Fractal

Απαντώντας σε απόκρυφα και αναπάντητα ερωτήματα

Γράφει η Ελένη Χωρεάνθη //

 

Διονύσης Καρατζάς «Πρόβα εαυτού». Με έξι σχέδια της Άννας Καρατζά, Εκδόσεις Μετρονόμος

 

Ευφραίνεται η ψυχή μου και θαρρώ πως μοσχοβολάει ο τόπος γύρω μου, όταν συναντάω ποιήματα που οι λέξεις και οι στίχοι κουβαλούν άνθη ευωδερά, εικόνες  από την ομορφιά της πατρίδας μου και μιλούν μελωδικά τη γλώσσα την απλή, την καθημερινή  ελληνική, όπως μας παραδόθηκε από τον Όμηρο κι από τους προ ομηρικούς ακόμα ήρωες του λόγου: 2500 χιλιάδες ομηρικές λέξεις είναι  μέσα στην καθημερινή γλώσσα του λαού μας.

 

“Σε άκουσα να λούζεσαι νύχτα

Κατέβηκα ποτάμι να σε ψάξω

κι ας σ’ έχω βρει.

Την άλλη μέρα η θάλασσα μοσχοβολούσε.

(Κι ας σ’ έχω βρει)

 

Καθώς άνοιξα στην τύχη τη χαριτωμένη τυπογραφικά συλλογή του μελωδικού, πολυγραφότατου σπουδαίου και πολύ τραγουδισμένου ποιητή Διονύση Καρατζά, με σταμάτησε το τετράστιχο αυτό. Μου άνοιξε την ψυχή με τα αρώματα και τις θαυμάσιες εικόνες που ζωγραφούν οι απλές λέξεις και οι γεμάτοι νόημα και σημασία στίχοι του.  Αλλού, η Αερινή, η αόρατη γυναίκα, η θηλυκή οντότητα, η ερωμένη, η ποίηση, “ράβει “βροχή/ μ’ άσπρη κλωστή κεντώντας αστραπές” κι “αφόρετα φορέματα” τρυφερών χρωμάτων για όλους τους καιρούς, ξέρει τι σημαίνει πόνος και “τραγουδάει παραμύθια” και “καθαρίζει υποσχέσεις”.

Πρώτη φορά έρχομαι σ’ επαφή με την ολιγόλογη, σύντομη, περιεκτική ποίηση του Διονύση Καρατζά. Η συλλογή, Πρόβα εαυτού, όπως “Πρόβα νυφικού” – τι εξαίσιος και νοηματισμένος τίτλος! – είναι 23η. Η πρώτη επαφή με την ποίησή του, ωστόσο, δεν με ξενίζει, μου δημιουργεί γέφυρες επικοινωνίας με τον ίδιο, με τη σκέψη, με τη φιλοσοφία του, ακόμα και ο αποσπασματικός του λόγος αποκαλύπτει μυστικά περάσματα στον κόσμο της σιωπής και της μοναχικότητας του ποιητή, στον χώρο της επώασης εκεί που συντελείται το μυστήριο της δημιουργίας, το ποίημα.

Το πρώτο ποίημα της συλλογής, αφιερωμένο σε φίλο του, υποθέτω, είναι, τρόπον τινά ένας συνοπτικός επίλογος των προηγούμενων έργων του. Κάθε στίχος με την πυκνότητα που τον διακρίνει, υποκρύπτει μια περιοχή της ποίησής του. Αποσκοπώντας να δώσω την ευκαιρία στον αναγνώστη να πάρει μια ιδέα από τούτη την ωραία, την καθαρόαιμη ελληνική ποίηση, παραθέτω ολόκληρο το ποίημα, όπως συνηθίζω να κάνω και σε άλλες περιπτώσεις, όταν θέλω να καταδείξω την αλήθεια των απόψεων και των εκτιμήσεών μου:

 

Καλεσμένος των αρχαγγέλων συντρόφων μου,

πόνου και ηδονής

βρέθηκα στον θαλάσσιο κήπο των αστεριών,

στη σύναξη του αγίου πάθους.

Κάθισα στο  νησί της ανεμώνης

στην τιμητική τελευταία θέση του βυθού

κατά τους δημοκρατικούς ολιγάρχες των αισθημάτων,

με δικαίωμα σιωπής.

Ανάμεσα στα κύματα μελλοντικών αναμνήσεων

είδα και τον φύλακα της λήθης.

Μετά από χρόνια,

κοιτάζοντας τις φωτογραφίες των ονείρων μου,

κατάλαβα ότι ο αόριστος ξένος δίπλα μου,

ήταν η σκιά μου.

Από παιδί μιλούσα σπαστά

τη γλώσσα τω ν νερών και των ερώτων

και ανυποψίαστα γλιστρούσα στην αγάπη.

