Fractal

Συγγραφικός άθλος

Από τον Κωνσταντίνο Μπούρα // *

 

Αντώνης Μπουλούτζας: “Το ξύπνημα της Πατρινέλλας”, Μυθιστόρημα, Εκδόσεις Νίκας, Αθήνα 2022, σελ. 599

 

Ξεκινάμε γραμμικά τη συστηματική ανάγνωση ενός βιβλίου από έναν επαγγελματία της γραφής, που δεν αφήνει τίποτα στην τύχη, αλλά ήδη από το δακτυλόγραφο ψηφιακό του αρχείο ρυθμίζει ακόμα και τα της εικόνας του εξωφύλλου γνωρίζοντας καλώς πως κάθε μέσο καλλιτεχνικής έκφρασης έχει τη δική του «γλώσσα» και οδηγεί πάντα σε ένα ξεχωριστό, μοναδικό και ανεπανάληπτο πολιτισμικό προϊόν. Αφιερωμένο στην αγία μητέρα του και στις αδελφές του αυτό το πόνημα από έναν υπέρ-επαρκή συγγραφέα, που θήτευσε στη δημοσιογραφία για πάρα πολλά συναπτά έτη. Αξίζει ιδιαίτερης προσοχής η ρητορική επιφύλαξη: Η ιστορία αυτή αποτελεί κύημα φαντασίας από την αρχή ώς το τέλος. Οι χαρακτήρες επίσης των ηρώων είναι επινοημένοι, και τυχόν υπαρκτά πρόσωπα δεν σχετίζονται καθόλου με σκέψεις, λόγια, ή πράξεις που τους αποδίδονται. Επομένως, κάθε συνεπωνυμία ή ταύτιση πρέπει να θεωρείται απόλυτα συμπτωματική. Τι είναι όμως φανταστικό και τι δεν είναι; Ακόμα και η βεβαιωμένη, η εξομολογουμένη επίσημη (αυτo)βιογραφία είναι προϊόν μυθοπλασίας. Και μόνη η χωροχρονική τοποθέτηση, η συμπύκνωση (για λόγους δραματικής οικονομίας) αποστασιοποιούν την αφήγηση από τα στυγνά καταγεγραμμένα γεγονότα. Είναι γνωστό σε όσους από εμάς έχουμε θητεύσει ως ένορκοι στο κακουργιοδικείο πως τα προϊόντα αθέλητης, ακούσιας και χωρίς συναίνεση καταγραφής αξιοποίνων πράξεων δεν λαμβάνονται υπ’ όψιν, ακόμα και εάν τα παρακολουθήσαμε όλοι ζωντανά στις ειδήσεις των οκτώ. Άρα για ποια πραγματικότητα μιλάμε; Τη δική μας, των άλλων και από ποια συγκεκριμένη χωροχρονική, ιδεολογική οπτική; Μήπως το είδος του «φανταστικού» στην Λογοτεχνία ορίζεται μάλλον από τη συσχέτισή του με την (μη) αληθοφάνεια και από την ευθεία σύζευξή του με το εξωπραγματικό; Στο φαντασιακό κάθε ατόμου κάθε στιγμή προβάλλεται ένα παραβολικό ή υπερβολικό, παραμορφωμένο όμως είδωλο του έξω κόσμου, μεταβολίζεται, ανασυντίθεται και καταγράφεται προσωρινώς ως μετείκασμα για να αποδελτιωθεί και να μετασχηματιστεί μετά κατόπιν πολυπλόκων χρονοβόρων εγκεφαλικών και ψυχοσωματικών διεργασιών στην ανάμνηση-θύμηση, που όμως ούτε κι αυτή είναι