Fractal

✩ «Aφανείς ήρωες» – ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Καβάλας – 66ο Φιλίππων | «Συνελήφθη μαϊμού που δεν χωρούσε πουθενά», Διασκευή διηγήματος του Χαρούκι Μουρακάμι

Γράφει ο Παύλος Λεμοντζής //

 

 

 

«Aφανείς ήρωες» – ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Καβάλας – 66ο Φιλίππων

«Συνελήφθη μαϊμού που δεν χωρούσε πουθενά»

Διασκευή του διηγήματος «Εξομολογήσεις μίας μαϊμούς από τη Σιναγκάουα» του Χαρούκι Μουρακάμι

 

 

 

Πρόλογος

Πιθανώς, να έχετε ήδη δει την περίφημη εικόνα με τις τρεις σοφές μαϊμούδες. Γνωρίζετε όμως τι σημαίνει πραγματικά;

Η κλασική εικόνα, με τις μαϊμούδες από το Ιερό Τοσόγκου, εκφράζει ένα απλό, διαχρονικό μάθημα: πρέπει να προσέχουμε τι λέμε, τι ακούμε και τι βλέπουμε.

Αυτό το φημισμένο ιερό βρίσκεται στην Ιαπωνία. Το γλυπτό με τις τρεις σοφές μαϊμούδες –με τη μία να καλύπτει το στόμα της, την άλλη τα μάτια της και την τελευταία τα αφτιά της– χρονολογείται στο 1636.

Γενικά, οι τρεις σοφές μαϊμούδες μας διδάσκουν να δίνουμε προσοχή στις δικές μας ανάγκες και να είμαστε πάντα προσεκτικοί και συνετοί, ειδικά όταν πρόκειται για βλαβερές ή αρνητικές σκέψεις.

«Προσέχετε τα λόγια σας. Καλύψτε τα αφτιά σας σε ό,τι δεν είναι καλό ή χρήσιμο και καλύψτε τα μάτια σας σε ό,τι σας βλάπτει και σας κάνει δυστυχισμένους».

Η έμπνευση του Μουρακάμι για το κείμενο που συμπεριλαμβάνεται στο τελευταίο του βιβλίο «Σε πρώτο ενικό» αντλήθηκε και από αυτή την εμβληματική εικόνα.

 

 

Υπόθεση

Μία μαϊμού και μία γυναίκα συναντιούνται σε έναν ιερό τόπο. Η πρώτη εργάζεται παρέχοντας υπηρεσίες χαλάρωσης και η δεύτερη βρίσκεται σε ένα ταξίδι αυτογνωσίας. Βρίσκονται σε ένα μεταίχμιο, όπου δεν μπορούν να είναι κομμάτι των μικροκοινωνιών που τις περιβάλλουν. Αμφότερες είναι αδέσποτες υπάρξεις, χαμένες ανάμεσα σε εικόνες και μνήμες που τους έχουν φορεθεί και ψάχνουν μία νέα δική τους γλώσσα επικοινωνίας. Αναζητούν την ταυτότητά τους κόντρα σε έναν κόσμο διαρκώς μεταβαλλόμενο. Ακόμη κι αν μία αστυνομική ταυτότητα, κάποια στιγμή, γίνει αντικείμενο κλοπής…

 

 

 

 

Ο συγγραφέας

 

 

Ο Χαρούκι Μουρακάμι θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους σύγχρονους Ιάπωνες συγγραφείς, με τη φήμη του να έχει ξεπεράσει προ πολλού τα σύνορα της πατρίδας του. Τα βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από 50 γλώσσες, ενώ τα τελευταία χρόνια το όνομά του ακούγεται για το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Στο έργο του συνδυάζει τις μεταμοντέρνες τεχνικές με την αχαλίνωτη φαντασία του και τις επιρροές του από την αμερικάνικη λογοτεχνία.

