Fractal

Στον αστερισμό και τον κουρνιαχτό του Εντφού

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

 

 

 

Δύσκολο να φανταστεί κάποιος πως θα υπήρχαν μεμονωμένοι τουρίστες ή επισκέπτες σε αυτή την ιδιαίτερη γωνιά της Αιγύπτου, αν δεν βρισκόταν εκεί κοντά η Απολλινόποληη Μεγάλη των αρχαίων Ελλήνων, μαζί με τον εκπληκτικό ναό του Ώρου. Καθώς το ποταμόπλοιο προσέγγιζε την περιοχή, σύννεφα  πυκνής σκόνης κατέκλυζαν  τον υποψιασμένο αλλά παντελώς ανίκανο αέρα, όπου κι’ αν έστρεφες το αγωνιώδες βλέμμα.  Η γενικότερη εικόνα, έτσι καθώς πλησίαζες αργά-αργά από μακρυά και ψηλά από το κατάστρωμα,  μάλλον απογοητευτική. Χαμηλά σπίτια, ως επί το πλείστον, σε στενή επαφή μεταξύ τους, φτιαγμένα από  τούβλα ή γυμνούς τσιμεντόλιθους, ήταν το κύριο ενδιαφέρον πάνω στο οποίο εστιαζόταν και καθηλωνόταν ηπρώτη ματιά. Κάποιοι σκοροφαγωμένοιτοίχοι, δίκην λεπρών προσωπείων,  φιλοξενούσαν πάνω τους κονίαμα αμφιβόλου ποσότητας και  ποιότητας, ενώ δέσποζε η απουσία συγκεκριμένου χρώματος και υποτυπώδους  ανάλογης αισθητικής.

 

 

Χρειάζεται να διασχίσεις δυο με τρία σαλόνια άλλων ποταμόπλοιων ώστε να καταφέρεις να βγεις  στο λιμάνι, μια πραγματικά πρωτόγνωρη  εμπειρία, αφού  λόγω ελλείψεως επαρκούς, διαθέσιμου και κατάλληλου χώρου στην προκυμαία, το ένα πλοίο αναγκαζόταν να σταματήσει παράλληλα και δίπλα με το άλλο, κατά κανόνα με παρόμοια αρχιτεκτονική  δομή, εξωτερικά αλλά και εσωτερικά. Με την αποβίβαση, βέβαια, γίνεσαι αναγκαστικά έρμαιο των παλιών και ξεχαρβαλωμένων  μόνιππων, με τα δυστυχή ζώα και τους λίαν απαιτητικούς οδηγούς. Φωνές δυνατές, άγνωστες,  ασυμβίβαστες και απαιτητικές δονούσαν σε συνεχόμενη βάση τον περίγυρο. Οι ερχόμενοι τουρίστες αναζητούσαν κάποιο μεταφορικό μέσο για τον αρχαίο ναό, και ετούτη ήταν, καλώς ή κακώς, η μόνη επιλογή που διέθετες ώστε  να φτάσεις έως εκείνη την περιοχή! Τις περισσότερες ώρες της ημέρας, στίφη τουριστών απ’ όλο τον πλανήτη αποβιβάζονταν από τα ποταμόπλοια και κατέφταναν στην περιοχή ασταμάτητα! Μέσα σε όλο αυτό το κομφούζιο και αλαλούμ, έπρεπε με κάποιο τρόπο να βρεις κι’ εσύ ένα μεταφορικό μέσο ώστε να φτάσεις στον πολυπόθητο προορισμό σου. Κι αυτός ήταν αποκλειστικά ο αρχαίος πτολεμαϊκός ναός του Εντφού. Οι παραδοσιακές άμαξες, στενές, παλιοκαιρισμένες και  ξεχαρβαλωμένες, κι’ οι αμαξάδες τους αφοσιωμένοι σε αυτό που γνώριζαν αρκετά καλά. Άλλωστε τα  περισσότερα έσοδα των κατοίκων της πόλης έρχονται σχεδόν αποκλειστικά από τον τουρισμό και κατ’ ανάγκην απ’ αυτά τα μόνιππα. Λόγω της μεγάλης προσέλευσης επισκεπτών, η γρήγορη εξυπηρέτησή τους, κρίνεται άκρως αναγκαία, γιατί ο χρόνος εδώ είναι πολύτιμος και μετράει οικονομικά περισσότερο απ’ ότι υπολογίζει ο δυτικός επισκέπτης! Κάποια γκρουπ είναι περισσότερα τυχερά από άλλα όταν το πρακτορείο τους έχει κλείσει από πριν μερικά, χωρίς όμως να προοιωνίζεται και  η ανάλογη δέσμευση από μεριάς τους, για ευνόητους φυσικά λόγους.

