Fractal

Μια ιστορία του Silvio D’ Arzo για τους δασκάλους της επαρχίας. Από τη συλλογή διηγημάτων Casa d’altri e altri racconti, (Το σπίτι των άλλων και άλλες ιστορίες) Einaudi, Torino 2007.

Μετάφραση- ανθολόγηση: Καλλιόπη Μακαρώνη // *

 

 

Μια ιστορία του Silvio DArzo για τους δασκάλους της επαρχίας.

Από τη συλλογή διηγημάτων Casa daltri e altri racconti, (Το σπίτι των άλλων και άλλες ιστορίες) Einaudi, Torino 2007.

 

Ο Silvio DArzo (φιλολογικό ψευδώνυμο του Ezio Comparoni) γεννήθηκε στη Reggio Emilia (βόρεια Ιταλία, Λομπαρδία) το 1920. Έλαβε το απολυτήριο του Κλασικού Λυκείου όταν ήταν μόλις 16 ετών, έχοντας προετοιμαστεί ιδιωτικά υπό την καθοδήγηση του Giuseppe Zonta, επιφανούς δασκάλου και κριτικού της λογοτεχνίας της Reggio, με πλούσιο έργο πάνω στην ιταλική λογοτεχνία. Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνια, αποφοιτώντας το 1941, με ειδίκευση στη γλωσσολογία και την διάλεκτο του γενέθλιου τόπου του. Εν ζωή εξέδωσε ένα μυθιστόρημα, ποιήματα και πλήθος χρονογραφημάτων και ιστοριών, αλλά και κάποια σημαντικά δοκίμια με θέμα την αγγλική και την αμερικανική λογοτεχνία. Ορισμένα από τα γραπτά του (μικρές ιστορίες και ποιήματα) εκδόθηκαν το 1935, όντας ο ίδιος ακόμη 15 ετών, ενώ ως ενήλικας έγραψε και ιστορίες για παιδιά. Εργάστηκε ως καθηγητής στην ιταλική μέση εκπαίδευση. Υπηρέτησε το 1942 ως στρατιώτης στο Canzo di Corno (περιφέρεια του Como), μετά από την επιστράτευση της κλάσης του και κατόρθωσε να ξεφύγει μαζί με άλλους αξιωματικούς το στρατόπεδο συγκέντρωσης, όταν πιάστηκαν αιχμάλωτοι από τους Γερμανούς το 1943. Πέθανε νεότατος από λευχαιμία το 1952 και το μεγαλύτερο μέρος του έργου του συγκεντρώθηκε και εκδόθηκε μετά τον θάνατό του. Η συλλογή Casa daltri e altri racconti, (Tο σπίτι των άλλων και άλλες ιστορίες) αρχικά εκδόθηκε λίγους μήνες μετά τον θάνατό του. Σε αυτήν είχαν συγκεντρωθεί ιστορίες, ορισμένες από τις οποίες ο συγγραφέας είχε ξεκινήσει ήδη να επεξεργάζεται από το 1946, έχοντας επιλέξει τον γενικό τίτλο, την επιθυμητή διάταξη και το στυλ τους, καθώς πρόθεσή του ήταν να αποτελούν ενιαίο σύνολο εν είδη νουβέλας, παρά αυτοτελή αφηγήματα. Το διήγημα «Μια στιγμή σαν κι αυτή» (Un minuto così) συμπεριλήφθηκε μεταγενέστερα στη συλλογή, όταν βρέθηκε στα χειρόγραφα του συγγραφέα· δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1958 στο λογοτεχνικό περιοδικό Palatina, no.6, Απρίλιος- Ιούνιος.

Ανήκει στα μεταπολεμικά γραπτά του και εντάσσεται στο σχέδιο της ενιαίας νουβέλας, μιας και διαδραματίζεται, όπως και τα υπόλοιπα, σε ένα μικρό χωριό κάτω από τα Απέννινα όρη. Μία τέλεια γραμμένη passacaglia ενός καλά συγκερασμένου κλειδοκύμβαλου, τεντωμένου τόσο ώστε να μπορεί να αποδίδει με οξύτητα ήχους φευγαλέους, υψώνοντάς τους στον ουρανό και επιστρέφοντάς τους στην πηγή παραγωγής τους, την ανθρώπινη φωνή σ’ έναν αφιλόξενο κόσμο, ένα σπίτι αλλότριο, una casa daltri.

