Fractal

Διήγημα: “Λοκντάουν”

Της  Ντορέττας  Αδαμάκη // *

 

 

 

 

 

Περπατούσε γρήγορα για να προλάβει. Έστριψε βιαστικά τον δρόμο κοιτάζοντας με αγωνία το κινητό. Η οθόνη, χρώματος μπλε ήταν άδεια, κενή, είχε μπλοκάρει; είχε κλείσει; τι στο καλό συνέβαινε;  δεν είχε σήμα εδώ και ώρα και παρότι ήταν στο κέντρο,  πιο κεντρικά ήταν αδύνατον, δεν μπορούσε να καταλάβει τι συνέβαινε. Να υπήρχε πρόβλημα στο δίκτυο; δεν είχε πληρώσει; δεν μπορεί, πλήρωνε  πάντα στην ώρα του. Σε λίγες ώρες βέβαια θα ήταν σπίτι και τότε θα έπαιρνε την Ταμάρα  με την ησυχία του από το σταθερό.

 

Η αγωνία τον είχε κάνει νευρικό, τα έβαλε και με τον εαυτό του, τι τον έπιασε να μετακομίσουν στα προάστια; Δεν μπορούσαν να σκεφτούν τότε λογικά; ενώ δούλευαν και οι δυο στο κέντρο,  γιατί έφυγαν να αποκεντρωθούν τάχα μου;  Τι το θελαν; Αυτοί που, που τους έχανες, που τους έβρισκες, στα μπαράκια του Χουακίν Κόστα ξημεροβραδιάζονταν. Ένα ποτό σε συνάντηση για τη δουλειά, ένα ποτό μετά τη δουλειά και σχεδόν μεθυσμένοι οδηγούσαν κάθε βράδυ για το σπίτι. Σχεδόν, γιατί αυτός δεν έπινε τόσο ενώ η Πιλάρ τούδινε και καταλάβαινε. Όταν πάλι εκείνος της έκανε νόημα να σταματήσει, εκείνη τούκλεινε πονηρά το μάτι «μια ζωή την έχουμε Φερνάντο, ένα ποτάκι την ομορφαίνει μιο αμόρ!» έλεγε και γέλαγε.

«Τέρμα οι αρνητικές σκέψεις και τα νεύρα» σκέφτηκε κι ανασκουμπώθηκε, επιτάχυνε το βήμα του, έπρεπε να φτάσει γρήγορα πριν κλείσει το παρκινγκ και αποκλειστεί τελικά στο κέντρο, το ελαφρύ και δροσερό αεράκι του στέγνωνε τις μικρές σταγόνες ιδρώτα που έτρεχαν στο μέτωπο του.

Ο Αντρές ο παρκαδόρος τον χάζευε  έτσι που τον είδε φουριόζο και ασθμαίνοντας να έρχεται καταπάνω του με το κινητό στο χέρι «ακόμη δεν το ανακοίνωσαν και τρέχεις να κρυφτείς σινιόρ Φερνάντο;» «χάλασε το κινητό και δεν μπορώ να επικοινωνήσω με το σπίτι» είπε τη μισή αλήθεια, «έλα πάρε από δω»  του είπε ο άλλος « όχι καλύτερα να φύγω, πριν αρχίσει η κίνηση» αν ξεκινούσε σκέφτηκε πριν τις οκτώ, σε μία ώρα θα βρισκόταν σπίτι, διαφορετικά θα σιχτίριζε για ακόμη μια φορά τη μετακόμισή τους. Γιατί είπε τη μισή αλήθεια; ναι έπαιρνε στο σπίτι, αλλά σε ποιο σπίτι; είχε μεγάλο άγχος και αγωνία να μιλήσει στη Ταμάρα.

Θυμάται ακόμα κείνη τη μέρα που από το σπίτι της οδού Βίκτωρα Ουγκώ είχε πάρει μόνο τα ρούχα του, ήταν το 1990 και  η Ταμάρα ήταν πέντε χρονών. Κατέβηκαν  με τη μαμά της τα σκαλιά πίσω του, έβαλαν τη βαλίτσα στο μικρό κίτρινο de chevaux,  τους αποχαιρέτισε θερμά και ξεκίνησε το ταξίδι του.