 

 

Ανεβαίνοντας στις ξεχαρβαλωμένες και παραπαίουσες άμαξες, έρχεσαι σε επαφή με τον απίστευτο αστικό ιστό και κάποιες γειτονιές στο εσωτερικό της συνεχώς αυξανόμενης πληθυσμιακά πόλης. Χαμηλά σπίτια,  κατά πλειοψηφία, στενά σοκάκια, σκόνη παντού, χωμάτινοι δρόμοι με σκουπίδια και ότι άλλο μπορείς να φανταστείς που υπενθυμίζουν καλοκαιριάτικους δρόμους των καμπίσιων θεσσαλικών χωριών πολλές δεκαετίες πριν, πεζοδρόμια χωμάτινα, το πολύ κάποιες  πλάκες και πέτρες βαλμένες ή ριγμένες τυχαία,  τα σκοροφαγωμένα σπίτια καφετιά κατά προσέγγιση, άλλα χωρίς παράθυρα, άλλα με πρόχειρες ξύλινες ή μεταλλικές επικαλύψεις, γεμάτα με αραβικές πινακίδες που διαφήμιζαν, σε ποιον άραγε, ότι διαμειβόταν κάτω χαμηλά. Οι κεραίες των τηλεοράσεων πολύ ψηλά για την σύλληψη και εγκλωβισμό του επίμαχου σήματος. Σε πολλές ταράτσες σιδερένιες άκρες κατευθύνονται προς τα πάνω, σημάδια μελλοντικής προέκτασης σε ορόφους, θέα αρκούντως γνωστή και εις τα καθ’ ημάς.

 

 

Ο πληθυσμός και ετούτης της πόλης αυξάνεται ραγδαία, συνολικά πάνω από εκατό εκατομμύρια ψυχές σήμερα σε όλη τη χώρα της Αιγύπτου, όπως φυσικά και σε όλες τις αιγυπτιακές πόλεις  και  έτσι η ποιότητα των κατασκευών των σπιτιών περνάει σε δεύτερη μοίρα. Κανένας ορατός δρόμος με υποψία ασφάλτου, βεβαίως. Χώμα κατάστεγνο κάτω,γεμάτο με ξεραμένες καβαλίνες, πάνω από τα οποίαπερνούν ασταμάτητα δίκυκλα και τρίκυκλα μηχανάκια, άμαξες, μερικά αυτοκίνητα έχοντας δεμένες με σκοινί κάποιες αποσυνδεδεμένες πόρτες τους, πολλοί πεζοί, γυναίκες με την χαρακτηριστική μαύρη στολή τους και πολύ λίγες με φερετζέδες και μπούρκα, χαμογελαστά  παιδάκια που παίζουν όσο μπορούν σε αυτό το κυκλοφορικό πανδαιμόνιο, γαϊδούρια και μουλάρια σε επιφυλακή για ανάληψη δουλειάς, καταστήματα χωρίς ωράριο και σταθερές, και έγχρωμες  πινακίδες με αραβικά να πλημμυρίζουν τον ορίζοντα και τον πεινασμένο αμφιβληστροειδή. Κάπου προς το υποτιθέμενο κέντρο της πόλης τελευταία φαίνεται πως αρχίζουν και ανεγείρονται πολυκατοικίες με τρία και τέσσερα πατώματα η κάθε μια, αλλά  με πολλούς ορόφους εγκαταλειμμένους στην τύχη τους ή ημιτελείς, ρούχα απλωμένα σωρηδόν πάνω σε αυτές,  σε μερικά σημεία σχέδια σε τοίχους και μπαλκόνια με έντονα χρώματα ώστε να  προσεγγίζουν τον αστερισμό του κιτς, όλα αυτά μέσα σε εκείνον τον πολυποίκιλο ορυμαγδό του βλέμματος. Σε λίγες κατασκευές, σιδερένια κάγκελα με τις ανάλογες πόρτες, ίσως κάποια φυτά στις γωνιές των δρόμων και κάποια υποσημαινόμενα λουλούδια σε μπαλκόνια και αυλές, να αλλάζουν ανίκανα το απελπιστικά μονότονο τοπίο.

