Fractal

Διήγημα: “Θεομηνία”

Της Γρηγορίας Γρηγορίου-Αντωναράκη // *

 

 

 

 

 

“Θεομηνία”

 

Το «Βεράντα καφέ» στην παλιά πόλη της Γενεύης έσφυζε από κόσμο αυτό το γλυκό βράδυ του Ιουνίου. Τα γκαρσόνια, με τα λευκά τους πουκάμισα και τα μαύρα παντελόνια, ελίσσονταν προσεκτικά ανάμεσα στις καρέκλες και τα τραπέζια, ισορροπώντας μεγάλους δίσκους σερβιρίσματος στα χέρια, γεμάτους ποτήρια και ευωδιαστά εδέσματα. Η βαβούρα και το ασταμάτητο πηγαινέλα δεν είχαν επηρεάσει κατά το ελάχιστο το γοητευτικό ζευγάρι που, καθισμένο στο βάθος της αίθουσας, ρουφούσε ηδονικά το γλυκό όνειρο της αγάπης.

Οι κίτρινες φυσαλίδες στα δυο κολονάτα ποτήρια της σαμπάνιας άφριζαν ελαφρά και στραφτάλιζαν παιχνιδιάρικα, καθώς η τρεμουλιαστή φλόγα του κεριού στο κέντρο του τραπεζιού χόρευε στους ρυθμούς του πάθους των δυο ερωτευμένων ανθρώπων.

«Ένας χρόνος, σήμερα, από τη μαγική εκείνη μέρα που σε πρωτοείδα καρδιά μου!» είπε ο Ζιπέ συγκινημένος, φιλώντας τρυφερά το χέρι της φίλης του.

«Πώς να το ξεχάσω;» απάντησε η κοπέλα γελώντας. «Εγώ γλεντούσα με την παρέα μου κι εσύ, ο αδιάκριτος, δεν ξεκόλλαγες το βλέμμα σου από πάνω μου, μέχρι που οι φίλοι μου άρχισαν την καζούρα κι εγώ δεν ήξερα που να κρυφτώ!»

«Αδιάκριτος; Έλα τώρα, μην υπερβάλεις! Πως ήταν δυνατό ν’ αντισταθώ, όταν μπροστά μου στεκόταν το τελειότερο θαύμα της φύσης;» και φιλώντας γλυκά τα κερασένια της χείλη συνέχισε εύθυμα: «Κι όταν τελικά πήρα το θάρρος να σου μιλήσω, εσύ, μόνο που δε με χαστούκισες. Αλλά κάτι μέσα μου μού έλεγε ότι το πείσμα σου δεν θα κράταγε για πολύ…»

 

Η Λουτέσια, ψηλή, μελαχρινή, με κατάμαυρα, βελούδινα μάτια, μόλις είχε κλείσει τα είκοσι και σπούδαζε στη σχολή Καλών Τεχνών της Γενεύης. Οι γονείς της, Έλληνες και οι δυο, που ζούσαν στη Φιλαδέλφεια της Πενσυλβάνιας, είχαν υποκύψει στην επιθυμία της μοναχοκόρης τους να ξεκινήσει τις σπουδές της στη Γενεύη. Έτσι κι αλλιώς δεν είχαν λόγο να ανησυχούν, αφού θα τη φιλοξενούσε ο θείος της, αδερφός του πατέρα της, που εργαζόταν τα τελευταία χρόνια στο τμήμα Πολιτικών Υποθέσεων στον Οργανισμό των Ηνωμένων Εθνών.

«Ας εκτεθεί το παιδί στην Ευρωπαïκή κουλτούρα,» είχε αποφανθεί η μητέρα της, «θα της ανοίξει τους ορίζοντες και θα τελειοποιήσει και τα γαλλικά της».

Η Λουτέσια, που ποτέ δεν μπόρεσε να καταλάβει για ποιο λόγο τής είχαν δώσει γαλλικό όνομα, μετά από ένα χρόνο μελέτης, κατάφερε να περάσει τις εξετάσεις και να γραφτεί στη Σχολή Καλών Τεχνών, στο τμήμα «Σχεδιασμού Εσωτερικού Χώρου». Τότε γνώρισε και το Ζιπέ. Βέρος Παριζιάνος εκείνος, πολλές φορές την πείραζε λέγοντάς της πως μπορεί το όνομα Λουτέσια να ήταν το αρχαίο όνομα του Παρισιού, αλλά αυτός έλαμπε περισσότερο απ’ αυτήν, αφού είχε γεννηθεί και μεγαλώσει στην Πόλη του Φωτός. Το επίσημο όνομά του ήταν Ζαν-Πώλ , αλλά, αρχίζοντας την καριέρα του, οι φίλοι του τον μετονόμασαν σε Ζιπέ ενώνοντας τα αρχικά γράμματα των δυο ονομάτων του. Μεγάλωσε σε εύπορη οικογένεια και έκανε λαμπρές σπουδές και αξιοζήλευτη καριέρα. Σήμερα, στα σαράντα του, ήταν διευθυντής επιχειρήσεων σε μια μεγάλη Ευρωπαïκή Εταιρεία σε θέματα τεχνολογίας και κινείτο μεταξύ Γαλλίας κι Ελβετίας. Το παρουσιαστικό του αντανακλούσε άνθρωπο με αυτοπεποίθηση και ευγένεια. Ήταν εντυπωσιακός άντρας, ευχάριστος, χαμογελαστός, πάντα καλοντυμένος και με ιδιαίτερη αδυναμία στα παπούτσια, που ήθελε να είναι πάντα κομψά και καλογυαλισμένα.

Διατηρούσε ένα διαμέρισμα στο κέντρο της παλιάς πόλης της Γενεύης, σε μια παλιά, τριώροφη πολυκατοικία, σπάνιας αρχιτεκτονικής και εξαίσιας ομορφιάς. Απ’ το αψιδωτό παράθυρο του σαλονιού έβλεπες το καταπράσινο πάρκο του Πανεπιστημίου με το επιβλητικό, μαρμάρινο μνημείο των Μεταρρυθμιστών. Οι πελώριες αγριοκαστανιές, και οι ψηλές βελανιδιές παρείχαν σκιά και δροσούλα σε όσους απολάμβαναν τη μεσημεριανή ξεκούραση στο πράσινο γκαζόν ή κάθονταν στα παγκάκια να κολατσίσουν. Κι αν άπλωνες το βλέμμα λίγο πιο μακριά, θα αντίκρυζες δυο μακρόστενα βουνά, γεμάτα καλλίγραμμες κορφούλες, να σμίγουν τρυφερά κάτω από το φως του ήλιου, λουσμένα στο χρυσάφι και τις πορτοκαλί ανταύγειες του. Κι ήταν σα να έσκυβε ο μεγαλόπρεπος όγκος του Ζουρά να αγκαλιάσει προστατευτικά το ντροπαλό και σεμνό Σαλέβ.