Είχε βρει δουλειά στη Βαρκελώνη, το είχαν συμφωνήσει με την Εύα πως θα ήταν καλύτερα έτσι, ήταν καλές οι αποδοχές και από τον πρώτο καιρό θα τους έστελνε χρήματα. Μόλις ήταν σίγουρος για τη δουλειά, αυτό το είχαν απολύτως συμφωνήσει, θα έβρισκε κανονικό διαμέρισμα και θα ερχόντουσαν να μείνουν πια  όλοι μαζί. Τα πράγματα όμως δεν έγιναν έτσι. Βέβαια το πρώτο καλοκαίρι η Ταμάρα και η Εύα ήρθαν στην Ισπανία και έκαναν μαζί διακοπές στη Τενερίφη στο σπίτι ενός συνάδελφου αρχιτέκτονα που είχε ένα κοριτσάκι στην ηλικία της Ταμάρα, τα παιδιά ξετρελάθηκαν στο χωριό, στα παιγνίδια και στις παλαβομάρες στη θάλασσα ενώ οι μεγάλοι απολάμβαναν το Ισπανικό τους καλοκαίρι πίνοντας καϊπιρίνια και σίνιο μπαβάρο στο μεγάλο μπαλκόνι του εξοχικού η ρουφώντας καφέδες στη παραλία φτιάχνοντας και ξαναφτιάχνοντας τον κόσμο με τις τεράστιες συζητήσεις τους.

Εκείνο το καλοκαίρι ήταν που κατάλαβε πως δεν θέλει πια να ζει έτσι, πως δεν θέλει την οικογενειακή ζωή, πως τον πνίγει, πως ήθελε να είναι μόνος χωρίς παιδιά, με μία σχέση η καθόλου σε σχέση και πάλι δεν ήταν σίγουρος. Εκείνο τον χειμώνα, ήταν το 1992, έγραψε στην Εύα. «Εύα» της έγραφε «καλύτερα να χωρίσουμε, δεν μας βγαίνει να συγκατοικήσουμε στη Βαρκελώνη, δεν θέλω να συνεχίσουμε σαν οικογένεια, θα σας δίνω χρήματα κανονικά και θα μου στέλνεις το παιδί όποτε θέλεις, τα καλοκαίρια η και τις γιορτές». Δεν θυμόταν ακριβώς όλες τις φράσεις, ήταν πάντως ένα μεγάλο φιλικό γράμμα χωρισμού χωρίς μελοδραματισμούς και πικρά τέτοια λόγια.

Με την Εύα είχανε φάει ψωμί κι αλάτι, φοιτητές στη Χιλή, γνωρίστηκαν και συμμετείχαν μαζί στο μεγάλο κίνημα των λατινοαμερικάνων φοιτητών κατά του Πινοσέτ, μέλη και οι δύο του κινήματος. Στο Παρίσι ήρθαν για τα μεταπτυχιακά τους. Εκείνος αρχιτέκτονας πολεοδόμος, εκείνη οικονομικά. Φίλοι και συναγωνιστές για πάντα, μαζί στις διαδηλώσεις του αντιδικτατορικού αγώνα, μαζί παντού. Θυμόταν πως ένοιωθε το μαλακό της χέρι μέσα στο δικό του στις πορείες και μετά το ένοιωθε να αποτραβιέται, να μαζεύει, να γίνεται γροθιά και να υψώνεται ψηλά στο πλήθος.. αυτή ήταν η Εύα, η Εύα του. Τι τον έπιασε τώρα; όσο οδηγούσε; περσινά ξινά σταφύλια,  όμως δεν μπορούσε να δαμάσει τις σκέψεις του. Η Ταμάρα όταν γεννήθηκε επισφράγισε τη σχέση τους και έγινε το παιδί μιας ολόκληρης  παρέας αφού οι περισσότεροι δεν είχαν παιδιά.  Υπήρχε μεγάλη αλληλεγγύη στους  λατινοαμερικάνους και όλοι αγκάλιασαν το μωράκι τους. Αμέσως βρέθηκε ξύλινη κούνια, άπειρα ρουχαλάκια για μέχρι να γίνει πέντε χρονών και παιγνίδια, πάμπολλα παιγνίδια, δεν αγόρασαν σχεδόν τίποτα. Ακόμα και μεγαλύτερο σπίτι βρέθηκε, από το ένα δωμάτιο στην οδό Σαλπετιέρ βρέθηκαν στα δύο με ηλιόλουστο μικρό μπαλκόνι στην οδό Βίκτωρα Ουγκώ.

