Fractal

“Το σπίτι των κοιμισμένων κοριτσιών” του Γιασουνάρι Καουαμπάτα

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

Σε αυτό το σπίτι, τα γυμνά κορίτσια κοιμούνται όλη τη νύχτα μαζί με ηλικιωμένους άντρες. Το κορίτσι που κάνει συντροφιά στον πρωταγωνιστή, Εγκούτσι, δεν λέει ποτέ ούτε μια κουβέντα. Δεσμευμένος από την άνευ όρων προσφορά της στον ύπνο του, ο γέρος ρίχνει το μυαλό του πίσω στο χρόνο, σαν ένας υπομονετικός ασθενής ελεύθερος δεσμεύσεων με την παρουσία ενός μουγκού αναλυτή. Στο τέλος της ιστορίας, μια λέξη από την κυρία εκείνου του σπιτιού, ωθεί τον Εγκούτσι έξω από το δυναμικό του χώρο, σε μια νέα διάσταση ζωής.

 

6.1

 

Ο Γιασουνάρι Καουαμπάτα υπήρξε ο πρώτος Ιάπωνας παραλήπτης του Βραβείου Νόμπελ λογοτεχνίας το 1968, (Yasunari Kawabata, 1899-1972) και κέρδισε το παγκόσμιο αναγνωστικό κοινό με πρώιμα έργα όπως η ‘Χορεύτρια του Ίζου’ (1926) και η ‘Χώρα του χιονιού’ (1935). Ωστόσο, το ώριμο μυθιστόρημά του, ‘Το σπίτι των κοιμισμένων κοριτσιών’ (1961), έχει μια διαφορετική ατμόσφαιρα, καθώς αναδύεται αλλά και πλημμυρίζεται και εμποτίζεται ταυτόχρονα από ένα ασθενικό, αηδιαστικό, σαχλό, συναισθηματικό, ευαίσθητο, μουλιασμένο και μουχλιασμένο άρωμα του σεξ και του θανάτου συνάμα. Περίπου τέσσερις μήνες μετά τη δημοσίευση του μυθιστορήματος, ο Καουαμπάτα φέρεται να παρουσίασε συμπτώματα στέρησης από υπνωτικά φάρμακα και ήταν αναίσθητος για αρκετές ημέρες. Εύκολα θα υπέθετε κάποιος ότι η ιστορία αυτού του βιβλίου, είναι συνυφασμένη με το βαθύτερο ρου της ψυχικών λειτουργιών του Ιάπωνα συγγραφέα. Φαίνεται ότι ο Καουαμπάτα μόλις έκλεισε τα εξήντα, και στα πρόθυρα του γήρατος, ασυνείδητα πρόβαλε σε αυτό το κείμενο το ερωτικό πάθος και την ορμή που είχε μέχρι τότε, και το οποίο έβλεπε ότι αρχίζει σταδιακά να καταστέλλεται. Σε μια συνομιλία με τον πιο απαιτητικό αναγνώστη του, τον Γιούκιο Μισίμα (Yukio Mishima) το 1962, ο Καουαμπάτα είπε ότι έγραψε ‘Το σπίτι των κοιμισμένων κοριτσιών’ χωρίς τη διαμόρφωση προηγουμένως κάποιου ιδιαίτερου σχεδίου, και ομολόγησε ότι δεν του άρεσε το συγκεκριμένο μυθιστόρημα. Αλλά ο Μισίμα, ο οποίος μπορεί να είχε κατανοήσει το κείμενο πιο βαθιά από ότι ο ίδιος ο συγγραφέας, εξήρε το βιβλίο σε ένα επίλογο κάπου τεσσάρων σελίδων, ως παρακμιακό αριστούργημα.

