Fractal

Οι ερωτικές μεταμορφώσεις του θηρίου: το μυθιστόρημα των κατόπτρων.

Γράφει η Ελένη Γκίκα //

 

Έλενα Μαρούτσου «Θηριόμορφοι», εκδ. Πόλις, σελ. 224

 

«Κάποιοι από μας δεν συνέρχονται ποτέ. Ωστόσο αναρωτιόμουν αν το να κάνεις το τραύμα σου τέχνη είναι ένα είδος θεραπείας ή ένας τρόπος να κρατάς την πληγή ανοιχτή. Σε κάποιες περιπτώσεις ίσως είναι απλώς μια μορφή εκδίκησης».

Οι «Θηριόμορφοι» της Έλενας Μαρούτσου που κυκλοφόρησαν μόλις με την αισθητική ενός βιβλίου τέχνης, εξάλλου είναι και αυτό, μυθιστόρημα τέχνης, όπου συνομιλούν ιστορίες που αποτελούν την ιστορία με τις φωτογραφίες της πολωνής εικαστικού Laura Makabresku, θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι ένα μυθιστόρημα ίασης αν δεν ξεκινούσε ως ένα ερωτικό μυθιστόρημα.

Όλα αρχίζουν από το τατουάζ σε νεανική γυναικεία πλάτη. Σε ένα ξενοδοχείο της Κρακοβίας, ένας ώριμος άντρας, ο Σπύρος, καθηγητής λογοτεχνίας συντετριμμένος από τον πρόσφατο θάνατο της γυναίκας του, κατά την διάρκεια ενός συνεδρίου, συναντά μια αινιγματική κοπέλα, την ηθοποιό Μαριάννα που πάσχει από «σπινθηροβόλο σκότωμα», οι δυνατές της ημικρανίες με τις οποίες βλέπει «αστράκια» την υποχρεώνουν ενίοτε να κυκλοφορεί σαν τη τυφλή, με γάζες στα μάτια.

Εκείνος είναι έλληνας, εκείνη ιταλίδα, ωστόσο αισθάνονται ότι τους συνδέει κάτι απροσδιόριστο. Εξάλλου έτσι δεν ξεκινούν οι φλογερές ιστορίες; Οι εραστές πάντα αισθάνονται ότι ήδη γνωρίζονται από κάπου.

Ωστόσο η συγγραφέας του δεν έχει κατά νου μόνο μια ιστορία έρωτα, όπως ούτε και μια ιστορία ίασης. Θα ακολουθήσει η ιστορία τους που είναι η ιστορία των Μεταμορφώσεων, ήτοι η ιστορία των Κατόπτρων: Η ιστορία της Βέρας της γυναίκας του που ερωτεύτηκε την συμμαθήτριά της και για να επανέλθει βιάστηκε, η ερωτική της ιστορία με τον Σπύρο, η ερωτική ιστορία της Μαριάννας με τον Ματέο που αλληλοσπαράχθηκαν, οι ιστορίες της αμίλητης γιαγιάς Λουτσίας για την Σιμόνα με το λαγώχειλο ή λυκόστομα, η ιστορία της καλόγριας που αγαπούσε τον Σαίξπηρ και η ιστορία της Βιόλας που αγαπούσε να βάζει τα χέρια της μέσα στα σκέλια.

Αλλά κατ’ εξοχήν ιστορίες βίαιων ερώτων όπου ο εραστής ή η ερωμένη είναι άλλοτε απροστάτευτο πουλί κι άλλοτε άγριο ζώο.