σταθερή, αφού μετασχηματίζεται καθημερινώς με την εισροή νέων δεδομένων, τόσο από τις αντιληπτικές οδούς όσο και από τις εσωτερικές διϋλίσεις-ανακατατάξεις. Η ανατροφοδότηση είναι μια διαρκής, αυτόματη εν πολλοίς διαδικασία, πόσω μάλλον εάν εξαρτάται από τη συνειδητή τέχνη της μεταστοιχείωσης που προϋποθέτει και συνεπάγεται τη δημιουργία και χρήση τεχνικών. Με άλλα λόγια, ένας συγγραφέας στο τρίτο κατά σειράν μυθιστόρημά του μας ξεναγεί αναγκαστικά στον εσωτερικό του αναπλαστικό καθρέφτη, εκεί όπου πραγματικό και φαντασιακό συνείρονται, συνδυάζονται και συνθέτουν μια νέα απολύτως διακριτή από υφολογική, αισθητική και θεματολογική άποψη «πραγματικότητα». Βεβαίως, η ρεαλιστικότητα της γραφής και η αληθοφάνεια προσώπων και διαλόγων δεν μειώνουν την εκφραστική ελευθερία του επίμονου επαρκούς δημιουργού, μετατοπίζουν όμως το αποτέλεσμα από τον χώρο του «φανταστικού» στον χώρο του δυνητικά «υλοποιήσιμου». Το ανέφικτο είναι η ειδοποιός διαφορά μεταξύ «φανταστικής» και μη παρεκκλίνουσας από τον όποιο στατιστικό ορθολογισμό Λογοτεχνίας. Ας ασχοληθούμε τώρα με το προ-κείμενο. Σαράντα οκτώ (48) κεφάλαια με χρονοσημάνσεις (του τύπου: Κυριακή, 13 Απριλίου – Ώρα 10.45 π.μ.) και επίλογος. Τι χρειάζεται όμως ο επίλογος σε ένα προϊόν μυθοπλασίας; Και γιατί λείπει τότε ο αντίστοιχος πρόλογος (ή εισαγωγή) από τον ίδιον τον συγγραφέα κι όχι από έναν τρίτο διαμεσολαβητήμεταπράττη; Η απάντηση έγκειται στον ίδιο τον επίλογο: Οι φίλοι που είχαν συνοδεύσει την Πατρινέλλα στην τελευταία της κατοικία άρχισαν να αποχωρούν. Πρώτα η Κατερίνα Δημουλάκου που βιάστηκε να κατευθυνθεί προς την έξοδο, και έπειτα οι δύο ηλικιωμένοι. Τελευταίοι ακολουθούσαν ο Βλάσσης και η Ελένη με τη Δώρα και τη μητέρα της. Η Ουρανία Βασιλείου γύρισε και έριξε μια τελευταία ματιά στο μνήμα. Σκέφτηκε να στείλει στον Κωνσταντίνο τον συνηθισμένο της χαιρετισμό και ύψωσε το ένα χέρι, αλλά το κράτησε μετέωρο. Δεν ήταν σίγουρη αν τη γελούσαν ή όχι τα γέρικα μάτια της. Εκτός και αν οφειλόταν σε κακοτεχνία, φάλτσο από το καλέμι του τεχνίτη στην κατασκευή ή απλώς έτσι να νόμισε, να ήταν ψευδαίσθηση… αλλά μπορεί να το προκάλεσε ο ήλιος που κρυφοκοίταξε κι εκείνος ξαφνικά πίσω από τα κυπαρίσσια… όπως και να είχε πάντως, το άγαλμα, ο Δίας, ο Απόλλωνας, ο Πατρέας, είτε ο