Σε μια παραλία, όπου τα κύματα συντρίβονται αλύπητα πάνω στα βράχια, βρίσκεται ένα αρχοντικό του οποίου οι πύλες είναι ερμητικά κλειστές κατά τη διάρκεια της ημέρας. Πρόκειται για ‘Το σπίτι των κοιμισμένων κοριτσιών’ όπου γίνονται δεκτοί μόνον οι επισκέπτες τους οποίους η κυρία του σπιτιού μπορεί να εμπιστευθεί. Στο εσωτερικό υπάρχει ένα δωμάτιο ντυμένο με κόκκινες βελούδινες κουρτίνες, όπου τα νεαρά κορίτσια κοιμούνται ολόγυμνα. Οι ηλικιωμένοι άνδρες ‘που δεν μπορούν πλέον να είναι άνδρες’ επισκέπτονται αυτό το μυστικό δωμάτιο για να περάσουν μια νύχτα με μια όμορφη κοπέλα που κοιμάται βαθιά στο αμυδρά φωτισμένο εσωτερικό του χώρο. Την αυγή, η πύλη του μεγάρου ανοίγει, και η κυρία που προηγουμένως υποδέχτηκε τους καλεσμένους της, τους βλέπει πλέον να φεύγουν μακρυά και στη συνέχεια, κλείνει ερμητικά την πόρτα. Από τη στιγμή που οι γέροι φτάνουν έως ότου φύγουν, τα μισοκοιμισμένα κορίτσια δεν ξυπνούν ποτέ. Έτσι, τα κορίτσια ποτέ δεν ξέρουν ποιος τα επισκέφθηκε, τι έγινε ή τι δεν πραγματοποιήθηκε. Ακόμα κι έτσι, η σεξουαλική επαφή εκεί μέσα, είναι αυστηρά απαγορευμένη. Πρόκειται για κατηγορηματική δήλωση της κυρίας, ότι ‘δεν υπάρχουν άσχημα πράγματα σε αυτό το σπίτι’, όταν ρωτήθηκε από τον Εγκούτσι ποιο είναι το χειρότερο πράγμα που μπορεί εκεί μέσα να κάνει ένας γέρος.

Ο κύριος χαρακτήρας της ιστορίας, ένας ηλικιωμένος άντρας που ονομάζεται Εγκούτσι, ακούει σχετικά με αυτό το μυστικό σπίτι και μία ημέρα το επισκέπτεται. ‘Ο άνθρωπος που είχε μιλήσει στο γερο-Εγκούτσι γι αυτό, ήταν τόσο ηλικιωμένος, που δεν ήταν πια ‘άντρας’. Και λίγο πιο κάτω, ‘είχε πει στον Εγκούτσι ότι μόνο όταν βρισκόταν δίπλα σε μια ναρκωμένη κοπέλα, θα μπορούσε να αισθανθεί ζωντανός ο ίδιος’. Κατά τη διάρκεια της πρώτης νύχτας που ξοδεύει εκεί, ο Εγκούτσι αγγίζει εκστασιασμένος το απαλό δέρμα της κοπέλας που κοιμάται βαθιά δίπλα του, χωρίς εκείνη να αντιδράσει έστω στοιχειωδώς. Από τη στιγμή που αρχίζει να χαϊδεύει όλο το σώμα της, τα κομμάτια του παρελθόντος, που νόμιζε ότι τα είχε ξεχάσει, αρχίζουν να επανέρχονται απειλητικά και να τον πλημμυρίζουν.

Αυτές οι μνήμες περιλαμβάνουν συναντήσεις με τον έρωτα της νιότης του, νύχτες με την ερωμένη μετά το γάμο του κι ακόμα ένα ταξίδι με την κόρη του, λίγο πριν το γάμο της. Όπως γυρίζει από τη μία μνήμη στην άλλη, η επαφή με το γυμνό σώμα του κοριτσιού τον παρασύρει τελικά σε ένα μακρυνό όνειρο. ‘Το μυαλό του ταξίδευε πίσω στη θύμηση γυναικών που είχε κάποτε σχέση μαζί τους… Ίσως να ήταν μια θλιβερή παρηγοριά για ένα γέρο να βυθιστεί σε αναμνήσεις γυναικών από το παρελθόν που δεν θα γύριζαν ποτέ πίσω, ακόμα κι αν χάιδευε μια όμορφη κοπέλα που δεν θα ξυπνούσε…’. Η εμπειρία του να περιβάλλεται από το λήθαργο του όμορφου κοριτσιού σε ένα λαβύρινθο από αναμνήσεις και όνειρα είναι παράξενα γοητευτική και ο Εγκούτσι αρχίζει να επισκέπτεται κατ’ επανάληψη το σπίτι, έτσι ώστε να εξελίσσεται σε τακτικό επισκέπτη, μέχρις ότου να συμβεί βεβαίως ένα αναπάντεχο και καθοριστικό γεγονός.

