Fractal

Μέσα από ορνούς-μνήμες ατομικές, η μεγάλη Μνήμη-Ορνός μιας ολόκληρης εποχής

Γράφει ο Γιώργος Ρούσκας // *

 

Προσέγγιση στο αφήγημα της Κατερίνας Μερκούρη «Ορνός», εκδόσεις ΑΩ, 2022

 

Τι είναι αυτό που καθορίζει αν κάτι θα χαραχτεί στη μνήμη, και σε θετική περίπτωση, το πόσο βαθιά; Γιατί οι παιδικές μας μνήμες μας σημαδεύουν για πάντα; Γιατί οι μνήμες της εποχής που ζωντανεύει στο βιβλίο ήταν τόσο δυνατές;

Αλλιώς θα είναι οι παιδικές μνήμες μετά από το πέρας του εν εξελίξει πολέμου στην Ουκρανία –αλήθεια πόσοι μιλάμε σήμερα γι’ αυτόν τόσο καιρό μετά από την έναρξή του;– με τα παιδιά να έχουν στο ένα χέρι συσκευασμένη τροφή και στο άλλο το κινητό, και αλλιώς ήταν οι μνήμες των παιδιών στον πόλεμο του 1940 που είχαν στο ένα χέρι μία ξερή μπουκιά ψωμί –αν την είχαν κι αυτή– και το άλλο άδειο να ψάχνει να κρατήσει μια στάλα βεβαιότητας στη χούφτα.

Αλλιώς όταν είσαι εγκλωβισμένος χωρίς επαφή με τον έξω κόσμο, στο έλεος της άγνοιας, και αλλιώς όταν είσαι στο υπόγειο καταφύγιο αλλά μπορείς να βλέπεις στην οθόνη του κινητού σου τις εξελίξεις, τόσο σε τοπική όσο και σε παγκόσμια κλίμακα, έστω και με όσες πληροφορίες ελεγχόμενα σε τροφοδοτούν. Και στις δυο περιπτώσεις όμως στα μάτια των παιδιών δακρύζει ένα τραγικό, ένα μεγάλο αναπάντητο «γιατί;»

Οι «μεγάλοι» τελικά δεν τα ξέρουν όλα. Στη ζωή τους; Για πάντα δακρύζει το τραύμα.

Δεν είναι μόνο ο θάνατος α–θάνατος. Είναι και η τραγωδία α–θάνατη…

Την εποχή στην οποία αναφέρεται το παραστατικότατο αφήγημα της Κατερίνας Μερκούρη, δεν υπήρχαν οθόνες, υπολογιστές, κινητά, άρα η δίψα των οφθαλμών για χρώμα, εναλλαγές, πρωτοτυπία, θεάματα (και ο άρτος τότε «έβγαινε» δύσκολα) έβρισκε διέξοδο στην ποικιλία της πραγματικότητας ή στα γεννήματα της φαντασίας. Τότε δεν είχε την πρωτοκαθεδρία η όραση, αλλά στην πρώτη γραμμή ήταν μαζί της και η ακοή.

Διηγήσεις των μεγάλων ή ραδιόφωνο, έδιναν στα παιδιά φτερά να πετάξουν σε μέρη και καταστάσεις  όπως εκείνα τις ήθελαν και όπως μέσα από τις διεργασίες του εσωτερικού τους κόσμου τις έπλαθαν. Η εικόνα στην οθόνη σου σήμερα σε περιορίζει, σου βάζει όρια, αυτό είναι, ιδού, ενώ η εικόνα της φαντασίας σχηματίζεται υποσυνείδητα ή συνειδητά, ελεύθερα ή σχεδόν ελεύθερα, αφού έχει ως προζύμι τις μέχρι τότε καταγραφές και νερό κατευθείαν από της ψυχοσύνθεσης του ατόμου την πηγή, αλλά και από το απύθμενο φρέαρ του συλλογικού ασυνειδήτου.

Τω καιρώ εκείνω βασίλευε η φτώχεια, η ανάγκη. Προείχε ο αγώνας για επιβίωση. Ο πρώιμος καπιταλισμός νόμιζε ότι χρησιμοποιώντας τα θα κυριαρχήσει, υποτιμώντας το ότι ακριβώς αυτά είναι που κάνουν τη ζωή ανθρώπινη και τον άνθρωπο Άνθρωπο, με το άλφα κεφαλαίο. Μόνο σε δύσκολες συνθήκες θα νιώσεις τον άλλο κοντά, θα αναπτυχθεί αλληλεγγύη, συμπόνια, κατανόηση.