Θυμόταν σαν τώρα ένα γεγονός, όταν η μικρή ήταν δύο χρονών και περπατούσε τους είχαν δώσει ένα καρότσι που έκλεινε. Μια μέρα την είχε πάρει μαζί στα ψώνια και στο λεπτό που έκλεινε το καρότσι και μετά γύρισε να την πιάσει, η μικρή δεν ήταν εκεί. Η μικρή δεν ήταν πουθενά! Θυμάται να χάνει την ισορροπία του και να παγώνουν τα χέρια του. Θυμάται πως σαν να έχασε τη πραγματική του φωνή και ούρλιαζε μόνο «Ταμάρα!» Όλοι τον κοιτούσαν αποσβολωμένοι, ήρθε κάποιος και του μίλησε  «μεσιέ πως μπορώ να βοηθήσω;» «Το παιδί, χάθηκε το παιδί» Τελικά η Ταμάρα βρέθηκε λίγα λεπτά αργότερα, είχε περπατήσει μέσα στο κόσμο προς ένα πολύχρωμο σταντ στο ύψος της. Ο Φερνάντο έκανε εβδομάδες να συνέλθει. πεταγόταν στον ύπνο του γεμάτος τρομάρα φωνάζοντας «Ταμάρα!» «έλα πια σύνελθε» του έλεγε η Εύα « δεν είσαι ο μόνος που του φεύγει το παιδί, λίγο παρακάτω πήγε, δεν χάθηκε κι ο κόσμος!» Όταν η Ταμάρα έγινε τριών, ο Φερνάντο είχε τελειώσει τα πάντα από σπουδές αλλά δεν έβρισκε δουλειά. Κάτι μεροκάματα σαν σχεδιαστής σε αρχιτεκτονικό γραφείο,  κάτι μικροσυμβάσεις στο  Δήμο και έτσι σύρθηκε δύο χρόνια, η Εύα δούλευε σε τράπεζα παρτ ταιμ, μέχρι που του σφύριξαν για τη Βαρκελώνη. «Θέση νέου αρχιτέκτονα για τους ολυμπιακούς αγώνες του 1992, όλη η πόλη βρίσκεται σε αναβρασμό  και ετοιμάζουν πυρετωδώς τα νέα κτίρια»

Όταν το χίλια εννιακόσια ενενήντα ο Πινοσέτ παραιτήθηκε από πρόεδρος και διορίστηκε αρχηγός του στρατού, οι απανταχού Χιλιανοί γνώριζαν πως έρχεται το τέλος της δικτατορίας. Ένας ούριος άνεμος φύσαγε στην Ευρώπη. Ο Φερνάντο επηρεασμένος από όλη την ατμόσφαιρα με ευκολία δέχτηκε  τη θέση.

