Fractal

Παραπατώντας στην αφιλόξενη βοτσαλωτή ακτή του Ian McEwan

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

Ίαν ΜακΓιούαν, “Στην ακτή”. Μετάφραση: Ελένη Ηλιοπούλου. Εκδόσεις Πατάκη. 2007

 

ian_1

 

‘Ήταν και οι δύο νέοι, μορφωμένοι και άπειροι εκείνη την πρώτη νύχτα του γάμου τους, αλλά στην εποχή που ζούσαν, μια συζήτηση για σεξουαλικές δυσκολίες ήταν απλώς αδύνατη. Αλλά ποτέ δεν ήταν εύκολο. Είχαν καθίσει για δείπνο σε ένα μικρό δωμάτιο του πρώτου ορόφου ενός γεωργιανού πανδοχείου στο Ντόρσετ. Στο διπλανό δωμάτιο, ορατό μέσα από την ανοιχτή πόρτα, βρισκόταν ένα κρεβάτι με ουρανό, μάλλον στενό, του οποίου το κάλυμμα ήταν ολόλευκο  και τόσο αψεγάδιαστα τεντωμένο, σαν να μην το είχε στρώσει ανθρώπινο χέρι’.

 

ian_2

 

Στα κείμενά του, ο Ίαν Μακ Γιούαν (Ian McEwan, 1948- ) έχει κατ’ επανάληψη ασχοληθεί με το ζήτημα του χρόνου και σε ορισμένες ανθρώπινες ενέργειες που ενδείκνυται να γίνουν και οι οποίες  αντιστοιχούν συχνά σε χρονικές παραβάσεις, είτε ως διεστραμμένες παλινδρομήσεις, είτε ως  παιδαριώδεις παρανοήσεις. ‘Στην ακτή’ όλα αυτά εμπλέκονται στη δομή καθώς και στην απλή, από πολλές απόψεις, υπόθεση του σχετικά σύντομου μυθιστορήματος. Η κορύφωση του εν λόγω έργου, έρχεται με την πρόωρη εκσπερμάτιση του νεαρού πρωταγωνιστή το βράδυ του γάμου του, με αποτέλεσμα την πλήρη διαταραχή των συμβατικών προσδοκιών και την ανατροπή των υποχρεώσεων της πρώτης νύχτας γάμου, ένα περιστατικό που έλαβε χώρα προφανώς σε κακή στιγμή, ακατάλληλη καλύτερα να λέγαμε, το οποίο τελικά έδωσε και το κρίσιμο έναυσμα για την απομάκρυνση των δύο βασικών χαρακτήρων του κειμένου μεταξύ τους, φυσικά σε διαφορετικές κατευθύνσεις.