Μια στιγμή σαν κι αυτή

Δεν έχεις και πολλά να περιμένεις από έναν δάσκαλο στο δημοτικό σχολείο της επαρχίας: αυτό το γνωρίζω όπως όλοι· αλλά σ’ εκείνη την ιστορία πραγματικά υπερέβην τα όρια του ρόλου.

Ήταν η νύχτα της Σάντα Βερόνικα και όλος ο κόσμος άφηνε τα αλώνια και τα αγροτόσπιτα για να κατευθυνθεί προς το χωριό. Κατέβαιναν ακόμη κι απ’ τους λόφους, μια ουρά τεσσάρων χιλιομέτρων και βάλε, μέσα από τα μονοπάτια των αγρών· και πίσω από τους φράχτες τα αγόρια είχαν αρχίσει ήδη να πειράζουν τις γυναίκες με λευκά σεντόνια και άδειες κολοκύθες και λυχναράκια. Στο κέντρο, εντωμεταξύ, όσα κορίτσια και μουσική λαχταρά η ψυχή σου, και ύστερα γέλια και πυροβολισμοί, κι ένα σαββατόβραδο μ’ ένα φεγγάρι χαλκοκόκκινο, πιο μεγάλο κι από μαστέλο.

«Να μια ωραία βραδιά», σκέφτηκα· και μιας και το βιβλίο που είχα ανά χείρας ήταν για τον λιμό των Αθηνών, με πτώματα σε κάθε γραμμή, πρώτον το πέταξα, δεύτερον στήθηκα στο παράθυρο που είχε θέα στο περιβόλι και κατά τρίτον έβγαλα τα γυαλιά μου. «Ναι, ήταν μια ωραία βραδιά. Κι αν είχα ένα ρούχο της προκοπής κι ένα ζευγάρι παπούτσια περιπάτου, θα ριχνόμουν κι εγώ στον χορό μ’ ένα, μην πω και δύο κορίτσια, και θα μας έπαιρνε το ξημέρωμα».

Μα ήταν λόγια και τίποτ’ άλλο· γιατί το ρούχο ήταν αυτό που ήταν, όπως και τα παπούτσια, όπως και τα υπόλοιπα· κι έτσι θα ήταν πάντα: ζωή της πεντάρας. Έτσι, χωρίς καν γραβάτα, διέσχισα το περιβόλι σχεδόν στις μύτες των ποδιών, λίγο πολύ σαν κλέφτης σταφυλιών και πήρα τον δρόμο που έβγαζε στα δάση και το κανάλι. «Να, λοιπόν, με τι έχουμε να πορευτούμε» έλεγα. «Δυο ανεμοδούρες της πλάκας και λίγα βατράχια, όλα κι όλα. Δεν το λες και τόμπολα, βέβαια· φτάνει να μην συναντήσω τον Κλοάντι και θα πάει καλά το βράδι μου.

«Πώς πάει;» ακούστηκε εκείνη την στιγμή η φωνή του Κλοάντι. Στεκόταν εκεί, στηριγμένος σε μια γέρικη φλαμουριά, ξεφλουδίζοντας ένα κλαδί με έναν σουγιά· και μόλις με είδε, βγήκε από το σκοτάδι. Προφανώς έπρεπε να ήταν εκεί για κάμποση ώρα, έχοντας μου στήσει επίτηδες καρτέρι.

«Όπως πάει για τους δασκάλους» είπα έτσι για να το πω, χωρίς καν να σταματήσω.

«Δηλαδή δεν πάει» γέλασε εκείνος και βρέθηκε αμέσως δίπλα μου.

Κάναμε καμιά δεκαριά βήματα σιωπηλοί. Και μ’ έπιασε εξαρχής ένα είδος ναυτίας.

«Λοιπόν, φαίνεται ότι οι γείτονές μας θέλουν να μας κάνουν ένα καλό δώρο, απόψε» αποφάνθηκε τελικά με μια εγκαρδιότητα. «Ξαναπαντρεύεται, λέει, μια χήρα;»

«Εμένα κανείς δεν μου έστειλε κουφέτα» είπα εγώ. «Κι αν τους ξέφυγα, είναι ακριβώς επειδή δεν κάθομαι να τους ακούω. Επειδή δεν κάθομαι να ακούω κανέναν».

