Fractal

Εσωτερικές περιπλανήσεις στα θολά τοπία της ύπαρξης

Γράφει η Χαρά Νικολακοπούλου // *

 

Χρύσα Φάντη, «Σε Θολά Νερά», εκδ. Σμίλη 2021

 

Θολό: υγρό που δεν έχει διαύγεια, είδωλο που δεν διακρίνεται καθαρά. Ο θαμπός, ο χωρίς διαύγεια πνεύματος, ο ασαφής. Ο κινούμενος υπογείως, θα πρόσθετα, ο υπαινικτικός. Η συγγραφέας επίτηδες αφήνει θολό το τοπίο αφού κάθε γραφή ερμηνεύεται διαφορετικά από τους αναγνώστες κι άλλωστε και στη ζωή τίποτα δεν είναι ξεκάθαρο εκτός από τη γνώση του θανάτου. Δεκατρία διηγήματα με εσωτερική  δράση, πραγματικά ψήγματα χρυσού. Γραφή μεστή, ώριμη, δουλεμένη στο έπακρο. Νεωτεριστικά στοιχεία, διασάλευση του ορθού λόγου και της γραμμικής αφήγησης, διάσπαση της πλοκής, θραύσματα μνήμης. Πολυπρισματικά κείμενα, που ελίσσονται σε σχήμα σπείρας και κύκλου. Γεωμετρική γραφή, εκ των έσω, σοφά δομημένη. Που αφήνει σημάδια. Τραύματα και μελωδίες.

Έχουμε πιστεύω να κάνουμε με μερικά κατεξοχήν νεωτερικής γραφής κείμενα (μοντερνισμός) καθότι ανιχνεύονται εδώ κάποιες χαρακτηριστικές τεχνοτροπίες του εν λόγω είδους, όπως  η  αστάθεια της ταυτότητας του ανθρώπινου υποκειμένου και η διάσπαση της προσωπικότητας του.  Δεύτερον: η υποκειμενικότητα του  χρόνου γίνεται  αντικείμενο διερεύνησης και έντονου ενδιαφέροντος. Να θυμίσω το μυθιστόρημα του Μαρσέλ Προυστ  Αναζητώντας το χαμένο χρόνο, το οποίο αναδεικνύει μια νέα αντίληψη της πρόσληψης  του χρόνου ως βιωμένου γεγονότος: το παρόν συγχέεται με την ανάμνηση του παρελθόντος και, κάποιες φορές, με την ενόραση του μέλλοντος, στη συνείδηση του αφηγητή. Κι ακόμη: η χρήση  εσωτερικού μονόλογου, που αποτελεί κατεξοχήν μοντερνιστική τεχνική, την οποία αξιοποίησαν κατά το παρελθόν συγγραφείς  όπως ο Τζόυς και η Γουλφ, για να παρακολουθήσουν τη συνεχή κίνηση του ψυχικού βίου, δηλαδή να αποτυπώσουν τη «ροή της συνείδησης» του υποκειμένου.

Άλλωστε:«Μέσα στο κλίμα διερεύνησης και γενικότερης αμφισβήτησης του αστικού κοσμοειδώλου, που χαρακτηρίζει τις αρχές του 20ού αι., το μυθιστόρημα στρέφεται προς τον έσω άνθρωπο, τις πνευματικές και ψυχικές του διεργασίες. […] Δίνοντας σημασία στην εσωτερική πορεία του ανθρώπου και στην υποκειμενική πρόσληψη της εξωτερικής πραγματικότητας, το μοντερνιστικό μυθιστόρημα (και γενικότερα,  ο μοντερνισμός στη λογοτεχνία) αδιαφορεί για την αφήγηση γεγονότων με χρονολογική σειρά και ενισχύει τη συνειρμική και μνημονική αφήγηση. […]»[1]

Από τα 13 διηγήματα της συλλογής, όλα ισάξιας λογοτεχνικής αξίας, θα αναφερθώ, χάριν συντομίας, σε τρία από αυτά:

Στο πρώτο διήγημα Χρυσόσκονη, ένας γοητευτικός άντρας, που όλες οι γυναίκες έτρεχαν στο κατόπι του αλλά εκείνος «είχε μάτια μόνο για το Μικράκι» είναι ο Διάδοχος, ο εκλεκτός  του Άρχοντα της πόλης. «Η αλήθεια είναι πως ένας Τίποτας ήτανε». Η Μίκρα είναι μετανάστρια, φυγάς, ξένη σ’ αυτήν την πόλη, ένα πλάσμα έρημο και μοναχό που ζει σε έναν αγωγό, η Μίκρα ψάχνει σαν μαγεμένη αυτόν τον άντρα, που «η μυρωδιά του τραβά τη μύτη των γυναικών όπως τον ιθαγενή οι χάντρες και τα καθρεφτάκια», τον φαντασιώνεται, κι όταν την/τον βρει, εκείνος θα την παροτρύνει γλυκά να οδηγηθεί στο σφαγείο του εμπορείου λευκής σαρκός, στην εκπόρνευση και στη σαρκική δουλεία.