Από τότε ζει στη Βαρκελώνη. Όταν το ενενήντα δύο η Εύα έλαβε το γράμμα που δεν περίμενε  (αντίθετα περίμενε ένα άλλο γράμμα, της εγκατάστασης τους εκεί με λεπτομέρειες για τη νέα τους κατοικία) δεν του απάντησε ποτέ, δεν απάντησε ούτε στις απανωτές τηλεφωνικές κλήσεις του, από κοινούς φίλους τελικά έμαθε πως δεν ήθελε καμιά επαφή μαζί του. Ο Φερνάντο πικράθηκε που δεν τον κατάλαβε και συνέχισε να στέλνει χρήματα για  τα επόμενα δύο χρόνια, τον τρίτο χρόνο σταμάτησε. Πως τα έβγαζαν πέρα δεν ρώτησε ποτέ και έτσι δεν έμαθε. Είδε την Ταμάρα πέντε χρόνια αργότερα,  όταν ήταν σχεδόν δέκα. Ένα μελαχρινό ζωηρό κοριτσάκι. Τότε  πήραν και το διαζύγιο. Η Εύα είχε γνωρίσει κάποιον και ήθελε να τον παντρευτεί..  Ήταν σαράντα πέντε χρονών όταν έκανε ένα αγοράκι. Η Ταμάρα λάτρευε τον αδελφό της, τις λίγες φορές που τον συναντούσε του μιλούσε συνέχεια γι αυτόν.

Η Εύα έζησε αλλά δέκα χρόνια και πέθανε μετά από επιπλοκές από καρκίνο στα πενήντα πέντε της, εκείνος ήταν ήδη πενήντα επτά. Όταν πήγε στη κηδεία γέμισε με μία τεράστια λύπη παρότι είχαν περάσει τόσα χρόνια και είχαν αλλάξει τόσο οι ζωές τους. Ήταν όλοι εκεί, τα παιδιά της, οι παλιοί τους φίλοι, κυρίως αυτοί που χάθηκαν από τη ζωή του όταν εκείνος αποφάσισε να φύγει. Εκείνη τη χρονιά κάλεσε την Ταμάρα μαζί με το αδελφάκι της και τον άντρα της Εύας να τους φιλοξενήσει στην Βαρκελώνη. Μετά τους Ολυμπιακούς είχε ανοίξει δικό του γραφείο, ζούσε με την Πιλαρ, συνάδελφο αρχιτέκτονα, δεν είχαν παιδιά κάτι που τον ευχαριστούσε ιδιαίτερα γιατί ποτέ δεν ένοιωσε την ανάγκη της μεγάλης οικογένειας, και ήταν ευτυχισμένοι.  Παρόλα αυτά η παραμονή της Ταμάρας και του αδελφού της στο σπίτι τους υπήρξε ένα βάλσαμο στη καρδιά του,  μια επανένωση με την Εύα και τη ζωή που άφησε πίσω. Δεν το έλεγε ποτέ αλλά πάντα ένοιωθε πίκρα για το πώς τους φέρθηκε τότε.        Το δεκαήμερο που έμειναν προσπάθησε να τους πάει παντού, τους αγόρασε δώρα, δεν ήθελε να τους λείψει τίποτα και είπε στη κόρη του όταν έφευγαν πως είναι πάντα ευπρόσδεκτοι στο σπίτι του, πως αν έχει ανάγκη από χρήματα θα τις έδινε κλπ. Η Ταμάρα τον είχε φιλήσει και είχε πει, «εντάξει μπαμπά, σε ευχαριστώ».

Ήξερε πως έσφαλε που τους έκοψε τα λεφτά, το είχε κάνει γιατί η Εύα του έκοψε την κουβέντα και κάθε επαφή; η μήπως γιατί δεν του ξαναμίλησε παρά μόνο για να του στείλει το παιδί πέντε χρόνια αργότερα και να ζητήσει διαζύγιο;  Δεν μπορούσε να το κατανοήσει ακόμα πως εκείνος, ο Φερνάντο, που ήταν γενικά πολύ τυπικός, πως τους έκοψε τα λεφτά τόσο απότομα, η Εύα ποτέ δεν του ζήτησε κάτι, δούλευε για πολλά χρόνια σε χαμηλόμισθη θέση στη τράπεζα και ο άντρας της που ήταν ζωγράφος δεν θα έπρεπε να πουλούσε πολύ. Η Ταμάρα μεγάλωσε μαζί τους χωρίς τη δική του βοήθεια και όταν της είπε για λεφτά τον είχε κοιτάξει παραξενεμένη.