«Α, θα μπορούσα εγώ να σας εξυπηρετήσω. Οι δικοί μου γείτονες δεν ανοίγουν το στόμα τους για κάτι τέτοια» και γέλασε μ’ έναν τρόπο ακατανόητο, που κανείς δεν θα μπορούσε να βγάλει άκρη. «Κι αν θέλετε κανα-δύο, ευχαρίστως να σας τα εξοικονομήσω σε τιμή ευκαιρίας».

Ήταν μια περίεργη συζήτηση· κι εγώ το λιγότερο που μπορούσα να κάνω ήταν να του ρίχνω κλεφτές ματιές. Αυτός ο Κλοάντι ήταν ένας χλωμός ανθρωπάκος που είχε ένα χωράφι κι ένα αμπέλι ακριβώς στην κορφή του λόφου· και δεν γνώριζε κανέναν, διότι είχε έρθει να μείνει προσωρινά· επιπλέον, δεν κατέβαινε ποτέ κάτω. Πολύ έξυπνος για χωρικός και πολύ χαζός για να περάσει για κάτι παραπάνω· και δεν έφτανε αυτό, αλλά είχε πάνω του κάτι ύποπτο, όπως συμβαίνει με όλους τους χήρους του βουνού και του λόγγου, δύο μάτια ξάστερα και γαλανά, που σ’ ένα παιδί θα έμοιαζαν αγγελικά, αλλά σ’ εκείνον φάνταζαν αισχρά και τίποτε άλλο· και έναν σωρό άλλων μικροπραγμάτων που με έκαναν πάντα να ψάχνω πού να κρυφτώ, μόλις τον έβλεπα μπροστά μου. Ξαφνικά, είχε δεν είχε τρεις-τέσσερις μέρες, που είχε βαλθεί να μου κάνει κόρτε· και με έλουζε με ένα σωρό κομπλιμέντα και ρεβεράντζες: όλο μιλούσε για την εκπαίδευση και την κουλτούρα, και πως τα μεταχειρίζεται η κυβέρνηση· και μια φορά, πιστεύοντας ότι θα με καλόπιανε, ακόμη και για την πατρίδα. Ένας αγύρτης και μισός· εξήντα κιλά πονηριάς και προστυχιάς, έξω το κεφάλι.

«Δάσκαλε» ψιθύρισε κάποια στιγμή, αναποφάσιστος. Είχαμε φτάσει εκεί όπου ο δρόμος καταλήγει σε ένα μικρό σταυροδρόμι και από τη μια πλευρά γίνεται ανηφόρα. Το φεγγάρι αστραποβολούσε πάνω στις ιτιές. Δυο βήματα πιο πέρα, μες τις καλαμιές, κάποιο βατράχι είχε αρχίσει να τραγουδάει. Πιο μακριά, κάτω στην κοιλάδα, έφεγγαν τα λυχναράκια, κι οι θόρυβοι κι οι πυροβολισμοί κι η μουσική έφταναν σε μας, όπως όταν περνάει απ’ τον δρόμο η μπάντα με τις τρομπέτες και τρέχει κανείς να κλείσει τα παράθυρα. Στον δρόμο δεν υπήρχε ψυχή.

«Δάσκαλε» ξανάπε ο Κλοάντι σταματώντας, με εντελώς διαφορετικό τόνο από πριν. «Όσα σας είπα προηγουμένως ήταν ανοησίες και τίποτε περισσότερο, όπως όταν σταματάει κανείς μια γυναίκα στον δρόμο και πρέπει από κάπου να ξεκινήσει την κουβέντα. Και δεν αξίζουν ούτε τρύπια πεντάρα… Αχ, ούτε τρύπια, το ξέρω… Είστε μόνος κι εγώ το ίδιο. Κι επιπλέον θα φύγουμε από δω. Είμαστε αποδημητικά πουλιά εμείς οι δυο, κι όλοι οι άλλοι μας παρακολουθούν χωρίς να βγάζουν προς στιγμήν κιχ, ενόσω είναι έτοιμοι να πέσουν αμέσως πάνω μας, μόλις χώσουμε το ράμφος στο πιάτο τους».

Ο πρόλογος παραήταν αριστοτεχνικός για έναν αχρείο του είδους του και δεν μου άρεσε καθόλου. Όταν κάποιος αρχίζει να μιλάει μ’ αυτόν τον τρόπο, ό,τι βγαίνει από το στόμα του είναι είτε για να σας ζητήσει δάνειο, ή ελεημοσύνη, ή συνδρομή για εγκυκλοπαίδεια, ή έχει στήσει μια παγίδα τρεις φορές χειρότερη.

