Fractal

Πρώτη ανάγνωση: «Απόκοπος ή Σπιναλόγκα»

Γράφει ο Θάνος Γιαννούδης //

 

Διονύσης Καψάλης, «Απόκοπος ή Σπιναλόγκα», Άγρα, Αθήνα, 2019

 

Πολλές φορές βιαστική, άλλοτε παρελκυστική κι άδικη για την πραγματική της αξία και για το αποτύπωμα που θα αφήσει στο χρόνο, η πρώτη ανάγνωση μιας ποιητικής συλλογής εμπεριέχει πάντα ένα ρίσκο ως προς την τελική της τύχη. Αφήνοντας στην άκρη τις φορμαλιστικές του απόψεις και προσπαθώντας να ισορροπήσει ανάμεσα στην επιγραμματική παρουσίαση και την αναλυτική βιβλιοκριτική, ο Θάνος Γιαννούδης επιδιώκει να μιλήσει για τις εντυπώσεις που αφήνει η ‘’πρώτη ανάγνωση’’ μιας ποιητικής συλλογής. Μια ανάγνωση ενδεχομένως ατελής και άχαρη, απαραίτητη όμως ώστε να ακολουθήσουν η δεύτερη, η τρίτη και όλες οι επόμενες…

 

(Το να προσπαθήσεις να γράψεις κριτική για την τελευταία δουλειά του ποιητή που θεωρείς τον μεγαλύτερο εν ζωή και ενέπνευσε στο ξεκίνημά σου κι εσένα τον ίδιο και την καλλιτεχνική σου φωνή ενέχει ένα τεράστιο ερώτημα ως προς το βαθμό που θα είσαι σε θέση εντέλει να κατορθώσεις την πολυπόθητη αντικειμενικότητα στη ματιά σου. Τόσο, όμως, η απειροελάχιστη κι αποσπασματική ματιά της κριτικής στη συλλογή τους μήνες που πέρασε όσο και το γεγονός ότι η συγκεκριμένη δουλειά αποτελεί τομή στην πρωτογενή εργασία του δημιουργού κατά τις δύο παρελθούσες δεκαετίες του 21ου αιώνα επιβάλλουν σαφέστατα να κάνουμε λόγο. Ας εξετάσουμε, οπότε, στη σημερινή μας ‘’Πρώτη Ανάγνωση’’ μια συλλογή προορισμένη για μουσική παράσταση, με ενιαία, επομένως, δομή, αρχή, μέση, τέλος και συγκεκριμένη σκοπιμότητα που παραλαμβάνει συνειδητά το νήμα από την παράδοση, εμπλουτίζοντάς την παράλληλα με τον καλύτερο δυνατό τρόπο)

 

-> Ποιος είναι ο καλλιτέχνης και τι έχει δημιουργήσει ως τώρα:

Με τη σταθερή ποιητική και πνευματική του παρουσία τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες, ο Διονύσης Καψάλης έχει καταξιωθεί σε σημαντικότατη παρουσία στο χώρο των ελληνικών Γραμμάτων. Πολλά χρόνια πια Πρόεδρος του Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης, έχει να επιδείξει σειρά πρωτοβουλιών στον πολιτισμικό χώρο, αλλά και ακόμα πιο τολμηρών προσπαθειών στον ποιητικό, μιας και σήκωσε με απρόσμενη για πολλούς επιτυχία το βάρος της συντονισμένης επαναφοράς του έμμετρου λόγου και της ανίχνευσης των ‘’συνεχειών’’ κόντρα στις ‘’ρήξεις’’, σε μια εποχή εξόχως αντιλυρική. Δεκάδες είναι οι ποιητικές του συλλογές, οι μεταφράσεις του και τα δοκιμιακά του έργα, οι μελοποιήσεις ποιημάτων του από διαφορετικά μουσικά είδη, ενώ την τελευταία δεκαετία η νέα έμμετρη προσέγγισή του στη μετάφραση του σαιξπηρικού έργου έχει αποτελέσει την αιχμή του δόρατος του καλλιτεχνικού του προτάγματος, πιάνοντας εξόχως το νήμα από τον καιρό του Ρώτα και του Καρθαίου.