Σε αντίθεση, όμως,  με μια συμβατική αφήγηση, η συγκεκριμένη πρώιμη κορύφωση επισυμβαίνει στη μέση του μυθιστορήματος. Στην ψυχανάλυση, έχει τονισθεί ότι η ‘χρονικότητα’ περιλαμβάνει κάποια σχέση ανάμεσα στο παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Αυτή η διαδικασία, η οποία υπονομεύει την πιο συμβατική γραμμική έννοια του χρόνου ως μία συνέχεια, κινείται διαδοχικά από το παρελθόν μέσω του παρόντος προς το μέλλον, και είναι  χαρακτηριστική της σύγχρονης φαντασίας, όπως είναι και της ψυχανάλυσης, και σίγουρα χαρακτηρίζει το γενικότερο έργο του συγγραφέα Ίαν Μακ Γιούαν για τον οποίο η συγκεκριμένη χρονικότητα αποτελεί σημαντικό θέμα για τον πρωταγωνιστή του βιβλίου του, και όχι μόνο. Πιο συγκεκριμένα, ο Ίαν Μακ Γιούαν εκμεταλλεύεται έξυπνα τις ψυχαναλυτικές παραμέτρους των συνεπειών του τραύματος του χρόνου, παρουσιάζοντας τους τρόπους με τους οποίους διαταράσσονται οι χρονικές σχέσεις και διαστρεβλώνονται   από τραυματικά και κυρίως απρόβλεπτα γεγονότα.  Ένα ατυχές και τραυματικό περιστατικό, εκείνη τη στιγμή, αναγκάζει τους πρωταγωνιστές του μυθιστορήματος, να προχωρήσουν σε σειρά ενεργειών ακατανόητων πριν από λίγη ώρα. Στο μυθιστόρημα ‘Στην ακτή’, το θέμα του χρόνου επανέρχεται μπροστά μας κυριολεκτικά, δίδοντας μια συγκεκριμένη παράμετρο που αφορά στην ίδια τη δομή του μυθιστορήματος, καθώς και στην κεντρική δράση. Πράγματι, αυτό που αποτελεί αναμφισβήτητα και την κορύφωση του μυθιστορήματος, δηλαδή η πρόωρη εκσπερμάτιση του άνδρα πρωταγωνιστή το πρώτο βράδυ του γάμου του, μπορεί να διαβαστεί ως παράδειγμα δραματικής  χρονικής στιγμής με πολλές προεκτάσεις. Αναστατώνει όχι μόνο τις συμβατικές προσδοκίες της πρώτης νύχτας του γάμου, τουτέστιν της φυσικής ολοκλήρωσης της εγγύτητας των νεαρών πρωταγωνιστών του βιβλίου, σε μια απότομη αντιστροφή και αναγκάζει τους χαρακτήρες να διαχωριστούν οριστικά πια, χωρίς να υπάρξει ανάμεσά τους σεξουαλική σχέση. Κλασσικά, η αφήγηση χτίζει την ένταση μέσω του γραμμικού χρόνου σε μια αυξανόμενη δράση που κορυφώνεται σε ένα σημείο, που ακολουθείται από μια σύντομη λύση που οδηγεί σε διάλυση των όποιων, έως εκείνη τη στιγμή, και μάλλον προβληματικών σχέσεων.  Αλλά το πρώιμο αποκορύφωμα στο βιβλίο, εμφανίζεται στη μέση του μυθιστορήματος, αφήνοντας ένα ψυχικό υπόλοιπο να ξετυλίξει μια περισσότερο εκτεταμένη λύση. Πράγματι, η αφηγηματική δομή φαίνεται να μιμείται την σωματική τροχιά της πρόωρης εκσπερμάτωσης και την υποχώρηση της στύσης, υποδηλώνοντας έτσι στον  αναγνώστη μια υποκείμενη  φαλλική ανικανότητα, μια αδυναμία πριν από τις ενδεχόμενες υποχρεώσεις που αποτελεί κι αυτό ένα επαναλαμβανόμενο θέμα στα μυθιστορήματα του Ίαν Μακ Γιούαν. Το βιβλίο ετούτο είναι στην πραγματικότητα νουβέλα, κι η πρόωρη εκσπερμάτιση του χαρακτήρα στην αφηγηματική δομή δίνει σ’ αυτή ένα ιδιαίτερο είδος  εσωτερικής συνοχής, μια συμπύκνωση τόσο της  μορφής όσο και του περιεχομένου.

 

ian_3

 