Ένα κρύο βράδυ, ο Εγκούτσι βρίσκεται πάλι στο σπίτι αυτό, όχι με ένα, αλλά με δύο όμορφα κορίτσια να κοιμούνται δίπλα του. Με το ένα χέρι του γύρω από κάθε κοπέλα, και από τις δύο πλευρές, αποκοιμιέται και ονειρεύεται τη μητέρα του, η οποία πέθανε από καλπάζουσα ενεργό φυματίωση, όταν εκείνος ήταν παιδί. Στο όνειρο, ο Εγκούτσι επιστρέφει από το γαμήλιο ταξίδι του για να βρει το πατρικό του σπίτι πλημμυρισμένο με κόκκινα λουλούδια. Καθώς αναρωτιέται αν αυτό είναι πραγματικά το σπίτι του, η μητέρα του, η οποία υποτίθεται ότι είναι νεκρή, τον χαιρετά και αυτός πηγαίνει μέσα. Βρίσκεται μια στιγμή στη βεράντα ρίχνοντας μια περιστασιακή ματιά στα κόκκινα λουλούδια, όταν ξαφνικά ένα κόκκινο σταγονίδιο αρχίζει να χύνεται έξω από ένα πέταλο. Αυτή η ερυθρότητα, η οποία εμφανίζεται σαν κάτι το αρπακτικό όραμα, φαίνεται καταπιεστική στον Εγκούτσι και ξυπνά. Όταν ξυπνάει από αυτό το ανεξήγητο όνειρο, κυλά απότομα πάνω στο πρόσωπο ενός κοριτσιού. Εκτιμά ξαφνικά ότι το σώμα της είναι κρύο και ότι δεν αναπνέει. Έντρομος και μέσα σε πανικό, καλεί την ιδιοκτήτρια του σπιτιού. Σε αντίθεση με την ολοφάνερη έκπληξη του Εγκούτσι, η κυρία του σπιτιού φαίνεται ήρεμη, και δίνει εντολή για την απομάκρυνση του νεκρού κοριτσιού. Όταν προσφέρεται για να τη βοηθήσει να σηκώσουν το υγρό και βαρύ σώμα, η κυρία απαντά με τον συνήθη ήρεμο τρόπο της ότι δεν θα πρέπει να προβληματίζει τον εαυτό του γι αυτό, αλλά θα πρέπει απλώς να πάει πίσω στη θέση του και να κοιμηθεί, δεδομένου ότι εξακολουθεί να υπάρχει ένα άλλο κορίτσι δίπλα του, και κάπως έτσι περίεργα, η ιστορία τελειώνει.

Παρά το γεγονός ότι οι ανθρωπολόγοι έχουν τεκμηριώσει ότι το περιγραφέν περιστατικό είναι κοινό για τις γυναίκες που προσφέρονται στους πελάτες τους ως έκφραση φιλοξενίας, η κατάσταση των κοριτσιών στο συγκεκριμένο σπίτι είναι διαφορετική από εκείνη των περισσότερων ‘ανταλλασσόμενων’ γυναικών. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι τα κορίτσια κοιμούνται ήσυχα, δεν μπορούν να ανταποκριθούν άμεσα στις απαιτήσεις των ανδρών, δεν μπορούν να μιλήσουν ή ακόμα και να τα δει κάποιος ευθέως, πρόσωπο με πρόσωπο. Τουτέστιν με την κυριολεκτική έννοια του όρου, οι γυναίκες δεν δίνουν κάτι το χειροπιαστό στους άντρες. Παρ’ όλα αυτά, σε ένα βαθύτερο επίπεδο, στην όλη κατάσταση εμπλέκεται ένα σημαντικό δώρο το οποίο αντανακλά και την ουσία της ψυχανάλυσης, και το οποίο κάποιος θα το περιέγραφε και θα το καθόριζε ως παροχή ζεστής φιλοξενίας.