 

-> Πώς δομείται η συλλογή – Ποιες θεματικές επιλέγει:

Η ιδέα της έμμετρης συλλογής με σταθερό πυρήνα και σκοπό τη θεατρική ή μουσική παράσταση δεν είναι καινούρια στο σύμπαν του Καψάλη, μιας κι έχει ήδη δώσει την ‘’Προσωπογραφία’’ και τη συλλογή ‘’Λόγος στους ανθρώπους παλιός’’, με τη συγκεκριμένη, όμως, δουλειά του ξεπερνά τόσο το μονοδιάστατο αίσθημα της πρώτης όσο και την αποσπασματικότητα της δεύτερης. Εκκινώντας από την προσωπική ιστορία του χανσενικού Επαμεινώνδα Ρεμουντάκη, ο ποιητής περιγράφει τους καημούς των λεπρών που νομοτελειακά οδηγούνται στη Σπιναλόγκα της εγκατάλειψης και της λησμονιάς, τη σταδιακή τους απομόνωση, την καταστολή, αλλά και τις μεταξύ τους άμυνες ως αντίβαρο στον ψυχικό εκφυλισμό. Τολμώντας, μάλιστα, όπως δηλώνει και ο ίδιος στη θεωρητική υποστήριξη που προσδίδει στην απόπειρα αυτή με τον πρόλογό του, να τοποθετήσει στον τίτλο ισότιμα το έργο του με ένα από τα κλασικότερα ελληνικά έργα της παρελθούσης χιλιετίας, θέτει εξαρχής αρκετά ψηλά τον πήχη των προσδοκιών του αναγνωστικού κοινού, καθώς και την ίδια την καλλιτεχνική του στόχευση.

 

-> Με ποιους επικοινωνεί:

Παλεύοντας να επεκτείνει την παράδοση, ο Διονύσης Καψάλης στήνει στο έργο του ένα συνειδητό νήμα που εκκινεί από την κρητική αναγέννηση και περνά μέσα από σταθμούς του ελλαδικού λυρισμού, για να καταλήξει οργανικά στο έντεχνο-λαϊκό τραγούδι. Έτσι, παρατηρούμε το λόγο του να ξεκινά προφανώς από τις απηχήσεις –και τα αυτούσια χωρία- του Μπεργαδή, να τέμνει το δημοτικό τραγούδι και τις περί Κάτω Κόσμου αφηγήσεις, να αγγίζει το σολωμικό λυρισμό (ιδίως της περιόδου του ‘’Λάμπρου’’) και να καταλήγει –μέσω ενός μικρού περάσματος από το Βάρναλη- στο στιχουργικό σύμπαν όπου δεσπόζει η μορφή του Νίκου Γκάτσου. Σταθερή στον περί θανάτου λόγο είναι και η επικοινωνία με το λυρισμό των –κατά βάση πεσσιμιστών- νεοσυμβολιστών του Μεσοπολέμου, ωστόσο το έργο του Καψάλη περνά το σκόπελο της απελπισίας, καθώς εντέλει καταφάσκει στη ζωή την ίδια και στην απελευθερωτική και ζωοποιό δύναμη του έρωτα και της απευθείας επικοινωνίας των ανθρώπων ως μοχλών επαναμάγευσης του μεταπτωτικού του κόσμου.