Το τελευταίο εξάμηνο, από τη στιγμή δηλαδή που η Λουτέσια μετακόμισε μαζί με τον αγαπημένο της, το σπιτάκι είχε αποκτήσει άλλη μορφή. Τους φρεσκοβαμμένους τοίχους διακοσμούσαν πρωτότυποι πίνακες και καλλιτεχνήματα, και τα έπιπλα ήταν λιγοστά και γουστόζικα. Οι κουρτίνες είχαν βγει από τα παράθυρα για να αφήνουν το αυγινό κοκκινοκίτρινο φως να τους χαïδεύει απαλά τα βλέφαρα κάθε πρωί. Όταν εκείνος της έλεγε ότι τα χεράκια της είχαν φτιάξει ένα μικρό παλατάκι, εκείνη αντικαθιστούσε τη λέξη με φωλίτσα. Ήταν η γλυκιά φωλίτσα τους.

 

Η γιορτή της πρώτης επετείου τους ήταν όπως την είχαν ονειρευτεί. Ρομαντική, με φίνο φαγητό και καλό κρασί. Η βραδιά ήταν γλυκιά και τους καλούσε για περίπατο. Μετά από το δείπνο κατέβηκαν

αγκαλιασμένοι προς το πάρκο σιγοτραγουδώντας το πρώτο τους τραγούδι. «C’est fou ce que je peux t’ aimer» της Έντιθ Πιαφ. Πόσο έρωτα έκλειναν οι στίχοι της μεγάλης Γαλλίδας τραγουδίστριας και πόσο ταίριαζαν αυτά τα λόγια στους δυο ερωτευμένους ανθρώπους! Ήταν στ’ αλήθεια σα να ήταν γραμμένα γι’ αυτούς, γιατί ήταν πράγματι τρελό να γεννηθεί μια τόσο δυνατή αγάπη ανάμεσά τους. Στα τελευταία λόγια όμως, αυτά που έκρυβαν την αμφιβολία και τον πόνο του χωρισμού, δεν έφταναν ποτέ.

«Αγάπη μου, πάμε στην ελίτσα μας,» τον τράβηξε χαρούμενα το κορίτσι απ’ το χέρι, καθώς πλησίαζαν προς τη βορινή πόρτα του πάρκου. Στάθηκαν λίγα μέτρα μακριά για να την καμαρώσουν. Το δέντρο στεκόταν όμορφο και καμαρωτό, κι ήταν η στιγμή που το φεγγάρι έβαφε με χρυσές ανταύγειες το θαλερό, καταπράσινο φύλλωμά της. Η Λουτέσια, την είχε ονομάσει Ελλαδίτσα, μια και την είχαν δωρίσει οι Έλληνες της Γενεύης στην πόλη λίγο πριν από τους Ολυμπιακούς αγώνες του 2004. Όποτε περνούσαν από κει, έσκυβε και φιλούσε τον λιγνό κορμό της, μιλώντας της γλυκά: «Χρυσόφυλλη ελίτσα μου, εσύ πρώτη έμαθες το μυστικό μας. Εδώ, στον ίσκιο σου, δώσαμε το πρώτο μας φιλί». Εκείνος γελούσε καλόκαρδα και την έκανε χάζι που συμπεριφερόταν σαν ξένοιαστη παιδούλα. Πόσο την καμάρωνε και πόσο τον ξεκούραζε η αθωότητα και το γάργαρο γέλιο της!

 

Επιστρέφοντας προς το σπίτι τους, η Λουτέσια άκουσε το τηλέφωνό της να χτυπά.

«Φεγγαράκι μου γλυκό, που είσαι και σε ψάχνω;» ακούστηκε δήθεν θυμωμένη η φωνή της μαμάς της.

«Μανούλα, το είχα στο σιγανό, συγνώμη. Δεν θα μαντέψεις τι μέρα είναι σήμερα! Γιορτάσαμε ένα χρόνο με το Ζιπέ και βγήκαμε να το γιορτάσουμε. Κι είναι μια βραδιά τόσο γλυκιά, που δεν θέλαμε να γυρίσουμε σπίτι».

«Καλά κάνατε κοριτσάκι μου, έτσι να ‘στε πάντα ερωτευμένοι!» βγήκε κάπως επιτηδευμένη η φωνή της Τέας που, παρόλο που δεν είχε γνωρίσει το φίλο της κόρης της, δεν είχε μπορέσει να χωνέψει ότι είχε δεσμό μ’ ένα σαραντάρη.

Εκείνο το βράδυ έμαθε η Λουτέσια ότι οι γονείς της θα σταματούσαν στη Γενεύη πριν συνεχίσουν το ταξίδι τους για Κρήτη, όπου θα έκαναν, όπως κάθε χρόνο, τις καλοκαιρινές τους διακοπές.

 

Η Λουτέσια, ως χαïδεμένο μοναχοπαίδι που ήταν, τους λάτρευε τους γονείς της, αλλά, εκείνη τη στιγμή, και χωρίς να ξέρει γιατί, ένας κόμπος στάθηκε στο στομάχι της.

«Έχεις να τους δεις έναν ολόκληρο χρόνο, αγάπη μου,» της είπε ο Ζιπέ, χαïδεύοντας τρυφερά τα μακριά, μεταξένια μαλλιά της, «τι σ’ έπιασε και μελαγχόλησες;»

«Έχεις δίκιο, δεν ξέρω γιατί ταράχτηκα. Φοβάμαι μη μας χαλάσουν την ηρεμία μας, την αγάπη μας, μη μας πούνε λόγια, μη γίνει κάτι…»

Τα κατευναστικά λόγια του αγαπημένου της την έκαναν να ξεχάσει γρήγορα τους φόβους της και, σφίγγοντάς τον στην αγκαλιά της, κοιμήθηκε καθησυχασμένη, κλείνοντας μέσα της τις γλυκιές εικόνες της ρομαντικής βραδιάς που είχαν περάσει μαζί.

 

Η συνάντηση στο αεροδρόμιο ήταν συγκινητική. Η Λουτέσια, ξεπερνώντας τους δισταγμούς της, αγκάλιαζε και φιλούσε τους γονείς της, εκφράζοντας με χίλιους τρόπους τη χαρά της που η οικογένεια βρισκόταν επιτέλους και πάλι μαζί. Ήθελε να τους δείξει την πόλη, τη σχολή της, να τους πάει στα γραφικά δρομάκια, στα όμορφα στέκια της, αλλά είχαν καιρό για περιπάτους, τώρα ο Ζιπέ τους περίμενε και δεν έπρεπε ν’ αργήσουν.

