Fractal

Ποιητική συνομιλία

Γράφει ο Γιάννης Ανδρουλιδάκης // *

 

 

 

Πωλλέτα Ψυχογυιοπούλου, Ελένη Κοφτερού «Σταγόνες Στίχοι», εκδ. Λεξίτυπον, 2023

 

Σταγόνες στίχοι, 2023 εκδόσεις Λεξίτυπον τιτλοφορείται η ποιητική συλλογή έργο δύο δημιουργών της Πωλλέτας Ψυχογυιοπούλου και της Ελένης Κοφτερού το οποίο περιλαμβάνει Χαϊκού & 14 συλλαβές που συνθέτουν τάνκα. Η συνομιλία αυτή διαθέτει δύναμη και δυναμική και παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον καθώς οι δημιουργοί εμπνέονται η μια από την άλλη, προσδίδοντας στο βιβλίο αυτό μια μεγάλη ιδιαιτερότητα.

Δύο ποιήτριες, δύο φίλες, αλληλεπιδρούν ποιητικά. Είναι μια απόπειρα υψηλού ρίσκου, αφού δεν είναι καθόλου εύκολο να γράφεις ποίηση με κάποιον άλλο, να συνδημιουργείς και να βγάζεις ένα μοναδικό αποτέλεσμα: ούτε τα χαϊκού να χάνουν τη δύναμη και την ομορφιά τους, αλλά και τα τάνκα, που δημιουργούνται, να είναι εξαιρετικά. Η Ψυχογυιοπούλου κάνει καταπληκτικές «ποιητικές πάσες», -επιτρέψτε μου την έκφραση- στην Κοφτερού γράφοντας ένα χαϊκού (με το κλασικό σχήμα 5-7-5) και εκείνη ανταποκρίνεται με τον καλύτερο τρόπο, τις αξιοποιεί προσθέτοντας 7 και 7 σε δύο στίχους μετατρέποντας τα χαϊκού σε τάνκα. Και το κάνει αυτό άλλοτε προεκτείνοντας τη σκέψη της Ψυχογυιοπούλου, άλλοτε εκφράζοντας απορίες, κι άλλοτε με λόγο παρηγορητικό υψώνει δίχτυ προστασίας. Μπροστά μας έχουμε μια ποιητική συλλογή γραμμένη από δύο γυναίκες που νιώθουν οικειότητα η μια για την άλλη κι αυτή η οικειότητα αποτυπώνεται χαμηλόφωνα και αρμονικά στο ποίημα, χαρίζοντας στον αναγνώστη μια ποίηση αποκαλυπτική, υπέροχα πνευματική που κύριο στοιχείο της είναι η ανθρώπινη ποιητική επικοινωνία: Μαύρες οι μέρες/ κατάμαυρο τοπίο/ στάλαγμα πένθους./ Σαν χάραμα το πένθος/ γι’ αυτό μην ξεγελιέσαι. (σ. 55).

