Fractal

«Ούτε αλλόκοτοι άνθρωποι, ούτε εμφανώς εγκληματίες»

Γράφει η Βιβή Γεωργαντοπούλου //

 

«Καναδάς» του Ρίτσαρντ Φορντ, μετάφραση: Θωμάς Σκάσσης, εκδ. Πατάκη

 

thumbnail“Θα μιλήσω πρώτα για τη ληστεία που διέπραξαν οι γονείς μας. Στη συνέχεια, για τους φόνους, που έγιναν αργότερα. Το πιο σημαντικό είναι η ληστεία, γιατί αυτή έκανε τη ζωή μου, καθώς και τη ζωή της αδελφής μου να πάρουν τον δρόμο που τελικά πήραν.Αν δεν ειπωθεί αυτό πρώτα, τα υπόλοιπα δεν θα βγάζουν νόημα.Οι γονείς μας ήταν οι τελευταίοι άνθρωποι που θα περίμενε κανείς να ληστέψουν μια τράπεζα. Ούτε αλλόκοτοι άνθρωποι ήταν ούτε εμφανώς εγκληματίες. Κανένας δε θα μπορούσε να φανταστεί ότι θα κατέληγαν έτσι όπως κατέληξαν. Ήταν δυο συνηθισμένοι τύποι – αν και, από τη στιγμή που λήστεψαν την τράπεζα, αυτού του είδους η αντιμετώπιση δεν είχε, φυσικά, κανένα αντίκρισμα πια.”

Ο Ρίτσαρντ Φορντ έγραψε ένα ακόμα αριστουργηματικό μυθιστόρημα δίχως δεκανίκια κανενός τύπου*,φαινομενικά ευκολοδιάβαστο,αδρό και ξεκάθαρο,φιλοσοφημένο χωρίς να το φωνάζει και βαθύτατα ανθρωποκεντρικό το οποίο συνέβαλε ήδη 100% στην αδιαφιλονίκητη παραμονή της σύγχρονης αγγλόφωνης αμερικανικής πεζογραφίας στην κορυφή των λογοτεχνικών Ιμαλαΐων,εκεί που δεκαετίες τώρα βρίσκεται.Ο τίτλος του είναι “Καναδάς”, κυκλοφόρησε το 2012 και εμφανώς κύρια υλικά του είναι ο Θάνατος και η Απώλεια.Ο Φορντ έχει δηλώσει ότι δούλευε γι αυτήν την θαυμάσια ιστορία επί είκοσι περίπου χρόνια παρατηρώντας προσεχτικά τον κόσμο εγγύς του και γενικότερα, αντλώντας συνεχώς στοιχεία και ζυμώνοντας επίμονα και υπομονετικά την πολυεπίπεδη κεντρική ιδέα (και) με προσωπικές του εμπειρίες.