 

 

Τα τζαμιά τους συνήθως μικρά, σε γωνιές των δρόμων με τους ανάλογους μιναρέδες και επισκέπτες μπροστά και μπόλικους ξαπλωμένους αδιάφορους για τα τεκταινόμενα στον περίγυρό τους. Η ταχύτητα των αμαξών όσο γίνεται μεγαλύτερη,  κι’ η σκόνη που ξεσηκώνουν ανεκδιήγητη.  Οι αμαξάδες, όπως και οι περισσότεροι κάτοικοι, με την χαρακτηριστική γκρίζα κελεμπία και το απαραίτητο για τον επιθετικό ήλιο μαντήλι στο κεφάλι,  απαιτούν όλο και περισσότερα χρήματα, γι’ αυτούς, την οικογένειά τους και τέλος για το δύσμοιρο ζώο, που είναι αναγκασμένο να κινείται ολημερίς ανάμεσα από πεζούς, άλλες άμαξες, μηχανές και αποσκελετωμένους σκύλους, φορτωμένους χαμάληδες, γυναίκες και μικρά παιδάκια. Στις γωνίες των δρόμων και των σπιτιών ολοένα και περισσότερα καταστήματα τουριστικών ειδών, λόγω του αυξανόμενου συνεχώς τουριστικού ρεύματος και στην περιοχή τους. Στα περισσότερα, τα είδη είναι σχεδόν ίδια και απαράλλαχτα. Αμφίβολης ποιότητας και προέλευσης φανταχτερές πετσέτες, γυναικεία φορέματα, κελεμπίες ανδρικές, πολύχρωμα ρούχα χωρίς κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον ξένο,  αμφιβάλλω και για τους ίδιους, ψυγεία έξω στα περισσότερα πεζοδρόμια με υγρά και αναψυκτικά απαράδεκτα υψηλής τιμής, ειδικά για τον ξένο αγοραστή. Σε γωνιές με ίσκιο άντρες ξαπλωμένοι καπνίζοντας ναργιλέδες ονειρεύονται πολλά και προφανώς μάλλον αδιάφοροι για τους διερχόμενους διαβάτες απ’ τα μέρη τους.

Σε δέκα με δεκαπέντε περίπου λεπτά της ώρας, μια στην κυριολεξία ακαταμάχητη, συγκλονιστική  και αξέχαστη διαδρομή κάτω από έναν καυτό ήλιο,  ο αμαξάς καταφτάνει με την άμαξα και τους πελάτες του στον πολυπόθητο προορισμό, τον ναό του Ώρου! Τριγύρω, η περιοχή είναι κάπως καλύτερα προσεγμένη και σχετικά καθαρισμένη από βρωμιές, σκουπίδια και χαμόσπιτα, αλλά φυσικά δεν παύει να είναι πλημμυρισμένη από χώματα και άμμο. Λίγα τουριστικά καταστήματα σε μια γωνιά, ένα καφενείο  με αναψυκτικά, και βέβαια ο απαραίτητος υπαίθριος σταθμός των μόνιππων που καταφτάνουν και ξαναφεύγουν ολημερίς. Πλησιάζοντας τον πολυθρύλητο ναό, το τοπίο ξεκαθαρίζει αρκετά αφού τσιμεντένιοι μεγάλοι διάδρομοι οδηγούν σε εκείνο τον χώρο. Παραδίπλα, το γνωστό τοπίο φυσικά με τα καφετιά χρώματα και την ανυπαρξία κάθε υποτυπώδους, έστω, πράσινης ύπαρξης που θα άλλαζε σε κάποιο βαθμό το τοπίο.