Ένα ταξίδι στο Άουσβιτς (γίνεται ποτέ έρωτας δίχως θάνατο;) «Ο Σπύρος είπε τότε πως κάθε άνθρωπος ζυγίζει 647 γραμμάρια στάχτης.» Κι ό,τι απομένει πια απ’ αυτόν. «Να υπήρχαν ακόμα υπολείμματα της μακάβριας στάχτης ή είχε απορροφηθεί όλη από τη γη που σαν μητέρα σπεύδει να χωνέψει, να αποδεχτεί, να σβήσει τα ίχνη από τα πάθη των παιδιών της;»

Το επιβεβαιώνει, εξάλλου, η γιαγιά της Μαριάννας «γιατί η γιαγιά μου η Λουτσία, έλεγε πως τα κοράκια είναι οι ψυχές των ανθρώπων που κάηκαν ζωντανοί».

Η Έλενα Μαρούτσου, με άκρως ποιητική αφηγηματική γλώσσα, διαστέλλοντας χώρο και χρόνο, μας μεταφέρει σχεδόν σωματικά ταυτοχρόνως, στη Χίο, την Αθήνα, στην Ωρτυγία, στη Συρακούσα, μέσα από ένα δωμάτιο στην Κρακοβία και μας γνωρίζει, ως μαριονέτες της μοίρας, μια δράκα αγνώστων, λογικά, ανθρώπων.

Το παρελθόν, παρόν μέσα από τις αφηγήσεις και τα όνειρα, αποτίοντας κατ΄αρχή, τιμή και ύμνο στη γλώσσα:

«Από το δωμάτιό της έβλεπε τη βροχή να δέρνει σαν μανιασμένη κουρτίνα το τζάμι και σκεφτόταν ότι αυτή είναι η γλώσσα του Θεού. Γιατί όλοι τελικά έχουν γλώσσα. Το είχε καταλάβει από τη μέρα που πήρε αγκαλιά την αλεπού. Τα ζώα έχουν γλώσσα, οι ελιές στο χωράφι έχουν γλώσσα, τα φύλλα έχουν γλώσσα, άλλα λένε στο δέντρο, βέβαια, κι άλλα όταν πέσουν στο χώμα. Και το χώμα έχει γλώσσα».

Δυναμική στη μνήμη: «Όμως με τον καιρό οι λεκέδες ξεθώριασαν. Η μνήμη έβαζε πλυντήριο κάθε βράδυ».

Συνδέοντας τον πόθο με ζωή και το αντίστροφό του με θάνατο: «Υπάρχει ένα λεπτό νήμα που χωρίζει τη ζωή από τον θάνατο, μια μόνο λεπτή τρίχα που χωρίζει τον πόθο από τον θάνατο του πόθου, ένα ανεπαίσθητο φύσημα μπροστά στην τρεμάμενη φλόγα της επιθυμίας που μπορεί να σβήσει».

Υπενθυμίζοντας συνεχώς ότι  «Ο έρωτας είναι μια μέλισσα και η ζήλια το κεντρί της».

Στις αφηγήσεις της, κάθε σκηνή είναι κορύφωση. Είτε αφορά την Αγία Φιλομήλα που «την βίασε και μετά της έκοψε τη γλώσσα για να μη φανερώσει ποτέ το μυστικό» είτε «αυτόν που έφαγε, χωρίς να το ξέρει, τον ίδιο του τον γιό», είτε την τελετή αδελφοποίησης για την γιαγιά Λουκία και την Σιμόνα «εκείνη ήθελε να αποκτήσει αδελφή ενώ η Σιμόνα άντρα», «για την ίδια μια τελετή αδελφοποίησης, για την Σιμόνα μια αναπαράσταση γάμου», ο έρωτας είναι, τελικά, «ο θάνατός σου η ζωή μου» και η συγγραφική εξίσωση διαρκώς επαληθεύεται. Οι γυναίκες είναι πεταλούδες, αλεπούδες και άγρια ζώα ή κοράκια και οι άντρες, εντέλει, δειλοί μέσα από το ζωτικόν άλλοθι της επιβίωσης: «Η γιαγιά Λουτσία έλεγε πως μάλλον θα ξαναπαντρεύτηκε. Πως οι άντρες δεν επιτρέπουν στον πόνο να τους σφραγίσει. Πως αυτό το λένε δύναμη και θάρρος και επιβίωση, όμως πρόκειται στο βάθος για δειλία».