Ευθύς μόλις ο αναγνώστης ξεκινήσει την αργή ομολογουμένως κατάδυση στον ζορισμένο κόσμο της μυθοπλασίας του Φορντ αντιλαμβάνεται ότι θα πιεστεί να την φέρει εις πέρας αλλά όχι εξαιτίας του αριθμού των σελίδων της.Θα στριμωχτεί συναισθηματικά.
Αν έχει ξαναδιαβάσει Φορντ,τότε ξέρει πως εκείνος σαν ένας χαρακτηριστικός εκπρόσωπος του λεγόμενου βρώμικου ρεαλισμού** γράφει όντως ρεαλιστικά,λιτά,πειθαρχημένα και έτσι περιμένει μιαν αιχμηρή,οπωσδήποτε εκτενή μα με φανερή οικονομία εκφραστικών μέσων ιστορία που ο δημιουργός της θα τον βάζει λίγο λίγο στα σπλάγχνα της και -ακόμα μια φορά- ψυχογραφώντας, σκαλίζοντας με την γνώριμη,λιτή και ακριβή δύναμη προσέγγισης που διαθέτει η γραφή του όλα τα πάσχοντα πρόσωπα που γνώρισε ή επινόησε ή και τα δυο συνδυασμένα άψογα και αναδεικνύοντας τις κυρίαρχες καταστάσεις και τις νοοτροπίες τους σε άρρηκτη σχέση με τους τόπους που ζουν,τις μεγάλες και ποικιλόμορφες χώρες της Βόρειας Αμερικής (Ηπα και Καναδά) που πιθανόν καθένας μας μισεί και λατρεύει ταυτοχρόνως για όλα όσα είναι κι όλα εκείνα που δεν (μπορεί να) είναι.
Αυτό στο κάτω κάτω έκανε λιγότερο ή περισσότερο στο έξοχο “Η Χώρα,Όπως Είναι” του 2006 με τον ευγενικό,οξυδερκή και καλοζωισμένο του ήρωα Φρανκ Μπάσκομπ ***να γοητεύει τον αναγνώστη με εκείνες τις ίδιες μα και εντελώς διαφορετικές αναζητήσεις του για την ζωή και το νόημά της δοσμένες με την ακρίβεια των παρατηρήσεών του,την ποιότητα της περιγραφόμενης ζωής που του έχει τύχει συνεπικουρούμενη ολοένα από την ανθρωπιά και την ευφυία του.
Εδώ η πρώτη κιόλας παράγραφος του “Καναδά” υποδέχεται πολύ πιο στεγνά τον αναγνώστη.Ο αφηγητής διηγείται χωρίς περιστροφές και σε πρώτο πρόσωπο,δίχως καλοπιάσματα και φτιαχτή αβρότητα για να τον συμπαθήσουν.Η παράγραφος παρατίθεται στην αρχή της ανάρτησης,είναι αυτή με τα χρωματιστά και κάποια πιο έντονα γράμματα και μόλις την διαβάσει οποιοσδήποτε αρχίζει να τρώγεται αμέσως με τα ρούχα του αναρωτώμενος τι πιο σκοτεινό μπορεί να έχει εντός της.
Γρήγορα καταλαβαίνει πως με λίγες λέξεις,τις μπολνταρισμένες,ο Φορντ φρόντισε και του είπε εξ αρχής τα πάντα και τίποτα.Στην ουσία τον έριξε κατ΄ευθείαν στα βαθιά και ξέρει και μαζί δεν έχει ιδέα τι έχει γεννήσει αυτή η βίαιη ανατροπή της ζωής του στον άνθρωπο που μέσα από 553 πυκνές σελίδες την διηγείται πριν και μετά το γεγονός που τον στιγματίζει,την ηλίθια ληστεία που κάνουν οι γονείς του.Είναι ένας έφηβος,μαθητής 15 μόλις χρόνων όταν γίνεται αυτό και άντρας πια περασμένα 60,χωρίς δικά του παιδιά, δάσκαλος στο κατώφλι της σύνταξης όταν καταφέρνει και βάζει πια μια τελεία στην αφήγηση/εξομολόγησή του.
