Fractal

Για ν’ αντικρίσουμε το Φως

Γράφει ο Ανδρέας Καρακόκκινος //

 

Αγγελική Ζευγολάτη «Πίνακες», εκδόσεις Γράφημα 2022

 

«Οι σκιές, μαζί με τις ηλιαχτίδες,

θα βοηθήσουν τις μανόλιες να ανθίσουν

Ό,τι χάθηκε, δεν χάθηκε. Δίνει βήμα για νέα αρχή»

 

Τρεις στίχοι από το ποίημα  «Αίσθηση» το πρώτο της συλλογής πεζού και ποιητικού λόγου «Πίνακες» της Αγγελικής μας δίνουν όλο το πνεύμα της ποιήτριας.  Όλος ο  έντονος κοινωνικός προβληματισμός και η αγωνία της για το αύριο απλώνονται με λόγο ρεαλιστικό μέσα στα 19 ποιήματα και τα 6 πεζά του βιβλίου όπου η ποιήτρια ζωγραφίζει πίνακες με λέξεις μέσα από τη μνήμη και το χρόνο που φεύγει. Και στο ίδιο ποίημα «Αίσθηση» μας λέει ακόμα:

 

«Ο χρόνος τελειώνει/Ανακατεύει το χθες, το αύριο και το σήμερα/

μέσα στο ράγισμά του»

 

Και στο ποίημα «Μνήμη (πίνακες)» γράφει:

 

«Έτσι γεννιέται η μνήμη/Και οι αντοχές την καλωσορίζουν/Γυμνή, για τους ελεύθερους/Ντυμένη, για τους ταξιδευτές»

 

Μέσα στο πέρασμα του χρόνο παρατηρεί τον άνθρωπο από τη γέννηση του

και περιγράφει τη πορεία του μέσα από το ποίημα «Κλαίει το παιδί»

 

«Αθώο παιδί, ιδρώτα και ασπράδι γέμισαν τα χέρια/Μπολιάστηκε λύπη, οργή και ελευθερία η ψυχή/Χτύπησε η φλέβα και σκορπήσαν τα πουλιά»

 

Για να συνεχίσει τους στίχους για το παιδί  στο ταξίδι του μέσα στη ζωή λέγοντας μας:

 

«Πετά ψηλά/Πετά χαμηλά/Κοιτάζει τη βροχή/Ορμάει μέσα στην καταιγίδα/

Ορκίζεται αφοσίωση/Δίνει συγκατάθεση/Εισπνέει δηλητήριο/Εκπνέει λουλούδια»

 

Και κλείνοντας το ποίημα γράφει:

 

«Έρχεται με τα καραβάνια τής ερήμου και πηγαίνει/για νέες συγκινήσεις, μουσκεμένος ως το κόκκαλο/Αμετανόητος/Ελεύθερος/Πετά ψηλά/Πετά χαμηλά/Φτάνει στα κύματα/Μετωπική σύγκρουση/Τα πατάει»

 

Οι λέξεις της, ο ποιητικός της λόγος, ξεκινούν μέσα από τη ψυχή της που είναι γεμάτη από συναίσθημα, ευαισθησία και αγάπη για τη ζωή και τα οποία θέλει να μεταφέρει στον αναγνώστη να φωτίσουν τις σκιές και τα σκοτάδια που αναπόφευκτα κατακλύζουν την ανθρώπινη ύπαρξη. Αυξάνονται έτσι  οι φωτεινές στιγμές που θα φέρουν στον άνθρωπο μια άνοιξη. Γράφει στο ομότιτλο ποίημα:

 

«Μοιάζει η Άνοιξη/με το γλυκό ρίγος, που ’χουν τα ροδόφυλλα,/σαν τα αγκαλιάζει η πρωινή πάχνη»

 

Παρατηρεί τη καθημερινότητα και προτρέπει τον αναγνώστη να μη λησμονεί τις απλές καθημερινές πράξεις που φωτίζουν τη κάθε μέρα μας και δίνουν το φως τους στο κάθε αύριο. Γράφει στο ποίημα «Γιατί δεν ξημερώνει» με μορφή ερώτησης.