Ο Χαρούκι Μουρακάμι γεννήθηκε στο Κιότο στις 12 Ιανουαρίου 1949 από γονείς φιλολόγους. Επιπλέον, ο πατέρας του ήταν βουδιστής ιερέας. Μεγάλωσε μέσα στα βιβλία, διαβάζοντας κυρίως δυτικούς συγγραφείς (Ντοστογιέφσκι, Φλομπέρ, Κάφκα. Κέρουακ κ.ά.), οι οποίοι επηρέασαν αποφασιστικά το λογοτεχνικό του έργο. Το στοιχείο αυτό είναι που τον διαφοροποιεί από την πλειονότητα των συμπατριωτών του λογοτεχνών.

Σπούδασε δραματικές τέχνες στο Πανεπιστήμιο Βασέντα του Τόκιο, όπου γνώρισε και παντρεύτηκε πολύ νωρίς τη συμφοιτήτριά του Γιόκο. Το ζευγάρι αποφάσισε να μην κάνει παιδιά και μετά την αποφοίτησή του άνοιξε ένα δισκάδικο και στη συνέχεια το τζαζ κλαμπ «Peter Cat». Παράλληλα, έγραφε και μετάφραζε έργα δυτικών συγγραφέων. Την απόφασή του ν’ ασχοληθεί με το γράψιμο την αποδίδει σε μία παράδοξη στιγμή αιφνίδιας έμπνευσης κατά τη διάρκεια ενός αγώνα μπέιζμπολ.

Το 1979 εκδόθηκε το πρώτο του μυθιστόρημα, το οποίο το 1987 μεταφράστηκε στα αγγλικά με τον τίτλο «Hear the Wind Sing». Το βιβλίο του κέρδισε το βραβείο καλύτερης μυθοπλασίας για πρωτοεμφανιζόμενο συγγραφέα και μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο το 1980 από τον σκηνοθέτη Καζούκι Ομόρι.

Από την αρχή η γραφή του Μουρακάμι χαρακτηριζόταν από εικόνες και γεγονότα που ο ίδιος ο συγγραφέας δυσκολευόταν να εξηγήσει, αλλά φαινόταν να προέρχονται από τα βάθη της μνήμης του. Κάποιοι ισχυρίστηκαν ότι αυτή η αμφισημία, δεν ήταν απωθητική για τον αναγνώστη, αλλά ένας λόγος για τη δημοτικότητά του, ιδιαίτερα στους νέους αναγνώστες, που είχαν βαρεθεί με τον αυτοεξομολογητικό τόνο, που διαπερνούσε το κύριο σώμα της ιαπωνικής λογοτεχνίας. Η έλλειψη πολιτικής ή πνευματικής στάσης του ενοχλούσε «σοβαρούς» συγγραφείς, όπως ο νομπελίστας Κενζαμπούρο Όε, ο οποίος είχε απορρίψει τα πρώτα του έργα, ως κάτι περισσότερο από διασκεδαστικά.

Ο Χαρούκι Μουρακάμι στράφηκε επαγγελματικά στη λογοτεχνία μόνο μετά την τεράστια επιτυχία του μυθιστορήματός του «Νορβηγικό Δάσος» («Norwegian Wood»), που εκδόθηκε το 1987 κι έχει πουλήσει περισσότερα από 10.000.000 αντίτυπα σε όλο τον κόσμο. Ο τίτλος του βιβλίου παραπέμπει στο ομώνυμο τραγούδι των Μπιτλς. Το 2010 μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη από τον γαλλοβιετναμέζο σκηνοθέτη Τραν Ανχ Χουνγκ. Ο ήρωας του μυθιστορήματος Τόρου Βατανάμπε, οδηγημένος από τη μουσική και τους στίχους του τραγουδιού των Μπιτλς, ελευθερώνει τη μνήμη του και ανασύρει κομμάτια του εαυτού του από το μακρινό παρελθόν.

Την ίδια χρονιά με την έκδοση του βιβλίου που θα τον κάνει παγκοσμίως γνωστό, θα εγκαταλείψει την Ιαπωνία απογοητευμένος από την κοινωνική κατάσταση στην πατρίδα του και τα επόμενα χρόνια θα περιηγηθεί στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ, όπου θα διδάξει λογοτεχνία στα πανεπιστήμια Πρίνστον και Ταφτς. Θα επιστρέψει στην Ιαπωνία το 1995.