Ένας άλλος λόγος για την επιτυχία του έργου διεθνώς είναι ο χειρισμός του χαρακτήρα από τον  Ίαν Μακ Γιούαν. Ο συγγραφέας χωρίζει την όλη αφήγηση  σε τρεις υποκειμενικότητες. Εκείνη των δύο πρωταγωνιστών, του Έντουαρντ, ενός εκκολαπτόμενου ιστορικού μελετητή και της νεαρής συζύγου του, της Φλόρενς,  μιας ταλαντούχου μουσικού βιολιού, αλλά και ενός τρίτου άλλου. Μιας έμπειρης αφηγηματικής φωνής που λέει τη θλιβερή ιστορία τους με το δικό της τρόπο. Πράγματι, η φωνή του αφηγητή παίζει ένα ξεχωριστό και σημαντικό μέρος στις αναγνωστικές απολαύσεις της νουβέλας. Ως αφηγητής, ο συγγραφέας παίζει με το χρόνο ως απόλυτος κυρίαρχός του, επιταχύνοντας προς τα πάνω ή επιβραδύνοντας αντίθετα,  παρασύροντας παράλληλα στην ίδια κατεύθυνση και τον αναγνώστη. Έτσι, για παράδειγμα, επιβραδύνει την ταχύτητα αφήγησης των πραγμάτων στο πρώτο μέρος του μυθιστορήματος, στη σκηνή του δείπνου του γάμου, αντλώντας χρόνο από την αμήχανη αναμονή των χαρακτήρων του για εκείνο που πρόκειται να επακολουθήσει, αφού φαίνεται ξεκάθαρα ότι οι χαρακτήρες δεν θέλουν να αποδράσουν από τη συγκεκριμένη και προσωρινή, οπωσδήποτε, στιγμή. Πράγματι, ο Ίαν Μακ Γιούαν διατηρώντας μια λεπτή τονική ισορροπία ανάμεσα στο κωμικό και το θλιβερό, ουσιαστικά αποκαλύπτει με μαεστρία ένα δίκτυο παρανοήσεων εκ μέρους τόσο της   Φλόρενς, όσο και του Έντουαρντ που δεν μπορεί κατά τα φαινόμενα να ανατραπεί.

Το μυθιστόρημα ανοίγει με την αναδρομική διαμόρφωση των χαρακτήρων από έναν  κάπως συγκαταβατικό αφηγητή, λέγοντας, και στην ουσία δικαιολογώντας, όλα εκείνα που έμελλε να ακολουθήσουν. Διάχυτη εμφιλοχωρεί η πλήρης αναστολή και αποφυγή για ειλικρινή συζήτηση για τις σεξουαλικές ανησυχίες αμφοτέρων των νεαρών πρωταγωνιστών του μυθιστορήματος, όταν κάθονταν κι έτρωγαν στο δωμάτιό τους, μια σουίτα για μήνα του μέλιτος με θέα την ακτή Τσέσιλ στην περιοχή της Μάγχης, ένα μέρος με απέραντη βοτσαλωτή παρουσία κάποιων μιλίων σε μήκος. Χαρακτηριστικά δίδοντας συγκεκριμένες παραστάσεις  μέσα από ζωντανές φυσικές λεπτομέρειες, ο  Ίαν Μακ Γιούαν περιγράφει τη θέα από το παράθυρό τους με υπερβολική κάπως ρητορική που όμως εξωτερικεύει κατάφορα τις βαθύτερες ανησυχίες τους:  ‘…Έβλεπαν την αρχή ενός κάθετου  μονοπατιού με λασπωμένα σκαλιά, μια δίοδο που πλαισιωνόταν από αγριόχορτα εξωφρενικού μεγέθους. Έμοιαζαν με γιγάντια  ραβέντι και λάχανα, με πρησμένα κοτσάνια σχεδόν έξι πόδια ψηλά, που λύγιζαν κάτω από το βάρος των βαριών σκούρων φύλλων με  τις χοντρές νευρώσεις…’.

Εδώ ο  Ίαν Μακ Γιούαν κάνει ακόμα και τα λαχανικά, τα εν λόγω γιγαντιαία ραβέντι με τους πρησμένους μίσχους και τα παχιά διάστικτα φύλλα να  προδιαγράφουν τις συγκεκριμένες ανησυχίες του Έντουαρντ για εκείνο που θα λάβει χώρα σχετικά σύντομα, ένας ευφημισμός για την  πρόωρη εκσπερμάτωση, και βεβαίως  την φοβική ανταπόκριση της Φλόρενς σε έναν ολοένα και περισσότερο απαιτητικό και γιγαντιαίο φαλλό.

