Fractal

Αφήγημα: “Ταξιδεύοντας”

Της Μπέττυς Δρακάκη //

 

 

 

 

Ταξιδεύοντας

 

Ήσυχο πρωινό Κυριακής. Αμήχανο το κλειδί καθώς ανοίγω την πόρτα του σπιτιού και μπαίνω μέσα για τελευταία φορά αφού δόθηκε αντιπαροχή και θα κατεδαφιστεί. Σε παλιές Κυριακές, όταν ερχόμουν, ο ήχος από το ραδιόφωνο που μετέδιδε την Θεία Λειτουργία έφθανε μέχρι έξω στον δρόμο. Ακόμα με ξαφνιάζει η σιωπή στα άδεια δωμάτια, αφού η θεία Χρυσάνθη η μοναδική ένοικος του σπιτιού, πλήρης ημερών, έχει αναχωρήσει, προ πολλού, για το μεγάλο ταξίδι. Το βλέμμα μου αγγίζει τα παλιά ίχνη στους τοίχους από τα κάδρα και τις οικογενειακές φωτογραφίες της που λείπουν. Και η φαντασία μου τα ανακαλεί και τα τοποθετεί ξανά στη θέση τους. Με τρομάζει το κενό! Αξεθώριαστο το χρώμα του τοίχου σε όλα τα καλυμμένα σημεία. Κάποιες φωτογραφίες τις έχω σπίτι μου να μου τη θυμίζουν. Όπως και πολλά από τα αντικείμενα της. Και κάποια από τα ρούχα της.

Ξεχώριζε! Απ’ όλες τις θείες. Με την ομορφιά της, το γεμάτο σιγουριά περπάτημα της, το ωραίο της ντύσιμο. Η πρώτη μνήμη μου από εκείνη είναι να μπαίνει στον κήπο μας με το μαύρο σκυλάκι της, τον Φαρούκ, και να μοιάζει με βασίλισσα! Πάντα μόνη της τη θυμάμαι! Δεν την είδα ποτέ με έναν άντρα στο πλευρό της παρά μόνο σε φθαρμένες φωτογραφίες. Νόμιζα ότι δεν την ενοχλούσε η μοναξιά. Νόμιζα ότι την αγαπούσε.

Σαν παιδί δεν την έζησα πολύ τη θεία μου. Η δουλειά της και τα ταξίδια της δεν της άφηναν πολύ χρόνο για επισκέψεις.

Όταν όμως βγήκε στην σύνταξη οι εκατέρωθεν επισκέψεις έγιναν συχνές.

Περισσότερο μου άρεσε να πηγαίνω εγώ στο σπίτι της. Ήταν τόσο ξεχωριστό.

Γεμάτο από διακοσμητικά ενθύμια από τα ταξίδια της. Δεν ήξερα που να πρωτοκοιτάξω και τι να πρωτοθαυμάσω. Όλα προστατευμένα μέσα σε βιτρίνες. Στο σαλόνι της καθόμαστε συνήθως. Όλα ήταν με καλύμματα πάνω τους. Η πολυθρόνα της ντυμένη κι αυτή με κλαρωτό ύφασμα για να μην φθείρεται από την χρήση. Μα και η ίδια φορούσε πολύχρωμες λουλουδάτες ρόμπες πάνω από τα ρούχα της για να μην τα χαλάει.

Καθόμασταν αναπαυτικά και άρχιζε τις αφηγήσεις. Όπως όλοι οι άνθρωποι που ζουν μόνοι μιλούσε πολύ. Σαν καπετάνιος της ζωής της, με ταξίδευε στα δρομολόγια της, από τα καλλιστεία του 1929 για την μις Μακρυγιάννη όπου πήρε το στέμμα, στον μεγάλο της έρωτα με έναν Εγγλέζο αξιωματικό που για χάρη του ντυνόταν στρατιώτης για να συναντιόνται τον καιρό του πολέμου και μετά στους καλλιτέχνες φοιτητές που γνώριζε δουλεύοντας στη γραμματεία της φιλοσοφικής σχολής. Μου έλεγε για τον αρραβωνιαστικό της που τόσο αγαπούσε και για την απόφαση που πήρε όταν εκείνος της είπε να διαλέξει ανάμεσα σε εκείνον και τις φίλες της. Κανέναν δεν άφηνε να κυριαρχήσει στη ζωή της. Μου διηγιόταν τις εμπειρίες της από τα ταξίδια της στην Αίγυπτο μετά στην Κίνα και από εκεί στην Αμερική, αργότερα στην Ιαπωνία και την Ρωσία. Στην Αγγλία, στην Γερμανία, στην Ολλανδία στην Ισπανία στην Ιταλία. Στην Γαλλία και στο Μονακό. Στην Ελβετία και στην Τουρκία. Στην Κύπρο. Και εγώ να κοιτώ στις βιτρίνες για να βρίσκω το ανάλογο ενθύμιο από το κάθε ταξίδι. Σαν παιχνίδι!

Όταν δεν μπορούσε πια να ταξιδεύει έγινε λάτρης της τηλεόρασης περνώντας αμέτρητες ώρες μπροστά της. Δίπλα της είχε μια στοίβα από περιοδικά της ‘Ραδιοτηλεόρασης’ τα οποία ενίοτε γίνονταν και μέρος για να κρύβει την σύνταξη της. Για τον φόβο των κλεφτών. Μόνον όταν τελείωνε το πρόγραμμα και άκουγε τον Εθνικό Ύμνο σηκωνόταν από την πολυθρόνα της και πήγαινε για ύπνο.

Μέχρι πού όλα σβήστηκαν από του χρόνου την άμπωτη. Στην ίδια θέση με τα χέρια αφημένα πάνω στο σώμα της κοιτούσε αφηρημένα την τηλεόραση να παίζει χωρίς να ακουμπά πια στα μπράτσα της πολυθρόνας, τα καλυμμένα με τα χειροποίητα από εκείνη πλεκτά για να προστατεύει ακόμα και το κάλυμμα από τη φθορά. Δεν μιλούσε πια για τη ζωή της αλλά αναζητούσε τους γονείς της. Τότε νόμιζε ότι εγώ ήμουν η ξαδέλφη της και με αποκαλούσε με το όνομα της γιαγιάς μου. Κάποιο παιδικό τραγουδάκι σιγοψυθίριζε συχνά. Και μετά η απουσία.

Όταν ήρθε ο καιρός να αδειάσω το σπίτι σαν καινούρια έμοιαζε η πολυθρόνα όπως και τα άλλα έπιπλα όταν σήκωσα τα καλύμματα. Αμέσως τα πήραν όταν τα έβγαλα στον δρόμο. Από όσα μου έλεγε η θεία Χρυσάνθη αυτό που έμεινε πιο έντονα μέσα μου ήταν η συμβουλή της να παντρευτώ για να μην μείνω μόνη μου σαν εκείνη. Τελικά δεν αγαπούσε τη μοναξιά!

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top