(Ο αόριστος ξένος)

 

Εκ πρώτης επαφής με την ποίηση του Διονύση Καρατζά, νομίζεις πως παίζει με τις λέξεις. Αν όμως σταθείς λίγο κι αφουγκραστείς πίσω από τη διαφάνεια του σώματος των συμβόλων θα δεις έναν άλλο κόσμο που κουβαλούν στα φτερά τους οι απλές καθημερινές λέξεις και δημιουργούν το εαρινό ευωδιάζον σώμα ενός αλλιώτικου ποιήματος που επιγράφει “Ο γελαστός κήπος”. Ένας κήπος που τον φύτεψαν “άγγελοι που κατέβαιναν από τον ανοιχτό ουρανό / με τρεχούμενα χρώματα και νερά” και μοσχοβολάει με χίλιες μύριες ευωδιές. Είναι  η αυλή του ποιητή που την μετέτρεψαν σε “γελαστό κήπο” η  πανίδα και η χλωρίδα της ελληνικής μυθολογίας, της Φύσης και της Ιστορίας, ονόματα αγίων, ασήμαντα και σημαντικά, ένδοξα και καθημερινά, από τον Αλφειό και τον Λιμναίο ίσαμε τη  “Θεολήπτη, τη Θεοφίλη, τη Θεοκτίστη, τον Θεόστιχο, τη Μαρία και τον Σωσίθεο”, ονόματα σημαίνοντα και σημαδιακά, όλα παιδιά του ποιητή αγαπημένα που γεμίζουν τις ώρες του και τη ζωή του. Και καμαρώνει:

 

“Η αυλή μου γέμισε παιδιά.

Ανάμεσά τους εγώ, ο μικρότερος”.

 

Διονύσης Καρατζάς

 

“Ο γελαστός κήπος” είναι το άλλοθί του. Εκεί βρίσκει απανεμιά προφυλαγμένος από το ξεροβόρι κι από τα κάθε λογής βέλη που προκαλούν πόνο. Στον “γελαστό κήπο” της ποίησής του βρίσκει τον εαυτό, μακριά από όσα προκαλούν πόνο. “Για το καλό του πόνου”, λοιπόν ζει στον δικό του κόσμο, στον δικό χώρο, τον δικό του χρόνο γιατί:

 

Στον τόπο μου

τα δέντρα τα κλαδεύουν μέχρι να πονέσουν.

Έτσι, λένε,

αγαπούν πιο πολύ τις ρίζες τους

και φτάνουν σε βαθύτερο ουρανό.

Και τα πουλιά,

που ζουν από αλήθεια,

φωλιάζουν στα αγκάθια.

Ξέρουν πως δίχως πόνο δεν βρίσκουν την αγάπη.

Και περιμένουν.

(Για το καλό του πόνου)

 

Ποιήματα ομιλητικά, με λέξεις κοφτερές, γεμάτες φως που “μιλούν γι αγάπη στα ζωντανά του κόσμου”, μια ποίηση δοτική, που δίνει, δεν περιμένει να πάρει. Γενναία στη λιτότητά της ποίηση. Μελετώντας την εικόνα του εξωφύλλου με το χέρι που φυτρώνει από μια γλάστρα είναι γυρισμένο προς τη γη, είναι το χέρι του ποιητή απλωμένο προστατευτικά πάνω από τα παιδιά του “Γελαστού κήπου”.  Ό, τι αποκτάει με πόνο και σιωπή, είναι δωρεά, σκέπη και προστασία. Δεν είναι απλωμένο για να λάβει, γιατί η ποίηση είναι δωρεά από χώμα και νερό και απλόχερη σιωπή. Είναι σπόροι παρηγορητικής βροχής και στοργικών ανέμων. Είναι η πίκρα του ξενιτεμένου που γυρνώντας σε ξένες πολιτείες και χώρες “διαλαλούσε περηφάνια κι επετείους, μύθους και ιστορία, τέχνες και πολιτισμό, ολόφωτους ανθρώπους, ανατρεπτικούς, την ανθροωπογεωγραφία με “διαδρομές παραμυθιών και ηρώων”, όμως, “όταν επέστρεφε στη χώρα του, επέστρεφε και στην καρδιά του” και “προσευχόταν στο Θεό να μην  τον αγνοεί.

Λέξεις γεμάτες νόημα και σιωπή, στίχοι περιεκτικοί  κι όμως ανάλαφροι, διαφανείς, στιλπνοί κι ανάεροι. Υπάρχει βαθύς πόνος καλά φυλαγμένος μέσα τους, και γλυκύς καημός, αλλά ο γλυκασμός τους ντύνει με φως κι ελπίδα ίσαμε το “Εωθινό”, που δίνει απάντηση σε όλα τα απόκρυφα και αναπάντητα ερωτήματα:

 

Μ’ ένα αγκάθι, κερδισμένο απ’ την αλήθεια,

άνοιγα μία μία τις πληγές μου.

Χαιρόμουνα το υγρό σκοτάδι,

που έβγαινε με ορμή και λάμψη όλη νύχτα,

κι ας πονούσα.

Πότε σαν σε κήπο περίμενα ν’ ανθίσω

και πότε σαν σε θάλασσα χυνόμουνα ποτάμι.

Με το πρώτο φως των ματιών σου ξύπνησα

κι ολόρθος σε δοξάζω.

 

Ποίηση βαθιά πονεμένη, γεμάτη καρυάτιδες, Σαπφώ και Μεγαλέξανδρο, Τσιτσάνη κι ολάνθιστες σιωπές, ολόφωτη, σιγαλά δοξαστική, εξαίσια λυτρωτική, στολισμένη με έξι χαρακτηριστικά σχέδια της Άννας Καρατζά, της ταλαντούχας κόρης του ποιητή, εμπνευσμένα από τα ποιήματα την “Πρόβα εαυτού”, φιλοτεχνημένα ειδικά για τη ποιητική του συλλογή, που δίνουν και εικαστικά διαστάσεις στην ποίηση του πατέρα της.

 

 

Παλαιό Φάληρο, 16 Ιουνίου 2020, ημέρα των γενεθλίων μου 

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top