 

«Έκλεισες τα παράθυρα του σπιτιού/Μην φύγουν, νύχτα ώρα, και πετάξουν μακριά/οι ολόδροσες αναμνήσεις τής μέρας,/σαν τις πεταλούδες τής άνοιξης;/Έβαλες τα παιδιά για ύπνο/μ’ εκείνα τα γέλια και τα παραμύθια,/

που γκρεμίζουν τα σκοτάδια/και χτίζουν τις ανατολές των ονείρων;»

 

Πολλές φορές όμως η χρήση της ελευθερίας που έχει ο κάθε άνθρωπος

είναι πλαστή γιατί η ελεύθερη του βούληση χάνεται μέσα στα πρέπει και στις απαιτήσεις της κοινωνίας που ζούμε. Και με λόγο ειρωνικό η Αγγελική στο ποίημα «Είσαι ελεύθερος» γράφει:

 

«Ζήτω», που είσαι ελεύθερος να φοράς τη μάσκα τής κοινωνικότητας/

Είσαι ελεύθερος, να κρύψεις/τη μοναξιά και τη βαρεμάρα σου/Είσαι ελεύθερος, να κοιταχτείς στον καθρέφτη για λίγο/Τόσο, όσο που να μην αγγίξεις το είδωλό σου»

 

Και κλείνοντας το ποίημα ο λόγος της ποιήτριας γίνεται καυστικός.

 

«Μετά από κόπους, από αγώνες και θυσίες/Μετά από επαναστάσεις/

Είσαι ελεύθερος, να βγεις στους δρόμους των παρελάσεων/  Κουστουμαρισμένος, να σφίξεις όσο θέλεις τη γραβάτα σου/Μέχρι να βγει η γλώσσα έξω/Για να φωνάξεις «Ζήτω»

 

Αγγελική Ζευγολάτη

 

Στη κοινωνία όπως είναι φτιαγμένη εκτός από ελεύθερος να κρύβεις τη μοναξιά σου είσαι και ζωντανός. Και όπως γράφει η ποιήτρια στο ομότιτλο ποίημα «Ζωντανός» «Μόνος, επέλεξα να πλέξω ένα μαργαριταρένιο κολιέ

από δάκρυα» Και συνεχίζοντας το ποιητικό μονόλογο μας λέει:

 

«Δεν σταμάτησα να αφήνω να σταλάζει,/μέσα στην εκκλησία των αναστεναγμών μου,/η βροχή τού κόσμου»

 

Η Αγγελική βαθιά μέσα της αισθάνεται ότι ο κόσμος που ονειρεύτηκε, που όλοι μας ονειρευτήκαμε δεν είναι αυτός που έχει επιβάλει η κοινωνία με γραπτούς και άγραφους νόμους. Και κλείνοντας το ποίημα «Ζωντανός» γράφει:

 

«Έκλαιγα από συγκίνηση/Έκλαιγα, γιατί κάποια αγκάθια/από τον κήπο των ανθρώπων/μού μάτωναν τα χέρια/Και το αίμα κυλούσε ποτάμι/Αίμα, σαν κόκκινο κρασί/πάνω στο λευκό τραπεζομάντηλο της ζωής/Απόδειξη ότι ήμουν ζωντανός/»

 

Και στο ποίημα «Ο κήπος μου» η Αγγελική μιλώντας για τα αγκάθια του κήπου γράφει:

 

«Τα αγκάθια δεν τα επέλεξα/Όμως, φίλιωσα μαζί τους/Εγώ, έμαθα πώς να τα πιάνω/Κι εκείνα, σταμάτησαν να μου ματώνουν τα δάχτυλα»

 

Μια συμφιλίωση με τα αγκάθια του κήπου, όπως και με τα αγκάθια της ζωής έχουν σίγουρα ένα θετικό αποτέλεσμα και μας ανοίγουν ένα δρόμο στο αύριο.