 

-> Ύφος συλλογής:

Πληρέστατος γνώστης όλης της ιστορίας και των εκφραστικών τρόπων της Νεοελληνικής –κι όχι μόνο- Ποίησης, ο Διονύσης Καψάλης δομεί το συνθετικό του έργο με σειρά εκφραστικών τρόπων, απολύτως βέβαια ενταγμένων στη δική του ιδιότυπη φωνή. Έχοντας ως βάση του διαλόγου των πρωταγωνιστών το συνεχές blank verse που χρησιμοποιεί και στις θεατρικές του μεταφράσεις, επεκτείνεται σε τετράστιχα, εξάστιχα, σε τραγούδια, καθώς και σε πιο εκτεταμένα λυρικά ‘’Ιντερμέδια’’, κλείνοντας, έτσι, για μια ακόμα φορά το μάτι στην κρητική αναγεννησιακή παράδοση στην οποία και αποτίει φόρο τιμής. Ταυτοχρόνως, εναλλάσσει κατά το δοκούν ιαμβικά μέτρα, με τροχαϊκά και μεσοτονικά, περισσότερο πολυσύλλαβα ή ολιγοσύλλαβα, με ομοιοκαταληξίες οξύτονες, παροξύτονες και προπαροξύτονες, αναλόγως και της σκοπιμότητας του κάθε τμήματος και του πιο ευχάριστου ή δυσάρεστου συναισθήματος που επιδιώκει να του προσδώσει, δίχως στιγμή το έργο του να χάνει τη συνοχή και το ρυθμό του. Το τελικό αποτέλεσμα είναι ένα έργο με πολυκύμαντο αλλά χαρακτηριστικό ύφος που έχει σαφή οριοθέτηση, εξέλιξη συναισθήματος και στόχευση, καθώς η ιδιότυπη ανθρώπινη ‘’τραγωδία’’ που στήνει προχωρά κι επιδιώκει να βρει την τελική της λύση και δικαίωση.

 

-> Αρνητικά σημεία:

Εφόσον επιβάλλεται για τις ανάγκες της ισορροπίας να βρούμε ψεγάδια στο λεπτοδουλεμένο έργο του Διονύση Καψάλη, τότε αυτά μάλλον θα αφορούν την ελαφρά δυσκολία του μέσου αναγνώστη να κατανοήσει με την πρώτη επαφή και χωρίς την παραμικρή διαμεσολάβηση τόσο το νήμα με το 16ο αιώνα και τον Μπεργαδή που ο ποιητής στήνει όσο και τις αρκετές διακειμενικές αναφορές των ποιημάτων που προϋποθέτουν μία τυρβή με τα κείμενα, χωρίς βέβαια αυτό να μειώνει την αυτούσια αισθητική απόλαυση που προσδίδουν. Τα χωρία του ‘’Απόκοπου’’, ακόμα, που ο Καψάλης έχει εντάξει στο έργο κάποιες φορές δεν συνδέονται τόσο οργανικά όσο ενδεχομένως ο δημιουργός θα επιθυμούσε με τα όσα προηγούνται και ακολουθούν, ενώ –κρίνοντας το ολοκληρωμένο έργο ως συνένωση μουσικής και ποίησης- η μελοποίηση του Νίκου Ξυδάκη ορισμένες φορές αγγίζει τα όρια ενός ελιτισμού, μια τέτοια κρίση, ωστόσο, βγαίνει εκτός των ορίων της συγκεκριμένης μελέτης μας.

 

Διονύσης Καψάλης

 

-> Στίχοι που ξεχωρίζουμε:

 

->’’Στον τόπο αυτόν που οι Βενετοί

τον είπαν Σπιναλόγκα,

ούτ’ ένας ένα ωσαννά

δεν είπε, μόνο βάσανα

καθένας μας εβόγκα.

 

Μα  εκεί στου πόνου το νησί,

με του Θεού τη χάρη,

έγινες της ζωής μου εσύ

τ’ ολόφωτο λυχνάρι.’’ -‘’Δοξαστικό ανδρός’’

 

->’’Τη δίκωπη βλέπω τη βάρκα,

στη λίμνη τη βλέπω, κυλά,

κι ορθός των νεκρών ο πορθμέας,

τον βλέπω, στο χέρι κρατά

κοντάρι, ο Χάρος, και λάμνει,

ο Χάρος και μένα κοιτά.’’ – ‘’Θρήνος γυναικός’’

 

->’’Στο ρέμα στην Αγία Βαρβάρα,

στην έρημη τη ρεματιά,

φτάνει μια κοφτερή ματιά

για να σου βρούνε την κατάρα.

