Fractal

Τέσσερα κείμενα

Γράφει ο Κωνσταντίνος Χρυσοχόου // *

 

 

 

 

Φως

 

Πάντα δυο διαδρομές. Παράλληλες. Να συναντιόνται μόνο στο άπειρο. Δυο ζωές, μια κολασμένη, μια γήινη, πότε δεν έμαθα ποια είναι η άγια και ποια η καταραμένη. Η μια παλεύει ν’ αναδυθεί, η άλλη να αναληφθεί. Δυο αδέλφια σιαμαία που τα χώρισαν βίαια στην απαρχή; H ένας άνθρωπος ολάκερος που ζει σε δύο κόσμους; Το σύνορο εντός, μονάχα για τους μύστες. Η ολότητα εκτός, για τ’ αλλότρια μάτια, τις αμάθητες ψυχές, τα φοβισμένα πνεύματα.

Οι λέξεις και οι νότες, οι εικόνες κι οι ιδέες, σαν μυρμήγκια ζωντάνεψαν, σούρθηκαν εντός, ψαχούλεψαν το ένα το άλλο με τις κεραίες τους, ζευγάρωσαν, κανεις δεν ξέρει πως και πότε και έπλασαν άλλα πλάσματα πρωτόγνωρα. Κι έπιασαν χρόνια να πελεκάν αθόρυβα, στοές και πύργους και λαβύρινθους, αυλές και κελάρια. Και τότε, ήρθε απρόσμενα το φως, λαγαρό, αυθύπαρκτο, παρθενογεννημένο, σαν από πάντα αναμενόμενο αν και ποτέ υποσχεμένο. Μεγάλο θάμα σε πεπερασμένο χώρο, πλαντούσε ν’ απλωθεί, να μεγαλώσει να εκπληρώσει το χρέος της εξαύλωσης. Τα πλάσματα κατάλαβαν, ότι δεν μπορούσαν να το ‘χουνε δικό τους, κι έτσι αποτόλμησαν ν’ ανοίξουνε ρωγμές στον φλοιό που τα προστάτευε σαν μήτρα, να λευτερώσουν το φως.

Και τότε συνέβη το αδιανόητο. Το φως έμεινε ακίνητο κι απ΄τις ρωγμές ξεχύθηκαν εντός, ορδές. Ορφανές σκέψεις, αδέσποτοι πόνοι, ανομολόγητες μοναξιές, έκθετοι στοχασμοί, οργισμένα ονείρατα, έρωτες ξοφλημένοι και σκλάβες λευτεριές, όρμησαν σαν πρόσφυγες που ψάχνουνε να βρουν πατρίδα. Πληγιασμένα, ισχνά, διωγμένα απο άνυδρες και στέρφες , σαν το dust-bowl ψυχές. Κι ο κόσμος ο εντός, μαζί με το φως, άρχισαν να διαστέλλονται σαν το σύμπαν για να χωρέσουν όλους τούτους τους καταραμένους.

 

 

 

 

 

Ένα μεγάλο φωτεινό Καλοκαίρι

 

Είναι πολύ φωτεινό τούτο το καλοκαίρι. Με τόσο φως που εξαϋλώνει τα πάντα και χάνονται ακόμα κι οι σκιές. Ούτε κι αυτές δε μας άφησε, έτσι για να χουμε ένα αποτύπωμα ύπαρξης Παντοτινό μεσημέρι. Υψικάμινος. Τα χώνεψε όλα, τα λιωσε, τα κανε μια μάζα που δεν ξεχωρίζεις τίποτα. Τουλάχιστον όχι πριν κρυώσει. Γέροντες που γίναν χώμα κι αγέρας, φωτογραφίες με πρόσωπα άγνωστα που σε κοιτάνε πότε βλοσυρά και πότε μ’ απορία, παιδιά που γίναν πιο παιδιά πριν γίνουν άντρες. Κι έβγαλαν στην ψυχή τραχιές φολίδες, σαν φίδια που αλλάζουνε πουκάμισο σαν τρίβονται στ’ αγκάθια και τις πέτρες. Το όνειρο τους δεν ήταν και δικό σου. Στάθηκες απαθής μπροστά του και το φτυσες στο πρόσωπο. Σαν να το ξόρκιζες που τόσα χρόνια σε δυνάστευε. Δάκρυα κι ιδρώτας ανάκατα, αξεχώριστα, αλμυρά και πικρά, τα σκουπίζουμε με το έξω μέρος του χεριού και έπειτα το τινάζουμε με δύναμη σαν χαστούκι, ή σαν να θέλουμε ν΄αγιάσουμε τον κόσμο τον κόσμο που μας χλευάζει. Κι ότι απόμεινε απ’ τα καλοκαίρια που ήξερες, το βρίσκεις μόνο εντός σου κι είναι αϋλο γι αυτό και δεν το λιώνει η υψικάμινος.