«Αν έτσι έχει το πράγμα, να βάζουμε το ράμφος μας μόνο στο πιάτο μας και πουθενά αλλού» του είπα.

«Α, αυτός είναι ένας έξοχος κανόνας. Ο χρυσός κανόνας, το ξέρω» παραδέχτηκε με κάποια γενναιοδωρία. «Αν όμως στο πιάτο σας πέσει κατά τύχη φαγητό αλλονών; Σας, παρακαλώ, για ρίξτε μια ματιά, δάσκαλε».

Ήταν μια από κείνες τις σιδερένιες πόρπες που φορούσαν οι Γερμανοί στη μέση τους.

«Πάνε περίπου τρεις μήνες» είπα μόλις της έριξα μια ματιά «που κάθε χωριατόπαιδο έχει κι από μια. Κάνουν τους στρατιώτες, παίζουν».

«Ναι» συμφώνησε υπομονετικά ο ανθρωπάκος, ξαναπιάνοντας στο χέρι του την πόρπη. Και το κακό ήταν ότι φαινόταν ατάραχος και ξεδιάντροπα διατεθειμένος να ανεχτεί όλες μου τις απρέπειες και τα ξεσπάσματα, μέχρι να κλείσουμε κι οι δυο τα μάτια μας.

«Σύμφωνοι. Σύμφωνοι. Κάθε παιδί έχει στη ζώνη του μία, μπορεί και δύο. Και κάνουν τους στρατιώτες, παίζουν και την περνάνε ζάχαρη. Όμως, αν υποθέσουμε ότι εσείς την είχατε βρει είκοσι εκατοστά κάτω απ’ τη γη, ενώ οργώνατε το αμπέλι, πάλι θα την περνούσατε για παιχνίδι, δάσκαλε; (Είναι κι η ηλικία, με καταλαβαίνετε).

Σταμάτησα, χωρίς καν να το θέλω.

«Και ας προσθέσουμε και κάποια κομμάτια ύφασμα…»

Σιωπούσα.

«Και έναν μεγάλο δερμάτινο ιμάντα… Μαύρο… σαν αυτόν που φορούσαν οι γερμανικές ταξιαρχίες στον τόπο μας».

Σήκωσα το κεφάλι και τον κοίταξα.

«Ναι» είπε κατεβάζοντας το δικό του. «Πριν από τέσσερις μέρες, στο χωράφι μου».

Μ’ έπιασε απ’ το μπράτσο. «Δάσκαλε, όπου να ’ναι, φτάνουμε… Να, φαίνεται κι από δω… Εκατό μέτρα δρόμος, και ούτε».

Ελευθέρωσα αμέσως το μπράτσο μου.

«Α, όχι… Ούτε που να το σκέφτεστε. Δεν έχουμε φάει ποτέ από το ίδιο πιάτο οι δυο μας. Κι ύστερα γιατί δεν πάτε στους παπάδες; Που είναι, μάλιστα και ο τομέας τους.

«Το έχω σκεφτεί κι εγώ. Τρία μερόνυχτα το σκεφτόμουν και ήμουν έτοιμος να πάω· αλλά τώρα πια άλλαξαν κι αυτοί. Έχουν γίνει όλοι τους λιγάκι δικολάβοι, δεν βρίσκετε; Εσείς είστε άλλο, δάσκαλε».

Κι έσκυψε το κεφάλι, όπως κάποιος που έχει επιστρέψει μια κάρτα ελευθέρας, αλλά κρατάει στο χέρι του μια ακόμα καλύτερη.