Σημαντικό στοιχείο της συλλογής είναι η εξαιρετική εικονοπλασία των ποιημάτων. Ο αναγνώστης έρχεται σε επαφή με ζωντανές εικόνες γεμάτες δύναμη, λυρισμό, συναίσθημα. Εικόνες της ανοιξιάτικης φύσης με όλα τα στοιχεία παρόντα (μέλισσες, άνθη, πεταλούδες, παπαρούνες). Εικόνες που σε ταξιδεύουν γεμάτες ευαισθησία, οπτικές, ακουστικές, οσφρητικές. Η πεταλούδα που από προνύμφη γίνεται «πολύχρωμη βεντάλια», «ανθισμένες φλαμουριές, ελληνική φύση γεμάτη χρώματα, αγιόκλημα μυριστικό, λεύκα τρέμουσα» κατά το κλαίουσα. Παρόλα αυτά, εδώ δεν πρόκειται για μια ανάλαφρη ποιητική αναπαράσταση της ανοιξιάτικης φύσης. Μπορεί η ομορφιά της Άνοιξης να οδηγεί τις ποιήτριες σε έμπνευση και σε ποιητική επαφή με τον Διονύσιο Σολωμό, («μάγεμα η φύση κι όνειρο στην ομορφιά και χάρη»), μπορεί η φλόγα να γίνεται γραφίδα που θα εκφράσει το πάθος του έρωτα, αλλά η υπενθύμιση του θανάτου προβάλλει ως διαρκής αντίθεση στη χαρά και τον έρωτα. Πουλιά παραδεισένια σκορπούν θάνατο, το λουλούδι γίνεται χαμόγελο του Άδη, το κρυστάλλωμα του νερού, που είναι χάρμα ιδέσθαι, μετατρέπεται σε ραγισμένους καθρέπτες, εμφανίζονται άγγελοι αυτόχειρες την ώρα που ο ουρανός σκαρώνει παραμύθια με πεφταστέρια, οι νεκροί περιμένουν να γευτούν το άρωμα του γαρύφαλλου που ευωδιάζει κ.α.: Ανθολογώντας/ του παρελθόντος μνήμες/ στιχουργώ ξανά./ Το παρελθόν σαν άχνη/ την τέχνη πασπαλίζει σ. 20).

Επιπλέον, έχουμε εικόνες καλοκαιρινές, θαλασσινές, πίνακες ζωγραφικής. Εικόνες του νερού, φανταστικές, σουρεαλιστικές. Συνδυασμοί τέλειοι. Εξωλογικά και παραμυθιακά στοιχεία. Στης θάλασσας το στήθος αλαφροπερπατάμε, δράκοι φωλιάζουν ανάμεσα στα ψάρια, κοχύλια που δίνουν φιλιά, θείο όραμα τα καλοκαιρινά πρωινά, κρίνα της άμμου με βολβούς που ξυπνούν σαν έρωτες του θέρους, σμέρνες που κουβαλούν κάτι από την ανθρώπινη βία, ορχήστρα από άστρα στον ουρανό για ένα όνειρο νυχτερινό γεμάτο νότες.

Ακολουθώντας την πορεία των εποχών, έρχεται και το φθινόπωρο. Αλλαγή διάθεσης. Μελαγχολία, αναστοχασμός και πάλι ξύπνημα του παρελθόντος. Η φθορά, η ματαίωση του έρωτα, το εφήμερο της ανθρώπινης ύπαρξης, οι απώλειες, η τρέλα, η αυτοχειρία, το τέλος. Φθινόπωρο και η Κοφτερού κάνει άλλη μια αναφορά στον θάνατο μιλώντας για νεκρά φύλλα από τα οποία τρέφονται υπόγεια πλάσματα. Καρύδες νερό που σμίγουν ως κατάθλιψη, τελετουργία πένθους, μαύρο μολύβι που σμιλεύει περίγραμμα σαφώς αιχμηρό. Λέξεις και φράσεις δημιουργικής μελαγχολίας. Οι ποιήτριες παίζουν για μια ακόμη φορά με τα στοιχεία της φύσης, αναφέροντας σύννεφα-φαντάσματα, σκέψεις λησμονημένες που ξεσπούν σαν μπόρες:

Μελάνι σουπιάς/ τα χέρια μου έβαψε/ ανεξίτηλα./ Μπλε σταγόνες συλλαβές/ θα σχηματίσουν λέξεις.

