Fractal

Μετάφραση: Αθάνατη μεγάλη ελληνική ποίηση. Ομήρου Οδύσσεια Ραψωδία Π (Απόσπασμα 363 – 481)

Μετάφραση: Κώστας Χωρεάνθης //
Επιλογή και επιμέλεια κειμένου: Ελένη Χωρεάνθη //

 

 

[Εισαγωγή /Σύνδεση με τα προηγούμενα

Ο Οδυσσέας βρίσκεται πλέον στην καλύβα του χοιροβοσκού, όπου φτάνει ο Τηλέμαχος επιστρέφοντας από την Πύλο σώος και αβλαβής, ξεφεύγοντας με τη βοήθεια της θεάς Αθηνάς, την ενέδρα θανάτου που είχαν στήσει οι μνηστήρες. Στο παλάτι, ενώ οι μνηστήρες μελετούν την επόμενη κίνησή τους, μπαίνει εξοργισμένη η Πηνελόπης, η οποία αφού έβγαλε το άχτι της κατηγορώντας τους, αποσύρθηκε στα δώματά της θρηνώντας για όλα τα κακά που τη βρήκαν.]

 

“…Και αναμεταξύ τους, είπε ο Αντίνοος, ο γιος του του Ευπείθη:

«Αλίμονο! Πώς οι θεοί τον άντρα αυτόν απ’ το κακό γλιτώσανε!

Όλη τη μέρα κάθονταν φρουροί στις ανεμοδαρμένες τις ακτές

κάθε φορά και πιο πολλοί· κι όταν βασίλευε ο ήλιος

ποτέ απάνω στη στεριά τη νύχτα δεν περάσαμε, μα μες στο πέλαγο

πλέοντας με το θεϊκό καράβι, περιμέναμε τη θεϊκή Αυγή,

στήνοντας στον Τηλέμαχο ενέδρα για να τον τελειώσουμε τσακώνοντας

τον ίδιο· μα σίγουρα, αυτόν τον έφερε στο σπίτι του κάποιος θεός

κι εδώ, γι’ αυτόν να μελετάμε όλεθρο πικρό,

για τον Τηλέμαχο, από μας να μην γλιτώσει· γιατί δεν φαντάζομαι

ενόσω ετούτος ζει, πως οι δουλειές αυτές θα φτάσουνε σε τέλος.

Γιατί είναι επιτήδειος αυτός ο ίδιος σε σκέψη και βουλή,

κι ο λαός καθόλου πια για μας συμπάθεια δεν δείχνει.

Μα, ελάτε, πριν εκείνος συγκεντρώσει τους Αχαιούς

στην αγορά – γιατί να το παραμελήσει διόλου δεν φαντάζομαι,

μα θα μανιάσει και θα σηκωθεί να τα πει σε όλους

πως του σκαρώναμε άγριο φονικό και δεν πετύχαμε·

κι εκείνοι δεν θα μας επαινέσουν ακούγοντας κακά έργα·

μήπως κανένα κακό μας κάνουν και μας διώξουν

από τη δική μας γη και σε άλλων φτάσουμε τη χώρα·

μα στους αγρούς ας τον προφτάσουμε μακριά από την πόλη πιάνοντάς τον

ή μες στο δρόμο· κι εμείς οι ίδιοι το βιός και τα αγαθά του να ‘χουμε,

δίκαια μοιράζοντάς τα μεταξύ μας και το σπίτι

σ’ εκείνη τη μητέρα να το δώσουμε να το έχει όποιος την πάρει.

Κι αν σε σας αυτός ο λόγος δεν αρέσει, αλλά προτιμάτε

αυτός να ζει κι όλα τα πατρογονικά του να ‘χει,

το βιός του πια το επιθυμητό μην το κατασπαταλάμε

κι εδώ να μαζευόμαστε, αλλά καθένας από το μέγαρό του

ας τη γυρεύει τάζοντας προικιά· κι αυτή μετά

ας παντρευτεί όποιον της δώσει περισσότερα κι έρθει της μοίρας της γραμμένος».

Έτσι τους είπε κι όλοι τότε απόμειναν σωπαίνοντας βουβοί.