Αυτή τη στιγμή που ο Εγκούτσι βηματίζει μέσα στις κόκκινες κουρτίνες στο δωμάτιο όπου η κοπέλα κοιμάται, του ξεφεύγει μια ακούσια κραυγή και έχει την αίσθηση πως περπατάει σαν ένα φάντασμα. Απαντώντας στη σιωπηλή αποπλάνηση του κοριτσιού, ο άντρας αγγίζει το δέρμα της. Ωστόσο, αν και η πράξη αυτή έχει ως σκοπό να τον φέρει περισσότερο κοντά της, έχει το παράδοξο αποτέλεσμα να συνειδητοποιεί ακόμα περισσότερο την απόσταση μεταξύ τους. Ακόμα κι έτσι, όμως, ποτέ δεν κουράζεται από το να τη χαϊδεύει. Η απογοητευτική φύση της σωματικής επαφής, τον ωθεί να της προσφέρει περισσότερα χάδια. Φαίνεται ότι η κοπέλα βρίσκεται αρκετά κοντά στον Εγκούτσι, αλλά στην πραγματικότητα δεν υπάρχει, και όλα αυτά που βιώνει και αντιμετωπίζει, δεν είναι τίποτα παραπάνω από την απουσία της. Ο Καουαμπάτα περιγράφει λυρικά τη σύγχυση του Εγκούτσι.

 

6.2

 

Ο Εγκούτσι, στοιχειώνεται από το συναίσθημα, κάπου στη μέση της όλης διαδικασίας των χαδιών, ότι ο αποδέκτης τους είναι ‘ζωντανός’ και μας διδάσκει ότι αυτό που προσπαθεί να αγγίξει και να χαϊδέψει το χέρι της κοπέλας, τελικά είναι ο ίδιος ο θάνατος. Από αυτό το σημείο, η επιδερμική αντίληψη, ότι τα κορίτσια είναι απλώς ‘παιχνίδια’ που επιτρέπουν σε ανίκανους γέρους να χαθούν μέσα στην έκσταση, πρέπει να απορρίπτεται. Αντίθετα, το γεγονός ότι τα κορίτσια είναι κοιμισμένα, αποτελεί μια αλληγορία για το θάνατο, η οποία φυσικά είναι ακαταμάχητα ελκυστική στους γέροντες. Ο Εγκούτσι, θεωρεί το γυμνό κορίτσι στο πλευρό του ως ‘ζωντανή κούκλα’ και ασυνείδητα αντιλαμβάνεται τον υπαινιγμό του θανάτου που δεν έχει θολώσει το τοπίο με την ερωτική χροιά. Το κοιμισμένο κορίτσι δεν είναι ζωντανός οργανισμός που προσποιείται ότι είναι νεκρός, αλλά ένα ζωντανό πτώμα, δηλαδή ένας άψυχος οργανισμός που προσποιείται ότι είναι ζωντανός. Η απόσταση από τη στάση και την άποψη ετούτη, μέχρι τη νεκροφιλία, δεν είναι φυσικά μεγάλη.