 

Η Τέα, υποκοριστικό του ονόματος Αριστέα, και κάποτε όμορφη γυναίκα, είχε κάπως αφεθεί τα τελευταία χρόνια. Είχε πάρει κιλά, φορούσε πάντα φαρδιές πουκαμίσες και είχε μια νευρικότητα, σα να κουβαλούσε μια μόνιμη στενοχώρια μέσα της. Ο άντρας της, ο Τζιμ Μίτσελ, μεγαλοδικηγόρος στη Φιλαδέλφεια, ήταν άνθρωπος σοβαρός και αξιοπρεπής. Περνούσε τη γυναίκα του καμιά δεκαριά χρόνια, αλλά η διαφορά δεν ήταν και τόσο εμφανής, μια και είχε κρατήσει ένα νεανικό στυλ. Είχαν παντρευτεί με προξενιό όταν εκείνη ήταν είκοσι χρονών και μετά το γάμο τους έφυγαν αμέσως για την Αμερική. Όλο το χρόνο η Αριστέα ονειρευόταν το καλοκαίρι που θα επέστρεφε στα Χανιά, στον τόπο της και στους γονείς της. Ούτε ο γάμος της, ούτε η Αμερική είχαν καταφέρει να τη γλυκάνουν, κι έτσι, με σανίδα σωτηρίας την Ελλάδα, προσπαθούσε να ξεφύγει απ’ την πλήξη της και να ξαναζήσει λίγο την ξενοιασιά των νεανικών της χρόνων.

 

Ο Ζιπέ τους υποδέχτηκε με απροσποίητη χαρά. Η περίφημη σούπα μπουγιαμπέσα, που γέμιζε το χώρο με την αιθέρια ευωδιά της, ήταν συνταγή της οικογένειάς του, και μπορούσε να περηφανεύεται ότι, με τα χρόνια, την είχε τελειοποιήσει. «Michelin τρία αστέρια!» έλεγε η Λουτέσια, παινεύοντάς τον για τη μαγειρική του και τα φρεσκότατα ψάρια που είχε διαλέξει το πρωί απ’ την αγορά. Τα κρυστάλλινα ποτήρια γέμισαν μ’ ένα παλιό Chardonnay, που μόλις είχε ανασύρει από την πλούσια κάβα του ο Ζιπέ ως το πιο κατάλληλο κρασί για το φαγητό και την περίσταση. «Μυρίστε το πρώτα και μετά δοκιμάστε το,» τους προέτρεψε με ενθουσιασμό, «είναι κρασί με έντονο ταμπεραμέντο. Γυροφέρτε το λίγη ώρα στο στόμα σας για να ανακαλύψετε τις μυστικές γεύσεις που κρύβει, το άρωμα ροδάκινου, πράσινου μήλου και εσπεριδοειδών…»

«Ιδανική επιλογή,» συμφώνησαν όλοι, «κλέβει τις εντυπώσεις! Συγχαρητήρια!»

Οι άντρες ήρθαν γρήγορα στο κέφι, μίλησαν για τις δουλειές και τα ταξίδια τους, την Αμερική και τη Γαλλία εν σχέση με τον επιχειρηματικό κόσμο και φυσικά για την όμορφη Γενεύη. «Τι κρίμα,» είπε ο Τζιμ, «που ο αδερφός μου λείπει εκτός Γενεύης και δεν θα μπορέσουμε να τον δούμε!» | «Ναι, κρίμα,» συμφώνησε ο Ζιπέ, «του είμαι κι εγώ ευγνώμων γιατί ήταν υποδειγματικός θείος και έκανε τα πάντα για να μη λείψει τίποτα στο κοριτσάκι μου όλο το διάστημα που έμεινε μαζί του».

Αυτή η έκφραση «το κοριτσάκι μου,» κάπως στενοχώρησε τον Τζιμ, αλλά δεν είπε τίποτα. «Ε, όχι και κοριτσάκι του,» είπε μέσα του πεισμωμένος, «σήμερα είναι αγαπητικός της κι αύριο δεν είναι. Η Λουτέσια είναι το δικό μου, το πολυαγαπημένο μου κοριτσάκι…» και για ν’ αλλάξει κουβέντα άπλωσε το χέρι του και έπιασε ένα βιβλίο που ήταν ακουμπισμένο πάνω στο τραπεζάκι του σαλονιού. Στο εξώφυλλο δέσποζε η φωτογραφία ενός ηφαιστείου κι από πάνω ο τίτλος με μεγάλα μαύρα γράμματα: «Κρακατόα». Ο υπότιτλος έγραφε: «Η μέρα που ο κόσμος εξερράγη» του Σάιμον Γουίντσεστερ.

«Εμβληματικό βιβλίο! Το αγόρασα μόλις την περασμένη εβδομάδα,» του εξήγησε ο Ζιπέ με περηφάνεια, «και με έχει εντυπωσιάσει. Πραγματεύεται το θέμα της έκρηξης του ηφαιστείου Κρακατόα στην Ινδονησία το καλοκαίρι του 1883. Τα κύματα θραύσης, όπως τα αποκαλούν οι επιστήμονες, έφτασαν τόσο μακριά, ως τη θάλασσα της Μάγχης, στη Γαλλία! Οι επιπτώσεις στην ατμόσφαιρα υπήρξαν άκρως καταστρεπτικές. Να φανταστείτε, ακόμη και το φεγγάρι άλλαξε χρώμα και βάφτηκε μπλε. Θα αναρωτιέστε, από που κι ως που, εγώ, ένας τεχνοκράτης ανέπτυξα τόσο μεγάλο ενδιαφέρον σε θέματα γεωλογίας. Από νέος με έχει απασχολήσει η έννοια του τραγικού και του αιφνίδιου στη ζωή μας, όχι μόνο στα γεωλογικά φαινόμενα, αλλά και σε οτιδήποτε απρόβλεπτο μπορεί να μας τύχει. Διαπιστώνω καθημερινά πως, παρόλη την παντοδυναμία του, ο άνθρωπος παραμένει τρομερά ευάλωτος μπροστά στο πεπρωμένο και μολονότι αυτή η αίσθηση με τρομάζει, νιώθω την ανάγκη να συμφιλιωθώ μαζί της».

«Αχ, αγάπη μου, σήμερα έχουμε χαρά. Σε παρακαλώ, μη μιλάς για τραγωδίες και καταστροφές,» τον μάλωσε γλυκά η Λουτέσια.