Πράγματι, οι αντιδράσεις των χαρακτήρων πηγαίνουν παράλληλα με την κατασταλτική ιστορική εποχή στην οποία δραστηριοποιούνται, ενώ το κείμενο επικεντρώνεται κυρίως στα υποκειμενικά τους αισθήματα για το σεξ μεταφέροντας συναισθηματικά στον αναγνώστη την ποιότητα και ποσότητα της αισθησιακής απώθησης ή του εμφανούς ούτως ή άλλως άγχους.  Έτσι, για παράδειγμα, ο αφηγητής, ο οποίος παρατηρεί ήδη από την αρχή μυθιστορήματος ότι,  ‘… αυτό δεν ήταν μια καλή στιγμή στην ιστορία της αγγλικής κουζίνας’, με ‘… τις φέτες του ψημένου βοδινού εδώ και ώρα  μέσα σε συμπυκνωμένη σάλτσα, μαλακά βρασμένα λαχανικά και πατάτες μια γαλαζωπή απόχρωση…’, ένα υλικό που σηματοδοτεί την  αποστροφή, κάνει ακριβώς το ίδιο στον αναγνώστη που προαναγγέλλει αργότερα και τον αποτροπιασμό της Φλόρενς στο υπνοδωμάτιο, όταν ο Έντουαρντ κολλά τη γλώσσα του στο στόμα της:

‘… Όταν φιλήθηκαν, ένοιωσε αμέσως τη γλώσσα του, σφιχτή και δυνατή, να σπρώχνει τα δόντια της σαν ένα νταής που ανοίγει δρόμο με τον ώμο για να μπει σε ένα δωμάτιο. Να εισχωρήσει μέσα της. Η  δική της γλώσσα διπλώθηκε και κουλουριάστηκε με αυτόματη αποστροφή, κάνοντας ακόμα περισσότερο χώρο για τον Έντουαρντ…’. Ήταν η εποχή της ανερχόμενης, της καλπάζουσας σεξουαλικής απελευθέρωσης όπου ο συγγραφέας μας τονίζει ότι ‘ποτέ δεν ήταν εύκολο’.  Καθώς η νουβέλα εξελίσσεται, ο συγγραφέας εναλλάσσει το βλέμμα του Έντουαρντ και της Φλόρενς, ενώ ταυτόχρονα μας δίνει μια ηδονοβλεπτική πρόσβαση στις ιδιωτικές σκέψεις του καθενός σ’ αυτή την πρώτη νύχτα του γάμου τους. Και φυσικά το βρεττανικό χιούμορ, ξεχειλίζει ατόφιο! Πράγματι, όταν τελικά παίρνουν την μεγάλη απόφαση και  μετακινούνται προς την κρεβατοκάμαρα, το κωμικό στοιχείο και η ειρωνεία των διαπροσωπικών παρανοήσεων, παρουσιάζονται και επεκτείνονται με σχεδόν οδυνηρό τρόπο. Έτσι ‘όταν άκουσε το βογκητό της, ο Έντουαρντ ήξερε ότι η ευτυχία του ήταν σχεδόν πλήρης…’. Συνυφασμένη σε αυτή την δημιουργηθείσα κατάσταση του ντουέτου  η οποία φαίνεται σαν να συνεχίζεται επί μακρόν, είναι οι περιοδικές αναφορές του αφηγητή στο παρελθόν τους, σε μια προσπάθεια παράκαμψης του αμείλικτου διλήμματος με  τις  οικογενειακές ιστορίες τους, τις προσδοκίες της κοινωνικής τους τάξης, και πιο συγκεκριμένα, τις διαφορετικές στάσεις τους απέναντι στη  σεξουαλικότητα,  μια σεξουαλικότητα που γι’ αυτούς τους δύο άπειρους προκαλεί κωμικές αλλά και δραματικές ανησυχίες.  Για την μουσικό Φλόρενς, την τόσο όμορφα εναρμονισμένη με τις αισθησιακές αποχρώσεις του ήχου, η γλώσσα μπορεί να προκαλέσει ένα σπλαχνικό φόβο, μια ανήμπορη  και αφόρητη αηδία όταν αναφέρεται στη σεξουαλικότητα.

