Fractal

Δεν άνθισε ματαίως

Γράφει ο Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης // *

 

Θεόδωρος Μπασιάκος, “Γκαγκάν μυτεράν”, εκδ. Πανοπτικόν, 2021

 

Εξηγούμαι απ’ την αρχή, δεν πρόκειται εδώ για μια συμβατική βιβλιοκριτική. Όσο πιο σχολαστικός ή τυπικός είναι κανείς διαβάζοντας, παρουσιάζοντας ή κρίνοντας τούτο το βιβλίο, τόσο περισσότερο προδίδει το αληθινό του πνεύμα. Δεν θα τα πάρω λοιπόν με τη σειρά, ούτε θα επιχειρήσω να βάλω τις σκέψεις μου σε τάξη. Ο Μπασιάκος είναι  ο γκαγκάν, ο γκαγκάν ο μυτεράν, έζησε τη ζωή του έξω απ’ τα συνήθη μέτρα, έγραψε τα ποιήματά του χωρίς κανόνες δημιουργικής γραφής, το κοστούμι μιας τυπικής φιλολογικής ανάλυσης δεν του πέφτει μόνο στενό. τον αδικεί κιόλας.

Δυο τρεις φορές που πήγα να αρχίσω το κείμενό μου με κάτι τεχνοτροπίες, ειδολογικές κατατάξεις κτλ. ένιωσα αμέσως σαν τον θηριοδαμαστή που σηκώνει το μαστίγιο μπροστά στο λιοντάρι. Το κοινό  απέξω μασουλάει ηλιόσπορους και τρώει ποπ κορν, εγώ προσπαθώ να αντλήσω κουράγιο απ’ την εξουσία του μαστιγίου, έστω κι αν κατά βάθος λούζομαι απ’ τον ιδρώτα, το λιοντάρι αρχίζει να βαριέται και να ανυπομονεί μέσα στο κλουβί του, μια βδομάδα τώρα πεινασμένο κι άπραγο. Δεν θέλει πολύ να σπάσει ο διάολος το πόδι, ένα πανό ξεδιπλώνεται στα πιο ψηλά καθίσματα του τσίρκου, «όχι στον βασανισμό της άγριας φύσης» γράφει, με πιάνουν οι ζωοφιλικές ευαισθησίες, αφήνω κάτω το μαστίγιο κι ανοίγω την πόρτα του κλουβιού. Ιδού λέοντά μου, δείχνω το κοινό, πεδίον δόξης λαμπρόν. Μου χαμογελάει ο άτιμος με όλες του τις δοντάρες και αρχίζει να με πλησιάζει… Ζαρώνω σε μια γωνιά, ω είναι ωραία στον παράδεισο, θυμάμαι το τραγούδι απ’ τις Τρύπες.

Το βιβλίο αυτό έχει δόντια, δαγκώνει λαιμούς, τεμαχίζει μέλη, κατασπαράζει σάρκες. Δεν είναι της ξάπλας ή της χαλάρωσης, ούτε χαρίζεται ούτε καλοπιάνει, δεν είναι της αστικής ευγένειας και των καλών τρόπων, δεν προσφέρεται για φιλολογικές βραδιές, δεν απαγγέλλεται στα σαλόνια. Ο Μπασιάκος γράφει όχι για να υπηρετεί τη μούσα ή το εγώ αλλά για να ζει τη ζωή του. Τα ποιήματα είναι το πνευματικό του μεροκάματο ή μάλλον το αισθητικό του αντίτιμο για να αναπνέει, να συντροφεύει, να ακροβατεί και να εξεγείρεται. Οπότε δεν έχει καμιά ανάγκη να ακκίζεται, δεν χρειάζεται τίποτα να αποδείξει σε κανέναν, δεν διατηρεί καμιά οφειλή στους λογοτεχνικούς κύκλους κι έτσι ελεύθερος μπορεί να βγάζει τη γλώσσα, ενίοτε δε να επιδεικνύει και τα οπίσθια, στην καθεστηκυία τάξη της κοινωνίας, της πολιτικής και της ποίησης.

Και το κάνει με την αφέλεια ενός μικρού παιδιού που θέλει να συνεχίσει το παιχνίδι παρ’ ότι οι συνομήλικοί του άφησαν ήδη τα κοντά παντελονάκια, τα χίπικα ταγάρια και τα πράσινα ζιβάγκο για να συνηθίσουνε στις γραβάτες, να διασκεδάσουν στα σκυλάδικα, να σφίξουνε τους χαρτοφύλακες, να επενδύσουν στο χρηματιστήριο, να κλείσουν εισιτήριο για τους Ολυμπιακούς του 2004 και να πάρουν καταναλωτικό δάνειο για διακοπές στην Κυανή Ακτή. Στέκεται λοιπόν στην άκρη και τους κοιτά, αλλά όχι σαν χαμένος ούτε σαν ηττημένος, υπάρχει μια βεβαιότητα σε τούτα τα γραφτά, ότι η ζωή είναι αλλού, ότι κάποιοι δρόμοι που άνοιξαν, έστω και αν οδηγούν σε στενωπούς, έστω κι αν είναι απόκρημνοι, αργά ή γρήγορα θα φανερώσουν κήπους.