Η επιτυχία συνόδευσε και τα επόμενα έργα του, από τα οποία αξίζει ν’ αναφέρουμε τα μεταφρασμένα στα ελληνικά μυθιστορήματά του «Το Κουρδιστό Πουλί» (1994), «Σπούτνικ Αγαπημένη» (1999), «Ο Κάφκα στην Ακτή» (2002), «Τις Μικρές Ώρες» (2004), «Ο άχρωμος Τσουκούρου Ταζάκι και τα χρόνια του προσκυνήματός του» (2013), καθώς και τις συλλογές διηγημάτων «Ο Ελέφαντας εξαφανίζεται» (1993) και «Μετά τον σεισμό» (2000).

Το 2009 κυκλοφόρησε το κορυφαίο έργο του, το πολυσέλιδο και πολυσυζητημένο «1Q84», που παραπέμπει στο «1984» του Τζορτζ Όργουελ.

Ο Χαρούκι Μουρακάμι κέρδισε πολλά βραβεία, μεταξύ των οποίων και το Βραβείο Λογοτεχνίας Πριγκίπισσα των Αστουριών, ένα από τα εγκυρότερα του ισπανόφωνου κόσμου, για το έργο του που κινείται ανάμεσα «στο πραγματικό και το ονειρικό».

Στη νουβέλα του «Drive my car» βασίστηκε η ταινία «Drive my car» που τιμήθηκε με το Οσκαρ Καλύτερης Ξένης Ταινίας το 2022.

Το τελευταίο βιβλίο του, μια συλλογή διηγημάτων με τίτλο «Σε πρώτο Ενικό», από το οποίο «Οι εξομολογησεις μιας μαϊμούς» γίνεται παράσταση και παρουσιάζεται στο 66ο Φεστιβάλ Φιλίππων.

 

 

Η παράσταση

 

 

Η φανταστική μυθοπλασία δεν είναι επιστημονική φαντασία. Η λογοτεχνία του φανταστικού περιλαμβάνει ένα ευρύτατο φάσμα λογοτεχνικών έργων, από την ηρωική/επική φαντασία ως τον τρόμο και τη δυστοπία, και από τις ιστορίες εναλλακτικής πραγματικότητας, ως τα παραμύθια και το υπερφυσικό, μαζί φυσικά με όλους τους πιθανούς συνδυασμούς. Εκείνο που ενώνει όλα αυτά, τα κάπως ετερόκλητα είδη, είναι το γεγονός ότι όλα τους έχουν λιγότερα ή περισσότερα στοιχεία που δεν υπάρχουν στον «πραγματικό» κόσμο, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις έχουμε και τη λογοτεχνική δημιουργία ενός «καινούριου». Ό,τι δηλαδή χαρακτηρίζει το έργο του πολυσχιδούς και πολυβραβευμένου Χαρούκι Μουρακάμι.

 

Στο διασκευασμένο κομμάτι «Συνελήφθη μαϊμού που δε χωρούσε πουθενά» από το διήγημα «Εξομολογήσεις μίας μαϊμούς από τη Σιναγκάουα», που το διαβάζουμε στο τελευταίο του βιβλίο «Σε πρώτο Ενικό», συναντάμε μια εκλεπτυσμένη μαϊμού που μιλάει και κλέβει τα ονόματα των γυναικών που αγάπησε.

Η Υψιπύλη Σοφιά μεταφράζει τον Ιάπωνα «παραμυθά», μαζί με την Δανάη- Αρσενία Φιλίδου ερμηνεύουν τις δυο ηρωίδες στην περφόρμανς που ενέταξε το Φεστιβάλ Φιλίππων στο πρόγραμμά του και η Ειρήνη Λαμπρινοπούλου σκηνοθετεί μια γυναικεία υπόθεση που, όμως, ανάγεται σε πανανθρώπινη. Ο έρωτας, ο θάνατος, το νερό, η μαϊμού, η μοναξιά, η νοσταλγία, η αίσθηση πως δεν ταιριάζεις, δε χωράς σε μια καθεστηκυία τάξη, είσαι διαφορετικός, κυριαρχούν στην παράσταση- performance, ενώ την αγωνία διαδέχεται το γέλιο.