Το σπίτι των κοιμισμένων κοριτσιών, όμως, περιέχει ικανό αριθμό των μη συμβατικών δώρων. Αν και τα κορίτσια ούτε μιλάνε, ούτε καν κοιτάζουν κάπου σταθερά, δείχνουν ως ‘γυμνά’ στην κυριολεξία σώματα. Αυτά τα σώματα, η ενσάρκωση του θανάτου, μετατρέπονται σε οδό μέσω της οποίας ανοίγεται στους γέροντες μια σουρεαλιστική διάσταση της πραγματικότητας. Όταν επισκέπτονται το σπίτι αυτό, οι ηλικιωμένοι άντρες επιπλέουν σε μια θάλασσα από μνήμες και ονειρεύονται εικόνες από το μακρυνό παρελθόν τους. Επειδή τα κορίτσια δεν έχουν επίγνωση της εμφάνισης του σώματός τους, δεν είναι οι ίδιες εκείνες που προσφέρονται ως θυσία για να παρηγορήσουν τους γέροντες. Από την πλευρά του, ο Εγκούτσι δεν αισθάνεται την παραμικρή διάθεση για να δώσει κάποιο δώρο ως ένδειξη καλής θέλησης. Δύο άτομα έχουν περάσει τη νύχτα γυμνά, αλλά δεν υπάρχει καμία σύνδεση μεταξύ τους. Για να είμαστε ακριβείς, ο Εγκούτσι χρησιμοποιεί το στόμα και τα χέρια του για να παίξει με το σώμα του κοριτσιού. Στο μέτρο αυτό, ήταν ένα ερωτικό σώμα που θα μπορούσε να το παραβιάζει χωρίς ιδιαίτερες τύψεις. Ωστόσο, για αυτόν ακριβώς τον λόγο, ήταν ένα ‘σιωπηλό σώμα’ που ποτέ δεν θα μπορούσε να παραβιάσει. Το σώμα είναι αδιάφορο για το γεγονός ότι γίνεται αντικείμενο βλέμματος και λειτουργεί ως καταλύτης σε ότι γίνεται και τίποτα περισσότερο.

Τα χάδια παραχωρούν και εναποθέτουν στις κοπέλες που αγγίζουν, το θάνατο στο βαθύτερο ρου του. Τα χάδια στα κορίτσια χρησιμεύουν ως ώθηση για τους ηλικιωμένους άνδρες να μετακινηθούν έξω από τις θέσεις τους, να μετατραπούν σε φιλόξενους επισκέπτες και τελικώς να γίνουν δωρητές της φιλοξενίας, αντιστρέφοντας το θέμα της φιλοξενίας.

Μία χειμωνιάτικη νύχτα, ο Εγκούτσι προσκαλείται σε ένα δωμάτιο όπου δύο κορίτσια, ένα με ανοιχτόχρωμο δέρμα και το άλλο με σκούρο δέρμα, κοιμούνται. Όταν βάζει το χέρι του γύρω από τη μέση του κοριτσιού με το όμορφο λαμπερό ανοιχτόχρωμο δέρμα, η ιδέα εισέρχεται στο πίσω μέρος του μυαλού του να κάνει αυτό το κορίτσι την ‘τελευταία γυναίκα’ της ζωής του. Θέλει να σπάσει τους δύσκαμπτους κανόνες του σπιτιού και διαλύσει τη λύπη του ηλικιωμένου άντρα. Αναρωτιέται ακόμη και αν κάτι τέτοιο θα καταστήσει τη συνάντηση πιο ανθρώπινη για το κορίτσι. Καθώς αναλογίζεται όλα αυτά, το ζήτημα της πρώτης γυναίκα της ζωής του έρχεται και πλημμυρίζει τις σκέψεις και το μυαλό του. Τώρα ξαπλωμένος ανάμεσα σε δύο γυμνές γυναίκες, συνειδητοποιεί ότι αυτή, ήταν η μητέρα του! Στη θέση του κοριτσιού μπροστά στα μάτια του, το οποίο φαίνεται να ενσαρκώσει ‘την ίδια τη ζωή’, εμφανίζεται ξαφνικά η εικόνα της νεκρής μητέρας του. Φέρνει στο μυαλό του όλες τις δυσάρεστες εικόνες του θανάτου της μπροστά στο νεκρικό κρεβάτι, όταν ξέσπασε βήχας με αίμα από τη φυματίωση που την ταλαιπωρούσε μέσα σε μια νύχτα του χειμώνα όταν εκείνος ήταν μόλις δεκαεπτά ετών. Όταν αργότερα αποκοιμιέται, ονειρεύεται ξανά τη μητέρα του. Αν και υποτίθεται ότι είναι νεκρή, στέκεται στην πόρτα, σαν να προσκαλούσε τον ίδιο και τη σύζυγό του στο σπίτι, μόλις επέστρεψαν από το γαμήλιο ταξίδι τους. Τα λουλούδια είναι κόκκινες ντάλιες σε ανθοφορία, και σε τέτοια αφθονία που έχουν σχεδόν θαμμένο το σπίτι. Δίσταζε να μπει, γιατί αναρωτιόταν αν ήταν αυτό το δικό του σπίτι.