Είναι ο Ντελ Πάρσονς που το 1956 εγκαθίσταται με τους γονείς και την γλωσσού δίδυμη αδελφή του Μπέρνερ,στο ήσυχο και άχρωμο Γκρέιτ Φολς της Μοντάνα σχετικά κοντά στα αμερικανοκαναδικά σύνορα κι αυτή είναι η πρώτη φορά που μένουν επιτέλους κάμποσο καιρό στην ίδια πόλη γιατί ο πατέρας τους,ένας όμορφος άντρας από τον Νότο,αξιωματικός της αεροπορίας και βετεράνος του Β΄ παγκοσμίου μετά το τέλος του πολέμου πρέπει κάπου να ριζώσει και να κάνει κάτι αποδοτικότερο οικονομικώς από τον στρατό και στο Γκρέιτ Φολς φαίνεται να το καταφέρνει. Πώς;Με μικροαπάτες στις οποίες ανακατεύεται ελαφρά τη καρδία,σχετικά ανώδυνες ακόμα κι όταν γίνονται αντιληπτές γιατί αρχικά εξυφαίνονται μέσα στο περίκλειστο κουκούλι του αμερικάνικου στρατού -τροφοδοτεί, όχι μόνος του βέβαια,με παράνομο βοδινό κρέας τον στρατιωτικό οικισμό-ψιλά γράμματα μπροστά στην γενικότερη σαπίλα που παράγει και αναπαράγει ασταμάτητα το κυνήγι του χρήματος που κάνουν οι περισσότεροι για να καλύψουν ό,τι δεν μπορεί το κράτος να τους δώσει μα ο τρόπος ζωής στην κοινωνία έτσι όπως αυτή οικοδομείται εντός του κράτους τους απαιτεί να πράξουν ακόμα και έκνομα για να΄ναι το βιοτικό τους επίπεδο ταιριαστό με το καταναλωτικό πρότυπο που προβάλλεται.
Η μητέρα των δίδυμων,η μάλλον ασχημούλα διοπτροφόρος και μικρόσωμη Νίβα,εντελώς αντίθετη από τον επιπόλαιο μα ψηλό και όμορφο άντρα της προέρχεται από μια οικογένεια καλλιεργημένων Εβραίων που δεν θέλουν ούτε να ξέρουν τον γαμπρό και έτσι δεν έχουν σχέσεις μαζί τους,δουλεύει σαν δασκάλα και είναι μια γυναίκα έξυπνη,με έντονη μεν προσωπικότητα μα συνεσταλμένη-σ΄αυτό παίζει ρόλο η εμφάνισή της και το ότι κάνει μπαμ ότι είναι ξένη- απόμακρη,κλειστή, επιφυλακτική ειδικά προς τον ασφυκτικό κόσμο της επαρχίας που κατά βάση τον περιφρονεί και τρέμει στην σκέψη ότι μπορεί να καταπιεί και τα παιδιά της.
Το γεγονός ότι οι γονείς του Ντελ,πολύ νέοι κι οι δυο,34 και 37 χρόνων, αποφασίζουν-ο πατέρας δηλαδή αποφασίζει γιατί τόσο του κόβει κι η μητέρα ακολουθεί ,ενώ διαβλέπει την αποκοτιά του εγχειρήματος- να ληστέψουν μια τράπεζα για να επιστρέψουν κάτι χαζά λεφτά στους μέθυσους και τσαμπουκάδες απατεώνες που εκείνος έχει εμπλακεί μαζί τους σ΄αυτές τις βρωμοδουλειές που τις κάνει πια και εκτός στρατού,οφείλεται περισσότερο σε βλακεία και στην καθαρή διαστροφή της Ειμαρμένης να διαλύσει ακριβώς αυτήν την συμπαθητική οικογένεια,που τα μέλη της ό,τι και να είναι σαν χαρακτήρες,όσο και να τους αλαλιάζει ενίοτε η όποια φτώχεια έχουν, αγαπιούνται μεταξύ τουςμε τον αντιφατικό και γι αυτό αληθινό τρόπο τους.Οι γονείς αυτοί νοιάζονται για τα παιδιά που έκαναν,προσπαθούν και πετυχαίνουν να είναι στο πλευρό τους και ο πατέρας και γι αυτά,για να τους εξασφαλίσει κάτι καλύτερο, κάνει μέσα στην κοντόθωρη ανοησία του κι όντας σαν ιδιοσυγκρασία επιρρεπής στην μικροπαραβατικότητα που εμφιλοχωρεί στον δυτικό τρόπο ζωής -εκεί που δεν την περιμένει κανείς,σε ταπεινούς και καλόγνωμους εν γένει ανθρώπους-την πράξη που θα τους φέρει όλους σε δεινή θέση και θα τους διαλύσει.