«Πραγματικά, λυπάμαι…, Κλοάντι. Αλλά προσπαθήστε κι εσείς να με καταλάβετε» είπα, αλλάζοντας κι εγώ τόνο με την σειρά μου. «Είκοσι τέσσερα χρονάκια κλεισμένα, έχω διαβάσει τόσα βιβλία που στραβώθηκα και τώρα, να ’μαι πάλι εδώ. Κοιτάξτε με καλά· κοιτάξτε τα παπούτσια και τα ρούχα μου· κι ό,τι υπάρχει από κάτω, είναι ακόμη χειρότερο, σας διαβεβαιώνω· και να σκεφτείτε ότι θα είναι πάντοτε έτσι. Χειρότερα κι από Καθαρτήριο, βλέπετε. Όταν όμως σκέφτομαι όλους μου τους φίλους του παλιού καιρού, εκείνους τους βασιλιάδες της νύχτας που ξημέρωναν στα γλέντια, ενώ τώρα για να βγουν μια βόλτα το βράδυ πρέπει να είναι ατσαλάκωτοι, και τους άλλους, άλλον από δω άλλον από κει, που όλοι πήγαν κατά διαόλου…ε, τότε… κάθομαι στ’ αυγά μου και δεν τολμώ να ζητήσω ούτε πεντάρα παραπάνω. Τούτο εδώ είναι άσχημο μπλέξιμο, το ξέρω· όμως, δόξα τον Θεό, δεν είναι δικό μου. Κι έτσι κλείνω τα μάτια και τ’ αυτιά μου και κάνω πώς δεν καταλαβαίνω… Λυπάμαι. Αλλά από έναν αναπληρωτή στην επαρχία δεν μπορείς να περιμένεις κάτι παραπάνω».

«Κι έχετε δίκιο» παραδέχτηκε με αδιαφορία ο Κλοάντι. «Ναι… Ναι, έχετε δίκιο. Ήταν ανόητο εκ μέρους μου να σας μιλήσω και το γνώριζα ότι θα μου απαντούσατε αναλόγως. Πόσο μάλλον που ούτε που γνωριζόμαστε και είμαστε λιγάκι αδέξιοι, εμείς οι δυο… Κι έπειτα δικό μου είναι το καθήκον, μόνο δικό μου… Πάρα πολύ καλά το θέσατε. Μα, ναι, ασφαλώς: καθείς εφ’ ω ετάχθη. Καληνύχτα, δάσκαλε».

Κι έκανε να φύγει. Όμως, αυτή τη φορά, ήμουν εγώ που τον κράτησα.

«Λοιπόν, όλα αυτά είναι ανοησίες, Κλοάντι. Για σταθείτε, όμως, λίγο· αυτοί που βρήκατε δεν πρόκειται να το σκάσουν, σωστά; Η ιστορία των δύο αδέξιων δεν μου λέει και πολλά, μην πω τίποτα· κι εσείς λίγο-πολύ το ξέρετε, όπως κι εγώ. Το ζήτημα είναι ότι ζούμε σε περίεργους καιρούς και τώρα πια μέχρι και τα παιδιά πυροβολούν· κι αυτό το γνωρίζετε. Μην παριστάνετε τον κουφό, Κλοάντι. Και μένα τώρα πια δεν με νοιάζουν ούτε η καριέρα ούτε τα κορίτσια ούτε ένα σπίτι της προκοπής, ούτε ό,τι άλλο τραβάει η ψυχή σας· εγώ θέλω μόνο την ησυχία μου. Θέλω την ησυχία μου και τίποτ’ άλλο. Θα ήθελα να είμαι γέρος, σας λέω».

«Όχι… Όχι… Έχετε δίκιο και σας καταλαβαίνω απόλυτα» με αγνόησε παντελώς ο ανθρωπάκος. «Αλίμονο· ούτε καν σας γνωρίζω, ένας αμόρφωτος είμαι και εντελώς ξαφνικά έπεσα πάνω σας να σας ζητήσω: «Έπ, ελάτε μαζί μου». Να είστε καλά, κυρίες και κύριοι, πολύ καλό για να ’ναι αληθινό. Πραγματικά, κάτι τέτοιο μόνο από μια γυναίκα θα μπορούσες να το περιμένεις… Μα, ναι, βεβαίως, δικό μου είναι το πιάτο, μόνο δικό μου, μην ενοχλείστε. Όταν κανείς έχει μια τέτοια σούπα, δεν καλεί ανθρώπους από σπίτι να φάνε μαζί… Καλό βράδυ να ’χετε, δάσκαλε».

Και κατάφερε να βάλει σ’ αυτό το ανόητο λογύδριο τόση ανάρμοστη ταπεινοφροσύνη και συγκατάβαση, που μ’ έπιασε φαγούρα στα χέρια.

«Λοιπόν, αν έτσι θέλετε, καλό βράδυ και σε σας» του αντιγύρισα, θυμωμένος.

Αυτός ο Ριγκολέτος είχε το θράσος να γυρίσει πάλι πίσω. Τώρα φαινόταν ελαφρώς ενοχλημένος.

