Fractal

Η μπαχτίνια καρναβαλικότητα στο ποίημα του Στέφανου Σαχλίκη. «Η Βουλή των πολιτικών» (Μέρος Β’)

Γράφει ο Αγησίλαος Κ. Αλιγιζάκης //

 

Διαβάστε το πρώττο μέρος > εδώ 

 

Η θεματική του ποιήματος αφορά την σύναξη των πολιτικών του Χάνδακα με πρωταγωνίστρια την Κουταγιώταινα, η οποία προτείνει την ίδρυση κοινοβίου για την ελεύθερη εξάσκηση του αρχαιότερου επαγγέλματος. Η πρόταση έγινε στις αρχές της πόλης και απορρίφθηκε.[1]

 

 

Στην Βουλή των πολιτικών, το εκτενέστερο από τα τρία ποιήματα της φυλακής που σώζονται, φαίνεται η εκκλησιαστική και η κοινωνική παρακμή της εποχής του ποιητή. Η πρώτη περιγράφεται με άσεμνο λόγο και αφορά τους καθολικούς μοναχούς, τον ανώτερο Ρωμαιοκαθολικό κλήρο (ηγούμενους μοναστηριών, Επίσκοπους) και τους ορθόδοξους ουνίτες πρωτόπαπες του Χάνδακα.[2] Χαρακτηριστικά παραδείγματα, ο νεολογισμός «φραρογαμημένην» (φράρος είναι ο καθολικός μοναχός), «[…]όλοι οι παπάδες έχουσιν το σπίτι της μιτάτο[…]γαμιέται[…]», […]και πέντε φράροι[…]», «[…]και του πριόρε (ηγούμενος) μετ’ αυτήν[…]», «[…]ο άτυχος επίσκοπος[…]», «[…]του πρωτόπαπα η Μαρία[…]», κ.ά.

Η κοινωνική παρακμή αφορά όλες τις κοινωνικές τάξεις, όπως φαίνεται από την αναφορά εβδομήντα περίπου ονομάτων υπαρκτών γυναικών του Χάνδακα, κάποιες από τις οποίες αναφέρονται ως σύζυγοι διαφόρων εμποροβιοτεχνών ή ακόμα και αρχόντισσες, π.χ. «[…]η χήρα Ματσαμούρδαινα του Αντώνη του γουνάρη […]», «[…]του Φραντζισκή του Τάνα η γυναίκα[…]», «[…]θωρείτε τις αρχόντισσες[…]πηδάτε τες[…]».[3]

Όλες αυτές οι σατιρικές ποιητικές εικόνες συνδυάζονται με  κατάρες («[…]εις την Τουρκιάν να εξοριστεί, στους Τούρκους να περάσει[…], «[…]εις την μαύρην φυλακήν απέσω να γεράση», «[…]ύστερον να την κάψουσιν και να την πάρη ο Χάρος», «[…]στον Άδην να σε θάψη»), όρκους («[…]εις την Κυράν ομόσαν να στέρξουσιν τον όρκων των[…]») και παινέματα («[…]κοπέλα έμορφη[…]βαστά αγγούρια περισσά[…]»).

Οι περιγραφές των πολιτικών από τον Σαχλίκη έχουν στοιχεία γκροτέσκου ρεαλισμού, όπως φαίνεται από την γκροτέσκα περιγραφή και αντίληψη για το σώμα, το οποίο περιγράφεται με ανάλογες βωμολοχίες, όπως «[…] η Βαρελοπούλα[…]τα ατζιά της εκτυπούσαν», «[…]Εργίναν την πτωχήν, οπού ν’ σημαδεμένη[…]», «[…]εφάνηκαν οι κώλοι της, μεγάλοι χειρομύλοι».[4]

Στο γκροτέσκο σώμα συχνά πρωταγωνιστεί το «κάτω σώμα» με τα γεννητικά όργανα και τις βιολογικές του ανάγκες, όπως «[…]απόλυκεν πορδάκιν», «[…] εβάσταν κι ορχιδόπουλα γεμάτην μια σακκούλαν[…]», «[…]χίλιες βουκεντριές επάνω εις την καπούλαν[…]», «[…]εφάνησαν οι κώλοι της, μεγάλοι χειρομύλοι».

Ο γκροτέσκος ρεαλισμός ενισχύεται και από τις ευωχικές εικόνες φαγητού, ποτού, χορού, τραγουδιού και σεξουαλικού βίου που συνοδεύουν την  σύναξη των πολιτικών. Τέτοιες είναι: «[…]κρασίν άκρατον, είχεν τες τάβλες έτοιμες[…]»,  «ορίζει τάβλαν στένουσιν, φαγιά, ποτά εφέραν», «Εφάγασιν και ήπιασιν, τα χείλη των ελείψαν[…]», το τραγούδι «Γαμιέται η Κουταγιώταινα[…]γκαστρώνουν», ο χορός «[…]χορεύγετε και παίζετε[…]», κ.λπ.