Ας μου επιτραπεί μια ερμηνεία, ίσως αυθαίρετη, στο τάνκα που μόλις ακούσατε. Μαύρο μελάνι σουπιάς (συμβάντα και εμπειρίες, θάνατος, αυτοχειρία) έβαψαν (καθόρισαν) ανεξίτηλα (οριστικά) τα χέρια μου (τη ζωή μου, την πορεία μου). Έτσι, μπλε σταγόνες-συλλαβές θα σχηματίσουν λέξεις (όλο αυτό θα εκφραστεί με ποίηση). Ακολουθεί, λοιπόν, η αυτοχειρία, το κακό όνειρο που θα στιγματίσει οριστικά την ψυχή της ποιήτριας. Η ψυχή ντύνεται στα μαύρα. Η Κοφτερού επιχειρεί να δώσει έναν τόνο αισιοδοξίας λέγοντάς της πως, «σαν ξυπνήσεις, βελουδίζει η ζωή», επιχειρεί δηλαδή να ορθώσει μια ασπίδα προστασίας, να γίνει στήριγμα στον καταδιωγμένο από τη μοίρα, να δώσει μια αίσθηση ασφάλειας Ακολουθεί η τρέλα, ήχοι που στροβιλίζονται, μια τρέλα που γίνεται ανθόκηπος με μαργαρίτες. Βαδίζει γυμνός/ ήχοι στροβιλίζονται/ άγγελοι φωτός./ Ανθόκηπος η τρέλα/ φυτρώνουν μαργαρίτες(σ.46).

Και φτάνουμε στον χειμώνα με τα σκοτεινιασμένα κύματα, ένας χειμώνας βαθύς με τους ανθούς να σιωπούν. Εκεί που τα χιόνια πλέκουν πένθιμα ρούχα θανάτου, που η Κοφτερού τα αποκαλεί νυφικό για πλάσματα και σκιές της γης. Τότε που στις λευκές μέρες, στο λευκό τοπίο, ξεχωρίζει το μαύρο του πένθους. Η συνειδητοποίηση του θανάτου αποδίδεται με χρώματα, με την ώχρα, το χρώμα των νεκρών, να κυριαρχεί. Οι μέρες γίνανε μαύρες, το τοπίο κατάμαυρο, οι μνήμες αποκτούν χαρακτηριστικά αδιεξόδου, όπως ο λαβύρινθος. Προβάλλονται κιτρινισμένα κάδρα από τη φθορά του χρόνου, πιθανώς,  με πρόσωπα αγαπημένα που μίσεψαν. Κάπου εδώ έρχεται και η «μύραινα Ελένη, η σμέρνα», και συνειρμικά οδηγούμαστε στη μοιραία Ελένη, στη μυθολογία και στον Όμηρο, στην Ελένη που φέρνει συμφορές. Η άλλη Ελένη, η Κοφτερού, ως απάντηση στα παλιά βοτάνια που μοσχοβολούν θάνατο, με φιλοσοφική διάθεση επαναλαμβάνει την αιώνια αλήθεια που διαπερνά όλες τις τάξεις, που είναι υπερταξική, ότι από τον χαμό, από τον θάνατο δε γλίτωσαν αφέντες ούτε σκλάβοι.

Το όνειρο, λοιπόν, ξεψύχησε, ακούγεται ο ρόγχος του. Παντού στάχτη, ο έρωτας νεκρός. «Ποιος τάφος, αναρωτιέται η Κοφτερού, θα χωρέσει τα άπειρα κτερίσματά του»; Και τελικά η βάρκα, χωρίς τον ψυχοπομπό Ερμή, περνάει τη μεθόριο του θανάτου κι οδηγεί τις ψυχές  στον Άδη. Ακολουθεί το άκαμπτο, το κενό βλέμμα, που, όσοι έχουμε περάσει πένθος, το αναγνωρίζουμε, που κοιτάζει τις ταφόπετρες των νεκρών. Μοιρολόγια ακούγονται γεμάτα λυγμούς.

Θα ήταν μεγάλη παράλειψη, αν δεν έλεγα ότι στη συλλογή υπάρχουν σαφείς αναφορές σε σύγχρονα κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα. Ενδεικτικά αναφέρω τους άστεγους που η μέρα τους είναι επίγεια κόλαση κι ο λυγμός τους μέρα-νύχτα ίδιος, τους πρόσφυγες που το πέρασμά τους απέναντι γίνεται ραντεβού θανάτου. Στιγμιότυπα/ σε αποχρώσεις γκρίζου/ φόβος ανθίζει./ Του αίματος κόκκινο/ σκεπάζει γκρίζα αχλύ(σ.57). Φοβισμένα πρόσωπα των ημερών, άνθρωποι-αγρίμια, αποχρώσεις γκρίζες που προκαλούν φόβο, άνθρωποι που ψυχορραγούν στο χιόνι. Λεκέδες στη συνείδησή μας, εικόνες μαχαιριές στην ευαισθησία μας, στον δήθεν ανθρωπισμό μας, στην τάχα αλληλεγγύη μας.