Διαβάζοντας ένα εγχειρίδιο για το γάμο για να εκπαιδεύσει σε θεωρητική φυσικά βάση τον εαυτό της, η Φλόρενς  συνάντησε κάποιες φράσεις ή λέξεις που την έκαναν σχεδόν να αναγουλιάσει. Οι βλεννογόνοι, η γυαλιστερή βάλανος του πέους, η εμμονή στις ‘εισχωρήσεις’ μέσα της, η διείσδυση. Κι η κωμική και σαδιστική αφήγηση συνεχίζεται ακάθεκτη, όταν ‘… η σκέψη των όρχεων του Έντουαρντ να κρέμονται κάτω από το διογκωμένο πέος του,  άλλος ένας τρομακτικός όρος, είχε την ικανότητα να κάνει το πάνω χείλος της να στραβώνει και η ιδέα να την αγγίζει κάποιος άλλος ‘εκεί κάτω’, ακόμη και κάποιος που αγαπούσε, ήταν τόσο απωθητική όσο και ας πούμε μια εγχείρηση στο μάτι…’.

Η Φλόρενς είναι όπως φαίνεται υστερική σε μια εποχή που η ψυχανάλυση δεν έχει ακόμη γίνει δημοφιλής, αλλά ο αφηγητής εκμεταλλεύεται τη θεωρία της αποπλάνησης του Φρόυντ, ότι δηλαδή η υστερία προέρχεται από μια τραυματική αποπλάνηση από κάποια  πατρική φιγούρα. Έτσι, το κείμενο υπαινίσσεται προκλητικά ότι η κοπέλα και ο πατέρας της είχαν με κάποιο τρόπο εμπλακεί σε μια σεξουαλική αμαρτία, ίσως αθώα, σε ένα από τα πολλά κοινά ταξίδια τους στο κανάλι της Μάγχης, όταν εκείνη ήταν μόλις δώδεκα ετών. Και καθώς ακούει τον Έντουαρντ να γδύνεται, ‘… το παρελθόν εμφανίστηκε παρόλα αυτά. Ήταν η μυρωδιά της θάλασσας που το προσκάλεσε. Ήταν δώδεκα χρονών, ξαπλωμένη  ακίνητη όπως τώρα, περιμένοντας και τρέμοντας μέσα στη στενή κουκέτα με τα λουστραρισμένα μαονένια πλαϊνά. Το μυαλό της ήταν κενό, αισθάνθηκε ότι είχε ατιμασθεί… Ήταν αργά το βράδυ και ο πατέρας της, κάπου εκεί δίπλα, κινούνταν μέσα στη μισοσκότεινη καμπίνα, βγάζοντας τα ρούχα του όπως τώρα ο Έντουαρντ. Θυμόταν το θρόισμα των ρούχων, τον μεταλλικό ήχο από μια ζώνη που λυνόταν, ή κλειδιά ή κέρματα. Το μόνο καθήκον της ήταν να κρατάει  τα μάτια της κλειστά και να σκέφτεται μια αγαπημένη της μελωδία. Ή οποιαδήποτε μελωδία. Θυμόταν τη γλυκιά μυρωδιά του σχεδόν σάπιου φαγητού μέσα στην  αποπνικτική ατμόσφαιρα ενός σκάφους μετά από δύσκολο ταξίδι. Είχε κάνει πολλές φορές εμετό καθώς διέσχιζαν τη Μάγχη, και δεν μπόρεσε να προσφέρει καμία βοήθεια στον πατέρα της, κι αυτό σίγουρα πρέπει να ήταν η πηγή της ντροπής της…’. Επιπλέον όσο προχωρούσε η νύχτα,

‘…  υπήρχε ένα άλλο στοιχείο, πολύ χειρότερο με τον τρόπο του και αρκετά πέρα ​​από τον έλεγχό της, που ανακαλούσε μνήμες που είχε αποφασίσει προ καιρού πως δεν ήταν πραγματικά δικές της. Είχε νοιώσει περήφανη, μόλις λίγα λεπτά νωρίτερα, που μπορούσε να ελέγξει τα συναισθήματά της …. Όμως τώρα ήταν ανίκανη να καταπνίξει την πρωτογενή της αποστροφή….’.