Η πόλη και ετούτος ο πασίγνωστος  ναός, βρίσκονται κάπου στα μισά της διαδρομής μεταξύ Ασουάν και Λούξορ. Ένας σημαντικότατος ιερός χώρος για τους κατοίκους της περιοχής της Απολλινόπολης της Μεγάλης των Ελλήνων, διάσημο εμπορικό και θρησκευτικό κέντρο, κατοικία του Ώρου, τέκνου της Ίσιδος. Δύσκολα να φανταστεί ο απληροφόρητος επισκέπτης πως ετούτο το συγκρότημα βρισκόταν θαμμένο κάτω από χώμα, λάσπη και άμμο για δυο χιλιάδες χρόνια. Η όλη κατασκευή ξεκίνησε το έτος 237 π.Χ. από τον Πτολεμαίο τον Γ’ του Ευεργέτη, και μόνο για το κεντρικό του τμήμα απαιτήθηκαν  εικοσιπέντε χρόνια σκληρής και απαιτητικής εργασίας πολλών ψυχών. Το θεάρεστο έργο φυσικά ολοκληρώθηκε πολύ αργότερα από τον Πτολεμαίο τον ΙΒ’,κάπου ανάμεσα στα 80-50 π.Χ.  Η είσοδος στα ενδότερα, σηματοδοτείται από δύο γρανιτένια αγάλματα του θεού Ώρου, και οδηγεί σε διάφορες περίστυλες αυλές και αίθουσες.   Δίπλα σε όλα αυτά, μικρότερα διαμερίσματα,  σκοτεινοί διάδρομοι και θάλαμοι, μέχρι μέσα βαθιά στα άδυτα του συγκροτήματος. Χώροι κατοικίας και φιλοξενίας, ίσως κάποιοι αποθηκευτικοί για τα άφθονα δώρα και τις πολυποίκιλες προσφορές που έφταναν έως εδώ, μέρη απόμακρα για  τους κοινούς θνητούς, θαμμένα χιλιετίες βγαίνουν σιγά-σιγά απ’ τον πολύχρονο λήθαργο και έρχονται ξανά στην επιφάνεια της ιστορίας, μπροστά στα έκπληκτα μάτια των αμέτρητων επισκεπτών που συνωστίζονται ανάμεσα σε δωμάτια και διαδρόμους, αλλά κυρίως των αρχαιολόγων που έχουν την τύχη να εργάζονται εδώ. Παράξενα κείμενα στους τοίχους, περίπλοκες γραφές, σχέδια ανάγλυφα και παραστάσεις, ιερογλυφικές επιγραφές,  αναπαραστάσεις ζώων και κόμπρες, τερατόμορφες θεότητες, όλα και παντού αφήνουν  μια ιδέα του θαυμαστού μεγαλείου και του πολιτισμού εκείνων των εποχών.

Οι ώρες περνάνε εύκολα στα ενδότερα του πλούσιου συγκροτήματος και καθώς το απόγευμα πλησιάζει, η έξοδος φαντάζει επίσης ενδιαφέρουσα. Γύρω από όλους τους ναούς, βρίσκονται άφθονα πλίνθινα σπίτια σφιχτά αγκαλιασμένα με παλιά μισογκρεμισμένα τείχη και αρκετά εγκαταλελειμμένα κτίσματα.  Παράγκες που εξυπηρετούν τουριστικούς σκοπούς,  χαμόσπιτα με ορθάνοιχτες τις πόρτες που αφήνουν ήχους από ραδιόφωνα και τηλεοράσεις να διαχέονταιελεύθερα στο περιβάλλον,  δρομάκια πλημμυρισμένα από σκύλους, γάτες, γαϊδούρια και άμαξες, πρόβατα και κατσίκες, εμπόρους και κόσμο. Έξω απ’ τα σπίτια τους, καθισμένες  γυναίκες που συζητούν, παιδιά που τρέχουν μέσα στην σκόνη και την κάψα του απογευματινού ήλιου. Οι βροχές σπανίζουν όπως λένε οι ντόπιοι, και αυτοί βεβαίως έχουν συνηθίσει σε αυτή την ιδιορρυθμία.

Επιστρέφοντας στο ποταμόπλοιο από τον ναό με την ίδια άμαξα που ήρθαμε, κάποιες ώρες αργότερα,  ίδιες και απαράλλαχτες εικόνες. Τυχερές οι  εμβρόντητες φωτογραφικές μηχανές που εμπλουτίζονται γενναία με ότι συναρπάζει και εγκλωβίζει το έκπληκτο μάτι. Σ’ ένα σχετικά κεντρικό σταυροδρόμι, ένας φουκαράς τροχονόμος με έκδηλη την αγωνία στο πρόσωπο προσπαθούσε να επιβάλλει την τάξη και την κυκλοφορία ανάμεσα σε πεζούς, σκύλους, μουλάρια, άμαξες, καθώς και πάμπολλα  δίκυκλα μηχανάκια  και τρίτροχα που εξυπηρετούσαν κάποιες συνήθεις καθημερινές μεταφορές.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top