Fractal

Για το μυθιστόρημα ‘Και τώρα, ανθρωπάκο;’ του Χανς Φάλαντα

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

 

 

 

Hans Fallada, «Και τώρα, ανθρωπάκο;» Μετάφραση: Ιωάννα Αβραμίδου. Εισαγωγή: Κώστας Κουτσουρέλης. Επίμετρο: Herbert Schwenk. Εκδόσεις Gutenberg. Αθήνα, 2017

 

Ο Χανς Φάλαντα, παρέμεινε δημοφιλής συγγραφέας στη Γερμανία και μετά το θάνατό του. Ενώ όμως το ‘Και τώρα, ανθρωπάκο;’ (Kleiner Mann, was nun?, 1932) είχε μεγάλη επιτυχία στις Ηνωμένες Πολιτείες και το Ηνωμένο Βασίλειο, γενικώς βρισκόταν στην αφάνεια  για αρκετές δεκαετίες. Εκδόθηκε, για να θυμηθούμε, ένα χρόνο πριν από την άνοδο του Αδόλφου Χίτλερ στην εξουσία και σήμερα θεωρείται σύγχρονο κλασσικό έργο, με δεδομένο την έντονη σκιαγράφηση και περιγραφή των τελευταίων ημερών της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Το βιβλίο αυτό καθιέρωσε τον Φάλαντα ως σημαντικό συγγραφέα και απεικονίζει την κατάσταση των νεαρών Γερμανών κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου ​​και ιδιαίτερα τις επιπτώσεις του πολέμου και της οικονομικής κατάρρευσης. Ο Φάλαντα δίνει μια λεπτομερή περιγραφή των συνθηκών διαβίωσης των εργαζομένων στην συγκεκριμένη εποχή, των αφεντικών, του ρόλου των συνδικαλιστικών οργανώσεων, των κυβερνητικών θεσμών και βεβαίως την άγρια εκμετάλλευση που επικρατούσε στην αγορά εργασίας, με αποτέλεσμα να εμφανίζεται απροκάλυπτα η χειρότερη πλευρά του καθενός. Πρέπει να πούμε, με την ευκαιρία, ότι κάποιοι άλλοι  Γερμανοί συγγραφείς, που είχαν εγκαταλείψει τη χώρα όταν ο Χίτλερ ανήλθε στην εξουσία, αισθάνθηκαν απέχθεια για όλους εκείνους που παρέμειναν πίσω, όπως ο Φάλαντα, και διακινδύνευσαν κι αυτοί και το έργο τους  κάτω από το ναζιστικό καθεστώς, με πιο αξιοσημείωτο τον Τόμας Μαν, ο οποίος  διέφυγε της ναζιστικής καταπίεσης από νωρίς και έζησε στο εξωτερικό και ο οποίος εκφράστηκε επί του συγκεκριμένου θέματος με τα χειρότερα λόγια.

Στο  βιβλίο του Χανς Φάλαντα, ‘Και τώρα, ανθρωπάκο;’  (Kleiner Mann, was nun?), παρακολουθούμε τη ζωή των απλών ανθρώπων στη Γερμανία στις αρχές της ύπουλα εγκυμονούσης δεκαετίας του 1930. Η ανεργία έχει φτάσει σε τρομακτικά επίπεδα και ο πληθωρισμός μειώνει ταχέως την αξία των μισθών, αλλά  και των αποταμιεύσεων.  Το Βερολίνο είναι σε προϊούσα κατάρρευση, μια πόλη όπου οι μισθοί είναι απαράδεκτα χαμηλοί και οι εργαζόμενοι πρέπει να ανταγωνιστούν με τους συναδέλφους τους για να διατηρήσουν τις πολύτιμες θέσεις εργασίας τους, αναπαράγοντας τη δυσπιστία μεταξύ τους με όποιο τρόπο μπορούν και με συχνά πισώπλατα μαχαιρώματα μεταξύ του εργατικού δυναμικού. Σε μια τέτοια τρομακτική εποχή όπως αυτή, το να μείνει έγκυος η κοπέλα κάποιου και να την παντρευτεί, είναι μια αλλόκοτη προοπτική, φαντάζει κάτι σαν μιας μορφής απονενοημένο διάβημα! Είναι η ιστορία του Γιοχάνες  Πίνεμπεργκ και της Έμα Μέρσελ που ξεκινούν την έγγαμη ζωή τους και τη μητρότητα, λίγο πριν έρθει στην εξουσία της χώρας τους  το ναζιστικό κόμμα.

