχο κάθε μεταφραστή, δηλαδή να δώσει τη  δυνατότητα  στο σύγχρονο αναγνώστη, να προσεγγίσει ευκολότερα, μα και να απολαύσει την ποιότητα και την υψηλή αισθητική αξία ενός κειμένου που ανήκει σε μια παλαιότερη φάση της γλώσσας μας, προσφέροντάς μας, μια νέα ενδογλωσσική μετάφραση. Μεταφέροντας από τη μοναξιά του παρελθόντος, συγχρονίζει με την εποχή μας, ένα κατά γενική ομολογία υπέροχο ποίημα, που ο Γκαίτε το χαρακτηρίζει, ως το «πιο θεϊκό απ’ όλα τα ερωτικά τραγούδια». Για την προσφορά του αυτή τον ευχαριστούμε και του ευχόμαστε να είναι καλά και να συνεχίσει να μας χαρίζει τους ωραίους και ώριμους καρπούς της  δημιουργικής, πνευματικής του προσπάθειας.

 

 

* Η Ευαγγελία Πετρουγάκη είναι πτυχιούχος της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Έχει εκδώσει δύο ποιητικές Συλλογές: Ενθύμιο Φως, εκδ. Ταξιδευτής, Αθήνα, 2009 και Σχήμα Δίκαιο, εκδ. Γαβριηλίδης, 2015. Είναι  συντονίστρια της Λέσχης Ανάγνωσης «ΕΝΤΕΧΝΟΣ ΛΟΓΟΣ». 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top