«Όχι… δάσκαλε… Όχι κι έτσι… Όχι κι έτσι… Εγώ δεν είμαι σπουδαγμένος, το ξέρω, κι ούτε έχω καμιά μόρφωση· αλλά εσείς, που έχετε σπουδάσει, δεν πρέπει να μου μιλάτε έτσι. Δεν σας αρμόζει καθόλου. Γνωρίζετε πως εγώ νύχτα δεν μπορώ να ησυχάσω· το γνωρίζετε πάρα πολύ καλά, εσείς. Εσείς λέτε: δεν έρχομαι· δεν με αφορά καθόλου· κι έχει καλώς· κι εγώ επίσης κατάλαβα ότι κακώς σας μίλησα, και αμήν. Κι, επιπλέον, σας ευχαριστώ για το μάθημα. Όμως τώρα καταντάει κοροϊδία, δάσκαλε… πόσο μάλλον που είμαι αγράμματος και δεν θα ’πρεπε να το παίρνετε για γούστο. Καληνύχτα».

Έτσι άρχισε να ανηφορίζει μόνος, ανάμεσα στους δύο φράχτες από τις ιτιές κι εγώ έμεινα εκεί, μες τη μέση του δρόμου να κοιτώ εκείνο το παραγεμισμένο σακί από βαριά κακοήθεια και υπολογισμό, αμυαλιά και μιζέρια, που ακόμη κι ένας γάτος θα είχε πάνω του πιο πολύ ντροπή απ’ αυτό.

Έπειτα από έξι βήματα, στράφηκε πίσω σε μένα.

«Αλλά δεν σας κρατώ κακία, δάσκαλε» μου πέταξε, λες και μου το φύλαγε φιλοδώρημα.

Με δυο δρασκελιές ήταν πάλι δίπλα μου. Θα του είχα ξεριζώσει με χαρά τα μαλλιά.

«Κλοάντι, να σας πω κάτι;» του είπα σχεδόν ήρεμος. «Πριν από δέκα χρόνια, σ’ ένα τσίρκο με ιππόδρομο, είχα δει έναν κλόουν ψηλό ως εκεί πάνω, με καπέλο μυτερό και τη μύτη βαμμένη κόκκινη και τον πισινό άσπρο απ’ τις κλωτσιές …

«Κι εγώ έχω δει κάτι παρόμοιο. Όταν ζούσε ακόμα η γυναίκα μου είχα πάει στο τσίρκο και μια και δυο φορές. Αλλά μου αρέσει πιο πολύ ο σχοινοβάτης».

«Δεν πρόκειται περί αυτού. Εννοούσα ότι εκείνος ο κλόουν με το καπελάκι ήταν δέκα φορές καλύτερος από σας.

«Προσοχή στο χαντάκι, δάσκαλε» με ειδοποίησε με σύνεση ο ανθρωπάκος. Μες την καταφρόνια του, παρέμενε, με τον τρόπο του, απτόητος.

Φτάσαμε.

Για να μην τραβάω την προσοχή, μου έκανε νόημα να διασχίσω τον φράχτη, ενώ ο ίδιος έσπρωχνε μακριά μου τα αγκαθωτά κλαδιά με τη χάρη ενός υπηρέτη κι ακόμη παραπάνω. Κι ύστερα πάλι, πήγε μια δόση στο χωράφι και ξετρύπωσε από μια γωνιά μια αξίνα, μια τσάπα και δύο φτυάρια, που τα είχε ήδη έτοιμα, και τα έβαλε με προσοχή στα πόδια μου, σαν να προετοίμαζε το χώμα. «Ίσως να το φαντάστηκα και τίποτα παραπάνω» άρχισε να λέει, και έριξε μια ματιά τριγύρω. «Μια φορά, εδώ που τα λέμε, μέχρι και παπούτσι είχα βρει».

Ως απάντηση, έδωσα το πρώτο χτύπημα με την τσάπα. Κι έτσι ρίχτηκε στη δουλειά κι αυτός.

Δουλέψαμε παραπάνω από τρεις ώρες, χωρίς να πούμε λέξη, χωρίς καν να κοιταχτούμε, εκείνος από τη μια πλευρά κι εγώ απ’ την άλλη· και σε κάθε χτύπημα της τσάπας σκεφτόμουν εκείνη την παράξενη αύρα του χήρου κι εμένα που είχα σταθεί τόσο ηλίθιος ώστε να του μιλήσω, όπως κάνει μια γυναίκα στον παπά· και σε κάθε χτύπημα έβαζα περισσότερη δύναμη και πιο πολύ θυμό, που δεν ένιωθα πια την κούραση.

