Fractal

Πέντε ποιήματα

Της Πόπης Ροδίτου //

 

 

 

 

Ακολουθία

 

Έτσι έγινε και σε συνάντησα.

Πριν του νου μου το ζύγι σκεφτεί να λογιάσει μια ανάσα μου που γεννιότανε,

από δρόμους υπόγειους και κατάφωτους όρμησε το αίμα μου στην ανάσα

την αναπότρεπτη και μοιραία στιγμή,

που σήκωνε στον αέρα το ποτήρι με το ροσόλι.

 

Έτσι έγινε.

Και πριν να το καταλάβεις,

πριν να θελήσεις να διαπραγματευτείς τον ορίζοντα

σαν ένα άσπρο σύννεφο που αναδίνει μια λάμψη στις άκρες,

προτού προλάβεις ν αναλύσεις τα πριν προλογίζοντας τα μελλούμενα,

το χέρι σου μ έσπρωξε αντίκρυ στον άνεμο,

και συ μπήκες μπροστά.

 

Έτσι έγινε.

Και πριν να διαλέξουμε τρόπο,

ντυθήκαμε για ταξίδι με μια βάρκα που δεν χωρούσε τους φόβους μας.

Κι ήταν παραμονή ερήμωσης όταν σηκώσαμε τα πανιά,

και τους εγκαταλείψαμε στο γκρίζο το μόλο,

σπαράζοντας και εκλιπαρώντας

να τους φυλάξουν με ζήλεια και σύνεση όλοι οι αποκλεισμένοι,

που ανεμίζουν μαντίλια ανάερα ακόμα και τώρα,

που προσχωρήσαμε στη γαλάζια αχλή,

και που το σ΄ αγαπώ αιωρείται σα λιποθυμισμένη υπόσχεση,

και που τα χέρια σου σταυρώνουν ανοιχτά τα δικά μου,

και που η φωνή μου σέρνεται απάνω στο στέρνο σου

γράφοντας όλη νύχτα μ ανάσες και κύκλους:

 

Έτσι μιλώ για σένα και για μένα, -μ’ ακούς?

 

 

 

Αναμνήσεις

 

Ήταν 18 του μήνα και τα λεφτά μας είχαν ήδη τελειώσει.

Τα ρούχα σου μύριζαν το χθεσινό σφαγείο,

πόσο δεν ήθελα να το ξέρεις.

Σκέφτομαι τη μαμά μου

που δε μου δίνει το δερμάτινο πορτοκαλί της ταγιέρ.

Σου λέω, «θέλω να με δεις»,

απάντησες, «δεν πειράζει,

-δε μας πειράζει, μ;»

 

Πάλι μπέρδεψα τη φέτα με το τυρί,

τώρα θα στρώσω το τραπέζι να φάμε.

Αυτός ειν ο καιρός να ζήσω επιτέλους μαζί σου,

μαζί θα κοιμηθούμε αγκαλιά

δίχως ξανά να χωριστούμε.

Η άνοιξη λέει περίμενε,

το αυγουστιάτικο φεγγάρι

θα κάψει φέτος τα μαλλιά σου.

Στο σπίτι μας,

στο κρεββάτι μας,

ψάχνω το μαξιλάρι σου.

Το σύμπαν βρέχει μέσα σου,

εμένα φυτρώνει αγάπη εντός μου.

Είπες θα γίνω τα τείχη σου,

και σου ‘δωσα πόνους αιώνων.

Τώρα εγώ θα σε πλύνω,

εγώ να νικήσω πάλι τη σκόνη,

εγώ να περπατήσω το κύμα,

μέχρι που να συναντηθούμε

για ένα διάστημα τόσο μικρό

όσο τα αποψινά μεσάνυχτα,

που θα πιαστούμε χέρι χέρι

και θα κοιτάξουμε δέντρα

με πυκνά κλαδιά και πυκνότατο φύλλωμα

πυκνό σαν την αγάπη μας

κι αυγουστιάτικα φεγγάρια

ασημένια σαν τα μαλλιά σου.

Αυτός είν’ ο καιρός να ζήσω επιτέλους μαζί σου,

-δε μας πειράζει, μ;

 

 

 

Υπόσχεση

 

Ήμασταν μαζί μόνο για λίγο,

αλλά πίστεψα την αγάπη που κρατάει πολύ, χίλια χρόνια.

Υπάρχει παντοτινή μοναξιά, σκέφτηκα, γιατί όχι κι αγάπη;

 

Τώρα σε συναντάω στον αγώνα της πίστης

ιδρώνοντας στον ύπνο μου, πριν και μετά,

γραπώνοντας στον αέρα κάτι άδεια μανίκια,

εκτός απ τις φορές που τα μανίκια

είναι μουσκεμένα με δάκρυα, αλλιώς τίποτα, σκέτο σκοτάδι.