Σε θολά νερά. Ένας δάσκαλος ξαναγυρνά στον πατρικό τόπο, στην νότια Πελοπόννησο. Ερημιά και ξεραΐλα. Λίβας. Η Μάνη; Αναμνήσεις οδυνηρές του θανάτου καραδοκούν. «Ο πατέρας του σκοτωμένου δείχνει το ξεραμένο αίμα του γιού του πάνω στην κάσα της πόρτας. Τον φάγανε πισώπλατα, λέει, και πίνει κρασί με μεγάλες και βιαστικές γουλιές. Δεν υπάρχουν κόλλυβα και για την κηδεία κουβέντα». Εναλλαγές τριτοπρόσωπης και πρωτοπρόσωπης αφήγησης. Θύμησες τον στοιχειώνουν από μια μοιχεία.  Η μάνα του με έναν άντρα μέσα στο βαρέλι, γυμνοί να χαριεντίζονται. Η ιστορία του τόπου η πολυτάραχη χαραγμένη στις πέτρες του. «Η δυστυχία. Η βία. Ο πόλεμος. Οι αστραπές». Η ιστορία του γενέθλιου τόπου, η μικροϊστορία της  οικογένειας περνούν από μπροστά του σε κομματιασμένα ψηφιδωτά. Σιγά σιγά μας ξεναγεί στον προσωπικό του δαίμονα, στις ενοχές, στις μητρικές κατάρες, ποιο ήταν άραγε το κρίμα του; Γιατί δεν θέλει να τον ξαναδεί η μάνα; Ένας αλλοπρόσαλλος χορός από φαντάσματα, από αλλόκοτες φιγούρες παρελαύνει μπροστά στα μάτια της φαντασίας του. Η λαχτάρα για ανασύσταση της πατρικής περιουσίας, το τέλος ματωμένο αχνοφαίνεται στο βάθος. «Θα καθαρίσω την κληματαριά από τις σφήγκες, θα τη ραντίσω και θα τη θειαφίσω. Θα φυτέψω δεντράκια στον κήπο και θα φροντίσω να τα ποτίζω και να τα κλαδεύω. Γενάρη μήνα θα πλυθώ, θα ξυριστώ, θα συγυριστώ, και μετά θα μπήξω τον σουγιά στο στομάχι μου». Σκιές και φαντάσματα στο ταβάνι, στα ντουβάρια, στη ψυχή του, στο ταραγμένο θυμητικό του. Σκιές σαν φίδια, μεταμορφώνονται σε νυχτερίδες κατόπιν.

Τολμηρά εκφραστικά μέσα: «Ψαλιδοκόφτης το βλέμμα του σχίζει για τελευταία φορά τη θάλασσα». «Ο χρόνος περνά σαν πύραυλος». «Την ώρα που ο ήλιος πυρώνει ρούγες και αγρούς, το σπίτι γέρνει πάνω στους ώμους του. Περίλυπο και όπως θα έγερνε μια γριά. Τα παράθυρά του μοιάζουν με πολεμίστρες».

Αυτό που δεν έγινε. Εδώ ο ήρωας, ένας μεσήλικας άνδρας που έχει υποστεί μια σοβαρή εγχείρηση, εμφανίζεται «κατακλυσμένος από έναν φόβο που ενώ επιμένει να τον  αγνοεί τού μιλά ακατάπαυστα και ακατάπαυστα τον ακουμπά με ένα βλέμμα γεμάτο αγωνία»,  αναπολεί τα του βίου του, στιγμές σημαντικές ή συχνά φαινομενικά ασήμαντες, αναλογίζεται, σπαράσσεται από θύμησες, ταυτόχρονα κρίνει,   κρίνεται, και αυτολογοκρίνεται. «Αν μου ζητούσαν να με σκιτσάρω θα μου έδινα τη μορφή αρουραίου που έχει μεταμορφωθεί σε οικόσιτο χαμστεράκι.  Το ξέρω και ουδείς λόγος να το αρνούμαι, και αλητάκος υπήρξα και άδικος, ναι, αλλά όχι περισσότερο από τους άλλους του σιναφιού μου».

 

Χρύσα Φάντη

 

Η μέσα απόγνωση συναπαντιέται με τον έξω χώρο, όπου κατοικοεδρεύει μια πραγματικότητα εξίσου απεγνωσμένη. «Λίγα βήματα ακόμη και θα βρίσκεσαι στο προαύλιο του Άγιου Παντελεήμονα και έξω ακριβώς από το καινούριο στέκι των Σουδανών, λίγα βήματα ακόμη και θα βρεθείς πλάι σ’ αυτόν τον άντρα με τη γκρι τραγιάσκα και το μπαστούνι, αυτόν τον γέρο που εκτός από γέρος ταλαίπωρος δείχνει και ανυπόμονος».