 

Έλενα Μαρούτσου

 

Θα μπορούσε κανείς να πει ότι η συγγραφέας έχει γράψει ένα μαύρο παραμύθι, ένα ποιητικό δοκίμιο για τον έρωτα, ένα θανάσιμο ερωτικό παραμύθι αν δεν υπονόμευε στο τέλος η ίδια όλα τα είδη.

Μιλώντας παραβολικά για να βγαίνει και καθαρό το νόημα, για πεταλούδες, κοτσίδες, πιστούς, με βασικό μοτίβο τη «Διπλή ζωή της Βερόνικα», μαριονέτα κι οργανοπαίχτη αναλόγως την Βερονίκ ή την άλλη. Εξάλλου αυτό είναι και το μυστικό νήμα που δένει Βέρα και Μαριάννα. Κι εκείνος, δέσμιος και της Βερονίκ και της Βερόνικα, ή μήπως όχι;

Έρωτας, θάνατος, μίσος, ζήλεια, προδοσία, εκδίκηση, φυσικό, αφύσικο, και οι θηριόμορφες μεταμορφώσεις του ερωτικού ή ερωτευμένου ανθρώπου, ξεπροβάλλουν παραβολικά μέσα από ένα πυκνό υφαντό από ιστορίες:

«Έτσι είναι: όσοι πιστεύουν στον Θεό, πιστεύουν στη συνέχεια, πιστεύουν στο νόημα».

«Γιατί το νόημα είχε σπάσει σαν βάζο που της είχαν δώσει να κρατάει στα χέρια. Είχε αναλάβει την προστασία δυο πλασμάτων και είχε αποδειχτεί ανεπαρκής».

«αλλά έτσι είναι το μίσος: φλύαρο. Η αγάπη είναι λιγόλογη κι ο θάνατος ολότελα μουγκός».

«Θα την άκουγε λαίμαργα καταβροχθίζοντας τη μοναδική ευκαιρία να αποκτήσει μαζί κόρη και γυναίκα. Τη Βερονίκ και τη Βερόνικα. Κι εγώ θα έραβα την πληγή από το σπαθί που κάποτε με είχε κόψει στα δυο. Θα ήμουν και πάλι ολόκληρη».

Για να γκρεμίσει η ίδια ιδιοφυώς όλη την ιστορία της και να την ξαναστήσει κάπως αλλιώς στον «Κήπο των πληγών».

Όπου εκεί μαζί το «Όνειρο θερινής νυχτός» και οι μεταμορφώσεις με τον αφηγητή να λύνει τους αρμούς και τη σιωπή και να μας απευθύνεται:

«Είμαι ο παντογνώστης αφηγητής. Είμαι πανταχού παρών αλλά όχι ταυτόχρονα. Απλώς πετάω εδώ κι εκεί. Έχω τα μάτια μου ανοιχτά. Κοιμάμαι πολύ λίγο. Στην πραγματικότητα όροι όπως «παντογνώστης αφηγητής» και «πανταχού παρών» δεν με καλύπτουν. Θα με κάλυπτε ένας όρος αμφισεξουαλικός. Ένα φουστάνι με γραβάτα. Ένα δωμάτιο δίπορτο».

Φυσικά και δεν μας έχει ανάγκη: «Αδιάφορο αν με αγαπούν, είτε με το αρσενικό είτε με το θηλυκό μου όνομα. Εγώ είμαι εδώ για να αφηγηθώ την ιστορία».

Ωστόσο, η ιστορία έχει τον πρώτο λόγο: «όμως όσο κι αν η θέση μου μού επιτρέπει να εποπτεύω τα πάντα, δεν μπορώ να αλλάξω την πορεία των γεγονότων, δεν μπορώ να ξηλώσω την πλοκή και να την πλέξω αλλιώς».

