Fractal

Ποίηση: “Στρατιώτης αναχωρεί στην άδειά του” – “Όπως σε διάβαζε η μοναξιά κανείς, ποτέ δεν Σε διαβάζει”

Γράφει ο Χρήστος Κατρούτσος //

 

 

 

 

 

Στρατιώτης αναχωρεί στην άδειά του

 

Μια έξοδος η πύλη απ’ την παραμεθόριο

Μια είσοδος η πύλη όπου λυγίζουν όρια

 

Όταν επέστρεψε μισή σελήνη πιο μετά

Και δίπλα της

Με την αρματωσιά του ουρανού ντυμένος,

ορίζοντας γεμάτος ηλιοτρόπια.

Δεν μπορεί! Κάπου κοντά θ’ αδειάσαν πίνακες Βαν Γκονγκ

Κι είχε γεμίσει κίτρινο ευθυτενές

Ο κόσμος στον γήινο του ημιώροφο,

ανάμεσα στον πάνω και τον κάτω.

 

Λίγα λεπτά να φτάσεις απ’ το θάλαμο

εκεί όπου η γης ανάσαινε

σχηματίζοντας ένα λεπτό κύμα,

χώρος από χορτάρι ταπεινό

εξόριστος των λεξικών πριν κάτσει.

Κει κάθε του έννοια ζάχαρη που λιώνει στο νερό

ενώ έκθαμβος κοίταζε τ’ απέραντο

να μην ματώνει στη φάλαγγα ηλιοτροπίων,

ερχόταν ένας στρατός απ’ την αντίπερα μεριά

άξιος να του παραδοθείς!

Σαν κλαδί η πτύχωση αυτή στη γης

και ήρθαν απρόσμενα θαλαμιζόμενοι

αποδημητικά πουλιά για μια στιγμή

που θα επέστρεφαν στην υπόλοιπή τους ηλικία

Και χείλια του τεντώνονταν στο πλάτος ουρανού.

Αυτός θα επέστρεφε

συνεχώς στο πρώτο μισό της ηλικίας του

αν έχτιζαν φωλιά τα χελιδόνια στους υπολογισμούς

κι η διαδρομή του βίου του σε κείνο το σημείο και…

Και Θα σωθούμε από το πόσο δώσαμε

μ ένα ακάνθινο στεφάνι

Όταν θ’ ανακαταλάβουμε τον έρωτα από τον θάνατο!

 

 

 

Όπως σε διάβαζε η μοναξιά κανείς, ποτέ δεν

Σε διαβάζει,

 

Όπως μας διάβαζε η μοναξιά, κανείς,

μήτ’ ο βασιλικός στα πέντε δάκτυλα μπλεγμένος

στα δυο ρουθούνια μπαίνει πράσινος

και βγαίνει αναποφάσιστος λευκά

ποιο ποίμνιο να βλογήσει

Έλα δω αν σου βαστά βρε μοναξιά

Έλα να δω αν δίχως μένανε κρατάς

 

Στ’ αχτένιστα μαλλιά σου κρύβεσαι

του αναπόδραστου

στον ουρανό απ’ το αιδοίο πάνω

κοπέλας που τον φυλά στη μέλισσα

όταν σπασμό Ηλίου ψάχνει

σ’ αυτόν τον διάδρομο με την ελιά φωτός

που λεν’ οι τύχες γέννησης- θανάτου συναπάντημα,

Μελουσίνας και Αδμήτου,

μιας γέννησης σαν πήρε να γερνά

αγαπημένη,

όταν σε διάβαζε η μοναξιά σε αποστήθιζα,

καθώς τη σπούδασα στα πλήθη

 

Μάθ’ αγράμματη χαράς πως όταν χτυπάς

κουδούνι μου θα λείπω σε διπλανό

όπου μας διάβασε μετά τ’ ω! μέγα το φιλί

στο αναλόγιο των χειλιών

στ’ αγκαλιασμένα σώματα,

το μόνο μέρος που κατοικούμε.

 

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top