Φυσικά, ο  Έντουαρντ δεν γνωρίζει τίποτα για την αποστροφή της Φλόρενς όσον αφορά τη σωματική οικειότητα, αλλά έχει τα δικά του προβλήματα με τις συμβατικές υποχρεώσεις  της πρώτης νύχτας του γάμου.  Δεδομένης της φύσης των ιστοριών και ατομικών ξεχωριστών ανησυχιών,  αμφότεροι οι νέοι είναι μάλλον προετοιμασμένοι για το ενδεχόμενο της αποτυχίας της ερωτικής συνεύρεσης. Καθώς η αφήγηση κινείται προς το αποκορύφωμά της, ο χρόνος επιβραδύνεται βασανιστικά για τους δύο χαρακτήρες, αλλά την ίδια στιγμή και για τους αναγνώστες. Όσα ακολουθούν, είναι γελοία, αλλά και λυπηρά ταυτόχρονα. Φθάνοντας σ’ ένα κρεσέντο, η Φλόρενς  και θέλοντας να δώσει στον Έντουαρντ ευχαρίστηση, τελικά αποφασίζει να αγγίξει τα γεννητικά του όργανα, και ο συγγραφέας  περιγράφει τις συνέπειες αυτής της αθώας πράξης με σαδιστικές και κωμικές φράσεις,  ‘…Πώς θα μπορούσε να ξέρει  τι  τρομερό λάθος έκανε; Είχε τραβήξει για το λάθος σημείο; Το είχε αρπάξει πολύ σφιχτά; Εκείνος έβγαλε μια γοερή κραυγή, μια περίπλοκη σειρά από αγωνιώδη δυνατά φωνήεντα, σαν τον ήχο που είχε ακούσει μια φορά σε κάποια κωμωδία, όταν ένας σερβιτόρος, ταλαντευόμενος πέρα-δώθε, φαινόταν έτοιμος να ρίξει μια στοίβα από πιάτα γεμάτα σούπα…’.

 

ian_4

 

Κι ενώ ο αφηγητής υποδηλώνει ότι θα μπορούσε να υπάρξει ίσως άλλη μια ευκαιρία για περισσότερο συγκατάβαση και ανταλλαγή, σε αυτό το σημείο κανένας τους δεν είχε την υπομονή να προχωρήσει σε τέτοιου είδους επιλογές. Για εκείνη, ‘… κάθε παραχώρηση που έκανε, μεγάλωνε τις απαιτήσεις και κατόπιν την απογοήτευση…’.

Λίγο αργότερα, κοντά στην βοτσαλωτή ακτή και συζητώντας, δείχνει να είναι  ξεκάθαρη μαζί του, όταν λέει, ότι ‘… δεν έχω ιδέα γιατί συμβαίνει αυτό, μα νομίζω ότι δεν πρόκειται να αλλάξει. Όχι αμέσως. Τουλάχιστον δεν μπορώ να το φαντασθώ να αλλάξει…’. Ο αφηγητής, με τη σειρά του,  φαίνεται να εγκρίνει την πρότασή  της να έχουν ένα λευκό  γάμο χωρίς την υποχρέωση του συζυγικού σεξ, την οποία όμως ο Έντουαρντ απορρίπτει οργισμένα ως προσβλητική.

 

ian_5

 

Η δικαιολογία και τα επιχειρήματα της Φλόρενς, καταρρακτώδη, αλλά και πολύ ‘απελευθερωμένα’ και πρωτοποριακά, πολύ μπροστά από την εποχή τους, για τη δεδομένη πάντοτε στιγμή που αναφέρεται το μυθιστόρημα: ‘…κανείς δεν μπορεί να μας πει πως θα ζήσουμε. Και τώρα οι άνθρωποι ζουν με διάφορους τρόπους, ζουν με τους δικούς τους κανόνες και πρότυπα χωρίς να ζητούν την άδεια από κανένα. Κι εμείς μπορούμε να ψάξουμε τους δικούς μας κανόνες. Εννοώ…Έντουαρντ.. δεν χρειάζεται να είμαστε σαν τους άλλους… κανείς δεν θα ξέρει τι κάνουμε και τι δεν κάνουμε. Θα μπορούσαμε να είμαστε μαζί, να ζούμε μαζί κι αν ήθελες, αν ήθελες πραγματικά, δηλαδή, όποτε συνέβαινε και φυσικά θα συνέβαινε, εγώ θα το καταλάβαινα, όχι μόνο αυτό, θα το ήθελα, θα το ήθελα, …γιατί θέλω να είσαι ευτυχισμένος κι ελεύθερος … Εγώ θα σ’ αγαπούσα και θα έπαιζα μουσική, μόνο αυτό θέλω να κάνω στη ζωή μου…’.