Κι ανάμεσά τους ο Αμφίνομος στη σύναξη πήρε τον λόγο,

του Νίσου ο Αντρειωμένος γιος, του άρχοντα Αρητιάδη,

που από το Δουλίχιο το πολύσταρο με τα χλωρά λιβάδια

ήρθε μνηστήρων αρχηγός, και πιο πολύ στην Πηνελόπη

άρεσε για τα λόγια του· γιατί είχε φρένα γνωστικά·

αυτός καλόγνωμος στη σύναξη πήρε τον λόγο και τους είπε:

«Φίλοι μου, εγώ δεν θα ‘θελα να σκότωνα

τον Τηλέμαχο· είναι φοβερό γένος βασιλικό

να σκοτώνεις· αλλά πρώτα των θεών ας δούμε τη βουλή.

Κι αν συμφωνήσουνε του Δια του μεγάλου οι ορισμοί,

ο ίδιος εγώ θα τον σκοτώσω και τους άλλους θα εξορίσω

μα αν εμποδίζουν οι θεοί, να σταματήσετε προστάζω».

Έτσι είπε ο Αμφίνομος και σ’ εκείνους άρεσε ο λόγος.

Κι αμέσως έπειτα σηκώθηκαν και πήγανε στον δόμο του Οδυσσέα,

και πήγαν και καθίσανε πάνω στους σκαλιστούς τους θρόνους.

Κι εκείνη πάλι, άλλα επινόησε η Πηνελόπη η φρόνιμη,

στους μνηστήρες να φανεί πως είχανε αδιαντροπιά μεγάλη·

γιατί έμαθε μέσα στα μέγαρα για του παιδιού τον όλεθρο·

της το ‘πε ο κήρυκας ο Μέδοντας που άκουσε τις βουλές.

Και κίνησε να πάει στο μέγαρο με τις ακόλουθες γυναίκες.

Μα, όταν στους μνηστήρες έφτασε η θεϊκή μες στις γυναίκες,

πλάι στην κολόνα στάθηκε της καλά στεριωμένης στέγης,

έχοντας μπροστά στα μάγουλά της λαμπρά κρήδεμνα δεμένα,

και τον Αντίνοο τον ονείδιζε και με τέτοια λόγια του μιλούσε:

«Αντίνοε, κακομήχανε, ξεδιάντροπε, και λένε και για σένα

πως είσαι από τους συνομήλικους ο πιο καλός στη χώρα της Ιθάκης

σε λόγο και βουλή· μα εσύ τέτοιος δεν μοιάζεις να ‘ σαι.

Τρελέ, πώς εσύ για τον Τηλέμαχο θάνατο και θανάτου μοίρα

κλώθεις, κι ούτε ικέτες δέχεσαι, που είναι γι’ αυτούς ο Δίας

μάρτυρας, κι είναι ανόσιο κακό να κλώθει ο ένας για τον άλλο.

Ή δεν ξέρεις πώς εδώ ο πατέρας ο δικός σου έφτασε φεύγοντας,

φοβούμενος το λαό, επειδή πολύ χολιάστηκε μαζί του

γιατί Ταφίους λαφυραγωγούς ακολουθώντας λήστεψε

τους Θεσπρωτούς· κι εκείνοι ήταν σύμμαχοι δικοί μας.

Να τον σκοτώσουν θέλανε και να ξεσκίσουν την καρδιά του

κι ακόμα και το πλούσιο βιός το ωραίο να του ρημάξουν·

μα ο Οδυσσέας τους εμπόδισε και τους συγκράτησε κι ας το ποθούσαν τόσο.

Τώρα εσύ το σπίτι εκείνου άτιμα ρημάζεις, γυρεύεις τη γυναίκα του,

το γιο του τον σκοτώνεις, και σ’ εμένα βαριά λύπη δίνεις·

μα σε προστάζω, πάψε πια και διώξε και τους άλλους»

Και σ’ εκείνη τότε ο Ευρύμαχος του Πολύβου ο γιος απάντησε:

«Κόρη του Ικάριου, φρόνιμη Πηνελόπη,

θάρρεψε! Μέσα στα στήθια σου μην έχεις τέτοιες έγνοιες.

Δεν υπάρχει αυτός ο άντρας ούτε θα βρεθεί κι ούτε θα γεννηθεί,

που πάνω στον Τηλέμαχο, στον δικό σου γιο χέρι θ’ απλώσει

ενόσω εγώ είμαι ζωντανός και πάνω στη γη βλέπω.

