Fractal

Σκιαγραφώντας την ανεξέλεγκτη βία της Κολομβίας

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

 

 

 

Ντανιέλ Φερέϊρα, «Ταξίδι μέσα σε μια σταγόνα αίμα». Μετάφραση από τα Ισπανικά: Αγγελική Βασιλάκου. Εκδόσεις Καστανιώτη. Αθήνα, 2021

 

Ο Ντανιέλ Φερέϊρα (Daniel Ferreira, 1981- ) είναι Κολομβιανός συγγραφέας και μπλόγκερ. Γεννημένος στο Σαν Βισέντε δε Τσουσουρί, στην ορεινή επαρχία Σαραντέρ, μετακόμισε αργότερα στην Μπογκοτά για να σπουδάσει γλωσσολογία στο Εθνικό Πανεπιστήμιο. Είναι συγγραφέας πολλών βραβευμένων μυθιστορημάτων και χρονικογράφος με ένα έργο πέντε βιβλίων τα οποία περιστρέφονται γύρω από τη βία και την ιστορία της χώρας του και στα οποία έχει δώσει το όνομα ‘Πενταλογία της Κολομβίας’. Το 2017 ανακηρύχθηκε ένας από τους σημαντικότερους νέους, κάτω των τριάντα εννέα ετών, συγγραφείς της Λατινικής Αμερικής. Το ‘Ταξίδι μέσα σε μια σταγόνα αίμα’, είναι το δεύτερο μυθιστόρημά του, εκδόθηκε το 2011 και κέρδισε το ζηλευτό βραβείο του Λατινοαμερικάνικου Μυθιστορήματος Alba, στην Κούβα. Επιπλέον, ο συγγραφέας κέρδισε το βραβείο για το καλύτερο ιστολόγιο για τη  Διάδοση του Πολιτισμού στα Ισπανικά που χορηγείται από το Ινστιτούτο Θερβάντες. Κατά καιρούς έχει συνεργαστεί με εφημερίδες και διάφορα κολομβιανά και μεξικάνικα λογοτεχνικά και πολιτιστικά περιοδικά.

Για να εστιαστούμε τώρα στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα ‘Ταξίδι μέσα σε  μια σταγόνα αίμα’, αναρωτιόμαστε πόσο περίεργα και πώς θα μπορούσε άραγε να τελειώσει μια μέρα γιορτής; Στο Ακουακαλιέντε, ένα μικρό χωριό της Κολομβίας κοντά στις παρυφές της  ζούγκλας, οι κάτοικοί του διασκεδάζουν ανυποψίαστοι στην κεντρική πλατεία του χωριού τους και ετοιμάζονται να εκλέξουν και να στέψουν τη βασίλισσα της ομορφιάς στο καρναβάλι της χρονιάς, με κύριο γνώμονα και κριτήριο την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη συγκέντρωση χρημάτων ώστε να  κατασκευάσουν τη γέφυρα στην είσοδο του χωριού, σε μια περιοχή η οποία στην περίοδο των βροχών πλημμυρίζει επικίνδυνα. Αίφνης καταφτάνει και περικυκλώνει τον οικισμό μια ομάδα ένοπλων κουκουλοφόρων η οποία χωρίς κανένα δισταγμό σκοτώνει αλύπητα τους πάντες. Άντρες, γυναίκες, παιδιά και ακόμα τον παππά.  «…Τρεις χιλιάδες φυσίγγια και μισή εκατοντάδα πτώματα κείτονται στο κέντρο του συνοικισμού, υποφωτισμένου απ’ την τελευταία αναλαμπή του λυκόφωτος…», συμπληρώνει ο συγγραφέας στο τέλος της πρώτης ενότητας. Ξεκινώντας την ανάγνωση του μυθιστορήματος ερχόμαστε σε επαφή με τις ζωές διαφορετικών χαρακτήρων οι οποίες όμως συγκλίνουν κατά τη διάρκεια εκείνου του σημαδιακού απογεύματος που προσκρούει στην ανείπωτη βία, σε άδικα χυμένο αίμα των αθώων κατοίκων του χωριού. Οι φωνές τους διαχέονται στον αέρα της περιοχής κατά τη διάρκεια του αιματοκυλίσματος στην συγκεκριμένη απομονωμένη περιοχή από γνωστούς αγνώστους παραστρατιωτικούς της χώρας. Όλα όσα άκουσε, διάβασε, έμαθε και έζησε, οδήγησαν τον Ντανιέλ Φερέϊρα να γράψει  για την ανεξέλεγκτη βία που κυριαρχεί στην Κολομβία για έναν αιώνα περίπου και γι’ αυτό με την ‘Πενταλογία’ του τοποθετήθηκε στο κάδρο των  ανεπιθύμητων και επικίνδυνων προσώπων. Στο ‘Ταξίδι μέσα σε μια σταγόνα αίμα’, η ομάδα των παραστρατιωτικών κουκουλοφόρων που εισβάλλει στο χωριό Ακουακαλιέντε, εξολοθρεύει με αναπάντεχο τρόπο και θερίζει ό,τι κινείται χωρίς καμία απολύτως διάκριση. Μέσα σε λίγα λεπτά η πλατεία και οι παράδρομοι γεμίζουν από άδειους κάλυκες καθώς και από πτώματα ανύποπτων ζωών. Η αρχή ταυτόχρονα αποτελεί και το τέλος του μυθιστορήματος καθώς ο Φερέϊρα στη συνέχεια παρακολουθεί και ξεδιπλώνει τη ζωή πέντε ντόπιων οι οποίοι, με εξαίρεση έναν, συναντούν αναπάντεχα τον βίαιο θάνατο. Χτίζοντας αργά τη ζωή τους και παρουσιάζοντας μερικές ψηφίδες απ’ αυτή, σκιαγραφεί ταυτόχρονα και την ιστορία της ευρύτερης περιοχής. Ο συγγραφέας έχει βιώσει αυτή την κατάσταση στο απομονωμένο Σαν Βισέντε δε Τσουσουρί από δυνάμεις παρακρατικών και επομένως έχοντας εθιστεί στην καθημερινή βία, γράφει από πρώτο χέρι γι’ αυτή τη διαχρονική σφαγή που λαμβάνει χώρα στον τόπο  του.