‘Καλώς ήρθες στο σπίτι. Γιατί στέκεσαι εκεί. Μήπως μας φοβάται η γυναίκα σου’;

Ήταν η νεκρή μητέρα του που τον καλωσόριζε!

Ο Εγκούτσι δίσταζε να μπει στο σπίτι της μητέρας του. Το γεγονός ότι αυτό το μέρος, με το οποίο θα πρέπει να είναι εξοικειωμένος, τον αποξενώνει, δείχνει ότι όλα τα πράγματα που σχετίζονται με το σπίτι, δεν περνούν υποχρεωτικά μέσα από το φίλτρο της ευαισθητοποίησης. Ωστόσο, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι αυτή η ‘ανησυχητική κατοικία’ είναι το πατρικό σπίτι του Εγκούτσι. Με την έκκληση της μητέρας του που δεν ξέρει ότι είναι νεκρή, ο Εγκούτσι στρέφει το βλέμμα του στις ντάλιες που φαίνεται να περιβάλλουν ολόκληρο το σπίτι. Μια κόκκινη σταγόνα ξεχειλίζει από ένα από τα πέταλα του λουλουδιού. Ο Εγκούτσι ξυπνά με μια κραυγή, κάτι σαν αγκομαχητό, με το όνειρο να διαλύεται.