Γιατί, έτσι θα το πω ξεκάθαρα και θα ‘ ναι τελειωμένο·

ευθύς το μαύρο αίμα του γύρω από το δόρυ θ’ αναβλύσει

το δικό μου, αφού κι εμένα ο καστροπορθητής, ο Οδυσσέας

πολλές φορές στα γόνατά του παίρνοντας κρέας ψητό

στα χέρια μου έδωσε, και μου ‘δωσε και κόκκινο κρασί.

Γι’ αυτό και ο Τηλέμαχος από όλους μού είναι φίλος πιο πολύ

τους άντρες, και καθόλου θα ‘λεγα για εκείνου θάνατο να τρέμεις

από τους μνηστήρες· Όμως από τους θεούς δεν είναι να ξεφύγει».

Έτσι, ενθαρρύνοντας εκείνη, ωστόσο προετοίμαζε τον όλεθρό του.

Κι εκείνη τότε, ανεβαίνοντας στο φωτεινό υπερώο

έκλαιγε μετά τον Οδυσσέα, τον αγαπημένο άντρα της, ίσαμε που ύπνο

γλυκό πάνω στα βλέφαρά της σκόρπισε η γαλανομάτα Αθηνά.

Και βραδινός στον Οδυσσέα και στον γιο του ο θεϊκός χοιροβοσκός

έφτασε τότε και σιγά-σιγά ετοιμάζανε το δείπνο,

χοίρο μονοχρονίτικο θυσιάζοντας. Ωστόσο η Αθηνά

 

 

στον γιο του Λαέρτη στέκοντας σιμά, τον Οδυσσέα

χτυπώντας πάλι με το ραβδί γέροντα τον έκανε,

και με παλιόρουχα τύλιξε το κορμί του, μήπως ο χοιροβοσκός

τον γνώριζε αντικρίζοντάς τον και πήγαινε να το μηνύσει

στη φρόνιμη την Πηνελόπη, μέσα του μην συγκρατώντας το.

Και σ’ εκείνον πρώτος ο Τηλέμαχος γύρισε τον λόγο:

«Γύρισες, Εύμαιε θεϊκέ! Τι νέα μας φέρνεις απ’ την πόλη;

Πράγματι τώρα πια οι περήφανοι μνηστήρες έχουν γυρίσει

από την ενέδρα, ή με παραφυλάνε ακόμα κι ας γύρισα στο σπίτι·

Και απαντώντας του, είπες, Εύμαιε χοιροβοσκέ:

«Δεν μ’ έμελλε για τούτα να ρωτήσω και να μάθω

διαβαίνοντας μέσα από την πόλη· γρήγορα μ’ έσπρωχνε η ψυχή

το μήνυμα να μεταφέρω και πάλι εδώ πίσω να ‘ρθω.

Και μαζί μου ερχόταν από τους συντρόφους γρήγορος μαντατοφόρος,

ο κήρυκας, που πρώτος στη μητέρα σου έφερε την είδηση.

Και κάτι άλλο ξέρω· αυτό και με τα μάτια μου το είδα.

Ήμουνα πια πάνω από την πόλη, εκεί που είναι ο λόφος Έρμαιος,

κι ερχόμουνα, όταν γρήγορο καράβι είδα να μπαίνει

μέσα στο λιμάνι μας· κι άντρες πολλοί σ’ εκείνο ήταν μέσα,

κι ήταν γιομάτο από ασπίδες και δίστομα κοντάρια·

και υπέθεσα πως είναι αυτοί, μα τίποτ’ άλλο δεν γνωρίζω».

Έτσι είπε και γέλασε η ιερή του δύναμη ο Τηλέμαχος

κοιτάζοντας στα μάτια τον πατέρα του, τον χοιροτρόφο ξεγελώντας.

Κι εκείνοι, όταν τελειώσανε τη δουλειά και στρώσανε τραπέζι,

τρωγόπιναν, και δεν στερήθηκε η ψυχή το φαγητό δίκαια μοιρασμένο.

Έπειτα, σαν του φαγητού και του πιοτού την όρεξη χορτάσανε,

το πλάγιασμα θυμήθηκαν και πήρανε το δώρο του ύπνου.

 

Παλαιό Φάληρο, 10 Σεπτεμβρίου 2023

 

 

Ετικέτες: ,
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top