Fractal

«Να προχωρήσω στη ζωή, τυφλή σαν νυχτερίδα, αλλά να προχωρήσω!»

Γράφει η Τζένη Μανάκη //

 

Elizabeth Strout «Το όνομά μου είναι Λούσι Μπάρτον», Μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου, εκδ. Άγρα, σελ. 195

 

«Ξαφνικά, καθώς τα φώτα άρχιζαν να ανάβουν στην πόλη είπα: “Μανούλα μ΄αγαπάς;” 

Η μητέρα μου κούνησε το κεφάλι και κοίταξε έξω τα φώτα. “Φρου Φρου σταμάτα”.

 “Έλα μαμά, πες μου” Άρχισα να γελάω κι άρχισε να γελάει κι αυτή. 

 “Φρου Φρου για όνομα του Θεού δηλαδή “.

 

Έχω την αίσθηση πως ίσως οι άλλοι δεν θα καταλάβουν ότι η μητέρα μου αδυνατούσε να πει τη φράση:  Σ’ αγαπάω. Έχω την αίσθηση πως ίσως οι άλλοι δεν θα καταλάβουν: ότι ήταν όλα καλά.»

 

Από το απόσπασμα ο αναγνώστης θ’ αντιληφθεί ότι πρόκειται για ένα βιβλίο για ανομολόγητα συναισθήματα, για τη ψυχρότητα των σχέσεων μέσα σε μια οικογένεια, που όμως δεν προϋποθέτει ανυπαρξία δεσίματος ή ακόμη και αγάπης.

Στο βιβλίο της η Στράουτ γράφει για την αγάπη, για τη νοσταλγία, τον πόνο της μοναξιάς, τη σκοτεινιά που βιώνουν οι άνθρωποι, για όσα είναι δύσκολο να ειπωθούν κι όταν ειπωθούν στιγματίζουν.

 

Ο μύθος της απλός, όπως και η γραφή της και ο αναγνώστης καλείται να ανιχνεύσει όλα αυτά που κρύβονται κάτω από τις λέξεις. Η ηρωίδα τολμά να φέρει στην επιφάνεια με την αναπόληση των αναμνήσεών της συναισθήματα και πληγές που έμεναν καταχωνιασμένες στο υποσυνείδητό της, από τη βίωση μιας ανελέητης φτώχειας από την οποία κατάφερε να ξεφύγει, σπουδάζοντας σε κολλέγιο. Η φτώχεια τη σημάδεψε βαθιά, νιώθει ξένο σώμα στη μεγάλη πόλη, η ειλικρίνεια δεν της βγαίνει σε καλό. Η αμφιβολία για κάθε βήμα της είναι εμφανής.

 

«Αλλά θυμάμαι το εξής: Όταν γύρισα σπίτι για την ημέρα των Ευχαριστιών, το βράδυ δεν μπορούσα να κοιμηθώ, κι αυτό γιατί φοβόμουν ότι τη ζωή μου στο κολλέγιο την είχα ονειρευτεί».

 

Μετά τις σπουδές, απέκτησε έναν ευκατάστατο σύζυγο και δύο κόρες, ζούσαν στη Νέα Υόρκη. Το Άμγκας του Ιλλινόι, όπου γεννήθηκε, είναι μακρινό παρελθόν που την επισκέπτεται με τη μορφή αναμνήσεων σ’ ένα νοσοκομείο, όπου αναγκάστηκε να μείνει για εννέα εβδομάδες μετά μια εγχείρηση σκωληκοειδίτιδας και κάποια αδιευκρίνιστα σοβαρά μετεγχειρητικά προβλήματα.

 

Εκεί την επισκέπτεται η μητέρα της η οποία παραμένει στο πλευρό της νυχθημερόν πάνω σε μία πολυθρόνα και ενώ έχουν χρόνια να ειδωθούν αυτά που λένε αφορούν παλιούς γνώριμους από το χωριό. Μιλάνε ακατάπαυστα για ιστορίες ανθρώπων ξένων, αναφέροντάς τους με παρονύμια, αποφεύγοντας να θίξουν αυτά που άμεσα αφορούν τις ίδιες και τα πολύ κοντινά τους πρόσωπα. Σιγά – σιγά αναπτύσσουν έναν τρόπο επικοινωνίας μέσα από τον οποίο διαφαίνεται ότι αγαπιούνται, ότι υπάρχει δέσιμο.

 

«Ο πουριτανισμός των προγόνων μου δεν είχε τη συζήτηση ως πηγή ευχαρίστησης, όπως άλλες κουλτούρες που έχω δει».