 

FORD FOTO (2)

 

Μετά την σύλληψη του ζευγαριού,όλα αλλάζουν στο χειρότερο,συγγενείς δεν υπάρχουν,οι φίλοι δεν είναι παρά ελάχιστοι κι έτσι ο Ντελ πριν τον περιμαζέψουν οι αρμόδιες για ανήλικους αρχές κι αρχίσει έναν ίσως πολύ πιο αβέβαιο κύκλο ιδρυμάτων και ανάδοχων οικογενειών φυγαδεύεται από μια μιλημένη φίλη της μάνας του στον Καναδά για να φιλοξενηθεί για ένα χρονικό διάστημα-το δραματικότερο αλλά και πιο διδακτικό και έντονο της ζωής του μετά την ληστεία-στο ξενοδοχείο για κυνηγούς που διευθύνει ο αδερφός της φίλης,ο περίεργος,βίαιος και με πολλά άλλα βεβαρημένος Αμερικανός Άρθουρ Ρέμλινγκερ,απόφοιτος του Χάρβαρντ,έξυπνος,εντυπωσιακός,γοητευτικός νέος άντρας και σκάρτος ως το μεδούλι τύπος,παλιάνθρωπος,απ΄αυτούς που δυσκολεύεσαι να πάρεις είδηση ειδικά αν είσαι ένα σαστισμένο 15χρονο παιδί και που τις πομπές τους τις κρύβουν καλά και για χρόνια σε αντίθεση με τους ατζαμήδες μικροσαλτιμπάγκους της επιβίωσης και της ανάγκης,όπως οι γονείς του Ντελ.
Η ξεπεταγμένη σεξουαλικά Μπέρνερ μέσα στην ατυχία τους δείχνει αρχικά να έχει σωστότερο ένστικτο αν και ατομικίστικα εκδηλούμενο,το σκάει πριν εμφανιστεί η φίλη της μάνας τους χωρίς να περιμένει τον αδελφό της που ψειρίζει τα πράγματα κι είναι ελάχιστες ύστερα οι φορές που οι δυο τους θα επικοινωνήσουν και θα βρεθούν.
Ο Ντελ θα φύγει τότε αλλά και μια και δυο φορές αργότερα από τα τέλματα της ζωής του και θα χαράξει έστω με μεγάλο κόπο κάτι καινούργιο στον Καναδά,θα γίνει Καναδός υπήκοος κι ο ίδιος παραμένοντας στην ψυχή του Αμερικανός μα δεν θα κολλήσει σε φαντάσματα-βαρίδια από το παρελθόν,δεν θα αναζητήσει κανέναν,δεν θα ξαναδεί τον φυλακισμένο του πατέρα ποτέ ,δεν θα θελήσει να μάθει καν τι απέγινε.Εγωιστικό;Απλά ανθρώπινο;Δειλία;Θάρρος και ρεαλισμός μαζί; Αποτέλεσμα του φόβου,της πικρίας για την απώλεια της πιθανής ξέγνοιαστης εφηβείας,των χαμένων μικρών πραγμάτων που φαινόταν να μπορεί να έχει και που ίσως γίνονταν οι γλυκερές και ελαφρές αναμνήσεις του;Όλα αυτά ή κανένα από αυτά;
Ποιος μπορεί με την σιγουριά του απ΄έξω να δικάσει,όταν ούτε ο πατέρας έκανε προσπάθεια να αναζητήσει τον γιο;Δεν ξέρουμε καν,φανταζόμαστε, ότι είχε μετανιώσει επειδή δεν ήταν από την πάστα του σκάρτος μα πιο πολύ επιπόλαιος άνθρωπος.Ούτε κι η αδερφή του εξάλλου έκανε κίνηση παρά μόνο στο τέλος και επειδή η αρρώστια της χτύπησε την πόρτα.Αλλά και πάλι ποιος μπορεί να την κατηγορήσει κι αυτήν για την ζωή που επέλεξε,της χίπισσας αρχικά και την άστατη και των πολλών και χωρίς παιδιά-κι εκείνη-γάμων ύστερα επειδή δεν έμεινε κολλημένη ες αεί σ΄έναν αποστασιοποιημένο αδελφό να κλαψουρίζουνγια τους γονείς και την χαμένη τους εφηβεία;Ίσως αν είχε επιζήσει η μητέρα τους να΄ταν όλα αλλιώς,όμως η Νίβα (επέλεξε και)έφυγε νωρίς κι έσπασε έτσι ο πιο γερός κρίκος που θα βοηθούσε να παραμένουν κοντά ο ένας στον άλλον και οι υπόλοιποι.