Όλοι ήταν χαρούμενοι και διασκέδαζαν ευχάριστα. Το jet lag, σε συνδυασμό με το γευστικό, κεχριμπαρένιο κρασί, τους είχε φέρει σε μια κατάσταση χαλάρωσης και ευφορίας, έτσι ώστε δεν είδαν ότι οι δείκτες του ρολογιού είχαν ξεκινήσει να δείχνουν τις μικρές ώρες. Η βραδιά στέφτηκε μ’ επιτυχία, όλα είχαν πάει μια χαρά και κανείς δεν έδωσε μεγάλη σημασία στη δυσθυμία της Τέας και την ελάχιστη συμμετοχή της στη συζήτηση. Σίγουρα θα ήταν κουρασμένη απ’ το ταξίδι.

Στην ψυχή της Τέας, όμως, είχαν ορμήσει χίλιοι δαίμονες να την ξεσκίσουν. Μόλις αντίκρυσε τον Ζιπέ αναστατώθηκε. Ποιος ήταν αυτός ο άντρας; Κάτι της θύμιζε, ή μάλλον κάποιον. Αυτό το συνεσταλμένο χαμόγελο, τα κάπως σχιστά μάτια, η φωνή του, δεν της ήταν άγνωστα… Σκόρπιες, θολές εικόνες κατέκλυζαν το νου της. Κατέβαλε μεγάλες προσπάθειες να τιθασεύσει τις σκέψεις της. Όχι, δε θ’ άφηνε τις αβάσιμες υποψίες να της χαλάσουν το κέφι. Δεν τα κατάφερνε όμως γιατί κάθε φορά που τον κοιτούσε ο τρόμος της επέστρεφε δριμύτερος και απειλητικότερος. Το στριγκό κρώξιμο ενός κόρακα, που πέρασε πετώντας έξω απ’ το παράθυρο, την ανατρίχιασε.

 

Μετά το επιδόρπιο ο Ζιπέ ζήτησε συγνώμη, εξηγώντας ότι είχε να πιάσει την πρώτη πτήση για Παρίσι το επόμενο πρωί και έπρεπε να αποσυρθεί. Η επόμενη μέρα θα ήταν όλη δική τους για βόλτες και κουβεντούλα, υποσχέθηκε η Λουτέσια στους γονείς της, και τους οδήγησε στο δωμάτιό τους να ξεκουραστούν.

Η Τέα, με τα μάτια ορθάνοιχτα μεσ’ στο σκοτάδι, μουδιασμένη, τρομαγμένη, με δόντια σφιγμένα, προσπαθούσε να διώξει τις ομιχλιασμένες μνήμες που χόρευαν τρελά μπροστά της και λόγχιζαν χωρίς έλεος τη σκέψη της. Οι θύμισες, τόσα χρόνια κρυμμένες μέσ’ στην καταχνιά, στην αρχή ήταν θολές και σκόρπιες, αλλά όσο η ώρα περνούσε, τόσο ξεκαθάριζαν, ώσπου έλαμψαν ολοζώντανες μπροστά της. Ήταν το καλοκαίρι του ενενήντα πέντε, ακριβώς δυο χρόνια μετά το γάμο της. Ο Τζιμ θα καθυστερούσε, λόγω επαγγελματικών υποχρεώσεων την άφιξή του στην Κρήτη εκείνη τη χρονιά κι εκείνη, που λαχταρούσε να βρεθεί μια ώρα αρχύτερα στην πατρίδα της, είχε φτάσει νωρίτερα. Βρισκόταν στην παραλία των Αγίων Αποστόλων, στα Χανιά, όταν κάποιος την πλησίασε και αναζήτησε τη συντροφιά της. Ήταν Γάλλος από το Παρίσι, νέος, γύρω στα είκοσι, ευγενέστατος, γοητευτικός και τον έλεγαν Ζαν-Πωλ. Η έλξη ήταν ακαριαία και ακαταμάχητη. Η Αριστέα, παρά τους αρχικούς ηθικούς της δισταγμούς ενέδωσε στη μαγεία του έρωτα, αποφασίζοντας να κρατήσει το ένοχο μυστικό μόνο για τον εαυτό της. Λίγο καιρό μετά, όταν πια είχαν επιστρέψει με τον άντρα της στην Αμερική, ανακάλυψε ότι ήταν έγκυος, χωρίς όμως να γνωρίζει ποιος απ’ τους δυο ήταν ο πατέρας του παιδιού. Αυτή η αβεβαιότητα την αναστάτωσε, αλλά με τα χρόνια έπεισε τον εαυτό της ότι το παιδί ήταν του άντρα της και έπαψε να την απασχολεί. Το μόνο που μετρούσε πια για την Τέα ήταν η κορούλα της, που είχε δώσει σκοπό στη ζωή της κι απέραντη χαρά. Και τώρα; Τι ήταν αυτό που της συνέβαινε; Ο Ζαν-Πωλ, φίλος της κόρης της; Πώς, ανάμεσα σε τόσους όμορφους και ελκυστικούς άντρες γύρω της έπεσε σ’ αυτόν; Ούτε στους χειρότερους εφιάλτες της δεν περίμενε να ζήσει κάτι τέτοιο! Ποια μοίρα την κυνηγούσε; Γιατί να πληρώσει τόσο ακριβά ένα νεανικό παραστράτημα;

Αντίθετα από τον άντρα της, που κοιμόταν μακαρίως, εκείνη πάλευε ολόκληρη τη νύχτα με θεριά και λυσσασμένους δαίμονες. Άυπνη, κατάκοπη και με νεύρα τεντωμένα, πετάχτηκε αμέσως μόλις οι άσπροι τοίχοι του δωματίου δέχτηκαν τις πρώτες αχτίνες του ηλίου. Η μέρα διαγραφόταν συννεφιασμένη.

 

«Μα τι όμορφη πόλη είν’ αυτή,» έλεγε χαρούμενα ο Τζιμ, «μπορείς να περπατάς όλη μέρα και να μη κουράζεσαι». Τα στενά δρομάκια της παλιάς πόλης, τα γραφικά της καφενεδάκια, οι κομψές μπουτίκ, όλα τον ενθουσίαζαν. Όταν θέλησε να επισκεφτεί όμως το μουσείο του Ερυθρού Σταυρού, στην άλλη πλευρά της πόλης, οι δυο γυναίκες δεν τον ακολούθησαν. Αυτή θα ήταν η δικιά τους στιγμή, που θα μένανε μάνα και κόρη να τα πούνε.