 

Μέσα από τις παρελθοντικές αφηγήσεις ξεπηδούν χρονικά άναρχα προσωπικές αναμνήσεις της Λούσυ, μέχρι που απελευθερώνεται μέσα της η διάθεση ν’ αναφερθεί στα πολύ προσωπικά της τα τρέχοντα και του παρελθόντος.

Μιλάει για το γάμο της που χάλασε, για τις κόρες της που τη μισούσαν, για την  πρόθεσή της να γίνει συγγραφέας. Ο Τζέρεμυ, ένας συγκάτοικος στο σπίτι της Ν.Υ. την ενθαρρύνει να γράφει, διαβάζοντας ένα μικρό κείμενό της. Της συστήνει να είναι ο εαυτός της, αλλά και αμείλικτη.

 

«Ο χρόνος δεν έφτανε ποτέ, κι αργότερα κατάλαβα πως αν έμενα στο γάμο μου, δεν θα έγραφα άλλο βιβλίο, τουλάχιστον το είδος του βιβλίου που ήθελα, ήταν κι αυτό. Στην πραγματικότητα όμως, το αμείλικτο του πράγματος είναι ότι έπιασα τον εαυτό μου από τον γιακά και είπα: Αυτή είμαι, και δεν πρόκειται να πάω κάπου που δεν αντέχω να πάω – στο Άμγκας του Ιλλινόι- και ούτε θα μείνω σε έναν γάμο ενώ δεν θέλω, αλλά θα μου δώσω μιά και θα με πετάξω παραπέρα, να προχωρήσω στη ζωή, τυφλή σαν νυχτερίδα, αλλά να προχωρήσω! Εκεί βρίσκεται το αμείλικτο του πράγματος, νομίζω.»

 

Eliszabeth Strout

 

Παρακολουθεί σεμινάρια γραφής από την καταξιωμένη συγγραφέα Σάρα Πέυν την οποία γνωρίζει κάπου τυχαία. Γράφει ένα  βιβλίο στο οποίο πραγματεύεται το θέμα της “ατελούς αγάπης” για το οποίο της δίνει κάποιες συμβουλές μεταξύ των οποίων αν κάποιοι την κατακρίνουν “να μη βγάλει τσιμουδιά”. Πρόκειται για μια ιστορία για τη φτώχεια και την κακοποίηση, αλλά και ιστορία μιας μητέρας που αγαπά την κόρη της ατελώς. Γιατί όλοι ατελώς αγαπάμε. Πρόκειται για την ίδια την ιστορία της Λούσυ, που πιθανώς μέρος της να είναι και ιστορία της Στράουτ.

Η Λούσυ αναρρώνει, χωρίζει και παντρεύεται ξανά. Μέσα από τις εμπειρίες πλέον, την παραδοχή του παρελθόντος, τη συγχώρεση και την αγάπη αποκτά αυτοπεποίθηση, βρίσκει τον πραγματικό εαυτό της: “Το όνομά μου είναι Λούσυ Μπάρτον”. 

Στη διάρκεια της ανάγνωσης αμφιταλαντευόμουν μεταξύ του:  μου αρέσει, με συγκινεί χωρίς να γίνεται μελό, είναι ανεπιτήδευτο αλλά  κοινότοπο, οι διάλογοί του είναι ρηχοί, υπαινικτικοί μεν, αλλά υπαινίσσονται τα προφανή.

Κατέληξα ότι είναι ένα βιβλίο που διαβάζεται ευχάριστα, πιθανώς πολλές αναγνώστριες θα ταυτιστούν με την Λούσυ, ιδίως μεγαλύτερης ηλικίας γιατί και στον τόπο μας δεν συνηθιζόταν η έκφραση των συναισθημάτων, όπου οι συζητήσεις σχετικά με τους άλλους κάλυπταν και καλύπτουν ακόμη και σήμερα  το αδιέξοδο της έκφρασης προσωπικών θεμάτων που αποζητούν λύση μέσα από σε βάθος διάλογο. Εδώ και παντού, σπάνια η αγάπη δεν είναι ατελής, ακόμη και για τους πολύ δικούς μας ανθρώπους, με εξαίρεση ίσως μόνο τα παιδιά μας, γιατί το ίδιο σπάνια σβήνει το “εγώ” από τις ανθρώπινες πράξεις. Και όπως η αγάπη είναι ατελής, το ίδιο ατελής είναι η συγχώρεση.

Θέλω να πω ότι με πολύ απλό λόγο η Στράουτ μιλάει για πράγματα κοινά, διαχρονικά, χωρίς το μυθιστόρημα κατά τη γνώμη μου να έχει τις μεγάλες αρετές που γενναιόδωρα του προσφέρει η διεθνής κριτική. Ωστόσο, δεν διεκδικώ το αλάθητο.

       

                                                                             

       

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top