Όλα τα παραπάνω, δηλαδή οι εικόνες ακόλαστης σεξουαλικής ζωής, υπερβολικού ποτού και φαγητού, ο χορός και το τραγούδι, συνιστούν την «υλικοσωματική αρχή της ζωής», στην οποία πρωταγωνιστεί το γκροτέσκο σώμα με όλες τις λειτουργίες του.[5] Αυτή η αρχή τονίζεται από αντιθέσεις, όπως «αρχόντισσες» και «πολίτικες» (στιχ. 36-43), «γαμηθούσιν» και «ευλογηθούσιν» (στιχ. 52-55), «[…]Κουλουμπάδαινα με τ’ άσπρα μαλλιά της» και «κοπέλες» (στιχ. 91-94), «πληρώσω» και «δώσω» (στιχ. 128-129), «χοντρές» και «ψιλές» (στιχ. 145), «κλαίουσιν» και «χαχανίζει» (στιχ. 246). Επίσης, ενισχύεται από γκροτέσκες υπερβολές, όπως «[…]ορχιδόπουλα γεμάτην  μιαν σακκούλαν» (στιχ. 101), «εκατόν ήσαν και πέντε φράροι» (στιχ. 133-134), «Επήγαμεν στην Αυθεντιάν[…]σκύλαροι[…]κοράκοι» (στιχ. 313-314), «[…]όλες[…]μαυλίζετε ύπανδρες και χηράδες […]» (στιχ. 345-346).

Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο της μεσαιωνικής λογοτεχνικής δημιουργίας, το οποίο υπάρχει στο ποίημα, είναι η κάθετη χρονική αντίληψη του ποιητή. Είναι γνωστό ότι στον Μεσαίωνα η χρονική αντίληψη είναι κατακόρυφη, όπως είναι και η φεουδαρχική ιεραρχία, καθώς ο κόσμος δομείται σύμφωνα με την αριστοτελική λογική και την κατεύθυνση του πάνω και του κάτω.[6] Ο Σαχλίκης με αυτό το δεδομένο είναι προσεκτικός όταν αναφέρεται στον Δούκα (δεν τον ειρωνεύεται, δεν κάνει κανένα σκωπτικό σχόλιο, απλά τον αναφέρει ως ανώτατο άρχοντα «Αυθεντιάν»), ενώ αντίθετα είναι καυστικός με τους ευγενείς Βενετούς και ευγενείς Κρήτες, τους τσιταντίνους (αστοί), δηλαδή τα κοινωνικά στρώματα που ακολουθούν, καθώς διαπομπεύει τις συζύγους  («αρχόντισσες») και τον έκλυτο βίο τους.[7] Δεν χαρίζεται ούτε στους εκπροσώπους της Εκκλησίας («φραρογαμημένην», «του πρωτόπαπα η Μαριά», «του πριόρε», δηλαδή του ηγούμενου), τους οποίους σατιρίζει με ακραίο τρόπο ούτε στα λαϊκά στρώματα των βιλάνων και των ανθρώπων του περιθωρίου. Εκτός από την ανατροπή της κοινωνικής ιεραρχίας, με την ίδια λογική, υπάρχει και η αντικατάσταση του πάνω σώματος από το κάτω σώμα στο έργο του Σαχλίκη. Με άλλα λόγια, πρωταγωνιστούν οι βιολογικές ανάγκες της πείνας, της σεξουαλικής ασυδοσίας και της ψυχαγωγίας για την ικανοποίηση των σωματικών παθών, όπως προαναφέρθηκε.

Τέλος, στα πλαίσια της χρονικής αντίληψης υπάρχει και η καρναβαλική έννοια του «παλιού» και του «νέου» που προκαλεί ευθυμία, όπως η εικόνα της ασπρομάλλας (ηλικιωμένης πόρνης) Κουλουμπάδαινας και οι παιδοπούλες-πολιτικοπούλες (νεαρές πόρνες).[8] Αυτή η χρονική σχέση υπάρχει και μεταξύ θανάτου-εγκυμοσύνης (η εγκυμοσύνη νοείται ως αρχή της ζωής, ενώ ο θάνατος είναι το τέλος), «[…]Κουταγιώταινα[…]πάρη ο Χάρος», «Πολίτικη[…]ουδέν γκαστρώνουν».

 

 

Βιβλιογραφία

  1. Μαυρομάτης Γ., Παναγιωτάκης Ν., Στέφανος Σαχλίκης. Τα ποιήματα, εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα 2015.
  2. Μπαχτίν Μ., Ο Ραμπελαί και ο κόσμος του. Για τη λαϊκή κουλτούρα του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης, μτφρ Γιώργος Πινακούλιας, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2017.

[1]. Ό. π., σ. 101-102.

[2]. Ό. π., σ. 140-151.

[3]. Ό. π., σ. 106.

[4]. Μ. Μπαχτίν, Ο Ραμπελαί…, ό. π., σ. 24-38.

[5]. Ό. π., σ. 23-24.

[6].  Ό. π., σ. 420-421.

[7]. Οι κοινωνικές τάξεις κατά την περίοδο της Βενετοκρατίας είναι οι Βενετοί ευγενείς, ακολουθούν οι Κρήτες ευγενείς, οι τσιταντίνοι (αστοί) και τέλος οι βιλάνοι (χωρικοί).

[8]. Μ. Μπαχτίν, Ο Ραμπελαί…, ό. π., σ. 31.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top