Στη χαρά εκτιμάς περισσότερο τη χαρά του διπλανού. Μπορεί και όχι. Στα δύσκολα όμως νοιώθεις τη δυσκολία του άλλου. Εκεί που ήταν, μπορεί να βρεθείς εσύ και εκεί που είσαι, μπορεί να βρεθεί αυτός. Εμπεδώνεται έτσι η έννοια της συνοχής και της συνεκτικότητας. Κανείς δεν είναι μόνος του, αλλά κόμπος μαζί με άλλους. Με νήμα αρχής από τον προηγούμενο και νήμα τέλους προς τον επόμενο, φτιάχνεται ένας μεγάλος κόμπος, ο οποίος συνδέεται πριν και μετά με ομοειδείς του, απαρτίζοντας έτσι το μέγα κομποσχοίνι στο κοινωνικό μοναστήρι της ζωής. Το πολιτικό – κοινωνικό ον του Αριστοτέλη σε όλο του το μεγαλείο, ίσως για τελευταία φορά. Γιατί ο τεχνολογικός πολιτισμός τώρα, μέσα από μη ουσιαστικές αλλά κατά τα άλλα θαυμαστές διασυνδέσεις και «επικοινωνίες», οδηγεί στην απομόνωση, στον ατομικισμό, στη μοναξιά.

Στηρίζεται στην όραση και πολύ λιγότερο στην ακοή, καταδικάζοντας την αφή στο προαύλιο των πλήκτρων ή στα κελιά των πίξελ (pixel), εξορίζοντας ως ανεπιθύμητες την αγκαλιά, το φιλί, και άλλες αισθήσεις ουσίας.

Εκεί, στις συνθήκες του τότε, φρόντιζες να παραμείνεις Άνθρωπος, γιατί μόνο έτσι θα κατάφερνες να αντέξεις, να σταθείς, να προχωρήσεις αλλά και να επικοινωνήσεις. Μπορεί να υπήρχε φτώχεια, δυσκολία στην απόχτηση των προϊόντων της βιομηχανικής επανάστασης, περιορισμένη πρόσβαση σε υλικά και πνευματικά αγαθά, αλλά οι άξονες της παράδοσης, της εφευρετικότητας, της σχετικότητας και της συναίσθησης του απολύτως αναγκαίου, της διάκρισης δηλαδή μεταξύ αναγκαίου και περιττού, χρήσιμου και πολυτελούς, περιέστρεφαν αργά αλλά σταθερά τις ζωές αυτής της ταλαιπωρημένης αλλά ηρωικής γενιάς των προγόνων μας γύρω από τον χρόνο.

Η γενιά των ανθρώπων που ήταν παιδιά στον πόλεμο του 1940, όπως και η προηγούμενή της, συνέχιζε να κρατά αυτό που δυόμισι χιλιάδες χρόνια πριν, είχε δει να γίνεται, και το διατύπωσε μοναδικά ο Αισχύλος στον Αγαμέμνονα:[1]

«Δίκα δε λάμπει μεν εν δυσκάπνοις δώμασιν, / τον δ’ εναίσιμον τίει / βίον…»

(«Όμως η δίκη θεά / σε σπίτια φτωχά, καπνισμένα / λαμπρά κατοικεί και τιμάει / τον ενάρετο βίο…»)

Τις δυσκολίες αντιστάθμιζαν όνειρα, οράματα, συντροφικότητα, μοίρασμα. Τη σκληρή δουλειά “ακλουθούσε” (όπως έλεγαν σημαντικοί μας Ποιητές) η χαρά της απογευματινής μάζωξης των γυναικών σε πεζούλες, πεζοδρόμια και αυλές, και των ανδρών στο καφενείο. Οι πίκρες έκαναν διάλειμμα με το γλυκό του κουταλιού, το ζυμωμένο με τα χέρια ψωμί, το πηγαδίσιο νερό, τα χλωρά αμύγδαλα, το υποβρύχιο (κουταλάκι με βανίλια βυθισμένο σε παγωμένο νερό), την Κυριακάτικη ιεροτελεστία για την Εκκλησιά, τις γιορτές και τα πανηγύρια και τη συμμετοχή σε δράσεις βιοπορισμού και επιβίωσης, όπως το θέρισμα, ο τρύγος, το μάζεμα της ελιάς, το αλώνισμα, κ.α.