Κωνσταντίνος Δούκας, όπως τον έβλεπε η Πατρινέλλα επί τρεις αιώνες, έδειχνε να λάμπει από ένα εξώκοσμο φως. Και χαμογελούσε. Επομένως πρόκειται απλώς για τη «λύσιν του δράματος», για μια συμπερασματική κατάληξη «ανοικτού» ή «κλειστού» τύπου, που αφήνει στον επαρκή αναγνώστη περιθώρια συνδημιουργικής ανάπλασης των τεκταινομένων. Το «μεταφυσικό» ή «παραφυσικό» στοιχείο, το «αλλόκοτο» εν γένει υπεισέρχεται στη μάλλον απίθανη αλλά όχι κι απραγματοποίητη εκδοχή: Οι λοιποί της παρέας έστησαν πηγαδάκι λίγο παράμερα με θέμα συζήτησης την περιπέτεια των τριών ανδρών στις στοές. Που άρχισε μόλις ο Αντώνης Καλαμάκος παρέδωσε στην άναυδη Δώρα μια μικρή πλαστική σακούλα φαρμακείου με τον Όπτιμους Πράιμ. «Νομίζω πως αυτός ο… ήρωας ανήκει στα αγόρια σας» είπε. «Το βρήκαμε σε λαγούμι κάτω από το σπίτι». «Μα… πώς;» έκανε η γυναίκα ξαφνιασμένη. «Τα παιδιά μου τον έχασαν στο δάπεδο μόλις μπήκαν μέσα. Δεν μου είπαν πως υπήρχε τρύπα ή πηγάδι!» «Βρέθηκε χωμένος στη γη, σε μια σήραγγα που επικοινωνούσε με το Κάστρο. Και φαίνεται ότι τον χρησιμοποίησε η Πατρινέλλα για να μας δείξει τον δρόμο» της εξήγησε ο Καλαμάκος κάνοντας τη γυναίκα να ανατριχιάσει: «Και το είχαν πει τα μωρά μου! Ο Όπτιμους Πράιμ θα βοηθούσε για να βρούμε το άγαλμα. Αλλά μάλλον την Πατρινέλλα εννοούσαν…» Αρχαιολόγοι, μυθολόγοι και στοές, αγάλματα που γεφυρώνουν το φαντασιακό απομακρυσμένων γενεών και συνενώνουν σε μια στιγμή έκστασης το θυμικό αλλότριων και αλλογενών ατόμων… Όλα αυτά είναι βέβαια στοιχεία του «φανταστικού» στη λογοτεχνία, όμως η πραγματικότητα είναι πλουσιότερη από κάθε ανθρώπινη επινόηση, επομένως κάθε μυθοπλασία μπορεί να είναι απλώς και μόνον μια ακραία, μεθοριακή αποτύπωση μιας στιγμής στη Συλλογική Συνειδητότητα ή στο Συλλογικό Ασυνείδητο. Από καθαρά λογοτεχνικής και γλωσσολογικής πλευράς, η δημιουργία αποκλειστικού και αποτυπώσιμου ύφους επιτυγχάνεται με καθαρά γλωσσικά μέσα, αλλά και μέσα από την ανεξιχνίαστη διαδρομή του λογικού μέσα στο Ά-λογο, κάθε που το αριστερό ημισφαίριο της λογικής ερωτοτροπεί με το αριστερό της διαίσθησης και συνδημιουργούν ένα αδιόρατο αλλά καθ’ όλα πραγματικό «φωτοβολταϊκό τόξο» στον λοβό του «τρίτου ματιού», εκεί όπου διαφοροποιείται το πολυμήχανο ευφάνταστο ανθρώπινο ον από το «φυτό» της όποιας λοβοτομής.