Για αυτούς τους κήπους μιλά ο Μπασιάκος, προσκαλώντας σε οινοκατάνυξη τους φίλους του. Εδώ ο Κέρουακ και ο Άσημος, ο Καμί και η Γώγου, ο Μόρισον και ο Ρόμβος, μια αντεργκράουντ γενιά, η πιο αληθινή της ροκ, παρελαύνει σύσσωμη μες στη φανταχτερή πολυχρωμία της, τη θορυβώδη ετερότητά της, δείχνοντας τις πληγές, τις ματαιώσεις, τα πείσματα, τα χαμόγελα της. Γιατί ευτυχώς δεν έχουμε εδώ να κάνουμε με απολογισμό ζωής, ούτε διθυράμβους ούτε ιερεμιάδες δεν εκφωνεί ο ποιητής, καμία παρακαταθήκη δεν αφήνει, ουδεμία υποθήκη στο μέλλον δεν εγγράφει. Μόνο το στίγμα του στο παρόν χαράσσει με λέξεις, αλκοόλ κι ιδρώτα. Όπου οι ατομικοί περισπασμοί διασταυρώνονται με το πολιτικό πλαίσιο για να δώσουν πλέρια την αίσθηση του ιστορικού γίγνεσθαι των τελευταίων πενήντα χρόνων. Υπήρξαμε κι εμείς στην εποχή μας, λέει ο Μπασιάκος – ευτυχώς για μας τους κατοπινούς, συμπληρώνω εγώ.

 

Θεόδωρος Μπασιάκος

 

Αλλά ενώ σε ανάλογες περιπτώσεις οι τέτοιου είδους ποιητικές ή ευρύτερα καλλιτεχνικές δηλώσεις εξελίσσονται σε μοιρολόγια και σε ουρλιαχτά, σε επικήδειους και νοσταλγίες, χάνοντας το δίκιο τους μες στην υπερβολή του συναισθήματος και του συγκαλυμμένου διδακτισμού, ο Μπασιάκος διατηρείται απ’ την αρχή μέχρι το τέλος χαμογελαστός, αυτοσαρκαστικός και παιγνιώδης. Και ω του θαύματος, ενώ φαίνεται προχειρογράφος, η γραφή του είναι αποτέλεσμα ενδελεχούς επεξεργασίας, όπως προδίδουν τα διάφορα σκαριφήματα των ποιημάτων που περιέχονται στο βιβλίο, και την ίδια στιγμή όσο πιο προχειρογράφος είναι τόσο πιο αληθινός αποδεικνύεται. Ομοίως, ενώ δείχνει της δικής του μόνο σχολής, αν ξύσεις λίγο μπορείς να βρεις και τον  ντανταϊσμό, τον φουτουρισμό, τον ρεαλισμό, τον συμβολισμό και τον υπερρεαλισμό, αλλά όσο περισσότερο ξύνεις τόσο περισσότερο Μπασιάκο βρίσκεις. Ομολογώ ότι δεν το έχω ξαναδεί αυτό.

Σκέφτομαι λοιπόν εγώ, ο εσαεί μαθητευόμενος γραφιάς, πόσα έχασα απ’ τη μη μαθητεία μου στη γραφή του Μπασιάκου. Δεκαετίες έσπαγα τα μούτρα μου στις περικοκλάδες του λόγου, στα όρια μεταξύ μοντερνισμού και μεταμοντερνισμού, ακόμη και, ντρέπομαι που θα το πω, σε συνταγές δημιουργικής γραφής, όταν ο Μπασιάκος ποιούσε ποίηση χορεύοντας χαρντ ροκ με τους δαίμονες, τις αναμνήσεις, τους ήρωες και τα πάθη του. Αποποιούμενος τον πληθυντικό της συγγραφής λέω ότι οφείλω στη Μαριάνθη Μαρκοπούλου και στις εκδόσεις Πανοπτικόν πολλές ευχαριστίες. Τούτο το βιβλίο που κλείνει την εμπειρία, τη γραφή, τις αγωνίες, τους αγώνες, την ποίηση μιας ζωής, της ζωής του Μπασιάκου, είναι στη δική μου αντίληψη κάτι παραπάνω από ένα βιβλίο. Είναι και μια έμπρακτη, πολιτική, λογοτεχνική, αισθητική επιβεβαίωση ότι κάποιοι από τούτη τη γενιά δεν άνθισαν ματαίως κι ούτε διετέλεσαν ποτέ ανανήψαντες, κύμβαλα αλαλάζοντα, αυλικοί και κολαούζοι.

 

 

* O Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης είναι πεζογράφος

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top