 

 

 

Ερωτηματικά

 

Έπιασες αποβραδίς πάλι και σκάλιζες στο χώμα ερωτήσεις. Με δύναμη, με πάθος, σαν να φοβόσουν μην φυσήξει το χώμα κανα μπουρίνι και τις σβήσει. Δεν σ’ ένοιαζε ν’ απαντηθούν όχι. Μονάχα να τις θέσεις. Αγέρωχες κι αδυσώπητες, σαν απειλές σ όποιον τολμούσε να αποκριθεί. Το παιζες από μικρός αυτό το περίεργο παιχνίδι. Τα πιανες τα ερωτηματικά και τα έστριβες στο τοίχο, τα βίδωνες και τα κανες κρεμάστρες. Θυμωμένα τσιγκέλια. Εκκρεμείς απορίες. Οι απαντήσεις τους βαριές σαν πανωφόρια μουσκεμένα απ΄την βροχή και δεν τις σήκωναν. Θα ξήλωναν τον σοβά, κι θα πεφταν με πάταγο στο πάτωμα. Κι είχες κοπιάσει τόσο για αυτόν τον λευκό σοβά. Και για την ήσυχη νύχτα με τα όνειρα. Δεν θέλεις οι γκρεμισμένες ερωτήσεις να σου χαλούν τα όνειρα. Αρκεί που στα γαμούν τις μέρες σε εκείνο το φτηνό πορνείο που δουλεύουν χρόνια. Ήτανε όμορφα από μικρά βλέπεις και δεν μπορούσες να κρύψεις απ΄τα πεινασμένα μάτια. Τις νύχτες τα όνειρα γίνονται πάλι παιδούλες και παίζουν με πάνινες κούκλες και σκοινάκι και τραγουδάνε αυτοσχέδιους σκοπούς και χορεύουν ως το ξημέρωμα. Κι εσύ εκεί να επιμένεις να ρωτάς, γιατί βαθιά σου γνωρίζεις, πως όσο γυρεύεις μια απόκριση, δεν θα ηττηθείς αληθινά. Τώρα που μεγάλωσες, βιδώνεις πια τα ερωτηματικά στο κορμί σου γιατί ξέρεις. Η μάλλον όχι! Πάντα ήξερες, αλλά σου ήταν ακατάληπτο τούτο το μυστήριο. Ο έρως και η ερώτηση έχουν κοινή ρίζα και κοινό πεπρωμένο. Σαν απαντηθούν πεθαίνουν.

 

 

 

Χίμαιρα Κάθε νυχτιά, πριν να χουγιάξει ξανα η ζωή, μ αρνείσαι τρεις φορές, μία για την κάθε μου φύση: χώμα, πνεύμα, έρωτας. Και ξεγλιστράς στην σκοτεινιά, σαν σκόνη μέσα από την χαραμάδα της μισόκλειστης πόρτας. Αθόρυβα ακροπατάς, σκαρφαλώνεις απ’ το μπαλκόνι και χάνεσαι από σκεπή σε σκεπή, πριν ξυπνήσει η πόλη.

Ξέχασες στο κρεββάτι δυο βαθιές σαν την κόλαση ανάσες. Στην κρεμάστρα απέναντι, άφησες τ άρωμα σου, σαν γαλάζιο φουλάρι ν ανεμίζει θριαμβικά στο αεράκι που μπαίνει απ το παράθυρο. Το ξύλινο πάτωμα τρίζει ακόμα απ τα βήματα σου. Πάντα περπατούσες σα να θελες να τρυπήσεις την γη, να συναντήσεις ξανα το μάγμα που σε γέννησε. Στο στήθος μου ακόμα η λακκούβα απ’ το κεφάλι σου που ακουμπούσες όλη νύχτα. Σαν σκάλισμα στο μάρμαρο, αιώνιο. Και τα σημάδια απ τα ανταριασμένα σου δάκτυλα, ο τύπος των ήλων της στιγμής που θυσίασα τα χείλη μου στον βωμό σου. Να τα αγγίζω κάθε φορά που θέλω να πιστέψω ότι το ‘ζησα. Και ο καθρέφτης, ο αιώνιος ψεύτης, ο ειδωλοποιός, μονάχα αυτά τα πρωινά της απώλειας, μου δείχνει την αλήθεια. Αυτή που είν’ κρυμμένη πίσω του. Έφυγες γυμνή, κι ας ήταν η γύμνια σου το μόνο που θελα να κρατήσω.

Θα ‘ρθεις πάλι απόψε. Θα χεις άλλο πρόσωπο, άλλο χρώμα στα μάτια και τα μαλλιά σου θα μυρίζουν αλλιώς. Θα σε λένε Μαρία, Ελένη, Ηλέκτρα, Σοφία και Κλειώ. Μ’ εγώ ξέρω πια πως σε λεν στ’ αλήθεια: Χίμαιρα!

 

 

* O Κωνσταντίνος Χρυσοχόου γεννήθηκε το 1967 στην Αθήνα όπου και μένει ως σήμερα. Σπούδασε οικονομικά και εργάζεται σε σχετικό αντικείμενο, αλλά η ψυχή του ήταν πάντα αιρετική και προτιμούσε την λογοτεχνία, την ιστορία και την ψυχολογία.

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top