Έτσι, ένα σημείο εκκίνησης για τον τρόπο παρουσίασης του κόσμου, ενυπάρχει στη μεταφορά για τη μητρική κοιλιά. Ένα σπίτι αναδύεται μέσα από κόκκινα λουλούδια ή ένα δωμάτιο ντυμένο ολόγυρα με βυσσινί κουρτίνες. Το σημείο σύνδεσης μεταξύ του κόσμου και του εαυτού, είναι το γυναικείο σώμα. Ωστόσο, για να αντιμετωπίσουμε κατάματα την προέλευση της ζωής, είναι δομικά αδύνατο. Η αρχή βρίσκεται πάντα στο παρελθόν, αλλά μπορεί να υπάρχει μόνο ως ένα παρελθόν που δεν υπήρξε ποτέ. Η αρχή και ο εαυτός αποτυγχάνουν πάντοτε να συμπίπτουν. Όταν ο Εγκούτσι ξυπνά από το τρομακτικό όνειρο της νεκρής μητέρας του, η εξωτερική πραγματικότητα είναι διαβρωμένη, καθώς και όταν αποκαλύπτει ότι η κοπέλα δίπλα του είναι νεκρή. Αν το όνειρο είναι μια εκπλήρωση της επιθυμίας, ο λόγος που τελειώνει έτσι, είναι ότι κάποια πραγματικότητα ακόμα πιο τραυματική από το θάνατο του κοριτσιού, πρέπει να βρίσκεται πίσω από το όνειρο. Η πραγματικότητα αυτή η οποία ποτέ δεν αντιμετωπίστηκε όπως έπρεπε, μπορεί να αντανακλά την τραγική αποτυχία της χρονίως πάσχουσας μητέρας και του γιου της, Εγκούτσι, να σχηματίσουν έστω έναν στοιχειώδους μορφής δεσμό στο τέλος της ζωής της. Αφού φώναξε δύο φορές το όνομά του, προσπαθώντας να πάρει ανάσα, έβγαλε ένα μεγάλο ποσό αίματος από τα πνευμόνια της και ξεψύχησε. Βεβαίως δεν γνωρίζουμε τι ακριβώς ήθελε η μητέρα από τον γιο της, αφού την πρόλαβε ο θάνατος. Ο τελευταίος, απογειώνει το μανδύα του σεξ, και υπάρχει ένα σταυροδρόμι , ένας γεωμετρικός τόπος, όπου από τη μια μεριά η μητέρα σιωπηλά καλεί το γιο της στο νεκροκρέβατο, ενώ από την άλλη τα κορίτσια να τον καλούν για τα συνηθισμένα χάδια στο σπίτι εκείνο. Ο θάνατος, αλλάζει μορφή στο όνειρο και επαναλαμβάνεται. Το πτώμα του κοριτσιού μεταφέρεται μακρυά από την κυρία χωρίς ίχνος, αλλά στοιχίζει στον Εγκούτσι. Έτσι, ο Εγκούτσι πηγαίνει στο σπίτι των κοιμισμένων κοριτσιών γοητευμένος από τη μυρωδιά του θανάτου που επιπλέει πάνω στην έννοια του σεξ, αλλά στο τέλος ακόμα και ο θάνατος ξεφεύγει από τον έλεγχό του. Ο θάνατος είναι μια σκοτεινή ζώνη την οποία κανείς δεν ακολουθεί, αλλά ωστόσο όλοι έλκονται και απωθούνται ταυτόχρονα από το θέμα. Δεν υπάρχει φιλοξενία είτε στο δωμάτιο με τις κόκκινες βελούδινες κουρτίνες ή στο σπίτι με τα κόκκινα λουλούδια, μόνο ο άνθρωπος που έχει πάει είναι εκεί και βεβαίως μόνος. Όταν ο Εγκούτσι κάνει ένα βήμα προς τη φιλοξενία στο σπίτι των κοριτσιών, διαπιστώνει ότι η προσπάθεια είναι ανέφικτη.

Συνεχίζοντας τον ύπνο, ενώ προσφέρουν τα σώματά τους, οι κοπέλες δελεάζουν επανειλημμένως τους ηλικιωμένους άντρες στο σπίτι τους, όπου συναντούν τα απορρίμματα από μνήμες του παρελθόντος και κολυμπούν σε μια θάλασσα από εικόνες. Αυτή η συναλλαγή που δεν αποτελεί συναλλαγή μεταξύ των κοριτσιών και των γερόντων, είναι σύμφωνη με τη σχέση μεταξύ ψυχαναλυτή και ασθενούς. Ο σιωπηλός ψυχαναλυτής ανοίγει ένα δυναμικό χώρο για τον ασθενή του έτσι ώστε εκείνος να μπορεί με άνεση να περιπλανηθεί πέρα δώθε, ανάμεσα στο παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Κυριευμένος από την ανυπομονησία, όπως και την απογοήτευση που προκαλείται από τα χάδια τα οποία ουσιαστικά δεν οδηγούν πουθενά, ο Εγκούτσι χτυπάει την πόρτα του σπιτιού εκείνου όσες φορές θέλει, ακριβώς όπως ο ασθενής κάνει επανειλημμένες επισκέψεις στο γραφείο του ψυχαναλυτή του.

Κατά ειρωνικό τρόπο, στο μυθιστόρημα του Καουαμπάτα, αρχικά υπήρχε η εντύπωση ότι θα αποτελούνταν από ένα μόνο επεισόδιο, με αποκορύφωμα μια νυχτερινή επίσκεψη στα κορίτσια. Η πύλη του σπιτιού πάντοτε ανοίγει και κλείνει μόνο από την κυρία. Η κυρία μπορεί έτσι να θεωρηθεί ότι συμμετέχει στη φιλοξενία, παίζει δηλαδή το ρόλο του ψυχαναλυτή. Κι όταν ξεμπλέκει με το πτώμα του πεθαμένου κοριτσιού και το απομακρύνει, απευθύνεται στον Εγκούτσι λέγοντας: ‘Σας παρακαλώ. Δεν χρειάζεται να ενοχλείστε. Γυρίστε στο κρεβάτι. Υπάρχει και η άλλη κοπέλα’.