Ο λογιστής Γιοχάνες  Πίνεμπεργκ, εικοσιτριών ετών και η νέα είκοσι δύο ετών σύζυγός του, η Έμα Μέρσελ, η οποία μόλις ανακάλυψε ότι ήταν δύο μηνών έγκυος, προσπαθούν να βρουν μια νέα θέση εργασίας γι’ αυτόν, στη μέση της οικονομικής κρίσης. Είναι καλοκαίρι του 1930. Το βιβλίο ξεκινάει σε μια γυναικολογική κλινική, όπου ο Γιοχάνες και η Έμα έχουν πάει για την παροχή συμβουλών σχετικά με την αντισύλληψη, όπου ακούν έκπληκτοι το γιατρό τους να λέει μόνο ότι είναι πολύ αργά για πρόληψη, αφού μάλλον πρόκειται για εγκυμοσύνη δύο μηνών. Οι γονείς της Έμα αντιμετωπίζουν την είδηση ​​του επικείμενου γάμου με φανερή περιφρόνηση, δίνοντάς τους ένα πάρτι αρραβώνων το οποίο συνοδεύεται από προφητείες επικείμενης κοινωνικής καταστροφής. Μετά τις σχετικές, έστω υποκριτικές και συνήθεις, ευλογίες της στιγμής, το νεαρό ζευγάρι ψάχνει να βρει κάποιο οίκημα, ένα δωμάτιο, κάτι που τελικά κατορθώνει, αλλά στα άκρα ενός μικρού προαστίου, όπου συνυπάρχει με μια εκκεντρική ηλικιωμένη γυναίκα. Οι εργοδότες τον χλευάζουν με επανειλημμένες απειλές απολύσεων και όπως φαίνεται η διατήρηση της δουλειάς του εξαρτάται από τον αν θα παντρευτεί την κόρη του αφεντικού του, αναγκάζοντας τον Γιοχάνες  να αποκρύψει τον πρόσφατο γάμο του. Η αλήθεια βγαίνει στην επιφάνεια σύντομα και φυσικά  ακολουθεί η αναπόφευκτη παύση. Μετά από μια τρομερή περίοδο ανεργίας, η μητέρα της Έμα έρχεται σε επαφή με την κόρη της και της ανακοινώνει ότι μια θέση εργασίας σε ένα πολυκατάστημα αναμένει τον Γιοχάνες στο Βερολίνο, ευγενική …προσφορά του νέου φίλου της,  Χόλγκερ Γιάχμαν.

Είναι περιττό να ειπωθεί ότι η ζωή στο Βερολίνο εξακολουθεί να είναι γεμάτη δυσκολίες και απογοητεύσεις. Το μωρό έρχεται, αλλά από εκείνη τη στιγμή η διαμονή του ζευγαριού στο δωμάτιο κρίνεται περίπου ως ακατάλληλη ακόμα και για μια μικρή οικογένεια. Ο διάλογος ανάμεσα στους δύο συζύγους είναι αρκούντως χαρακτηριστικός της γενικότερης κατάστασης που επικρατούσε στα εργατικά συνδικάτα του Βερολίνου. «…Αλλά κάνοντας αυτό που κάνουν τώρα εδώ και χρόνια με τους εργάτες και τώρα με μας, γεννούν θηρία και θα το πληρώσουν…Στο λέω», λέει η Έμα για να τής απαντήσει εκείνος «…Και βέβαια θα το πληρώσουν. Έτσι θα  γίνει. Επανάσταση και τα σχετικά, ξέρεις… ήδη έρχονται στα πράγματα οι λάθος άνθρωποι που σκέφτονται με αυτόν τον τρόπο, δεν χορταίνουν ποτέ».