Πέρασε ακόμη μισή ώρα.

«Δάσκαλε» είπε εκείνος κάποια στιγμή. Κι εγώ ούτε που γύρισα. Κι ύστερα, ξανά: «Δάσκαλε…» Και δεν ακούστηκε πια ο θόρυβος της τσάπας πάνω στη γη. Και μετά, πάλι: «Μα κοιτάχτε, μα δείτε, Ιησού Χριστέ…»

Και τότε πια γύρισα κι εγώ. Κι ό,τι ήταν να δω, το είδα.

Αχ, εύκολο να το λες. Αλλά έπρεπε να βρίσκεστε εκεί.

Σταθήκαμε για λίγο ακίνητοι, μπροστά στον λάκκο, χωρίς να βγάλουμε άχνα. Κατόπιν, χωρίς βιασύνη ή αργοπορία, αφότου ρίξαμε ο ένας στον άλλο μια ματιά, αρχίσαμε να τον ξαναγεμίζουμε από την αρχή.

«Ίσως, είτε εδώ είτε εκεί να είναι το ίδιο κατά βάθος γι’ αυτούς, δεν νομίζετε;» μουρμούρισε με κλειστό το στόμα ο Κλοάντι.

Έγνεψα «ναι» με το κεφάλι. «Το ίδιο κάνει κάθε τόπος, δεν έχει διαφορά για δαύτους. Το καντήλι τους έσβησε».

«Ναι, έσβησε την Σαρακοστή» είπε.

Συνεχίσαμε να ρίχνουμε πίσω το χώμα. Όταν τελειώσαμε, και δεν έβλεπες πια τα τέσσερα πρόσωπα και τα χέρια τους και οι μύτες των ποδιών τους επιτέλους εξαφανίστηκαν, τα φώτα είχαν σβήσει από ώρα και από την κοιλάδα δεν ερχόταν κανένας ήχος. Όλα τα κορίτσια είχαν τώρα πια γυρίσει γελώντας σπίτια τους και τα βατράχια είχαν πάψει το τραγούδι τους. Το φεγγάρι βρισκόταν ακριβώς από πάνω μας, αλλά ήταν τόσο παγωμένο, χλωμό και απόμακρο, που έτσι ποτέ μου δεν το είχα ξαναδεί.

Σιγά-σιγά μαζέψαμε τα τσαπιά και όλα τα υπόλοιπα.

«Ναι… οι καιροί είναι χαλεποί» σχολίασε πάλι ο Κλοάντι. Και μετά, ύστερα από λίγο: «Αύριο θα φυτέψω από πάνω δυο-τρεις κερασιές».

Έκανε κρύο, είχα ιδρώσει κι έβαλα το σακάκι μου.

«Ίσως οι ιτιές να μεγαλώσουν πιο γρήγορα» σκέφτηκε εκείνος με μισή φωνή. «Δεν πρέπει να καταλάβει κανείς τίποτα, δεν νομίζετε; Μ’ αυτόν τον τρόπο, δεν θα το μάθει πια ποτέ κανείς».

Κατένευσα πάλι. «Ω, όλα θα γίνουν όπως πριν, ως προς αυτό. Φτάνει λίγη πρασινάδα».

«Το καλοκαίρι, κάθε βράδυ, όλο και κάποιοι έρχονταν για να κάνουν έρωτα εκεί πάνω».

«Θα επιστρέψουν» είπα εγώ. «Και με τις ιτιές θα τους φανεί ακόμα καλύτερο».

Το ζήτημα τον έβαλε κάπως σε σκέψεις. Ήρθε κοντά μου.

«Δάσκαλε, βιαστείτε. Σε μισή ώρα οι καροτσέρηδες θα αρχίσουν να κυκλοφορούν στον δρόμο. Μπορεί κάποιον απ’ αυτούς να τον βγάλει ο δρόμος κι από δω. Θέλετε να έρθετε μέσα για λίγο να ζεσταθείτε με το κρασί;»

Εγώ σήκωσα τους ώμους, χωρίς να πω τίποτα. «Ορίστε, το πανηγύρι μου της Αγίας Βερόνικα. Χίλια ευχαριστώ» του είπα. Διέσχισα βιαστικά τον φράχτη, γρατσουνίζοντας τον λαιμό και τα χέρια μου, και, με τον γιακά του σακακιού σηκωμένο, ξεκίνησα να κατεβαίνω με βήμα αργό.