Η κίνηση στο δρόμο ήταν αραιή και ευτυχώς ο καιρός αίθριος. Δεν την είχε δει από τότε. Όχι, μία φορά την είχε δει,  πριν τρία χρόνια για ένα καφέ, όταν τον είχαν καλέσει σε μία έκθεση στο Γκραν Παλέ. Τότε του ανακοίνωσε πως ήταν έγκυος και πως θα κρατούσε το μωρό. Τα μάτια της έλαμπαν. Τα θυμάται σαν τώρα. Μετά τη γέννα του έστειλε μία φωτογραφία της, χαμογελαστή με το μωρό αγκαλιά, την είχε κρυμμένη στο κινητό του. Αν του το είχε πει νωρίτερα θα είχε πάει στο μαιευτήριο, όμως δεν ήξερε πότε γεννούσε και μετά του έστειλε την φωτογραφία. Ήταν κοριτσάκι και  θα το φώναζε Εβίτα. Της έστειλε πέντε χιλιάδες ευρώ, δώρο για τη γέννα. Τον πήρε τηλέφωνο «πολλά λεφτά μπαμπά, δεν ήταν ανάγκη». «Πάρε ότι θέλεις για το παιδί η για σένα, δώρο είναι» Όταν έκλεισε το τηλέφωνο, είχε σκεφτεί πως θα έπρεπε να είχε στείλει παραπάνω, να την αποζημιώσει για όλα εκείνα τα χρόνια της οικονομικής στέρησης που τους είχε υποβάλει χωρίς να ξέρει κι εκείνος το γιατί.

Θα έστελνε, είχε σκεφτεί τότε,  πενήντα χιλιάδες ευρώ προκαταβολή για ένα σπίτι, η για να ανοίξει δικό της στούντιο μια και η Ταμάρα ήταν γυμνάστρια. Δεν το έκανε όμως.

Τα δύο τελευταία χρόνια, στέλνει χίλια ευρώ στα γενέθλια της μικρής με ένα μήνυμα  που λέει «από τον παππού πολλές αγκαλιές

Η Ταμάρα πάντα τον παίρνει να του πει ευχαριστώ. Δεν έχουν βρεθεί όμως,  Χριστούγεννα, Πάσχα, διακοπές είναι πάντα με τον αδελφό της και την οικογένεια του πατέρα του. Ο Φερνάντο δεν είχε κάτι με τον πατριό της, συμπαθητικός τύπος του είχε φανεί, λίγο αποτυχημένος είχε σκεφτεί αλλά δεν είχε ασχοληθεί μαζί του παραπάνω.

Το φετινό καλοκαίρι είχαν αποφασίσει να το περάσουν μαζί, δύο ολόκληρους μήνες! Η Ταμάρα, όταν έκλεινε το γυμναστήριο που εργαζόταν, θα ερχόταν με την Εβίτα και τον σύντροφό της να μείνουν στο σπίτι του στην Τενερίφη. Ήταν ένα σπίτι που τα τελευταία χρόνια είχε κτίσει και είχε δημοσιευτεί σε πολλά αρχιτεκτονικά περιοδικά. Ένα σπίτι άνετο, που τους χωρούσε όλους, με πισίνα και πολλούς βοηθητικούς χώρους. Η κόρη του δεν το είχε επισκεφτεί ακόμη. Θα την έβλεπε κανονικά πια, με την οικογένειά της, μια και είχαν περάσει  αρκετά χρόνια από την τελευταία τους φορά μαζί. Ήταν ενθουσιασμένος, το είχε μοιραστεί με όλους στο γραφείο. Το περίμενε  πως και πως. Μετά από τόσο καιρό ήθελε να ζήσει μαζί της την οικογένεια που εκείνη είχε φτιάξει και να τους δείξει έμπρακτα την αγάπη του. Είχε αποφασίσει πως θα της πρόσφερε την προκαταβολή για το σπίτι και μάλιστα θα της το έκτιζε αν ήθελε. Έλπιζε να δεχόταν. Μπορεί να ερχόταν και ο αδελφός της που σπούδαζε σινεμά στο Παρίσι.