Ο τίτλος του μυθιστορήματος αποδεικνύεται ιδιαίτερα κατάλληλος για το βιβλίο, δεδομένου ότι ο Γιοχάνες παλεύει απεγνωσμένα με τη φτώχεια, προσπαθώντας να ικανοποιήσει στοιχειώδεις ανάγκες της γυναίκας και του παιδιού του. Μετά από κάποια επεισόδια στη δουλειά του, τον Νοέμβριο του 1932, η μικρή οικογένεια μετακομίζει παράνομα στο καλοκαιρινό σπίτι, καλύβα στην πραγματικότητα, ενός πρώην συναδέλφου του Γιοχάνες Πίνεμπεργκ, σαράντα χιλιόμετρα ανατολικά του Βερολίνου. Στην περιοχή έμεναν οι φτωχότεροι των κατοίκων, αλλά το χειρότερο δεν ήταν αυτό, αλλά το γεγονός ότι «… ήταν ή κομμουνιστές ή ναζιστές, και υπήρχαν μεταξύ τους συνεχώς καβγάδες και φασαρίες». Αν και είναι άνεργος για πάνω από ένα χρόνο, η σύζυγός του τον αποτρέπει από το να κλέψει κάρβουνα  για ίδια χρήση. Αντ’ αυτού, εκείνη μαντάρει κάλτσες και επιδίδεται στην δραστηριότητα της  ραπτικής απευθυνόμενη επαγγελματικά στις ευκατάστατες οικογένειες της περιοχής, με σκοπό να κερδίσει κάποια χρήματα, κι εκεί μακρυά από τη μεγαλούπολη των τεσσάρων εκατομμυρίων ψυχών, το νεαρό ζευγάρι συνειδητοποιεί ότι η αγάπη ανάμεσά τους είναι εκείνο που τελικά μετράει σε τούτη τη ζωή.

 

Hans Fallada

 

Τα μυθιστορήματα του μοιραίου Χανς Φάλαντα ήταν διεθνή μπεστ-σέλερ και πριν από τον πόλεμο, κι αυτός αρκετά αναγνωρισμένος όσο και οι Γερμανοί συνάδελφοί του, Τόμας Μαν και Χέρμαν Έσσε. Το 1932, το Χόλυγουντ γύρισε το μυθιστόρημα ‘‘Και τώρα, ανθρωπάκο;’’ (Little Man, What Now?) σε ταινία, αλλά όταν ο Χίτλερ έμαθε ότι η ταινία είχε γίνει από τους Εβραίους, ο Φάλαντα άρχισε να προσελκύει την προσοχή της επικίνδυνης Γκεστάπο και χαρακτηρίζοντάς τον, το 1935, ως ανεπιθύμητο  συγγραφέα. Αρνήθηκε να συμμετάσχει στο κόμμα των ναζί, ενώ συνελήφθη και φυλακίστηκε. Καθώς ο δεύτερος μεγάλος πόλεμος πλησίαζε στον ορίζοντα, αρνήθηκε να εγκαταλείψει την πατρίδα του, παρά τη διεθνή επιτυχία του. Η σωματική, πνευματική και ψυχική υπερένταση όλων αυτών των ετών, υπήρξαν τρομερό τίμημα για την διανοητική κατάσταση του Φάλαντα, ο οποίος και πέθανε λίγο μετά τον πόλεμο, το 1947. Το βιβλίο ‘‘Και τώρα, ανθρωπάκο;’’, είναι μια, κατά κάποιο τρόπο, ενδιαφέρουσα εναρμόνιση με το μεταγενέστερο μυθιστόρημα του Φάλαντα, ‘‘Μόνος στο Βερολίνο’’,  αμφότερα τα οποία παρέχουν μια πλουσιοπάροχη άποψη της ποιότητας της ζωής, ένα περιβάλλον όπου οι άνθρωποι εργάζονται και παλεύουν σε έναν όλο και πιο συγκεχυμένο, περίεργο και εχθρικό κόσμο, από πάσης πλευράς. Οι χαρακτήρες του Φάλαντα δεν είναι πολιτικά σκεπτόμενοι πολίτες, αλλά είναι από τα άτομα που εμπλέκονται στον κύκλο της καθημερινής ζωής όπου η πολιτική τα επηρεάζει σταδιακά στη συμπεριφορά τους, αλλά χωρίς τελικά να πάρουν ξεκάθαρα θέση υπέρ της μιας ή της άλλης πλευράς και ιδεολογίας, με κάποιας μορφής ενθουσιασμό ή υποψία απόρριψης της περιρρέουσας πολιτικής κατάστασης. Αισθάνονται ότι προσβάλλονται, επηρεάζονται  από τα εν εξελίξει  γεγονότα τα οποία σιγά-σιγά φαίνεται ότι καταστρέφουν την ειρηνική τους ζωή, αλλά δεν προχωρούν σε  ανάλυση τού γιατί συμβαίνουν όλες αυτές οι δραματικές αλλαγές. Οι χαρακτήρες του, απλώς προσπαθούν να τα βγάλουν πέρα, να βρουν ένα δωμάτιο σ’ ένα σπίτι, να στεγαστούν, για να ζήσουν εκεί και να εξασφαλίσουν το καθημερινό τους φαγητό και λίγες μόλις μερίδες κρέατος την εβδομάδα.