Η συνθήκη δράσης είναι ένα ιαπωνικό λουτρό- χαμάμ και δε θα μπορούσε να βρεθεί καταλληλότερος χώρος από αυτόν της Παλιάς Μουσικής. Αρκούντως υποβλητικός. Η πρωτότυπη μουσική του Ζήση Μεζίλη συμβάλλει καθοριστικά στη μυσταγωγική ατμόσφαιρα.

Επιστρατεύτηκε από τη σκηνοθεσία το σωματικό θέατρο και βλέπουμε μια εξαιρετική Δανάη- Αρσενία Φιλίδου να ερμηνεύει πειστικά, εκπληκτικά θα έλεγα, μια μαϊμού που μιλάει, μια μαϊμού που δεν αρέσει τις μαϊμούδες. Ακολουθεί η Υψιπύλη Σοφιά, που αρχικά αφηγείται την παράξενη βιωματική της εμπειρία και στη συνέχεια εκπλήσσει, με τη σειρά της.

Το ενδιαφέρον εστιάζεται στο τέλος, το οποίο δε χαρακτηρίζεται ως καθιερωμένο μιας παραμυθένιας ιστορίας.

Η παράσταση γεννά ερωτήματα, παρά δίνει απαντήσεις. Ο θεατής καλείται να τις δώσει.

 

 

Επίλογος

Η λογοτεχνία από τη φύση της προσφέρει μια πολύπλευρη εικόνα της ζωής, κρύβοντας μια δυναμική που επηρεάζει με κάθε τρόπο τον άνθρωπο, και ιδιαίτερα, τους νέους. Μία ασυναγώνιστη αυτοτέλεια και αυτοδυναμία που πραγματώνεται μοναδικά μέσα απ’ αυτήν. Εκεί, πραγματικά βρίσκονται «ριζωμένοι» οι πόθοι, τα μικρά και μεγάλα προβλήματα του ανθρώπου, οι κατακτήσεις και κουλτούρα του. Ένα τέτοιο είδος της λογοτεχνίας, που είναι οι μύθοι, υπηρετούν τους παραπάνω σκοπούς και διαθέτουν τα – παραπάνω – χαρακτηριστικά. Αναμφισβήτητα, επιδρούν πολύπλευρα και ισόρροπα στις διάφορες πτυχές της ανθρώπινης προσωπικότητας και, ειδικότερα, της «πρώτο-διαμορφούμενης». Καλύπτουν καίρια σημεία της, όπως τη γλώσσα του αναγνώστη, εν προκειμένω θεατού, το γνωστικό του επίπεδο, την ηθική του συνείδηση, τα συναισθήματά του, τη συμπεριφορά του, τα πρότυπα που αφομοιώνει και την αισθητική του.

 

 

Συντελεστές

  • Μετάφραση: Υψιπύλη Σοφιά
  • Σκηνοθεσία: Ειρήνη Λαμπρινοπούλου
  • Διασκευή-Δραματουργική Επεξεργασία: Η ομάδα
  • Πρωτότυπη Μουσική: Ζήσης Μεζίλης
  • Φωτισμός-Σκηνικός Χώρος: Βασίλης Αποστολάτος
  • Κατασκευή Κάμι: Έλενα Στίγκα
  • Κατασκευή Yukata: Καίτη Δρακάκη
  • Καλλιτεχνικός Συνεργάτης: Αναστάσης Μελέτης
  • Φωτογραφίες & Trailer: Ορέστης Σταυρόπουλος, Άννα Φιλίδου

 

Παίζουν: Υψιπύλη Σοφιά, Δανάη-Αρσενία Φιλίδου

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top