Fractal

Διήγημα: “Όπως μάθεις…”

Της Μαίρης Βαβουράκη //

 

 

 

 

Όπως μάθεις…

 

Άνοιξε την μπαλκονόπορτα και βγήκε να συναντήσει το καλοκαιρινό αγέρι. Εισπνέοντας, γέμισαν τα πνευμόνια οξυγόνο και ο νους ελευθερία.

Δύο πράγματα είχε αποφασίσει πως θα έκανε σαν ελευθερωνόταν από τον ιστό της πανδημίας. Να πάρει διαζύγιο και να έρθει βόλτα στο νησί. Το πρώτο δεν πίστευαν οι φίλες της πως θα το κάνει, το δεύτερο η ίδια.

Να τη λοιπόν στο νησί, φρεσκοχωρισμένη ν’ αναρωτιέται πώς ένα άτομο σαν εκείνη άντεξε την καταπίεση του γάμου της.

Από τις σκέψεις, την έβγαλε το άρωμα του ελληνικού καφέ που έφτασε απρόσκλητο μέχρι τα ρουθούνια της. Η Μάρθα σέρβιρε παρακάτω στο ταβερνάκι. Κατέβηκε βιαστικά τα σκαλιά και καθώς βγήκε φουριόζα στο δρόμο, έπεσε πάνω σε μια κοπέλα, με αποτέλεσμα εκείνη, χάνοντας την ισορροπία της, να πέσει κάτω. Κάπου την ήξερε, σκέφτηκε, καθώς τη βοηθούσε να σηκωθεί. Στα ερωτήματα τα σχετικά με το αν χτύπησε, η κοπέλα απάντησε καθησυχαστικά, χαμογελώντας συγκρατημένα. Αυτόματα αναγνώρισε το χαμόγελο ενός στραπατσαρισμένου παιδιού.

«Ρηνιώ;» μουρμούρισε αβέβαια, μα η κοπέλα δεν είπε τίποτα. Χαιρέτισε κι έφυγε.

Όντως ήταν εκείνη.

«Με πατέρα αλκοολικό, γύριζε πάντα στο νησί γεμάτη μελανιές. Όσες δεν έτρωγε η μάνα της, τις μάζευε εκείνη» είπε η Μάρθα προσφέροντας της μια φλιτζάνα με αχνιστό ελληνικό καφέ.

Έβγαινε μόνο για θελήματα κι ύστερα ξανά στο σπίτι. Ούτε σχολείο πήγε.

Όταν πέθανε η μάνα, ο πατέρας της ξαναπαντρεύτηκε κι η μητριά που δεν την ήθελε στα πόδια της, την έδωσε στον πρώτο που τη ζήτησε σε γάμο. Μα ούτε απ’ το γάμο της έλειψε το ξύλο. Ο άντρας της, όντας ζηλιάρης, την ξυλοφόρτωνε με το παραμικρό.

Πάνω στο χρόνο, έμεινε χήρα και ούσα άτεκνη, οι συγγενείς του βρήκαν τρόπο να την πετάξουν στο δρόμο. Τη μάζεψε μια θεία της, αφού η πόρτα του πατρικού της δεν ξανάνοιξε για κείνη. Η θεία βρήκε στη Ρηνιώ το παιδί που δεν κατάφερε να κάνει. Τη φρόντισε και της έγραψε όλη την περιουσία της. Όταν το πένθος παρήλθε, την προέτρεψε να ξαναπαντρευτεί και της υποσχέθηκε πως θα την άφηνε να πάρει όποιον ήθελε.

Διάλεξε έναν τεμπέλη που σκόρπιζε στις ταβέρνες την περιουσία του πατέρα του. Όλος ο κόσμος απόρησε με την επιλογή της.

«Και να πεις πως είναι όμορφος; Σαν αρκούδα είναι » σχολίασε η Μάρθα.

Μαζί του τώρα και ξύλο τρώει και ξενοδουλεύει για να του δίνει χρήματα, αφού η περιουσία της έγινε κρασί και γυναίκες.

Βγήκε στο μπαλκόνι και με τη σκέψη στη Ρηνιώ, «έμπηξε» το βλέμμα στο νυχτερινό ουρανό.

«Γιατί δε διάλεξε έναν άλλο άντρα; Γιατί επέλεξε τα ίδια βάσανα;» ρώτησε τ’ άστρα, μ’ απάντηση δεν έλαβε…

«Παππού, μπήκε ξανά στο κλουβί» ακούστηκε μια παιδική φωνή από το διπλανό σπίτι, διακόπτοντας τις δικές της σκέψεις.

«Είδες το, κοπέλι μου, που στό ‘πα; Δεν μπορεί να ζει λεύτερο».

«Μα γιατί;» επέμεινε το παιδί, με παράπονο.

Η γέρικη φωνή, παρηγορώντας τον μικρό, άρχισε να εξηγεί πως το πουλί γεννήθηκε και μεγάλωσε στο κλουβί και πως αυτό γνωρίζει για σπίτι του…

«Απού γεννηθεί στη φυλακή, τση φυλακής θυμάται» κατέληξε ο παππούς, αναστενάζοντας και ήταν σαν να μίλησε ο Ουρανός, δίνοντας απάντηση στα ερωτήματα της.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top