 

Αντώνης Μπουλούτζας

 

Ας διαβάσουμε προς τούτο προσεκτικά την αρχή του 48ου κεφαλαίου: Η ΤΡΥΠΑ ΕΧΑΣΚΕ ΕΤΟΙΜΗ ΝΑ ΤΟΥΣ ΚΑΤΑΠΙΕΙ. Και ο Ανέστης Περάσης μπρουμούτισε όσο πιο κοντά γινόταν στο άνοιγμα με το κεφάλι πάνω από το κενό, θαρρείς θέλοντας να βεβαιωθεί ότι δεν παραμόνευε εκεί μέσα κάποιος αθέατος εχθρός, στην πραγματικότητα για να κατανοήσει με ποιας κατηγορίας σήραγγα επρόκειτο να αναμετρηθεί. Παραδίπλα, ο Αντώνης Καλαμάκος είχε γείρει το κορμί μπροστά ανυπομονώντας να δει πόσο βαθύ ήταν το πηγάδι, ενώ ο Νίκος Κατριβανόπουλος στεκόταν λίγο πιο πίσω όρθιος, σκυθρωπός και καμπουριασμένος, ίσως αναρωτώμενος σε τι είδους μαύρη περιπέτεια τον έριχνε η μοίρα, στα γεράματά του. Ο σπηλαιολόγος θεωρούσε κάθε φρεάτιο ικανό να χωρέσει άνθρωπο ως πρόκληση και πρόσκληση για μία ακόμη περιπλάνηση υπό την επιφάνεια του εδάφους. Τώρα όμως οι συνθήκες ήταν διαφορετικές. Θα έσερνε σε άγνωστες στοές δύο ηλικιωμένους, σχεδόν εβδομηντάχρονους και ολότελα απροετοίμαστους για τέτοιο εγχείρημα, με μοναδικό ίσως εφόδιό τους την πεποίθηση ότι κάπου εκεί βρίσκονταν τα οστά γυναίκας που είχε στοιχειώσει πριν από τριακόσια χρόνια. Και τον είχαν τόσο πολύ επηρεάσει με το πάθος τους να υποστηρίζουν διάφορες δοξασίες ως αληθινές, ώστε σκηνοθετούσε και ο ίδιος στο μυαλό του καταστάσεις τις οποίες σε φυσιολογικές συνθήκες δεν θα μπορούσε ούτε να ονειρευτεί. Καθώς μάλιστα βρισκόταν στο έδαφος οριζοντιωμένος, άρχισε να φαντάζεται έναν λαβύρινθο από λαγούμια μερικά μέτρα πιο κάτω, και σκιές σκυφτών ανθρώπων που έτρεχαν δώθε κείθε, σαν ποντίκια, αλλόφρονες για να γλυτώσουν από το μαχαίρι κάποιου πολιορκητή. Τελικά, αυτό το οποίο πραγματικά μπορούσε εκείνη τη στιγμή να δει με τη βοήθεια ενός ηλεκτρικού φακού ήταν δύο περάσματα: το ένα βoρεινό, σίγουρα για το Κάστρο, και το άλλο με αντίθετη κατεύθυνση, νότια, πιθανότατα προς τη συνοικία της Αγίας Αικατερίνης. Ο Περάσης δεν χρειαζόταν περισσότερο χρόνο για να καταλάβει ότι κοιτούσαν την πιο κομβική υπόγεια δίοδο του Κάστρου, μια πύλη εισόδου αλλά και διαφυγής όσων αναζητούσαν σωτηρία μακριά από αυτό. Πιθανολόγησε μάλιστα ότι παραπάνω ή παρακάτω υπήρχαν διακλαδώσεις και με σήραγγες που οδηγούσαν σε λοιπά σημεία της άνω πόλης ή έβγαζαν τους φυγάδες σε πιο απομακρυσμένες τοποθεσίες. Άλλη εκτίμησή του ήταν ότι, εφόσον κάποτε κυκλοφορούσαν άνθρωποι εκεί κάτω, σίγουρα τα περάσματα θα ήταν σχετικά άνετα και τα πετρώματα ανθεκτικά, εκτός ίσως από κάποιες κατακρημνίσεις σε αδύνατα σημεία, τις οποίες πίστευε ότι θα κατάφερναν να αντιμετωπίσουν. «Λοιπόν… εδώ είμαστε» μουρμούρισε, πανευτυχής για το γεγονός ότι βρίσκονταν στο σημείο όπου θα έδεναν τη μία άκρη του νήματος. Μια αποπνικτική μυρωδιά μούχλας είχε τυλίξει τους τρεις άνδρες μόλις παραμερίστηκαν τα χοντρά οικοδομικά μαδέρια που βρίσκονταν εδώ και χρόνια τοποθετημένα πλάι πλάι για