Υπήρχε επαφή με τη γη, άρα ισορροπία. Τιμούσαν την κάθε μπουκιά ψωμί, την κάθε σταγόνα λάδι, την κάθε γουλιά κρασί. Ο άντρας επιφορτισμένος με το μεροκάματο και το να φέρνει χρήματα στο σπίτι, η γυναίκα κατ’ ουσίαν, όσο και αν φαινόταν το αντίθετο, επιφορτισμένη με τη διαχείριση, την κατανομή και τον καταλογισμό των προτεραιοτήτων για κάθε αγορά, μικρή ή μεγάλη. Στις αγροτικές δουλειές συμμετείχε αρμονικά όλη η οικογένεια –λάμβανε χώρα ένας εκ των πραγμάτων καταμερισμός εργασιών, πριν καν ασχοληθούν μαζί του (ως έννοια) οι Μαρξ και Προυντόν– κρατώντας ψηλά τη σημαία της «Αγροτικής Οικογένειας», ως την άλωση του πυρήνα της από τον δάκο-δράκο της εκβιομηχάνισης.

Δεν σπαταλούσαν φυσικούς πόρους ούτε υπερκατανάλωναν. Η ένδεια έφερνε ταπεινότητα, λιτότητα, μέτρο. Και αυτά με τη σειρά τους σύνεση, ολιγάρκεια, αξία στην ποιότητα και μετά στην ποσότητα. Παράδειγμα χαρακτηριστικό ο ελληνικός καφές. Ένας, το πολύ δύο και αυτοί σε μικρά, κομψά φλιτζανάκια, με λεπτά ή χοντρά χείλη, με ποσότητα λιγοστή. Τον έπιναν με μικρές μικρές γουλιές. Δεν τον έφτιαχναν «κουπάτο», εξαπλάσιο και άνω του κλασσικού, όπως τον θέλει σήμερα η υπερβολή και η υπερκατανάλωση. Οι μέρες που κατανάλωναν κρέας ήταν συγκεκριμένες και όσες ήταν επιβεβλημένες εξαιτίας θρησκευτικών απαιτήσεων ή παραδόσεων, είχαν άλλη αξία γιατί είχε προηγηθεί νηστεία.

 

Κατερίνα Μερκούρη

 

Είχαν λίγα, χαλούσαν λίγα αλλά με την καρδιά τους, χωρίς να τα λυπούνται. Γιατί; Ήξεραν να ζουν. Ήξεραν να τιμούν το μέγα δώρο της ζωής. Πάνω από όλα όμως είχαν τη βεβαιότητα ότι μπορούσαν να τα καταφέρουν και με λιγότερα. Δεν ένιωθαν την ανασφάλεια του σήμερα. Μπορούσαν και χωρίς ηλεκτρικό, και χωρίς θέρμανση (για ψύξη ούτε λόγος τότε). Ρούχα; Τα αναγκαία συν μία ή δύο «καλές» φορεσιές. Παπούτσια της δουλειάς και ένα ζευγάρι «καλά», το πολύ δύο. Η γενιά που πήγαινε στο σχολείο ξυπόλητη –ή με γουρουνοτσάρουχα στα ορεινά χωριά, όπως μου έλεγε ο αείμνηστος πατέρας μου– ήταν επόμενο να εκτιμά τα πάντα και να δίνει σημασία και σε όσα οι επόμενοι θεωρούσαν «ασήμαντα» ή «ευτελή». Αυτή η γενιά, πήρε ελάχιστα από τους προγόνους της, έδωσε όμως τα πάντα στα παιδιά της. Θαυμαστή γενιά!

Η εποχή εκείνη διαφοροποιείται από τη σημερινή γιατί υπήρχαν αξίες. Αξίες κοινώς παραδεκτές και θεμελιωμένες γερά. Πατρίδα, θρησκεία, οικογένεια (σύνθημα που εκμεταλλεύτηκε η χούντα), αγάπη, αλληλεγγύη, συγγένεια, νοικοκυροσύνη, «γράμματα», εργασία, σεβασμός στην τρίτη ηλικία, εντοπιότητα. Υπήρχαν βέβαια και πεποιθήσεις, στρεβλώσεις, κουτσομπολιά, φαρμακογλωσσιά, δεισιδαιμονίες –πότε δεν υπήρχαν;–, παράλογοι όσο και λογικοί άγραφοι νόμοι, προκαταλήψεις, «κολλήματα» θα λέγαμε σήμερα, σε συνύπαρξη όμως με ήθη, έθιμα, παραδόσεις.