Για να μας πει ακόμα στο ποίημα «Νόστος»

 

«Ξυπνούν στην άκρη της ανατολής των βλεφάρων/τη λάμψη τού πόθου/

Την ώρα, που ανθίζουν οι πασχαλιές στον κήπο τής απουσίας/και της απέραντης θλίψης,»

 

Μέσα στη ποίηση της Αγγελικής διακρίνει κανείς την ευαισθησία της για τον άνθρωπο. Χαίρεται με ότι προκαλεί τη χαρά και λυπάται με ότι θλίβει και προκαλεί θλίψη στο συνάνθρωπο της. Χαίρεται και αναζητά το όνειρο που «ξεπετιέται και Γυρεύει να συναντηθεί με πλήθος Ασωμάτων» όπως μας λέει στο ποίημα «Το όνειρο» Ξέρει ότι μέσα στο όνειρο υπάρχει αυτό που αναζητά λέγοντας μας στο ποίημα «Υπάρχεις»

 

«Εγώ, εσένα σε ξέρω/δεν γίνεται να μην υπάρχεις/Σου άνοιξα την πόρτα να φύγεις/Σίγουρα υπάρχεις/Σε είδα στον ύπνο μου»

 

Στα έξη πεζά η Αγγελική μιλά για το σκοτάδι και τις σκοτεινές διαδρομές της κοινωνίας αλλά και για το θάνατο.

Στη Κοκώ βλέπουμε τη νεκρή κυρία να αντιμετωπίζει στους βρικόλακες που

 

«τόλμησαν περιπαικτικά, για ακόμα μία φορά, να της προσφέρουν μιάμιση μερίδα λευκό, πάλλευκο ρύζι, πιο άσπρο και απ’ το χιόνι. Η κυρά το παραμέρισε, το έσπρωξε πάνω στο τραπέζι με περισσή περιφρόνηση. «Να ταΐσετε αυτούς που πεινάνε», είπε».

 

«Στη «Θεογονία» βλέπουμε τις σκοτεινές διαδρομές του ήρωα.

 

«Μπήκε μέσα μου ο Σατανάς. Ένιωσα τις ενορμήσεις μου να δημιουργούν

συμπαντικό Χάος. Έβλεπα μπροστά μου τη Γη, τον Έρωτα και τον Θάνατο, αλλά υπερίσχυα εγώ.»

 

Στην Αμάντα έχουμε μια ακόμα σκοτεινή διαδρομή όπου ο ήρωας αναφωνεί

 

«Δεν κερδίζονται οι μάχες με στάχυα». Η φωνή μου με ξύπνησε. «Μόνο με αίμα που βράζει, σπαθί και κοντάρι καβαλάς, το όνειρο», ψέλλισα,

 

Στο «Φωταγωγό» γράφει η Αγγελική «Παρίσταμαι στις παραστάσεις

σας, στους κύκλους των αντανακλάσεών σας, που πονάνε τα μάτια μου. Το πολύ φως και το πολύ σκοτάδι τυφλώνουν το ίδιο.»

 

Στις «Στρίγκλες» βλέπουμε τις τρεις Καλοκυράδες να τις φωνάζει η μάνα τους, η κουκουβάγια,

 

«Τσακιστείτε, να φτάσετε στον βασιλιά και να τον ξεγδάρετε! Αυτός και οι αμαρτίες του, σας καλούν». Και βλέπουμε στο τέλος τις τρεις αδερφάδες να τρέχουν σαν σκυλιά λυσσασμένα να φτάσουν στη μάνα τους, να τους βγάλει τα μάτια και να τα παραδώσουν στον Άρχοντα του Σκότους, μαζί με την ψυχή

τού Εφήμερου, του άπληστου και άδικου βασιλιά.»

 

Η συλλογή πεζού και ποιητικού λόγου Πίνακες, της Αγγελικής Ζευγολάτη γεμάτη από συναίσθημα για τον άνθρωπο μας προτρέπει να ξεφύγουμε από τα σκοτάδια που πνίγουν τα όνειρα και την ελευθερία στον άνθρωπο και να αντικρύσουμε το φως που φέρνει ο ήλιος το ξημέρωμα και το αρώματα της Άνοιξης .

 

Τέλος να αναφέρω ότι ο επιμελητή Αντώνης Ε. Χαριστός σε σημείωμα του στο βιβλίο αναφέρει ότι στο έργο  εφαρμόστηκε η φιλολογική προσέγγιση των κειμένων λογοτεχνίας την οποία υιοθετεί ο Φιλολογικός Όμιλος Θεσσαλονίκης.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top