Ο ίδιος ο McEwan, παίρνει και δίνει μαθήματα γύρω από φεμινιστικές και πολιτιστικές αναλύσεις και επιλογές για τα μέσα του προηγούμενου αιώνα στη Μεγάλη Βρεττανία. ‘…Χριστέ μου! Φλόρενς…Κατάλαβα καλά; Θέλεις να πηγαίνω με άλλες γυναίκες; Αυτό μου λες;… Σκέφτηκες ότι χρειάζεσαι ένα σύζυγο, κι εγώ ήμουν ο πρώτος ηλίθιος που παρουσιάστηκε’.  Κι η απάντηση της Φλόρενς, σαφής και αυθόρμητη, ΄Μόνο αν το θέλεις’ είπε σιγανά!

Και κινώντας για το ξενοδοχείο τους, ακριβώς μπροστά του, του είπε σχεδόν ψιθυριστά,

‘Λυπάμαι Έντουαρντ, λυπάμαι πραγματικά’!

 

Πολύ καιρό αργότερα, στα τέλη της δεκαετίας του εξήντα, στο Λονδίνο, όταν η ζωή τους είχε πάρει άλλο δρόμο, κάτω από άλλες συγκινήσεις ελευθερίες και συρμούς, μέσα στο χάος των πολυάριθμων ερωτικών σχέσεων, εκείνος ‘… θυμόταν την παράξενη πρότασή της και δεν του φαινόταν και τόσο γελοία.  Και σίγουρα όχι αηδιαστική, ή προσβλητική. Στις καινούργιες συνθήκες της εποχής, έμοιαζε φιλελεύθερη και πρωτοποριακή, αθώα γενναιόδωρη, μια πράξη αυτοθυσίας που εκείνος είχε αποτύχει να καταλάβει…’!

Το μυθιστόρημα τελειώνει με το όραμά του Έντουαρντ για ότι έχει χαθεί, μιας λυπηρής ουσιαστικά απουσίας και μιας ίσως φαντασίωσης των αγέννητων παιδιών τους. Δυό τρεις σελίδες μέσα στις οποίες ο συγγραφέας συμπυκνώνει σκέψεις και ιδέες, όχι μόνο του συγκεκριμένου πρωταγωνιστή του βιβλίου του αλλά και πολλών άλλων της γενιάς του! ‘Έτσι μπορεί να αλλάξει η πορεία μιας ολόκληρης ζωής – μένοντας αδρανής…’. Από την άλλη μεριά, η Φλόρενς, σύμφωνα με τον αφηγητή, έχει εκτοπιστεί σε μια οικεία και μακρόβια ερωτική σχέση με τη μουσική της. Αλλά όπως άλλωστε και οι περισσότεροι σύγχρονοι συγγραφείς, η φαντασία του McEwan περισσότερο διεγείρεται από την αποτυχία, παρά  από την επιτυχία.

Υπάρχει όμως και κάτι άλλο! Σε μια μουσική παράσταση, η διάσημη πλέον Φλόρενς, ρίχνει μια σύντομη ματιά σε  ένα συγκεκριμένο κάθισμα στο αγαπημένο της θέατρο, όπου λείπει δραματικά κατά πως φαίνεται εκείνος, χωρίς κανένα σχόλιο εκ μέρους του αφηγητή! Η σημαντική απουσία, είναι ένας βαθύς υπαινιγμός του McEwan στην ελλειμματική  ζωή της, στη θλιβερή ιστορία της. Στη θλιβερή ιστορία αμφοτέρων των νεαρών πρωταγωνιστών, μάλλον!

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top