Ο Φορντ καθώς πυκνώνει την ιστορία των απλών και κοινότυπων και γι αυτό τόσο πειστικών και οικείων μας κατά παράδοξο τρόπο χαρακτήρων με πληροφορίες για την πρότερη φάση κυρίως των γονιών του,καταγωγές και καταβολές και τις μεταξύ τους συγκλίσεις και διαφορές,μας αποκαλύπτει και γεγονότα τα οποία όμως θα μας αφηγηθεί ως Ντελ αργότερα,μας προϊδεάζει γι αυτά για τα καλά, δεν ενσταλάζει όμως πιασιάρικη ή αν προτιμάτε μπεστσελερική αγωνία για την εξέλιξή τους,δεν δίνει δεκάρα να φτιάξει ντε και καλά συναρπαστική την δράση με κλισέ και διάφορα δοκιμασμένα τεχνικά κολπάκια(τα δεκανίκια που είπα στην πρώτη κιόλας πρόταση της ανάρτησης) με στολίδια για παράδειγμα γλωσσικά και υλικό κατάλληλο για να εικονοποιήσουμε άρα να υποβαθμίσουμε την υψηλής λογοτεχνικότητας αισθητική της γραφής του. Συχνά μας δίνει και την εντύπωση ότι ο -άραγε ως ένα βαθμό και ποιον alter ego του(;)- Ντελ αντιφάσκει και σαν ανήλικος και μετά σαν ενήλικος, μοιάζει να μην ξέρει τι ακριβώς (πρέπει να) θέλει.Βέβαια στην αρχή είναι δεκαπέντε χρονών, τι διάολο να ξέρει και τι να θέλει…Να την βγάλει καθαρή ζητάει και τίποτα πιο πολύπλοκο.Ο Ντελ και κάθε Ντελ σε όποια εκδοχή του κι αν αποφασίζει να τον βάλει στο μάτι η μοίρα βυθίζεται και ξαναβγαίνει στην επιφάνεια για χίλια δυο ανόητα ή πολύ σοβαρά πράγματα το ίδιο εύκολα μα και τραγικά.Γιατί;Μα γιατί δεν είναι κι αυτός παρά ένα μονάχα ανθρωπάκι,ένα σάρκινο ψηφιδάκι στο απέραντο αμερικάνικο μωσαϊκό!

Οι Πάρσονς και οι Ρέμλινγκερ,οι Ινδιάνοι και οι μαύροι,οι κατώτεροι στρατιωτικοί σαν τον πατέρα αυτής της οικογένειας(αυτοί που κάνουν τις σκατοδουλειές στους πολέμους μη φορώντας φυσικά ατσαλάκωτη στολή και γραβάτες),οι εργάτες των βιομηχανιών μα και οι περιπλανώμενοι πωλητές,οι μάγειρες,οι ναυτικοί,οι έξυπνες ενδεχομένως μα και μέσα στην μιζέρια βουτηγμένες ανεπιβεβαίωτες γυναίκες της μεσαίας και κατώτερης τάξης, δασκάλες,άνεργες και άεργες νοικοκυρές,υπάλληλοι και μικρομαγαζάτορες κι όλοι όσοι ζούνε σε μεγάλες φάσεις της ζωής τους χειρότερα κι από τους χειρότερους, φτωχότεροι από τους φτωχούς, στα όρια εκείνα που η ταξική ανάλυση είναι δυσδιάκριτη και τα κατώτερα στρώματα της περιλάλητης χώρας των ευκαιριών δεν απαρτίζονται μόνον από μερικές κατηγορίες,αυτοί όλοι από την αρχή της αμερικάνικης ιστορίας έτσι όπως την δίνει η λογοτεχνία είναι οι βασικές ψηφίδες που συνθέτουν το μωσαϊκό εκείνο που απεικονίζει το αληθινό πρόσωπο της τεράστιας από κάθε άποψη χώρας.
Και ο Φορντ ξέρει να το περιγράφει καλύτερα από κάθε άλλον σπουδαίο συγγραφέα των καιρών μας.Και το κάνει και πάλι με αριστουργηματικό τρόπο και είναι απλά εξαιρετικός σε όλα τα επίπεδα.