Η Τέα προσπαθούσε να προσποιηθεί τη χαρούμενη, αλλά ήταν ηλίου φαεινότερον πως κάτι της συνέβαινε. Λέξη δεν είχε ακούσει απ’ όλα όσα τους εξηγούσε η Λουτέσια για την ιστορία της πόλης, το μεγάλο μεταρρυθμιστή Καλβίνο, τον Άγιο Πέτρο, το σπίτι του Ιωάννη Καποδίστρια. Το μόνο που ήθελε εκείνη τη στιγμή ήταν να βρει τρόπο να πείσει την κόρη της να διαλύσει αυτή την επικίνδυνη σχέση.

«Μανούλα μου, τι έχεις; Από χτες σε βλέπω κάπως σκεπτική και στενοχωρημένη… Τόση ώρα και δε με ρώτησες τίποτα για το Ζιπέ μου. Αχ, να ‘ξερες πόσο τον αγαπώ! Άλλαξε η ζωή μου μαζί του, δεν είμαι πια ο ίδιος άνθρωπος, γέμισα ολόκληρη από την αγάπη του, σα να συμπληρώθηκε ένα κενό μέσα μου. Ποτέ δεν το φανταζόμουνα ότι ο έρωτας σε ολοκληρώνει σε τέτοιο βαθμό! Δεν ξέρω πως να σ’ το εξηγήσω, είναι τα πάντα για μένα, εραστής, πατέρας, αδερφός, όλα μαζί σ’ ένα πρόσωπο».

Η Τέα ταράχτηκε, ένα κρύο ρεύμα πέρασε στη ραχοκοκαλιά της, μα προσπάθησε να σφίξει τα δόντια και να μην δείξει την απελπισία της.

«Μαμά, θα σου πω κάτι,» συνέχισε η Λουτέσια, «αλλά μη θυμώσεις. Θέλω να κάνω ένα παιδί μαζί του. Δεν ξέρεις πόσο το θέλω να γεννήσω το παιδί του Ζιπέ. Είμαι σίγουρη πως θα είναι ευγενικό και όμορφο, σαν κι αυτόν!»

Η γυναίκα κοκκάλωσε. Το βόλι του λόγου τη βρήκε στην καρδιά και της την έσκισε πέρα ως πέρα. Λύθηκαν οι αρμοί της. Το πρόσωπό της πήρε έκφραση τρελής. Τώρα πια δεν την συγκρατούσε τίποτα. Με μάτια κατακόκκινα σαν αίμα και με μάγουλα ξαναμμένα άρπαξε τη Λουτέσια από τους ώμους και άρχισε να την ταρακουνάει με δύναμη.

«Όχι, όχι, αυτό ποτέ, ποτέ! Δεν πρέπει να κάνεις παιδί μαζί του, δεν πρέπει, θα είναι μέγιστο λάθος, θα χαραμίσεις τη ζωή σου, πρέπει να διακόψετε, δε σου ταιριάζει, είναι μεγάλος, είκοσι χρόνια μεγαλύτερος, θα μπορούσε …» φώναζε υστερικά η Τέα, ξεφυσώντας σα μανιασμένη και κουνώντας σπασμωδικά το κεφάλι της πέρα δώθε».

Το κορίτσι τα ‘χασε. Δεν είχε ποτέ αντικρύσει τη μαμά της σε τέτοια κατάσταση. Είχαν ανέκαθεν άριστη σχέση και τα κουβέντιαζαν όλα. Τι είχε πάθει τώρα; Τι επίθεση ήταν αυτή;

«Μαμά ηρέμησε, πώς κάνεις έτσι; Θα μπορούσε να ήτανε πατέρας μου, αυτό δεν ήθελες να πεις; Και τι σε πειράζει αν με περνάει στα χρόνια; Κι ο μπαμπάς σε περνάει. Δεν μπορώ να καταλάβω τι σ’ έπιασε. Είναι παράλογη η αντίδρασή σου!»

«Θα κάνεις αυτό που σου λέω, μ’ ακούς; Αν δεν το κάνεις θα πεθάνω, να το ξέρεις. Εγώ, αυτόν δεν θέλω ούτε να τον ξαναδώ! Τελείωσε η Γενεύη. Θα γυρίσεις πίσω στην Αμερική!»

«Ώστε με απειλείς κιόλας; Προσπαθείς να κυριαρχήσεις επάνω μου με εκβιασμούς και εκφοβισμούς. Και η δική μου ζωή, οι επιθυμίες μου, δε μετράνε για σένα;. Φτάνει πια! Είμαι ενήλικας κι ότι θέλω θα κάνω. Εγώ φταίω που σε εμπιστεύτηκα,» της έκοψε την κουβέντα βράζοντας από θυμό και προχώρησε μπροστά, παρατώντας την μόνη στο δρόμο.

 

Εκείνη τη νύχτα, τη δεύτερη και τελευταία πριν από την αναχώρησή τους, τα στοιχεία της φύσης λες και βρίσκονταν στο κατακόρυφο της μανίας τους. Ο άνεμος λυσσομανούσε κι η ολόλαμπρη καλοκαιρινή πανσέληνος σκεπάστηκε με κατάμαυρα σύννεφα σα μολύβι. Οι αστραπές και οι βροντές ορμούσαν με μανία πάνω στις σκεπές των σπιτιών κι έλεγες πως δε θα μείνει τίποτα όρθιο. Ούτε η μάνα, ούτε η κόρη, έκλεισαν μάτι μέχρι που ξημέρωσε.

 

Όταν αποχαιρετίστηκαν στο αεροδρόμιο την επόμενη μέρα, η Τέα ήταν ένα σωστό κουρέλι, ανέκφραστη και μυστηριακή. Το χρώμα του προσώπου της είχε τη μουντάδα του ξερού χώματος και η ματιά της τη μαυρίλα της αβύσσου. Ο άντρας της, ανήσυχος μήπως της παρουσιάστηκε κάποια σοβαρή ασθένεια, τηλεφώνησε σε κάποιο φίλο του γιατρό στην Αθήνα για να μπορέσει να τη δει επειγόντως μόλις θα έφταναν. Η Λουτέσια την κοιτούσε περισσότερο με θυμό και παράπονο παρά με ανησυχία. Της είχε καταστρέψει τη χαρά της, και της είχε επιβάλει με φωνές και υστερίες να διακόψει τη σχέση της με το άνθρωπο που τόσο αγαπούσε, κι αυτό δε θα της το συγχωρούσε. Η προαίσθησή της είχε επαληθευτεί. Δεν ήταν μόνο η εμπιστοσύνη προς τη μητέρα της που είχε κλονιστεί, αλλά και η σχέση της με το Ζιπέ. Ένας ακαθόριστος φόβος είχε πλακώσει την καρδιά της. Μήπως η αγάπη τους κινδύνευε;

 

Ήταν ένα γλυκό φθινοπωρινό, Κυριακάτικο απόγευμα. Η Λίμνη της Γενεύης απλωνόταν λαμπερή, σαν τεράστιος καθρέφτης και χρύσιζε, καθώς καθρεφτίζονταν οι προσόψεις των σπιτιών και των ξενοδοχείων στη γυάλινη επιφάνειά της. Ένα σωρό οικογένειες και ζευγαράκια περπατούσαν χέρι-χέρι στην προκυμαία απολαμβάνοντας τη ζεστή λιακάδα. Ο Ζιπέ με τη Λουτέσια βολτάριζαν νωχελικά και κουβέντιαζαν. Φαινόταν να είχαν βρει και πάλι τους παλιούς τους ρυθμούς και την ηρεμία τους μετά από τα καλοκαιρινά, δυσάρεστα γεγονότα.