 

Συχνά περιπλανιέμαι στο ήρεμο χάος

παρατηρώντας στο βάθος το ρόδινο γαζί τ ουρανού.

Μπορεί εκεί ο ουρανός να τελειώνει;

 

Φρουρέ της νύχτας, μόνο εσύ που ξαγρυπνάς

μπορείς να με ρωτήσεις, να μάθεις.

Πόσο κρατάει μια νύχτα έρωτα;

Πόσο διαρκεί μια νύχτα μοναξιάς;

Μπορεί να προκαταβληθεί μια συγγνώμη;

 

Τόσο θαυμάσιες νύχτες κι έπρεπε μετά να σ αφήσω.

Έτσι θα σ αφήνω κάθε φορά,

όποτε ο χρόνος τελειώνει,

όποτε ο θυμός μου αρχίζει,

όποτε η μοναξιά μου ιριδίζει σα διπλό περιδέραιο από στάλες βροχής

και το φεγγάρι σκοτεινιάζει,

κι ο ουρανός συρρικνώνεται,

και δεν είναι πια απέραντος, κι έχει τέλος.

 

Μα αν ακούσω στον ύπνο μου

κλάμα παιδιού που κοιμάται,

να ξέρεις, θα γυρίσω σε σένα,

την ίδια κιόλας στιγμή.

Χαρτογραφία

 

Ήρθες, δεν ήρθες,

τώρα απλώς δε θυμάμαι

γιατί ταξίδευα ενώ σε περίμενα.

Τον κόσμο τον ιδανικό που δε γνώρισα σε ρωτούσα

και σύ είπες, ακολούθα με,

και θα φτάσεις εκεί που από χρόνια λαχταράς, στις αναμνήσεις του μέλλοντός σου.

 

Σε πιστεύω ακόμα,

μόνο μερικές φορές με μιαν αδιόρατη θλίψη,

ότι το τραίνο αδιάφορα τάχα θα συνεχίσει την πορεία

του επειδή εγώ στέκομαι διστακτικά στο σκοτάδι.

Μετά,

παρατηρώ τη σταγόνα στο μάγουλό σου

που μου αναποδογυρίζει τον ουρανό

και γίνομαι ερωμένη αδιόρθωτη της ελπίδας,

κι ο χρόνος αμείλικτος.

 

Αίφνης, μια λέξη καίει τη σιωπή, θυσία.

Προσεκτικά, συλλαβίζω το ρήμα της.

Με περήφανη συνέπεια βαδίζω στην ευθεία που έχω χαράξει

ανήσυχη για τη σχέση της με τους ορισμούς του Θεού

για τη θεια πορεία μου.

Και παρ’ όλες τις αντίθετες διακηρύξεις,

είμαι πιστή.

 

 

 

πρόσφυση

 

Τις κρύες νύχτες, όταν

οι πηγές μέσα μου τρέχουν,

τις λάβρες μέρες, όταν

οι πηγές μέσα μου τρέχουν,

ζωή ζητώντας δικαίωση

κοντοστέκεται αντικρύ μου

απλώνοντας με τρυφεράδα ερωτική

τραχιά ροζιασμένα χέρια,

σαν πατρικά.

 

Στην αγκαλιά της ακουμπάω πειθήνια,

ηδονικά καθώς αρχίζουμε να μετράμε

τους τόπους της γενέθλιας εμπειρίας,

τις κορυφές και τα βάραθρα

μιας αψηλάφητης σχέσης.

Πέτρες κατρακυλάνε στο στήθος μου,

τροχιές τους μ αυλακώνουν στο στέρνο,

που πλημμυρίζει ευγνωμοσύνη

και κοντανάσαιμα

 

Πώς τόσο εγώ, υπάρχει σε τόσα εσείς,

αναπάντεχα κι αναρίθμητα,

απροσδόκητα και σημαντικά,

πώς τόσο εγώ, είναι απύθμενα άλλο.

Κι αν ό,τι δώσαμε είναι ό,τι πήραμε,

εγώ τα πήρα όλα,

αίμα και λάφυρα και στρατούς,

της θάλασσας αρμυρό βουητό,

ζωή μου πόσο μ αγάπησες.

 

Κι εσύ, μη γυρεύεις

να με ξεζαλώσεις απ την πραμάτεια μου

και μη γελάς εις βάρος μου

επειδή έφτιαχνα χάρτινα τριαντάφυλλα

που έλειπε από πάνω τους τ όνομά μου

και τ άφηνα στο κατώφλι σου

με τη λαχτάρα για να τα βρεις.

Αυτή η χώρα θα μείνω ακόμα εδώ.

Αιώνια δράστης και παρατηρητής.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top