Fractal

Οκτώβρης: ο μήνας της Σύλβιας Πλαθ

από τη Δήμητρα Διδαγγέλου //

 

Μπορεί η ποιητική συλλογή της Σύλβιας Πλαθ με τον τίτλο «Άριελ» να είναι από τις πιο γνωστές στους φίλους της ποίησης, όμως λίγοι είναι εκείνοι που γνωρίζουν ότι τα περισσότερα ποιήματα που περιέχονται σ’ αυτή ανήκαν στην πρωταρχική συλλογή «Ποιήματα του Οκτώβρη». Η τελευταία δεν εκδόθηκε ποτέ μ’ αυτό το όνομα, αλλά μαζί με προσθήκες αποτέλεσε την «Άριελ».

 

plath1

Οκτώβρης είναι ο μήνας που γεννήθηκε η Αμερικανίδα ποιήτρια, το 1932 στη Βοστόνη. Τριάντα χρόνια μετά, τον Οκτώβρη του 1962 κι ένα μήνα αφότου ο σύζυγός της Τεντ Χιουζ την εγκατέλειψε για την ποιήτρια Άσια Γουέβιλ έγραψε τα λεγόμενα ποιήματα του Οκτώβρη. Αυτά έμελλε να είναι και τα πιο διάσημα, αλλά και να συγκαταλέγονται ανάμεσα στα τελευταία που έγραψε, καθώς λίγους μήνες μετά, το Φεβρουάριο του 1963 αυτοκτόνησε βάζοντας το κεφάλι της στο φούρνο.

Τα εν λόγω ποιήματα είναι το «Κυρία Λάζαρος», «Μπαμπάς», «40ο Πυρετός», «Purdah», «Τουλίπες» και άλλα, τα οποία είχε στείλει προς δημοσίευση σε περιοδικά της εποχής της, όμως δεν τα δέχτηκαν σε κανένα. Μόνο το περιοδικό New Yorker είχε ενδιαφερθεί για ένα συμβόλαιο πρώτης ανάγνωσης, όμως ο αρχισυντάκτης ποίησης τελικά απέρριψε σχεδόν όλη της δουλειά.

Απογοητευμένη από τη ζωή της και τους άντρες, με δυο μικρά παιδιά σ’ ένα κρύο διαμέρισμα στο Λονδίνο, στα τριάντα της χρόνια και με ιστορικό αποτυχημένων αυτοκτονιών, έγραψε στο ποίημα «Κυρία Λάζαρος»:


Είμαι μοναχά τριάντα,
και σαν τη γάτα μπορώ να πεθάνω εφτά φορές.

Αυτή είναι το νούμερο τρία.

Τι σπατάλη
να εκμηδενίζεις κάθε δεκαετία.

Εκμηδένισε το χρόνο και το χώρο, στο ποίημα «Άριελ»:

Ακινησία στο σκοτάδι.
Έπειτα ο άυλος γαλάζιος
χείμαρρος κορυφογραμμών και οριζόντων.

Λέαινα του Θεού,
τώρα γινόμαστε ένα,
στροβιλισμός από φτέρνες και γόνατα! – Η αυλακιά

ρωγμή που τρέχει, αδελφωμένη,
με την καφετιά αψίδα
του λαιμού που δεν μπορώ ν’ αδράξω…

Η Λέαινα την ακολουθεί και στο ποίημα «Purdah»:

….
Ακόλουθοι!
Και στο επόμενό του βήμα
θα ελευθερώσω

θα ελευθερώσω
απ’ τη μικρή διαμαντοστόλιστη
κούκλα που φυλάει σαν μια καρδιά –

τη λέαινα,
την κραυγή στο λουτρό,
τον διάτρητο μανδύα.

Ο πατέρας της Πλαθ πέθανε όταν εκείνη ήταν μόλις οκτώ χρονών. Τότε έγραψε και το πρώτο της ποίημα και δήλωσε «Δεν θα μιλήσω ποτέ ξανά στο Θεό». Η εγκατάλειψή της από τον Τεντ Χιουζ, ξύπνησε μνήμες της προδοσίας του πατέρα της, γεννώντας την ίδια εποχή το ποίημα «Μπαμπάς»:


Μπαμπά, έπρεπε να σε σκοτώσω.
Πέθανες προτού προλάβω –
ασήκωτος σαν μάρμαρο, ένα τσουβάλι γεμάτο Θεό,
αποτρόπαιο άγαλμα με ένα δάχτυλο ποδιού μελανό
μεγάλο σαν φώκια του Φρίσκο…


Στην μαύρη σου καρδιά είναι μπηγμένο ένα παλούκι χοντρό ποτέ δεν σε
χώνεψε το χωριό.
Επάνω σου έστησαν τώρα χορό.
Σε είχαν καταλάβει απ’ την αρχή.
Μπαμπά, μπαμπά, μπάσταρδε, μπορώ τώρα τέλος να πω.