«Πρέπει να τα φτιάξεις με τη μητέρα σου καρδιά μου, την τρόμαξε η διαφορά της ηλικίας μας, αυτό είν’ όλο,» της είπε για να την καθησυχάσει. «Δώσ’ της λίγο χρόνο και θα το αποδεχτεί!» Η μια κουβέντα έφερε την άλλη και, κάποια στιγμή, γυρνώντας προς το μέρος της τής είπε πως δεν έμοιαζε καθόλου με τη μαμά της.

«Ίσως να ‘χεις δίκιο,» είπε εκείνη, «αλλά αν γνώριζες τη μαμά μου νέα, θα έβλεπες τις ομοιότητες» και σα να θυμήθηκε κάτι, έβαλε το χέρι στην τσάντα της και ανέσυρε από ένα τσεπάκι μια παλιά φωτογραφία της Τέας .

«Πως το είχα ξεχάσει;» είπε με ενθουσιασμό, «κοίτα, εδώ η μαμά μου λίγο πριν φύγει για την Αμερική. Θα ‘τανε γύρω στα είκοσι, όσο είμαι εγώ τώρα».

Μόλις ο Ζιπέ την έπιασε στα χέρια του σάστισε. Παρόλο που η φωτογραφία ήταν παλιά και κακοπαθημένη, ήταν ολοφάνερο πως η εικονιζόμενη ήταν η Αριστέα, η Κρητικοπούλα που είχε ερωτευθεί στα Χανιά εκείνο το καλοκαίρι! Τα τριάντα κιλά που είχε πάρει όλ’ αυτά τα χρόνια και το γκρίζο, ατημέλητο μαλλί την είχαν τελείως αλλάξει. Σαν μέσα από όνειρο γύρισαν πίσω οι μνήμες, οι εικόνες του έρωτά τους, και όσο τα δευτερόλεπτα περνούσαν, τόσο εδραιωνόταν η πεποίθησή του.

«Τι έπαθες και δε μιλάς;» αστειεύτηκε το κορίτσι, «σοκαρίστηκες, έτσι δεν είναι; Είδες τι όμορφη που ήταν; Ίσως να μην της μοιάζω πολύ, αλλά τα μάτια και το στόμα μας είναι ίδια!»

Ο Ζιπέ κατέλαβε υπεράνθρωπες προσπάθειες για να μη δείξει την έκπληξή και, προ παντός, τη σύγχυσή του.

 

Το βραδάκι, αποχαιρέτησε τη Λουτέσια και πήρε το TGV, την ταχεία αμαξοστοιχία, για το Παρίσι. Στο μυαλό του είχε απλωθεί σκοτάδι. Έψαχνε στη μνήμη του και ανέσυρε τις γλυκιές καλοκαιριές νύχτες στην

Κρήτη που χαίρονταν την αγάπη τους με την Αριστέα στα ζεστά βότσαλα της ακρογιαλιάς. «Μα πώς δεν το κατάλαβα; Να έχω μπροστά μου την Αριστέα και να μην τη γνωρίσω;» σκεφτόταν με απόγνωση.

Την επόμενη μέρα ξεχάστηκε με τις δουλειές του, αλλά το απόγευμα, τα βήματά του τον οδήγησαν έξω από ένα χρυσοχοείο, στην περιοχή του Marais. «Πέρυσι, από δω της πήρα το διαμαντάκι για το λαιμό, στα γενέθλιά της,» θυμήθηκε. Τα γενέθλιά της! Τώρα το μυαλό άρχισε να καλπάζει τρελά, παίρνοντας οδυνηρές στροφές. «Από Ιούλιο ως Απρίλιο, εννέα μήνες. Εννέα γεμάτοι μήνες! Ήταν καλοκαίρι του ενενήντα πέντε. Έχουμε 2015. Έκλεισε τα είκοσι τον Απρίλιο. Έχει γούστο….»

Βουτηγμένος μέσα στις σκέψεις του άκουσε το κινητό να χτυπά στην τσέπη του.

«Καλησπέρα Ζαν Πωλ. Ελπίζω να μην ενοχλώ,» άκουσε κάποια να του μιλάει με σπασμένα γαλλικά. Ανατρίχιασε. «Όχι Αριστέα, δε μ’ ενοχλείς, είμαι μόνος μου στο Παρίσι και μάλιστα, δεν θα το πιστέψεις, αλλά σε σκεφτόμουνα. Τι σύμπτωση!»

«Με σκεπτόσουνα; Λοιπόν, θυμήθηκες ποια είμαι; Θέλω να πω…»

Ο Ζιπέ σωριάστηκε σ’ ένα παγκάκι. «Δε σε γνώρισα όταν ήρθες Αριστέα. Έτυχε όμως να δω μια φωτογραφία σου, που είχε η Λουτέσια στην τσάντα της. Έπεσε φωτιά να με κάψει μόλις κατάλαβα ποια ήσουν, και μετρώντας το διάστημα από τότε… θέλω να πω, από τότε που σμίξαμε μέχρι τα γενέθλιά της είναι… Για τ’ όνομα του Θεού, μη με παιδεύεις, πες μου, είναι κόρη μου;»

«Δεν ξέρω, γι’ αυτό ακριβώς σε παίρνω. Απ’ τη στιγμή που συνειδητοποίησα ποιος είσαι, εκείνο το βράδυ στο σπίτι σου, έπαθα νευρικό κλονισμό. Νοσηλεύτηκα κάμποσο καιρό κι αυτός είναι και ο λόγος που δεν επικοινώνησα μαζί σου νωρίτερα. Άκουσέ με προσεχτικά. Πρέπει να βρεις τρόπο να γίνει το τεστ πατρότητας. Κρυφά όμως, να μην καταλάβει τίποτα η Λουτέσια. Αν αποδειχτεί ότι δεν είναι παιδί σου, εγώ, σου υπόσχομαι πως δε θα μπω εμπόδιο. Αν όμως… αλλά, άσε, δεν αντέχω ούτε να το σκέπτομαι…»