Η νεαρή κοπέλα, εδώ, κερδίζει την ανεξαρτησία της αφού πρώτα αποστασιοποιηθεί από τις φωτογραφίες ο οποίες, κατά τη γνώμη της, υποκαθιστούν την πραγματική ανάμνηση, αφού ότι έμενε  από το παρελθόν της δεν ήταν εκείνο που σκεφτόταν αλλά εκείνο που της επιβαλλόταν από τη φωτογραφία που κρατούσε στα χέρια της. Ξέφυγε παράλληλα από τη μάνα της, έστω και για λίγο, η οποία επιθυμούσε σφόδρα να την παντρέψει με έναν πλούσιο άντρα που θα τις έβγαζε από τη φτώχεια και θα τις έκανε ιδιοκτήτριες εκείνης της μεγάλης χασιέντας. Ο αλκοολικός δάσκαλος, απόγονος ενός μπολσεβίκου ζωγράφου που ετοίμαζε μια αποτυχημένη επανάσταση,  είναι το άλλο πρόσωπο το οποίο με την περιγραφή των παθών του τονίζει και συμπληρώνει μια ακόμα παράμετρο του  περιβάλλοντος χώρου και των ακραία ευμετάβλητων χρονικών συγκυριών τις οποίες εμπλουτίζει η παράθεση πολιτικών και κοινωνικών αγώνων στα τέλη της τρίτης δεκαετίας του  εικοστού αιώνα. Τότε που μια ένοπλη ομάδα από τεχνίτες, συνδικαλιστές, εργάτες, φιλελεύθερους αντάρτες και σοσιαλιστές αγρότες οργάνωναν στην Κολομβία ένα σχέδιο ένοπλης εξέγερσης. Εκείνη τη στιγμή ο δάσκαλος δίδασκε σ’ ένα σχολείο όπου κανείς δεν παρακολουθούσε, κανένας δεν μάθαινε και κανένας δεν ήθελε να εκπαιδευτεί για ένα μέλλον που όλοι γνώριζαν πως είναι ανύπαρκτο. Ίσως αυτό να τον οδήγησε ώστε «…να παραδίδει ένα υποθετικό μάθημα ιστορίας σε άδεια καθίσματα, ώσπου στο τέλος απογοητεύεται και γυρεύει παρηγοριά στο αλκοόλ», ίσως  πάλι «…αφότου είδε να πεθαίνει στο τελευταίο στάδιο της νόσου ο άντρας που αγάπησε… όταν είδε να πεθαίνει σ’ ένα ράντζο εκστρατείας ο εραστής του από ελονοσία», ακολουθώντας τώρα την ίδια και απαράλλαχτη αυτοκαταστροφική πορεία που ακολούθησε και ο παππούς του!  Ένα μικρό αγόρι που επιβιώνει από την όλη τραυματική διαδικασία αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο την ενηλικίωσή του με την μοναχική μητέρα του σε ένα ξενοδοχείο μισού αστεριού στον συνοικισμό, χωρίς να αμελήσει να δει νεκρό εκ του σύνεγγυς τον γείτονά του πίσω από το τζάμι και μέσα στο φέρετρο γιατί ενεπλάκη στις δύσκολες και απαιτητικές περιρρέουσες πολιτικές ίντριγκες της εποχής οι οποίες είχαν φτάσει και εκεί, στα μέρη τους!  Ο χοντρός πλούσιος  παράγοντας Ουρμπάνο Φρίας  του τόπου, μεγαλοκτηματίας, ιδιοκτήτης εκατοντάδων βοοειδών, πολλών αμαξιών,  εραστής των καλύτερων σπιτιών και των νεαρών κοριτσιών,  χάνει με τη σειρά του τα πάντα και τη ζωή του. Ο αγωνιστής ιερέας που υπερασπίζεται το ποίμνιο του, ακολουθεί κι’ όλοι και όλα παίρνουν το δρόμο τους όπως ήταν προδιαγεγραμμένο.  Αλλά κι’ εκείνος που  επιβιώνει από μια τέτοια εκκαθάριση, στην πραγματικότητα είναι σαν να είναι ήδη νεκρός.