Ανάμεσα σε όλα τα τρομερά γεγονότα τα οποία συμβαίνουν με τους πρωταγωνιστές του βιβλίου του, ο Φάλαντα τοποθετεί κατάλληλα ενδιάμεσα στο κείμενο, το χιούμορ και τη σάτιρα. Μερικές τάξεις των ανθρώπων, ας πούμε,  δεν υποφέρουν ποτέ, ότι κι αν συμβαίνει στον κόσμο γύρω τους. Η μητέρα του Γιοχάνες είναι ένα παράδειγμα ανθρώπου που ‘‘ζει μεταξύ των ρωγμών’’, οργανώνοντας συναντήσεις στις οποίες οι άνδρες έρχονται σε επαφή με ελκυστικές νεαρές γυναίκες που είναι σαφώς διαθέσιμες για κάτι περισσότερο από την απλή και συνήθη κοινωνικοποίηση των παρισταμένων και προσκεκλημένων. Ο φίλος της μητέρας του κύριου χαρακτήρα,  Χόλγκερ Γιάχμαν, είναι η κλασσική περίπτωση νεαρού που ζει στο Βερολίνο της δεκαετίας του 1930, με γεμάτη την τσέπη τη μια μέρα και απελπισμένος την επομένη. Η σκιαγράφηση της μεγαλούπολης με τα θεατρικά δρώμενα, τα νυχτερινά σώου, τα μαιευτήρια της πόλης με τις συνθήκες και τους κανονισμούς που επικρατούσαν τότε εκεί, τα κολυμβητήρια με τους συλλόγους των γυμνιστών, οι φτωχές και πλούσιες κατοικίες, η ατμόσφαιρα γενικώς που επικρατούσε στο Βερολίνο, περιγράφονται και δίνονται με αφόρητο ρεαλισμό με δεδομένη τη συμπάθεια του Φάλαντα στους καθημερινούς ανθρώπους. Στα ανθρωπάκια με την ανέχεια, ανεργία, την ανασφάλεια για το αύριο,  σε μια εποχή που ξημέρωνε και στην Ευρώπη την επόμενη εποχή από την  δραματική εξέλιξη στο χρηματιστήριο των αξιών της Νέας Υόρκης  και λίγο καιρό πριν οι εθνικοσοσιαλιστές αναρριχηθούν στην εξουσία και οδηγήσουν τον γερμανικό λαό αλλά και την υπόλοιπη Ευρώπη στον όλεθρο. Λίγα χρόνια αργότερα, κανένας δεν γνώριζε πως η πόλη που δραστηριοποιούνται οι χαρακτήρες του Φάλαντα θα όδευε ολοταχώς στα συντρίμμια μαζί με τους κατοίκους της. Ενδιαφέρον αποτελεί το γεγονός ότι το συγκεκριμένο βιβλίο του Φάλαντα γράφτηκε σε διάστημα τεσσάρων μόλις μηνών, από τον Οκτώβριο του 1931 έως τον Φεβρουάριο του 1932, με τον συγγραφέα του να εργάζεται πυρετωδώς, νύχτα και μέρα.