 

Δύο μέρες αργότερα ο Ζαν Πωλ Ρουσέλ παρέδιδε ένα πλαστικό μπουκαλάκι νερού Εβιάν σε ένα εργαστήριο ταυτοποίησης DNA στη Γενεύη. «Ξέρετε κύριε Ρουσέλ ότι η εξέταση αυτή επιβάλλεται να γίνεται με τη συναίνεση τής ή τού συντρόφου, αλλά στην προκειμένη περίπτωση θα παραβώ το κανόνα για να αποφύγουμε τα χειρότερα,» του εξήγησε σοβαρά ο γενετιστής γιατρός. Συμμερίζομαι απόλυτα την τραγικότητα της κατάστασης και γι’ αυτό θα προβώ στην εξέταση αποσπώντας τον σίελο της κοπέλας από το στόμιο του μπουκαλιού απ’ το οποίο ήπιε νερό και θα το συγκρίνω με το δικό σας. Από κει και πέρα επαφίεται σε σας πως θα το αντιμετωπίσετε σε περίπτωση που θα αποδειχτεί ότι είστε ο βιολογικός πατέρας».

 

Οι τρείς εβδομάδες που μεσολάβησαν μέχρι την ημέρα των αποτελεσμάτων ήταν μαρτυρικές, όχι μόνο για το Ζιπέ, αλλά και για την Αριστέα, που καθόταν σ’ αναμμένα κάρβουνα και μετρούσε τις μέρες. Εν τω μεταξύ, η Λουτέσια, τελείως ανυποψίαστη, έβλεπε την αλλαγή της συμπεριφοράς του αγαπημένου της και δεν μπορούσε να δώσει καμία εξήγηση. Η τρομερή υποψία, μήπως δεν την αγαπούσε πια, την βύθιζε σε θλίψη και την αρρώσταινε.

 

«Ο κύριος Ρουσέλ δε φάνηκε γιατρέ. Σήμερα ήταν το ραντεβού του για να παραλάβει τα αποτελέσματα του τεστ πατρότητας,» είπε η νοσοκόμα. Ο γιατρός, που είχαν περάσει από τα χέρια του δεκάδες παρόμοια περιστατικά, δεν παραξενεύτηκε καθόλου, μάλλον το περίμενε ότι ο νέος άντρας δε θα μπορούσε να σηκώσει το βάρος μιας τόσο οδυνηρής αποκάλυψης. Είχε τύχει, πολλοί, μετά από μια τέτοια πληροφορία, να φτάσουν σε έσχατα σημεία απελπισίας…

 

Τραγική φιγούρα ο Ζιπέ, βαρύς και άθυμος, σερνότανε στους δρόμους της πόλης, προσπαθώντας να ταξινομήσει τα συντρίμμια της ζωής του. Τα πόδια του μολύβι, ο ουρανίσκος του στεγνός, το στόμα του πικρό σαν την αψιά γεύση του χώματος. Το κελάδημα των πουλιών πάνω στις ακακίες του φάνηκε σα μοιρολόι, σα να θρηνούσαν μαζί του το τέλος μιας μάταιης μέρας, μιας μάταιης ζωής. Ακόμη και το φεγγάρι κρεμόταν πάνω από τα δυο βουνά σα ματωμένος, πύρινος δίσκος. Μετά από οδυνηρή πάλη μέσα του, είχε πάρει την απόφαση να μην παραλάβει τα αποτελέσματα της εξέτασης. Τώρα όμως αμφιταλαντευόταν για άλλη μια φορά. Μήπως θα ήταν καλύτερα να μάθαινε την αλήθεια; Αν δεν ήταν κόρη του, όλος ο πόνος θα έληγε εδώ και θα συνέχιζαν τη ζωή τους μαζί. Αν όμως του έλεγαν ότι ήταν κόρη του; Οι σκηνές του έρωτά τους ορμούσαν σα λάβα καυτή μεσ’ στο μυαλό του και φάνταζαν ειδεχθείς, αποτρόπαιες. «Είμαι ο χειρότερος των ανθρώπων. Διέπραξα αιμομιξία…ένα απ’ τα πιο απεχθή εγκλήματα! Αλλά, μπορεί και να μην το διέπραξα. Θεέ μου, αυτή δεν είναι ζωή, θα τρελαθώ!»

Όχι, όχι, καλύτερα έτσι. Καλύτερα να μην ήξερε! Η αλήθεια θα τον σκότωνε, γκρεμίζοντάς του την ελάχιστη ελπίδα που γεννούσε η αμφιβολία. Ας τραβήξει τη ζωή του μέσα στην άγνοια, μόνος, κατάμονος…

Πλησιάζοντας προς την αγαπημένη τους ελιά, κατάρρευσε. Χύθηκε βαρύς στο υγρό χώμα της και έκλεισε τα μάτια. Σχεδόν είχε αποκοιμηθεί όταν ένιωσε κάποιον να τον ακουμπά απαλά στον ώμο.

«Τι έγινες Ζιπέ, σε ψάχνω παντού,» του είπε ανήσυχη η Λουτέσια.

Μα, βλέποντάς τον ανέκφραστο, έσκυψε κοντά του και τον κοίταξε τρομαγμένη. «Μα τι έχεις; Εσύ δεν είσαι καθόλου καλά! Μήπως είσαι άρρωστος; Αλλά τι σε ρωτάω; Εσύ τρέμεις ολόκληρος…»

Κάθισε στο χώμα, δίπλα του, χαïδεύοντάς του τα μαλλιά και προσπαθώντας να του αποσπάσει μια λέξη, μια εξήγηση. Ήθελε να καταλάβει τι γινόταν μέσα του, να της πει γιατί την απέφευγε, γιατί δεν της γλυκομιλούσε όπως πριν, γιατί έλλειπε τόσο συχνά, γιατί δεν την είχε αγγίξει καθόλου τις τελευταίες εβδομάδες… Το σκοτάδι των ματιών του και η βαριά σιωπή του, της έδωσαν την απάντηση.

«Το βλέπω στα μάτια σου. Δεν έχεις ούτε το θάρρος να με κοιτάξεις. Χωρίζουμε λοιπόν, αυτό ήταν, δε με θέλεις πιά… Μίλα μου, για τ’ όνομα του Θεού, πες μου τι έγινε, γιατί άλλαξες; Γιατί δε μ’ αγαπάς πιά;» άρθρωσε τα τελευταία λόγια με δυσκολία.