«Τώρα τι θα γίνει;» σκεφτόταν με αγωνία όσο οδηγούσε «αν κλείσουν τα σύνορα; πως θα έρθουν;» πάτησε απότομα το κουμπί του ραδιοφώνου αλλά ο ήχος έκανε παράσιτα και δεν είχε σήμα.

Με την Πιλάρ δεν είχαν μιλήσει νωρίτερα, θα την έβρισκε στο σπίτι; άραγε είχε ακούσει για τις κυβερνητικές προθέσεις; Η Πιλάρ ήταν πρακτικός άνθρωπος θα συζητούσαν πως θα οργανωνόντουσαν στο σπίτι. Στο γραφείο στηριζόταν πολύ στις απόψεις της, είχε καλή ενημέρωση για την σύγχρονη αρχιτεκτονική και τα τρέχοντα θέματα. Μόνο στην αρχή, τα πρώτα χρόνια, πέρασαν μία κρίση, του ζητούσε να κάνουν παιδί κι εκείνος αρνιόταν, μία φορά  είχε αντιδράσει βίαια, είχε κτυπήσει το χέρι στο τραπέζι, είχε ρίξει και είχε σπάσει ένα βάζο, την έβρισε και έφυγε κτυπώντας την πόρτα. Τι τον είχε πιάσει; Δεν κατάλαβε ποτέ αυτόν τον θυμό του. Τα βρήκανε μετά. Πέρασαν τρεις μήνες βέβαια και στο μεσοδιάστημα αυτός είχε μια περιπέτεια με την Κορνήλια μια σχεδιάστρια του γραφείου. Μετά η Πιλάρ ξαναγύρισε, αποφάσισαν να κάνουν το παιδί, το προσπάθησαν αλλά είχε δυο αποβολές, πολύ δουλειά και η επιθυμία ατόνησε. Δεν το συζήτησαν ποτέ ξανά.

Η ώρα ήταν περασμένες εννιά όταν έφτασε. Η Πιλάρ άκουγε ειδήσεις στη κουζίνα. Η κυβέρνηση είχε μόλις εξαγγείλει υποχρεωτικό λοκνταουν και κλείσιμο των συνόρων για τρεις μήνες. Απαγορευόταν οποιαδήποτε μετακίνηση, χερσαία η αεροπορική, από και προς την Ευρώπη και άλλες χώρες. Ήταν σίγουρο τώρα πως η Ταμάρα δεν θα μπορούσε να έρθει.

Ένοιωσε εξαντλημένος. «Θα φας κάτι;» ρώτησε η Πιλάρ. Της έκανε νόημα με το χέρι. Τίποτα.

Ξέχασε και το τηλεφώνημα. Κατευθύνθηκε στο υπνοδωμάτιο. Ζαλιζόταν.

Ένοιωθε πως χάνει την ισορροπία του σαν εκείνη τη φορά στο σούπερ μάρκετ.

Λίγο πριν κλείσει τα μάτια τον επισκέφτηκε ένα κοριτσάκι πέντε χρονών. Είχε μακριές μαύρες πλεξούδες και έτρεχε να αποχαιρετίσει τον μπαμπά της που έβαζε μία βαλίτσα σε ένα μικρό κίτρινο αμάξι. Μετά δεν σταμάτησε να τον χαιρετά κουνώντας το  χεράκι της πέρα δώθε με ένα πλατύ χαμόγελο που φώτιζε όλο της το πρόσωπο, μέχρι που εκείνος, ο μπαμπάς της, χάθηκε στο τέρμα του δρόμου.

Το κοριτσάκι συνέχισε να κοιτά τον δρόμο, αλλά εκείνος, ο μπαμπάς της, δεν ξαναγύρισε.

 

 

 

 

 

*  Η Ντορέττα Αδαμάκη σπούδασε κοινωνιολογία στη Γαλλία και δημιουργική γραφή στην Αθήνα όπου ζει και εργάζεται. Το 2020 το διήγημά της «Το φως του τρένου» διακρίθηκε στον λογοτεχνικό διαγωνισμό «Στέλιος Ξεφλούδας». 

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top