Θα μπορούσε να είναι ένα βιβλίο μέσα σε ένα βιβλίο, όπως και είναι «Ο κήπος των πληγών» για το οποίο: «Κάποιοι μίλησαν για αριστούργημα, για μια νουβέλα που με μαεστρία πλέκει τρία νήματα σαν κοτσίδα: την ιστορία του Σπύρου και της Μαριάννας που έμοιαζε με την μάνα της όσο έμοιαζε η Βερονίκ με την Βερόνικα, την ιστορία της γιαγιάς Λουτσίας που βρέθηκε σε μοναστήρι και βρήκε της μέσα από το θέατρο, και τέλος, την ιστορία της Μαριάννας και του Ματέο, μια ιστορία πικάντικη και νοσηρή, με φόντο το τραύμα της ανεπίδοτης αγάπης και της μητρικής εγκατάλειψης». Αναγνωρίζοντας πως δομικά «Την κοτσίδα της αφήγησης διέτρεχαν σαν μεταξωτές κορδέλες οι φωτογραφίες μιας νεαρής Πολωνής φωτογράφου» αν δεν ήταν «το δωμάτιο με τα κάτοπτρα».

Αλλ’ αυτό αποτελεί δικό μας θέμα, στο τελευταίο κεφάλαιο η συγγραφέας μας ξεκαθαρίζεται: «Είμαι αφηγητής, όχι υπηρέτης. Είστε αναγνώστες, όχι ανήμπορα παιδιά».

Κι εδώ αρχίζει η δική μας δουλειά. Πέρα από τις αδιαμφισβήτητες μεταμορφώσεις του θηρίου στον ερωτευμένο άνθρωπο: «Έζησα για να αφηγηθώ τη μυστική ζωή του θηρίου μέσα στον άνθρωπο, όπως και του τρυφερού, απροστάτευτου ζώου μέσα στον άνθρωπο, έζησα για να αποτυπώσω τις δαγκωματιές και τα χάδια του έγκλειστου αυτού πλάσματος που κάποτε είχε φτερά. Που κάποτε πετά και κάποτε πεθαίνει. Που δεν αποκλείεται να είμαι κι εγώ».

Το αποτέλεσμα, ένα βιβλίο που όλο γράφεται, ξεδιπλώνεται, αναπνέει, εξηγεί τον κόσμο: μέσα από τον έρωτα και το θάνατο το αντίθετό του ή μάλλον το αντίθετο;

Η Έλενα Μαρούτσου, έχοντας συνομιλήσει κι άλλη φορά με τα εικαστικά στο μυθιστόρημά της «Μεταξύ συρμού και αποβάθρας» αποδεικνύει μαγικά πως όλα συνδέονται. Κάνοντας ταχυδακτυλουργικά θηλυκά αφηγηματικά κόλπα μπρος τα μάτια μας. Ο ερωτισμός και η σεξουαλικότητα είναι η διαρκής μάχη μας με τον Θάνατο, κι ίσως γι’ αυτό άλλοτε να γινόμαστε απροστάτευτα πουλιά ή άγρια θηρία.

Ναι, θα μπορούσε να πει κανείς πως έγραψε ένα ερωτικό μαύρο παραμύθι ή το μυθιστόρημα της ίασης αν δεν ήταν μια αυστηρά προσωπική καινούργια πρόταση, ας υποταχθούμε κατ’ αρχάς λοιπόν στη μαγεία της. Εξάλλου προσφέρεται σ’ αυτό και το ίδιο το βιβλίο. Οι εκδόσεις Πόλις μας παραδίδουν τυπογραφικά ένα βιβλίο ολοζώντανο. Και μας μαγεύει, και μας τρομάζει, και μας αφορά, και μας καίει.

 

 

 

Δημοσιεύθηκε στον Φιλελεύθερο

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top