«Ναι, χωρίζουμε,» κατάφερε μόνο να πει εκείνος.

Η φοβερή λέξη γδούπησε στα θεόρατα δέντρα και βούιξε σαν τρομερή έκρηξη στον κατάμαυρο θόλο τ’ ουρανού. Τα δυο βουνά, σαν τεφροί βράχοι, από πάνω τους έπεφταν να τους πνίξουν με τον άχαρο όγκο τους. Τα μάτια της γυάλισαν σαν της αγριόγατας μεσ’ στο σκοτάδι.

«Γιατί; γιατί μ’ αφήνεις; γιατί δε μ’ αγαπάς πιά; Τι έγινε; Ποιος φταίει; Η μάνα μου έ; Σε πήρε τηλέφωνο και σε έπεισε, κι εσύ πετάς την αγάπη μας τόσο εύκολα; Πώς μπορείς;» Δεν ήξερε πιά τι έλεγε, δεν καταλάβαινε τι έκανε, φώναζε κι έκλαιγε την ίδια στιγμή, ώσπου τα χείλη της πρήστηκαν και το σάλιο της στέγνωσε. Εξαντλημένη, έγειρε στον κορμό του δέντρου σα μικρό παιδί ορφανεμένο, κι άρχισε να κλαίει βουβά, σιωπηλά, με παράπονο…

Ποιος μπορεί ν’ αντέξει την ομορφιά να κλαίει; Να βλέπει τα μαύρα δάκρυα της πίκρας να κυλούν στα ρόδινα, νεανικά μάγουλα; Την ένιωσε να σπαράζει σα σφαχτάρι και γύρισε να κοιτάξει το γλυκό και τόσο αγαπημένο πρόσωπο. Είδε μόνο την πικρή βροχή των κλαμένων της ματιών και δεν άντεξε. Την πήρε στην αγκαλιά του και την έσφιξε στοργικά, ώρα πολύ, αφήνοντας και τα δικά του δάκρια να νοτίσουν τις ρίζες της αγαπημένης τους ελιάς που ήταν γραφτό να γίνει μάρτυρας του πρώτου σκιρτήματός τους, αλλά και του θλιβερού τέλους της αγάπης τους.

«Ποτέ δε θα σταματήσω να σ’ αγαπώ κοριτσάκι μου, μα πρέπει να φύγω μακριά σου. Πονάω κι εγώ όπως κι εσύ, αλλά δεν μπορώ να σου πω το λόγο, δε γίνεται, μην επιμένεις άλλο. Μόνο ένα πράγμα θέλω να ξέρεις, ότι ό,τι κάνω είναι για το καλό και των δυο μας…»

 

Η Λουτέσια ήξερε πια πως η μοίρα είχε δηλώσει τη βούλησή της. Μόλις οι λυγμοί έπαψαν να τραντάζουν το στήθος της, τον φίλησε στα χείλη και κοιτάζοντάς τον στα μάτια έπιασε να τραγουδάει με φωνή σβησμένη: «Si jamais tu partais, partais et me quittais, c’ est sûr que j’ en mourrais… Αγάπη μου, πίστευα πως δε θα έβαζα στο στόμα μου ποτέ τους τελευταίους στίχους του τραγουδιού μας, μα έπεσα έξω. Αν κάποτε μ’ εγκαταλείψεις, θα πεθάνω. Πόσο αληθινά είναι αυτά τα λόγια! Θάνατο νιώθω μέσα μου, κι’ ο κόσμος σα να άδειασε ξαφνικά από νόημα. Κοίτα τη νύχτα πόσο μαύρη είναι, ούτε ένα αστέρι δεν υπάρχει στον ουρανό».

Ο Ζιπέ ανασήκωσε τη Λουτέσια με δυσκολία και βοηθώντας την να σταθεί στα πόδια της κατευθύνθηκαν αργά- αργά προς το σπίτι. Δυο κουβαράκια σκυφτά μεσ’ τη νύχτα, δυο γαλάζια αστέρια σβησμένα απ’ το χτύπημα της μοίρας.

Μόλις που πρόλαβαν να μπουν και ακούστηκαν οι πρώτες βροντές. Ερχόταν καταιγίδα. Οι σταγόνες της βροχής άρχισαν να κυλάνε αργά-αργά πάνω στο τζάμι του αψιδωτού παραθύρου σχηματίζοντας γυαλιστερά, τεθλασμένα ρυάκια, που δεν άργησαν να μετατραπούν σε άγριο κύμα που έπεφτε με πάταγο στη στιλπνή του επιφάνεια, απειλώντας να το θρυμματίσει.

Έγειραν κι οι δυο στον καναπέ, με τα ρούχα τους γεμάτα ξερόχορτα και χώμα. Εκείνη χώθηκε στην αγκαλιά του σα μικρό κοριτσάκι που αναζητά την προστασία του πατέρα της. Δεν τον κοιτούσε, μόνο τον έσφιγγε πάνω της για να αισθανθεί για τελευταία φορά το άρωμα και τη ζεστασιά του κορμιού του.

Η βαλίτσα του, ανοιχτή στο δάπεδο του σαλονιού, έχασκε ξεδιάντροπα και προκλητικά, γεμάτη με τα ρούχα του, τα καλοδιπλωμένα κουστούμια, τα λευκά του πουκάμισα και τα κομψά παπούτσια.

 

 

 

* Η Γρηγορία Γρηγορίου Αντωναράκη γεννήθηκε στην Αθήνα και σπούδασε στην Αρσάκειο Παιδαγωγική Ακαδημία Αθηνών. Μετά το πέρας των σπουδών της εργάστηκε ως δασκάλα σε δημοτικά σχολεία της Αττικής. Έζησε επί δωδεκαετία με το σύζυγο και τα τέσσερα παιδιά της στη Βαλτιμόρη των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής όπου συνέχισε τις σπουδές της στο «Towson University», φοιτώντας στο Παιδαγωγικό τμήμα της Δημοτικής Εκπαίδευσης και στην Αμερικάνικη Λογοτεχνία. Παράλληλα, δίδαξε ελληνικά στα Κοινωτικά Σχολεία του Μέρυλαντ. Από το 1992 η οικογένειά της μετώκησε στη Γενεύη όπου συνέχισε την εκπαιδευτική της δραστηριότητα. Εργάστηκε στο πρόγραμμα «International Baccalaureate» στο International School of Geneva. Για περισσότερο από δυο δεκαετίες συμμετέχει ενεργά στο Λογοτεχνικό Κύκλο Βιβλιοφίλων Γενεύης καθώς και στο Θέατρο Ελλήνων Γενεύης.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top