 

593130q Italy International Festival of Literature

 

*γλωσσικά,αφηγηματικής τεχνικής,περίτεχνους και εκμαυλιστικούς διαλόγους κτλ κτλ

**”Βρώμικος Ρεαλισμός “ονομάζεται το λογοτεχνικό κίνημα που γεννήθηκε στη Βόρεια Αμερική την δεκαετία 1970-1980 και χαρακτηρίζεται από αφαιρετική αφήγηση,που κρατά μόνο τα ουσιώδη στοιχεία της.Το κίνημα προέρχεται από τον Μινιμαλισμό. Όπως και στον Μινιμαλισμό, έτσι και στον Βρώμικο Ρεαλισμό κυριαρχούν η οικονομία λέξεων και οι επιφανειακές περιγραφές. Οι συγγραφείς που το ακολουθούν έχουν την τάση να αποφεύγουν τα επιρρήματα και προτιμούν να ορίζεται το νόημα από τα συμφραζόμενα. Οι ήρωες των διηγημάτων και των μυθιστορημάτων τους τείνουν να έχουν κοινότυπους χαρακτήρες
Συγγραφείς του Βρώμικου Ρεαλισμού θεωρούνται,ο πατέρας του κινήματος,Τσαρλς Μπουκόφσκι (1920-1994),οι διηγηματογράφοι Ρέιμοντ Κάρβερ (1938-1988),Τομπάιας Γουλφ(1945), Ρίτσαρντ Φορντ (1944),Λάρυ Μπράουν (1951-2004),Φρέντερικ Μπαρτέλμ (1943),Κόρμακ Μακάρθυ (1933) και ο Πέντρο Χουάν Γκουτιερέζ (1950).
Στα αγγλικά ο όρος Dirty Realism (Βρώμικος Ρεαλισμός) επινοήθηκε από τον Μπιλ Μπιούφορντ με σκοπό να ορίσει το στυλ συγγραφέων όπως ο Κάρβερ.
*** στον οποίο Φρανκ Μπάσκομπ ο Φορντ επανέρχεται με το μυθιστόρημά του του 2014 “Let Me Be Frank With You” και φυσικά το συνθέτει και το βασίζει όλο (ξανά) επάνω του.

 

ΥΓ.Παραλίγο να ξεχάσω να πω ότι η μετάφραση για τις εκδόσεις Πατάκη από τον Θωμά Σκάσση, είναι πολύ καλή.Αφέθηκα ,βλέπετε,στον ενθουσιασμό μου για τον Φορντ (του οποίου άρχισα να διαβάζω στα αγγλικά το “Let Me Be Frank With You” αποσπασματικά και ανυπομονώντας για τα όσα θα κάνει ή δεν θα κάνει ο εμβληματικός του Μπάσκομπ και μη μπορώντας να περιμένω να τον μεταφράσει κάποιος στην ωραία μας γλώσσα σε κάνα δυο χρόνια, κρίση γαρ).
Ο Φορντ γενικά θα έλεγα έχει ένα σταθερό ύφος,μια αναγνωρίσιμη γραφή που στην γλώσσα του είναι ακόμα πιο διακριτή και βεβαίως πιο όμορφη καθότι είναι η αυθεντική αλλά διαβάζοντάς τον τώρα στα αγγλικά δεν θα ήταν έντιμο να μην πω καλά λόγια για την μετάφραση ,αφού το είδα πόσο καλά τον έχει “πιάσει” μεταφραστικά ο Θωμάς Σκάσσης εδώ και αρκετά καλά κι ο Σπύρος Τσούγκος στο μάλλον δυσκολότερο,ίσως και να κάνω λάθος βέβαια, “Η Χώρα, Όπως Είναι”.Καλά λόγια για τους παρεξηγημένους και συχνά υπερβολικά αυστηρά κρινόμενους ενδιάμεσους της λογοτεχνίας -τους μόνους που θεωρώ απολύτως απαραίτητους τελικά ανάμεσα στον δημιουργό και τον αποδέκτη- τους μεταφραστές,στους χειρότερους των οποίων και ναι,μιλάω πάρα πολύ σοβαρά, χρωστάμε μεγάλη,πολύ μεγάλη χάρη για όλους τους εξαίσιους συγγραφείς που μας έφεραν,όπως κι το έκαναν, στην πόρτα μας.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top