 

Κάτω στη ρεματιά όταν βρέχει

βουρκώνει το θολό νερό της,

μα ο Κουτρουμπής ο αρχιδεσμώτης

μια στάλα λύπηση δεν έχει.’’ – ‘’Λεπροκομείο Αγίας Βαρβάρας’’

 

->’’Εκεί στη Βενετία, όπου ζούσαν

εκτοπισμένοι οι άμοιροι Εβραίοι·

για να δεθούν, στο έλεος των αιώνων,

οι απόβλητοι λεπροί με τους Εβραίους

σφιχτά, στο ίδιο σχήμα αλληλεγγύης.

Ίδια η μοίρα Εβραίων και λεπρών,

μια Σπιναλόγκα εκείνοι, μια εμείς.’’ – από το ‘’Μέρος Β΄’’

 

->Αγαπημένο ποίημα:

 

Ανοιξιάτικο

Μάκραιναν γύρω οι ίσκιοι όπως απλώνει

το χέρι του ο ζητιάνος, κι απαλά

φυσούσε και ανάσαιναν οι κλώνοι

με φύλλα και τρεμάμενα πουλιά,

 

καθώς της μέρας έπαυαν οι κρότοι,

κι έφτανε μέχρι μέσα στα κελιά

λεπτή λιγοθυμιά σαν απ’ την πρώτη

που άνθισε στον κόσμο πασχαλιά·

 

κι εκεί που τα παιδιά πίσω στις μάνες

έτρεχαν κι ησυχάζαν τα νερά,

του Επιταφίου ακούγονταν καμπάνες

που σήμαιναν αργά και θλιβερά·

 

κι ως βράδιαζε στον ουρανό του Απρίλη,

κι έδενε σαν καρπός η σιγαλιά,

αλύτρωτα μισάνοιγαν τα χείλη

σαν για να πάρουν άπαρτα φιλιά.

 

-> Γενική αποτίμηση:

Η ολοκληρωμένη δουλειά του Διονύση Καψάλη ‘’Απόκοπος ή Σπιναλόγκα’’, φόρος τιμής σε γενιές ανθρώπων που αφέθηκαν στην άκρη από μια ανάλγητη κοινωνία που αδυνατούσε να τους κατανοήσει, ακόμα και με την υφέρπουσα δυσκολία ως προς την απόλυτη κατανόηση της κάθε εξακτίνωσής της, παρουσιάζεται σαφέστατα ως ένα ποιητικό έργο ολοκληρωμένο και πολυεπίπεδο που συνενώνει το τραγούδι, το θέατρο, την ποίηση σε ένα γόνιμο διάλογο παράδοσης και νεωτερικότητας. Με τους πολλαπλούς κι εναλλασσόμενους εκφραστικούς τρόπους, με τη σαφήνεια και τη διαύγεια των νοημάτων και της ποιητικής διατύπωσης, καθώς και με την βαθύτατη ανθρωπιά και την άδολη συγκίνηση που προξενεί, αποτελεί ασφαλώς μια ποιητική πρόταση που ξεχωρίζει μέσα στη συγκαιρινή θύελλα και ταυτόχρονα δεν διστάζουμε να δηλώσουμε ανοιχτά πως συνιστά τη δυνατότερη πρωτογενή ποιητική δουλειά του Καψάλη μετά από δύο σχεδόν δεκαετίες μιας ελαφριάς κάμψης του πρωτογενούς του έργου προς όφελος των υπολοίπων προσπαθειών του ποιητικού του οράματος.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top