 

Πωλλέτα Ψυχογυιοπούλου

 

Ελένη Κοφτερού

 

Η ποίηση της Ψυχογυιοπούλου και της Κοφτερού, τελικά, κινείται στον άξονα του χρόνου που ορίζεται από την αέναη εναλλαγή των εποχών, από του κύκλου τα γυρίσματα, όπως έξοχα αναφέρει ο Κορνάρος στον Ερωτόκριτο. Θα τολμήσω να πω πως σχεδόν το σύνολο των ποιημάτων είναι μια ενιαία ιστορία που ξεκινάει την Άνοιξη με ζωή και έρωτα και συνεχίζεται το καλοκαίρι. Μια ιστορία που από αρχή παραμυθιού, όπως την προσδιορίζει η Κοφτερού στο πρώτο τάνκα της συλλογής, όταν ένα τριαντάφυλλο-χαμόγελο χάραξε δάδα έρωτα, όπως μας λέει η Ψυχογυιοπούλου στο δεύτερο τάνκα, άρχισε να φθείρεται το φθινόπωρο και να οδηγείται σε θάνατο, στην αυτοχειρία στην τρέλα και τελικά σε μια τραγωδία τον χειμώνα. Στηρίζεται κυρίως στο δίπολο ζωή-θάνατος, στο οποίο εμπεριέχονται και δευτερεύοντα δίπολα, όπως έρωτας-φθορά και λογική–τρέλα, και μάλιστα ένας θάνατος βίαιος, σκληρός, απάνθρωπος.

Συμπερασματικά, καθώς διαβάζω ξανά και ξανά αυτήν την ποιητική συλλογή, η οποία συνομιλεί με τη μυθολογία, τον Όμηρο, το δημοτικό τραγούδι, την παραδοσιακή ποίηση, τους μεγάλους σύγχρονους Έλληνες ποιητές, συνεχώς ανακαλύπτω και νέα στοιχεία. Έκανα όλο αυτό το διάστημα ένα υπέροχο ποιητικό ταξίδι γεμάτο συναισθήματα, συγκίνηση, μνήμες, μελαγχολία. Ένιωσα τον πόνο που έγινε μελωδία και θωπεύει φαντάσματα στης νυχτιάς τις στράτες. Ξαναθυμήθηκα τις δικές μου ματαιώσεις, τις απώλειες, τους θανάτους. Φιλοσόφησα για πολλοστή φορά πάνω στο κοινό μας τέλος, στο προκαθορισμένο της ανθρώπινης ύπαρξης, που δεν κάνει διακρίσεις: τον θάνατο.

Κλείνω, παραθέτοντας ένα από τα πολλά ποιήματα της συλλογής που τα θεωρώ αριστουργήματα: Άσπρες οι μέρες /πάλλευκο το τοπίο/ακατάπαυστα./Στη λευκότητα για δες/Το μαύρο πώς αστράφτει!(σ. 52).

 

 

* Ο Γιάννης Ανδρουλιδάκης είναι φιλόλογος, καθηγητής στο Πρώτο Γυμνάσιο Καλαμάτας. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Έχει συνεργαστεί με τοπικές εφημερίδες της Κρήτης, με την Εφημερίδα των Συντακτών, την Ελευθεροτυπία και διάφορες ηλεκτρονικές σελίδες. Σήμερα κείμενά του δημοσιεύονται στις ηλεκτρονικές σελίδες  2020mag, alfavita και στον τοπικό Τύπο της Μεσσηνίας. Έχει εκδώσει 3 ποιητικές συλλογές: Άπαρση, Κοροντζής 2018, Βίσταλόγκα, Κέδρος, 2019 και Γρίπος, Κέδρος 2022.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top