Η ευθραυστότητα μπροστά στις απογοητεύσεις της ζωής, καθώς και η επιθυμία της για επιστροφή στην αγνότητα και την αθωότητα γίνονται φανερές στο ποίημα «40ο πυρετός»:


Είμαι πολύ αγνή για σένα ή όποιον άλλον.
Το κορμί σου
με πληγώνει όπως πληγώνει ο κόσμος το Θεό…

….είμαι Παρθένος
από καθαρή ασετυλίνη
οι παραστάτες μου είναι τριαντάφυλλα,
φιλιά, χερουβίμ,
ό,τι κι αν σημαίνουν τα ρόδινα ετούτα πράγματα.
Όχι εσύ ούτε αυτός
(οι εαυτοί μου διαλύονται, σαν παλιά πανωφόρια μιας πόρνης)-
στον Παράδεισο.

Το μήνα Οκτώβρη πάλι, ένα χρόνο πριν όμως, το 1961, είχε γράψει τα ποιήματα «Η σελήνη και το κυπαρίσσι» και «Μικρή φούγκα». Ποιήματα με αρκετά διαφορετική φωνή, από εκείνα της συλλογής Άριελ:

Αυτό το φως είναι του νου, ψυχρό κα πλανητικό.
Τα δέντρα του νου είναι μαύρα. Το φως κυανό.
Η χλόη αποθέτει τη θλίψη της στα πόδια μου σαν να ήμουν Θεός,

….
Όσο κι αν ψάχνω, δεν βγάζει πουθενά

(Από το «Η σελήνη και το κυπαρίσσι»)

Στις 27 του Οκτώβρη γεννήθηκε η Σύλβια Πλαθ και απ’ ό,τι φαίνεται είναι ένας μήνας που της έχει δώσει έμπνευση. Είναι ο μήνας που το φθινόπωρο έχει μπει για τα καλά, τα φύλλα πέφτουν από τα δέντρα, αρχίζει η φθίνουσα πορεία της φύσης, όμως οι δικές της λέξεις ανθίζουν πάνω στους στίχους των ποιημάτων της.

Τι καλύτερο δώρο θα μπορούσε να προσφέρει στον εαυτό της από ένα ποίημα; Μέσα στους στίχους του ποιήματος «Δώρο γενεθλίων», παντρεύει το αγνό κλάμα ενός μωρού με τη σοβαρότητα της θνητότητας, γιορτάζει τη ζωή μέσα από το θάνατο. Τεντώνει επικίνδυνα το σχοινί αυτών των δύο δίπολων και ακροβατεί πάνω του χωρίς να υπάρχει από κάτω δίχτυ ασφαλείας:


Αν ήταν θάνατος

θα θαύμαζα τη βαθιά του σοβαρότητα, τα άχρονα μάτια του.
Θα ήξερα ότι δεν αστειεύεσαι.

Θα υπήρχε μια μεγαλοπρέπεια τότε, θα ήταν πραγματικά γενέθλια.
Και το μαχαίρι δεν θα λάξευε, αλλά θα εισχωρούσε

αγνό κι αμόλυντο σαν το κλάμα του μωρού,
και το σύμπαν θα ξεγλιστρούσε από δίπλα μου.

 

Ακούστε εδώ τη Σύλβια Πλαθ να διαβάζει η ίδια το ποίημά της «Daddy»:

http://www.youtube.com/watch?v=6hHjctqSBwM

 

plath_book* Όλα τα αποσπάσματα από τα παραπάνω ποιήματα προέρχονται από το:

Σύλβια Πλαθ, Άριελ, Η αποκατεστημένη έκδοση, Μετάφραση: Ελένη Ηλιοπούλου, Κατερίνα Ηλιοπούλου, Πρόλογος Φρίντα Χιουζ, Εκδ. Μελάνι, Νοέμβριος 2012.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top