σκέπαστρο, και κολλητά το ένα στο άλλο, ώστε να είναι ασφαλείς όσοι κινούνταν ή εργάζονταν στον χώρο της ανασκαφής. Ήταν η βαριά ανάσα του ανήλιαγου κλειστού χώρου, ανάμικτη με υγρασία, που χύμηξε καταπάνω τους όταν αποκαλύφθηκε το άνοιγμα. Ευτυχώς τούτο δεν κράτησε πολύ. Εκτονώθηκε σχεδόν αμέσως και ξεθύμανε σιγά σιγά στον καθαρό αέρα. Στα χρόνια του θα έδειχνε κανονικό πηγάδι, αν δεν ήταν ρηχό, όπως ένα φρεάτιο, με βάθος μόνο διόμισι μέτρων και διάμετρο ενός. Το τοίχωμά του συγκρατιόταν από ακανόνιστες μεγάλες πέτρες που έδειχναν πως είχαν τοποθετηθεί από έμπειρους τεχνίτες, επειδή δεν υπήρχε η παραμικρή υποχώρηση χωμάτων περιμετρικά. Και καμιά τριανταριά πόντους πριν από την επιφάνεια του εδάφους γινόταν φαρδύτερο κατά πενήντα εκατοστά δημιουργώντας γύρω γύρω ένα πλατύσκαλο για να διευκολύνει όσους ανεβοκατέβαιναν από ξύλινη σκάλα, της οποίας τα σάπια υπολείμματα εξακολουθούσαν να μένουν στη θέση τους, ξεχαρβαλωμένα και γεμάτα σκόνη. Διακρίνονταν επίσης και τα κατάλοιπα μιας κυκλικής λιθοδεσιάς στο επάνω μέρος, με κάποιες από τις πλάκες να έχουν αφαιρεθεί ή να γκρεμίστηκαν κάποτε στον πυθμένα. Οι προσεκτικά επιλεγμένες λέξεις, τόσο στους ρηματικούς τύπους («μπρουμύτισε») όσο και στην ονοματοθεσία (Περάσης, Καλαμάκος), οι ειδικοί τεχνικοί όροι («λιθοδεσιά») δημιουργούν ένα σαφές χωροχρονικό και μυθοπλαστικό πλαίσιο, απολύτως ρεαλιστικό, όσον κι αν είναι ελάχιστα πιθανό από στατιστικής πλευράς. Όμως κανείς δεν ξέρει, όπως λέει ο Σαίξπηρ και διατείνεται ο Αισχύλος και διατυπώνει ο Σεφέρης («τι είναι θεός, τι μη θεός και τι το ανάμεσό τους»). Η ανθρώπινη συνείδηση είναι σαφώς περιορισμένη από τις κατασκευαστικές δυνατότητες του σύγχρονου εγκεφάλου ενός είδους που τείνει από τον Homo Sapiens στον Homo Interneticus. Από ρυθμολογικής πλευράς, το αφήγημα αυτό διακρίνεται από ταχείες κινηματογραφικές εναλλασσόμενες εικόνες, οι περιγραφές είναι κατά το μάλλον ή ήττον λακωνικές, η δραματικότητα εστιάζεται στο «διά ταύτα» στο «πράττειν» διά του «πρακτέου». Δομή θρίλερ, αρετές ποιοτικού αστυνομικού μυθιστορήματος, «γοτθική» ατμόσφαιρα (εμπλουτισμένη από το μεσογειακό μελοδραματικό στοιχείο), μια κάποια «νουάρ» απόχρωση που ερωτοτροπεί με το μπαρόκ της μεγάλης νεοελληνικής διηγηματογραφίας του δέκατου ένατου αιώνα. Εν ολίγοις, πρόκειται για έναν συγγραφικό άθλο, ένα λογοτεχνικό επίτευγμα που αξίζει να ξαναδιαβαστεί επανειλημμένα και να ερευνηθεί στα πολλά υπο-κειμενικά επίπεδα που διαθέτει. Η όποια διακειμενικότητα είναι αδιόρατη, τα δάνεια σαφώς ενσωματωμένα, χωνεμένα στο εύφορο αφηγηματικό υπέδαφος. Λογοτεχνία «φυγής»; Ναι, όπως κάθε αξιοποιήσιμη μεταγραφή του ταραγμένου συλλογικού θυμικού στην κρίσιμη, μεταβατική και μεταιχμιακή εποχή μας.

 

 

* Δρ Κωνσταντίνος Μπούρας (https://konstantinosbouras.gr)

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top