Αφήγηση παραληρηματική, χειμαρρώδης, με ελάχιστα σημεία στίξης, απότοκος της ξέπνοης, ασθματικής αφηγηματικής φωνής. Εναλλαγή δύο φωνών και εδώ, μίας απολύτως προσωπικής και ενσωματωμένης, και μίας εξωτερικής και αποστασιοποιημένης, ένας εαυτός διχασμένος και αλλοτριωμένος, αποκομμένος από την αίσθηση της ολότητας.«Κοιτάω το σώμα μου και αυτό λέω δεν μπορεί να είναι το σώμα μου, αλλά αυτό ακριβώς είναι το σώμα μου.» «Μαντεύει πως το σώμα του, όχημα που ποτέ πριν δεν τον απασχόλησε, δε θα είναι ποτέ πια το σώμα του. Είναι αυτός, κι από την άλλη μεριά, μια μουτζούρα.»

Γλώσσα στακάτη και ρέουσα, γοητευτικά προφορική σε μερικά σημεία: «το τελευταίο ντου των αντρών της Δίας», «κάποιον βρε αδερφέ να δω να βγει σε μπαλκόνι ή σε κανένα παράθυρο να απλώσει κανένα βρακί ή να κάνει κανένα τσιγάρο».

Υποδόριο χιούμορ :«Και τι δεθα έδινα όμως για να έβαζα εδώ ένα στοπ και να γινόμουν κάτι άλλο και εντελώς άλλο και διαφορετικό από αυτό που υπήρξα, για παράδειγμα, ένας πουλολόγος ειδικός στη μελέτη της μεταλλαγμένης χήνας ή διασκεδαστής ικανός να μείνει για μέρες ακίνητος μέσα σε μια γυάλα με πολύχρωμα ψάρια από το Σαρμ ελ Σέιχ και την Ερυθρά».

Σε ένα αέναο ταξίδι περιπλανιούνται οι ήρωες του βιβλίου, ταξίδι πρωτίστως εσωτερικό που αντανακλάται και στις εξωτερικές μετακινήσεις τους. Αλλά η αναζήτηση/περιπλάνηση στερείται σκοπού και νοήματος, οι ήρωες δεν βρίσκουν την Ιθάκη τους.

Η Χρύσα Φάντη μιλά για τον ξένο, τον άλλον, τον ξένο δίπλα μας, γύρω μας αλλά κυρίως τον ξένο μέσα μας. Για την ξενότητα, την αλλοτρίωση, τη διάσπαση της σχέσης με τον εσώτερο εαυτό. Η μικροσκοπική Μίκρα είναι μια ξένη σε μια αφιλόξενη πόλη, ο δάσκαλος είναι πια αποκομμένος από το οικογενειακό παρελθόν, από την πατρική εστία, από τον τόπο τον ίδιο, ο ασθενής έχει αποξενωθεί από το δικό του σώμα. Και είναι αυτή η ξενότητα για τους ήρωές της, το φίλτρο μέσα από το οποίο διυλίζεται και ερμηνεύεται ο κόσμος και η πραγματικότητα γύρω τους. Χωρίς ίχνος μελοδραματισμού, η συγγραφέας καταφέρνει το μαγικό ακατόρθωτο: να πλάσει πρόσωπα σπαρακτικά μέσα στην αλλοτρίωσή τους, που -πράγμα παράξενο- δεν μας είναι διόλου ξένα αφού απηχούν εσώτερες μυστικές πτυχές και αγγίζουν χορδές τού καθενός από εμάς.

 

* H Χαρά Νικολακοπούλου είναι φιλόλογος/συγγραφέας

 

 

Βιβλιογραφία:

  1. ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Η ΜΕΤΑΒΑΣΗ ΣΤΗ ΝΕΩΤΕΡΙΚΟΤΗΤΑ- ΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟΣ http://istoriatexnespolitismosbooktheory.blogspot.com/2014/04/blog-post_12.html
  2. Γιώργος Καλλίνης, Ο μοντερνισμός ενός κοσμοπολίτη. Στοιχεία και τεχνικές του μοντερνισμού στο μεσοπολεμικό μυθιστόρημα του Κοσμά Πολίτη, University StudioPress, Θεσσαλονίκη 2001, 28 & 30-32.
  3. http://www.greek language.gr/digitalResources/literature/education/literature_history/search.html?details=16

 

___________________

[1] Γιώργος Καλλίνης, Ο μοντερνισμός ενός κοσμοπολίτη. Στοιχεία και τεχνικές του μοντερνισμού στο μεσοπολεμικό μυθιστόρημα του Κοσμά Πολίτη.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top