Τα άκρως απορριπτικά λόγια της κυρίας, αφήνουν όχι μόνο τον Εγκούτσι, αλλά και τον αναγνώστη εμβρόντητο και είναι μάλλον χαρακτηριστικό τέλος των μυθιστορημάτων του Καουαμπάτα. Ένας ψυχαναλυτής δεν είναι αυτός που δίνει ερμηνείες, αλλά αυτός που προσλαμβάνει. Για αυτή την πρόσληψη ωστόσο, ο ψυχαναλυτής δεν μπορεί να πάρει παθητική στάση απέναντι στο επίμαχο θέμα της επικοινωνίας του ασθενούς. Αντίθετα, πρέπει να ακούσει τα αποτυχημένα λόγια του ασθενούς μέσω ενός πλαισίου σιωπηρής θεωρίας. Πρέπει να παίξει το ρόλο τόσο των κοριτσιών, όσο και της κυρίας τους σπιτιού. Όταν ο Εγκούτσι μπαίνει στο σπίτι των κοιμισμένων κοριτσιών, πέφτει σε ενέδρα με την επιστροφή ενός χαμένου αντικειμένου στο όνειρό του. Ωστόσο, αυτή η συνάντηση λαμβάνει χώρα μόνο και μόνο για να χαθεί το αντικείμενο και πάλι. Στο κέντρο όλης της φιλοξενίας βρίσκεται κάτι αναπόφευκτο που αρνείται τη φιλοξενία.

 

6.3

Ο Γιασουνάρι Καουαμπάτα (1899-1972)

 

Το 2008 έγινε προσπάθεια να μεταφερθεί στην κινηματογραφική οθόνη το μυθιστόρημα του Καουαμπάτα, από τον Vadim Glowna, υπό τον τίτλο ‘Das Haus der Schlafenden Schönen’, αλλά χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία. Ο Edmond (Vadim Glowna), εκεί, είναι ένας βασανισμένος γέρος ο οποίος καταφεύγει σε μια μυστηριώδη εγκατάσταση η οποία διευθύνεται από κάποια κυρία (Angela Winkler), όπου άντρες κοιμούνται ήσυχα όλη τη νύχτα με τη συνοδεία γυμνών κοριτσιών. Στην περίπτωση του Edmond, αυτό δίνει αφορμή σε μια σειρά από πένθιμους μονολόγους πάνω σε θέματα όπως οι θηλές ενός κοριτσιού, και οι οποίες του υπενθυμίζουν το μητρικό γάλα. Έγινε προσπάθεια από τον σκηνοθέτη τουλάχιστον αρχικά, να ειπωθούν αρκετά σχετικά με την ανάγκη για σωματική επαφή και πώς μπορεί, ή δεν μπορεί αυτή να διαχωριστεί από τη συναισθηματική αλληλεπίδραση, αλλά αντί αυτού στον Glowna υπερίσχυσε το αμείλικτο βάρος των γηρατειών και του θανάτου.

Το 2011, η αυστραλιανή ταινία Sleeping Beauty, σε σκηνοθεσία Julia Leigh, χρησιμοποιεί την κεντρική ιδέα της νουβέλας ως κύριο μέρος της υπόθεσης, αλλά αντιστρέφει την άποψη. Η πλοκή τέλος της νουβέλας του Gabriel García Márquez που αναφέρεται ‘στις πουτάνες της ζωής του’, φαίνεται πως ίσως είχε εμπνευσθεί ένα μέρος από το συγκεκριμένο βιβλίο.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top