Καταλυτικό ρόλο σε όλες τις εξελίξεις, από κοινωνικές έως ιστορικές, πολιτικές, οικονομικές, έπαιζε η γειτονιά. Ήταν ο βασικότερος πυρήνας της γενιάς εκείνης, κληροδοτημένος από τις προηγούμενες. Από το κύτταρο της Εστίας, οι δεσμοί εκτείνονταν ισχυρότατοι στην καρδιά της γειτονιάς, από εκεί στα αγγεία της τοπικής κοινωνίας, στο χωριό, μετά στην ευρύτερη περιοχή – περιφέρεια, στο σώμα, και από εκεί στη χώρα, στην Ιδέα. Στη γειτονιά λάμβαναν χώρα πολλές από τις καθοριστικές για των ανθρώπων τη ζωή λειτουργίες: ενημέρωση, συντροφικότητα, ανταλλαγή εμπειριών, γνώσεων, απόψεων, εμπέδωση αίσθησης ασφάλειας και συλλογικότητας, παραμυθία, διακωμώδηση, ειρωνεία, σαρκασμός, γέλια, δάκρυα. Ήταν σαν μια ακόμα μεγαλύτερη αυλή να περικλείει και τη δικιά σου, ένα θέατρο καθημερινό χωρίς αργίες, με ηθοποιούς τους ίδιους τους θεατές και πρωταγωνιστές τις γυναίκες και τα παιδιά.

Όλα αυτά σε ένα αφήγημα ολοζώντανο. Στο βιβλίο ρέει ασυγκράτητα ένα συγκροτημένο παραλήρημα αειθαλών αναμνήσεων της παιδικής ηλικίας της συγγραφέως, οι οποίες δεν σημάδεψαν μόνο το παρελθόν της, αλλά τη συντροφεύουν, την παρηγορούν και την οδηγούν στο παρόν, σαν καντηλάκι στο εικονοστάσι που το λάδι του δεν λέει να σωθεί. Δοσμένες με τρόπο φυσικό, με μία γλώσσα προσεγμένη τόσο όσο να μην πέφτει στην παγίδα του εντυπωσιασμού ούτε στα πυροτεχνήματα της λογοτεχνικής υπερβολής. Με αμεσότητα και λεξιλόγιο πλούσιο, αντλεί μνήμης ουσία, τη φέρνει στο παρόν και την αποδίδει αυτούσια.

Δεν είναι μόνο η συγκίνηση, δεν είναι μόνο η ενεργοποίηση του θυμικού, ούτε η περιγραφική παραστατικότητα και η δεινότητα διείσδυσης στα πέραν των εμφανών που κάνουν το αφήγημα ξεχωριστό και τη ροή του απρόσκοπτη και ενδιαφέρουσα. Ούτε μόνο τα πραγματολογικά, κοινωνικά, λαογραφικά στοιχεία που ανθίζουν στης συγκεκριμένης μνημοσύνης τον κήπο. Ούτε μόνο η αγάπη για τον πατέρα και τους στενούς συγγενείς. Είναι κυρίως η αρετή της μετάβασης από το ατομικό στο συλλογικό. Η μεταδοτική ικανότητα να συναισθανθείς ακόμα και τις μη κοινές μνήμες, τις μνήμες που δεν είναι δικές σου, ως δικές σου ή ως έχουσες πολλά κοινά με τις δικές σου. Και αυτή η αρετή προάγει την απλή, προφορική αφήγηση σε αφήγημα, σε λογοτεχνία. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, το βιβλίο που κοσμεί καθ’ όλα υπαινικτικό έργο ζωγραφικής (ακρυλικό σε καμβά) της Νεφέλης-Μαρίνας Ρούσκα, στεγάζεται με φροντίδα στις ΑΩ εκδόσεις, αποτελώντας μία λαμπρή ψηφίδα στη μελλοντική εκδοτική τους μνήμη.

Γιατί Ορνός;

Ας φανταστούμε μία συκιά να είναι στολισμένη με τα πρώτα της άγουρα σύκα, τους ορνούς, και να έρχεται μία γιαγιά να διαλέγει προσεκτικά κάποιους από αυτούς, να τους κόβει και πηγαίνοντας στο σπίτι να τους δένει με σιρόπι ζάχαρης για να αντέξουν στον χρόνο και να μην χαλάσουν και στη συνέχεια να φροντίζει ώστε να γίνουν πεντανόστιμο γλυκό σύκο, γνωστό και ως «συκαλάκι». Μετά να παίρνει βάζα και να τους τοποθετεί μέσα με μπόλικο σιρόπι, ώστε κατά βούληση, ακόμα και τον χειμώνα να τρατάρει τους επισκέπτες, τα εγγόνια της ή και τον ίδιο της τον εαυτό.