Εκείνη τη στιγμή το φεγγάρι, στο χρώμα πια του υδράργυρου, δεν διακρινόταν πλέον. Κατά μήκος του δρόμου, σε κάθε βήμα, κομμάτια ασημόχαρτο και ξερές φλούδες πορτοκαλιού και λουλούδια πατημένα απ’ τα τακούνια. Ούτε άνθρωπος, ούτε σκύλος, ούτε βατράχι, ούτε ψυχή ζώσα από το λοφάκι ως την άκρη του χωριού. Ούτε πουλί πετούμενο. Και κάθε πράμα, στο χρώμα της πέτρας. Στ’ αριστερά, ανέτελλε στο βάθος ο ήλιος στο χρώμα του λιωμένου χιονιού: ήταν η ώρα εκείνη που στις γωνιές των δρόμων μαζί με τα νεκρά έντομα και με τα ζωύφια που ζουλήχτηκαν κατά λάθος στο σκοτάδι και με τα σκουπίδια και τ’ απόβλητα, μαζεύεται όλος ο βαρύς ζόφος της ντροπής, της αδιαφορίας, της κούρασης, της απόγνωσης, των συμβιβασμών και της λησμονιάς μιας ολόκληρης ημέρας του κόσμου.

Στα μισά της κατηφόρας, αναγκάστηκα να γυρίσω πίσω· «αναγκάστηκα», σας λέω. «Έϊ, Κλοάντι» φώναξα από κει κάτω, χαιρετώντας τον με το χέρι. «Δεν πίνω αλκοόλ, δεν πίνω, ακούτε; Δεν μπορώ να δεχτώ την πρόσκληση. Ίσως μια μπύρα, αλλά το κρασί δεν μπορώ. Ευχαριστώ πολύ, πάντως».

Και, πράγματι, εκείνος ήταν ακόμη εκεί, ακίνητος πίσω απ’ τον φράχτη, κάτω από τον ασημένιο ουρανό, όπως ένας αθώος φτωχοδιάβολος, που ένας βαρβαρικός στρατός, αφού είχε καταστρέψει τα πάντα γύρω του, θεώρησε πως δεν είχε αξία να τον σκοτώσει και τον καταδίκασε να κάνει μες τα ερείπια το σκιάχτρο που τρομάζει τα παιδιά.

Επιτέλους γέλασε και έγνεψε ναι με το κεφάλι και σήκωσε κι εκείνος το χέρι.

«Αν είναι έτσι, σας περιμένω αύριο για μπίρα», φώναξε. «Γερμανική μπίρα… σπέσιαλ».

«Τα λέμε αύριο, λοιπόν» φώναξα. «Μα μπείτε γρήγορα μέσα· είναι ύπουλος ο αέρας τα ξημερώματα».

«Αλλά κι εσείς, πηγαίνετε για ύπνο, όμως… Και αύριο, μην πάτε στο σχολείο, δάσκαλε. Ακούστε κι έναν βλάκα».

Ναι, είχε καταλάβει. Ακόμη κι εκείνος το είχε καταλάβει.

Δεν πήγα. Και τρεις μέρες αργότερα, όταν τον ξαναείδα τριάντα βήματα πιο μέρα από μένα με εκείνον τον αέρα του τον κάπως περίεργο, το μόνο που ήθελα ήταν να χαθώ από μπροστά του και να τρυπώσω στο πρώτο σοκάκι. Κι έτσι την επόμενη μέρα. Κι έτσι ως σήμερα, που έχουν πια περάσει τρία χρόνια, μπορεί και περισσότερα. Κι έτσι προβλέπω ότι θα γίνεται πάντα, ώσπου δεν θα ξανασυναντηθούμε πια μια αυγή στο χρώμα του λιωμένου χιονιού, ύστερα από τη γιορτή του χωριού, μοναδικοί μάρτυρες ενός κόσμου χωρίς έλεος, μνήμη κι ελπίδα.

Γελοίο δεν είναι όλο αυτό;

*Η Καλλιόπη Μακαρώνη είναι φιλόλογος και υποψήφια διδάκτορας στο ερευνητικό αντικείμενο της αναπαράστασης της πόλης και των θεαμάτων στην ευρωπαϊκή γραμματεία.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top