Τα τελευταία χρόνια τα βιβλία του Χανς Φάλαντα, βρίσκονται και πάλι στα  ράφια των βιβλιοπωλείων, σε νέες μεταφράσεις και εκδόσεις. Σε μια εποχή που το ενδιαφέρον για την ιστορία φαίνεται να αυξάνεται, τα βιβλία και ετούτου του Γερμανού συγγραφέα δίνουν μια συναρπαστική γεύση τού πως ήταν η καθημερινή ζωή των απλών πολιτών την ώρα που οι εθνικοί ηγέτες προετοιμάζονταν για το μεγάλο  πόλεμο. Παράλληλα τα μυθιστορήματα του Φάλαντα είναι πάρα πολύ ευανάγνωστα, καθώς η μια σελίδα οδηγεί ταχύτατα στις άλλες που έπονται, για να διαβάσει κάποιος τη συνέχεια της υπόθεσης. Το βιβλίο συστήνεται ιδιαίτερα σε όσους βρίσκουν κάποιο ενδιαφέρον στην Ευρώπη και ειδικά  στην καθοριστική και σημαντική εποχή του μεσοπολέμου με όλα όσα εκείνη εγκυμονούσε. Η εργοδοσία από τη μια μεριά, η αποδοτικότητα των υπαλλήλων από την άλλη, η καταγραφή στις ατομικές πωλήσεις ενός εκάστου  διαιρώντας τους σε καλούς και κακούς, αποδοτικούς ή μη, ο  φανερός ή υφέρπων ανταγωνισμός, η έλλειψη αλληλεγγύης μεταξύ των εργαζομένων, η σχέση μεταξύ διευθυντικών στελεχών και χαμηλόβαθμων υπαλλήλων,  η αέναη απειλή απολύσεων που κρέμεται δίκην δαμόκλειας σπάθης πάνω τους, στο προαναφερόμενο βιβλίο του Φάλαντα και το Βερολίνο του μεσοπολέμου, σε πολλές μεθόδους και λεπτομέρειες θυμίζουν εποχές δικές μας, εν μέσω πολύχρονης οικονομικής ύφεσης την οποία βιώνει με το χειρότερο τρόπο και η δική μας κοινωνία. Πολλοί κάνουν λόγο για μια χρονική περίοδο που παραπέμπει σε εποχές του μεσοπολέμου, εκείνης της εύθραυστης δημοκρατίας της Βαϊμάρης, σε πολλές λεπτομέρειες, εκδοχές και συνιστώσες. Η έκδοση αυτή προέρχεται από εκείνη που συμπληρώθηκε στην οριστική και αυθεντική της πλέον μορφή και είδε το φως της δημοσιότητας  τον Ιούνιο του 2016 στο Βερολίνο (Hans Fallada, Kleiner Mann, was nun? Aufbau Verlang). Στα θετικά της συγκριμένης έκδοσης στην ελληνική γλώσσα η εισαγωγή του Κώστα Κουτσουρέλη καθώς και το επίμετρο του Herbert Schwenk στο τέλος του βιβλίου. Αν κάτι θα πρόσθετε περαιτέρω αξία σε  αυτή την έντυπη έκδοση, θα ήταν το μεγαλύτερο μέγεθος της σελίδας  και βεβαίως η χρησιμοποίηση κάποιου άλλου χρώματος στη θέση του κουραστικού λευκού!

 

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top