Ας δούμε τον ορνό και ως μία άγουρη αλλά ολοκληρωμένη εμπειρία, πάνω στο δέντρο της ζωής, σε αυτό που έχει βαρύ ίσκιο, αυτό με τις αυλακιές, από το σχοινί που κρεμάστηκε ο Ιούδας, ενώ δίπλα κρέμονται τα τόσο νόστιμα πουγκιά γεμάτα μελωμένους σπόρους, εμπειρίες εκλεκτές. Αυτούς τους ορνούς εμπειριών, πριν ωριμάσουν και πέσουν, τους συλλέγει η γιαγιά Μνημοσύνη, τους πηγαίνει με έμπειρα χέρια στο υποσυνείδητο όπου τους δένει με μνημονικό σιρόπι για να αντέξουν στον χρόνο και να συντηρηθούν και στη συνέχεια, αφού γίνουν αναμνήσεις, τους τοποθετεί σε βαζάκια στα ράφια της ψυχής μας, ώστε να μπορεί να τρατάρει πρώτα την ύπαρξη που τη γέννησε και τη φιλοξενεί, εμάς δηλαδή, και ύστερα, μέσω του λόγου και τους άλλους.

Γι’ αυτό το βιβλίο έχει τον πολύ επιτυχημένο τίτλο: «Ορνός». Ορνοί αναμνήσεων που τρατάρει η συγγραφέας σαν γλυκό συκαλάκι στον αναγνώστη. Ορνοί πόνου, τραυμάτων, πεποιθήσεων, ενηλικίωσης, συμφιλίωσης, αγώνα για επιβίωση, σκληρής εργασίας, ένδειας, ορνοί απώλειας και θανάτου, αλλά και ορνοί χαράς, παιδικής ηλικίας, ξενοιασιάς, αγνότητας.  Όλοι μαζί συνθέτουν μέσα από ορνούς-μνήμες ατομικές, τη μεγάλη Μνήμη-Ορνό μιας ολόκληρης εποχής.

Κι εκείνος ο ορνός, σπόρος στον τεράστιο Ορνό της Ιστορίας.

 

 

Δείγμα γραφής (σ. 20,21):

 

Παρατηρούσα την κουρτίνα της πόρτας. Κάθε που μύριζε καλοκαίρι, την έβλεπα κρεμασμένη. Άλλοτε ήταν ένα λευκό σεντόνι κι άλλοτε αβάσταχτα κλαρωτή, συναρμολογημένη από ασύμμετρα ρετάλια, μπηγόταν με ένα καρφί και δυο πι­νέζες στα σωθικά του ξεφλουδισμένου τοίχου. Ένα θερινό σινεμά, που έπαιζε το έργο της ζωής, γεμάτο φιγούρες που πηγαινοέρχονταν, μιλούσαν, ελευθέρωναν τους πρωταγω­νιστές του σπιτιού, που μοσχοβολούσαν καφέ και κρεμμύ­δι τσιγαρισμένο. Παρακολουθούσα το καλοδουλεμένο της τελείωμα, δυο τρία δάχτυλα πάνω από το τσιμέντο, να μην σέρνεται. Κι όπως λικνιζόταν ράθυμα στον καλοκαιρινό αέρα, μάντευα την πληγή του παλιού μωσαϊκού, άκουγα το τρίξιμο της καρέκλας, το νερό στον νεροχύτη, τον ήχο από τα μαχαιροπίρουνα, τα πιάτα και τα ποτήρια, αξεπέραστοι μουσικοί που έπαιζαν τον σκοπό της καθημερινής συναυ­λίας.

 

 

* Ο Γιώργος Ρούσκας είναι ποιητής

 

 

_____________

 

[1] Αισχύλος, Αγαμέμνων, αρχαίο κείμενο – εισαγωγή – έμμετρη μετάφραση – ερμηνευτικά σχόλια: Χαράλαμπος Αθ. Μπάλτας, εκδ. Δημ. Ν. Παπαδήμα, 1999, σ. 106,107

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top