 

Ντανιέλ Φερέϊρα

 

Η γραφή του Φερέϊρα λειτουργεί εν είδει συνεχών απεικονίσεων, σαν μεγάλες τοιχογραφίες ποιητικά εκφρασμένων γεγονότων τα περισσότερα των οποίων βίωσε μικρός στην ζούγκλα της περιοχής  του Σανταντέρ, σ’ ένα χωριό που βρισκόταν υπό τον έλεγχο των παρακρατικών, όπου όλα απαγορεύονταν. Και τότε, κατάλαβε πως δεν είναι φυσιολογικό να ζεις καθημερινά με τον φόβο, να παρακάμπτεις ανενόχλητος τις απώλειες στις ζωές των διπλανών σου και  να εθίζεσαι στη βία. Τα ονειρικά, ποιητικά και κινηματογραφικά βιβλία του Ντανιέλ Φερέϊρα, σαν να βλέπεις πίνακες του Γκόγια να ζωντανεύουν, εκδίδονται σήμερα σε πολλές χώρες και ακόμα και στην ίδια την Κολομβία. Το ‘Ταξίδι μέσα σε μια σταγόνα αίμα’, μας συντροφεύει για λίγη ώρα και μας ταξιδεύει στις ζωές εκείνων των ανθρώπων, απ’ τη στιγμή που γεννιούνται ώσπου να αντικρύσουν, όλοι μαζί, την απύθμενη βία στην κεντρική πλατεία του χωριού τους. Πολλές από τις ιστορίες αναμένουν τον ίδιο τον αναγνώστη να τις συνθέσει λαμβάνοντας υπ’ όψιν του τις αφηγήσεις πολλών μαρτύρων. Δεν έχει τελικά μεγάλη σημασία ποιοι ενοχοποιούνταν για εκείνη τη σφαγή των άτυχων κατοίκων. Αν ήταν αντάρτες, μισθοφόροι, λαθρέμποροι όπλων ή ναρκωτικών, ή οτιδήποτε άλλο. Γιατί το βιβλίο του Φερέϊρα, απεικονίζει με τον παραστατικότερο τρόπο ξεχασμένες και εγκαταλειμμένες από τον κρατικό μηχανισμό Κολομβιανές κοινότητες οι οποίες ζούσαν και αρκετές ζουν  ακόμα από την παραοικονομία και την πορνεία, θύματα ενός πολύπλευρου πολέμου του τέλους του εικοστού και των αρχών του καινούργιου αιώνα μας.

 

Απόσπασμα από το βιβλίο

 

«…Εκείνος δεν έβγαλε τσιμουδιά, συνέχισε να ετοιμάζει το ταξίδι στο Μαρακαΐμπο με τους δεκαπέντε λαθρεμπόρους συνεργάτες του, παρότι τους κατηγόρησαν ότι συνεργάζονται με τους αντάρτες και μεταφέρουν όπλα στη μαύρη αγορά.  Το αρνήθηκαν λέγοντας ότι αυτό ακριβώς σημαίνει λαθρεμπόριο: να διασχίζεις επικίνδυνες περιοχές όπου καλείσαι να πληρώνεις χαράτσι τόσο στους αντάρτες όσο και σε διεφθαρμένους αστυνομικούς, όλοι στο ίδιο τσουβάλι. Το να τους κατηγορούν όμως για εμπορία όπλων ‘η εκρηκτικών ήταν καθαρή συκοφαντία, και μάλιστα στημένη…».

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top